Τρίτη, Οκτωβρίου 16, 2012

ΑμΦιτΟπίΑ


Έχω ασκηθεί στην αμφιτοπία. Μπορεί να είμαι σε 3 μέρη ταυτόχρονα. Στο ένα είμαι κάπου στον μακρινό Καναδά αναπνέοντας παγωμένα τοπία, σταυροπόδι, μιλώντας με την Νικαέλα και κάνοντας πίτα με σπαράγγια και προσούτο. Στο άλλο ταξιδεύω μαζί με ένα χάος συμπαγές στους ώμους σε όλη την γη μπαινοβγαίνοντας ασταμάτητα σε ναούς, σπίτια, μαγαζιά και λεωφορεία και στο τρίτο κολλάω την πλάτη μου στην δική σου κάθε βράδυ. Δεν βαριέμαι ποτέ. Μόνο που κάποιες φορές μελαγχολώ καθώς  παρατηρώ το φως που όλο συντομεύει και με αφήνει μόνη σε ένα δωμάτιο τυλιγμένη με μια κουβέρτα και ένα σκισμένο βιβλίο, καρφιτσωμένη σε μια νύχτα ατελείωτη.
Προσπαθώ μέσα από αυτή τη νύχτα και μετράω την ζωή με ότι έχω ή ακόμη και με αυτά που δεν έχω, όπως για παράδειγμα πόλεμο, ασθένειες, το κλάμα των παιδιών που κάτι τους λείπει, την ανεργία, την έλλειψη τροφής και αγάπης. Βλέπω ότι έχω ακόμα πολλά σε σχέση με τις προηγούμενες γενιές και πιθανώς τις επικείμενες. Και νιώθω πως είμαι τυχερή και κακομαθημένη μπροστά τους. Και  κάπως έτσι το απολαμβάνω. Κρατώ το καλύτερο που μου δίνεται από όλο αυτό .Σε λίγα χρόνια ξέρω πως αυτά θα είναι τα καλύτερα χρόνια της ζωής μου. Για αυτό σκοπεύω να τα ζήσω όσο κρατήσουν με τον έναν η με τον άλλο τρόπο. Και χαμογελάω που μπορώ ακόμα  να πίνω κρασί με ότι καλύτερο μου έχει απομείνει τριγύρω, από ανθρώπους και καταστάσεις που εγώ δημιουργώ. Και χαίρομαι  ακόμα πιο πολύ που αν και εντός μου νιώθω ενεργά απαισιόδοξη τίποτα δεν με έσπρωξε να αγοράσω ένα όπλο. Η ζωή είναι καλή. Και μου βγάζει κάτι θετικό, έστω και αμήχανα. Και αυτή η εποχή παρ όλο που με έχει γρατζουνήσει- και αργότερα ίσως με ματώσει παραπάνω από όσο θα αποφεύγω- δεν παύει να μου είναι συμπαθής. Όπως ήταν συμπαθής, και τότε εκεί πίσω στην παλιά μου ζωή, η εποχή που πιστεύαμε τα λόγια του ραδιοφώνου, της εφημερίδας, του παπά και του διάκου, έχοντας μόνο την ψυχή μας βασικό περιουσιακό στοιχείο. Οι εχθροί είχαν ταπεινωθεί, δικαστεί και αποκατασταθεί με προϋποθέσεις. Οι ψείρες είχαν εξαφανιστεί. Η εθνική περηφάνια μασούσε δάφνες και κλάδους ελαίας μαζί με τις ελιές. Τι άλλο θέλαμε; Τώρα απλώς έμεινε η αίσθηση και η νοσταλγία του ρετρό και ήδη αποδείχτηκε ότι έζησαν αυτοί καλά και θα ζήσουν ακόμη καλύτερα.  Οι πρόγονοί μας εξάντλησαν όλες τους τις δυνάμεις για να τιμωρηθούν όσοι επιβουλεύονταν τον «γραφικό μινιμαλισμό μας», που βεβαίως τότε είχε άλλη αξία. Και γω θέλω να ζήσω ακόμα καλύτερα και από αυτούς και έτσι έχω αποφασίσει να κάνω.

 Κυριακή βράδυ. Από τη μια ο μηντιακός ωκεανός του ανούσιου από την άλλη τα χαμηλά σύννεφα που μυρίζουν αποθηκευμένη υγρασία. Λίγες αγχωμένες αστραπές στο βάθος. Κάποιος ρίχνει φωτοβολίδες στα ουράνια για να κάψει τον θρόνο του Δημιουργού, σου λέω τελειώνοντας το ποτό μου στην Φθινοπωρινή Πανόρμου. Σκάμε στα γέλια καθώς ένας ηλεκτρισμένος νοτιάς σκορπάει τα φύλλα των δέντρων στα μαλλιά μας και στους βρεγμένους δρόμους. Ο άνθρωπος ποτέ δεν απομακρύνθηκε από την επιθυμία του ουρανού, αλλά επειδή λόγω της βαρύτητας αναγκάζεται να πατάει πάνω στη γη, το κάλεσμα αυτό παραμένει μετέωρο. Η νύχτα χαμηλώνει κι άλλο στα πόδια μας Εξαφανίζομαι στα έγκατα του μετρό.

Πρέπει κανείς να μετατοπίσει τον εαυτό του για να δημιουργήσει μια κίνηση η μια επερχόμενη αλλαγή. Να το θυμάστε αυτό. 

Κυριακή, Οκτωβρίου 07, 2012

67 αΥΓοΥσΤου



Οκτώβρης λένε τα ημερολόγια. Σήμερα 67 Αυγούστου λέω εγώ. Ένα καλοκαίρι ζαλισμένο που έχασε το δρόμο και παρέμεινε. Ένα ισχνό φθινόπωρο που βγήκε από τον κόπο να εμφανιστεί. Κάπου πιο κάτω μυρίζει βροχή και νοτισμένο χώμα και καθώς οδηγώ για την δουλειά νιώθω να μπαίνω σε μια λούπα  δροσιάς. Το σκηνικό αλλάζει κάθε μέρα. Γίνεται  όλο και πιο αφαιρετικό. Καθώς και η αγάπη. Τα νούμερα δεν βγαίνουν σε καμιά καθημερινότητα. Όλοι ζητάνε και από κάτι. Χαμογελάς γιατί σκέφτεσαι πως είσαι από χρυσό. Οι νύχτες μεγαλώνουν επιθετικά  και τα πρωινά το φως τυφλώνει με μια εκδίκηση  για ζωή. Ακόμα καλοκαίρι, ακόμα θάλασσα, ακόμα  έξω. Ακόμα αιθεροβάμονες με άγρια ξανθά μαλλιά.
Στο δικό μου σκηνικό  νέα πρόσωπα κάνουν βραδινές εμφανίσεις. Ανοίγουν την πόρτα του γραφείου μου και χαιρετούν χαμηλόφωνα. Το φεγγάρι μια μικραίνει μια μεγαλώνει πάνω από μια μεγάλη ελιά και πλημμυρίζω μέσα μου από κάτι που ξέχασα την λέξη για να σας το πω. Ο Οκτώβρης  συνεχίζει να καλοκαιριάζει  στα μπράτσα μου φορώντας μια μπλε σειρήνα στα μαλλιά και  κυνηγώντας τα υγιή κομμάτια που ξέφυγαν από τον άρρωστο τούτο κόσμο. Κρύβομαι πίσω από δέντρα και κλειστές πόρτες. Τι πρέπει να σκεφτώ τώρα; Εδώ ανοίγουν τα υπόγεια της δεκαετίας του '50, μουχλιασμένα δίχως παράθυρα. Προσεχώς άβυσσος . Ανθίζουν  ήδη νέες μορφές βαρβαρότητας με την διάδοση των όπλων μαζικής καταστροφής. Τα κόμματα σαν καλοντυμένοι τσιρκολάνοι κάνουν ανάποδα ψαλιδάκια στον αέρα. Τα έδρανα δεν ήταν ποτέ άλλοτε όπως τώρα, σαν σκηνικά ταινίας τρόμου. Τρίζει κάτι εκεί έξω. Ακούω τον θόρυβο αυτόν όλο και πιο συχνά. Τον ακολουθώ λες και είναι δικό μου ίχνος.
Δεν είμαι τίποτα. Ούτε μια ξοφλημένη ιδιοφυία. Αλλιώς δεν θα είχα αυτή την λάθος νότα να με συντονίζει. Ακουμπάω ξανά την πλάτη μου πίσω στην καρέκλα. Πάντα η θέση μου σε εκείνη την μαβιά καρέκλα. Προκαλώ τον ίλιγγο της ιστορίας να με μυριστεί. 
Όχι δεν αξίζω και τόσα. Μια χορταριασμένη φάλτσα μελωδία ακολουθεί τα βήματα μου και γω με ένα βλέμμα κενό και απογευματινό αφήνω τις ρωγμές μου να φανούν. Από το ψηλό παράθυρο κάποιος με κοιτάει. Ονειρεύομαι πως κοιτάει την θάλασσα και του χαμογελώ.
Κατηφορίζω ανάμεσα στις διακεκομμένες  λωρίδες του μέλλοντος με μια μεγάλη καλοσύνη στα μάτια. Μια διαυγής διάγνωση  με τσιμπάει στην καρδιά. Συνηθίσαμε να βλέπουμε τη φθορά μόνο στις μηχανές, αλλά η πραγματική καταστροφή συντελείται μέσα μας .Όλα τα πρόσωπα  δίπλα μου και παραπέρα βίαια, βρώμικα και εχθρικά. Εγώ πάλι είμαι υπέρ του καθαρού προσώπου. Τίποτα να μην γράφει , να μπορείς να γίνεσαι ένα με το τοπίο. Χαμαιλέοντας. Ένα με το τοπίο να μην μπορούν να σε κατατάξουν πουθενά.

Μια μικρή πίκρα αναβράζει σαν ξεχασμένο depon. Ο κόσμος δεν έγινε τώρα κακός.... πάντα ήταν.