Κυριακή, Ιουνίου 07, 2020

JuNe FoOtAgE





Άλλαξα τα λερωμένα από την μοναξιά σεντόνια. Πενήντα δύο μέρες καραντίνας. Τριάντα εννέα βαθμούς, τελειώματα Μαΐου. Ζύμωσα τα μπιφτέκια και βγήκα στο πίσω μπαλκόνι να απλώσω τα ελάχιστα ρούχα μου. Στην ταράτσα της απέναντι πολυκατοικίας ένα ζευγάρι φοιτητών πίνει κρασί κοιτώντας την θέα. Τους παρατηρώ νωχελικά και δήθεν αδιάφορα, καθώς στα χέρια μου ανοιγοκλείνω ένα ξύλινο μανταλάκι. Η κοπέλα καπνίζοντας γέρνει το κεφάλι της στον ώμο του αγοριού και εκείνο της χαϊδεύει απαλά τον λαιμό. Απλώνω την τελευταία μαξιλαροθήκη με έναν ηλεκτρισμένο πορτοκαλί πόνο, στο μέρος της καρδιάς. Εκείνη λες και το νιώθει σηκώνεται τελείως ξαφνικά και ανάβει δυο, τρία κεριά ρεσό που βρίσκονται σε ένα ξύλινο τραπέζι, μοιράζοντας στον νεαρό που την χαζεύει χαμόγελα και αυτοπεποίθηση. Σουρουπώνει. Οι Μπλε ώρες. Ανοιγοκλείνω το μανταλάκι αναποφάσιστα. Ακούω το γέλιο της κελαριστό, σίγουρο. Είναι ευτυχισμένη. Τώρα χαζεύει την θέα της θάλασσας. Η Σαλαμίνα με τις καμπύλες της και η Αίγινα κάτω αριστερά ξεφυσάνε γαλαζωπή αχλή. Σκοτεινιάζει όλο και πιο βαθειά. Τώρα και οι δυο ίσα που αχνοφαίνονται. Κοιτάνε προς την ίδια κατεύθυνση. Αυτό είναι αγάπη. Ότι λαχταρώ οι άλλοι το έχουν.
Στο youtube χαζεύω υπνωτισμένη ένα παλιό βιντεοκλίπ, ούτε που ξέρω πως το βρήκα. Ένας ψηλός τραγουδιστής, σχεδόν φάλτσος, τραγουδά πάνω σε ένα πεζούλι. Από πίσω του φαίνεται το Αιγαίο. Στα επόμενα πλάνα βρίσκεται ξαπλωμένος σε μια αιώρα σε έναν κήπο. Μια κοπέλα ποτίζει κάτι ακαθόριστα δέντρα. Υπάρχει ένας αέρας που ανοίγει λίγο το πουκάμισο του, εκεί στο μέρος του της κοιλιάς. Μοιάζει με δυτικός. Το σπίτι έχει πλάκα Καρύστου και χτιστούς καναπέδες. Όλα λευκά και απέριττα. Κάποτε βραδιάζει και αυτός ακόμα τραγουδά το ίδιο φάλτσα. Χαμογελά και γέρνει πίσω το κεφάλι του ανοίγοντας διάπλατα τα χέρια του σα να αγκαλιάζει έναν αόρατο άνθρωπο. Από πάνω του ο γαλαξίας μεταμορφώνει την σπείρα του. Το μάτι μου μένει καρφωμένο εκεί στο δικό του εκεί κι έπειτα στο δικό μου εδώ, αυτό το αμείλικτο εδώ. Ότι λαχταρώ οι άλλοι το έχουν.
Ερχόμαστε στον κόσμο κλαίγοντας, μη ξέροντας γιατί. Εγώ ακόμα κλαίω μη ξέροντας γιατί. Ορμονικές διαταραχές, κοντεύεις τα πενήντα, σύνελθε. Οι εβδομάδες έχουν κάτι μηχανιστικό - με παρηγορούν. Βάζουν κάποιου είδους πειθαρχία στην κατά τα άλλα αλλοπρόσαλλη φύση μου. Σε φαντάζομαι δίπλα μου να αναπνέεις. Υπάρχει άνθρωπος χωρίς προσδοκίες; Πρέπει να αφηνόμαστε και να μην περιμένουμε, να μην απαιτούμε, να μην θέλουμε τίποτα από κανέναν; Πρέπει να περνούν οι μέρες μας  με λόγια μηδενικής επίδρασης, ανάλαφρης και στιγμιαίας φόρτισης, χωρίς day after; Ποιός μπορεί απλώς να περιφέρεται; Τα ηλιοβασιλέματα που κοιτώ από το παράθυρο του Σαλονιού μου μαζί με εκείνο το ζευγάρι φοιτητών μπορούν να είναι μεγαλειώδη, ίσως γιατί όλα τα ηλιοβασιλέματα ανεξαιρέτως είναι μεγαλειώδη, έχουν αυτή τη δυνατότητα, δεν έχουν άλλη επιλογή. Ο χρόνος τέλειωσε. Για άλλη  μια φορά δεν απάντησα σε όλες τις ερωτήσεις που μου έκανες, κι αν απάντησα  σε κάποιες, απάντησα λάθος. Όπως σε όλα μέχρι τώρα. Το μόνο που με ενδιέφερε και ακόμα με ενδιαφέρει, είναι το παιχνίδι εκεί έξω, στα πεζοδρόμια που μετέπειτα έγιναν bar και οι φίλοι μου-  ό,τι πιο εξωτικό έχεις γνωρίσει,
Σ αυτή την ζωή θα νιώθω μονίμως αδιάβαστη και ότι λαχταρώ οι άλλοι πάντα θα το έχουν.

Κυριακή, Μαΐου 10, 2020

mAy FoOtAgE




Μαγιάτικο πρωινό γεμάτο βλέννες φωτός  και μπαγιάτικο ουρανό. Ξυπνάω και κοιμάμαι με τα υπολείμματα μιας ξεχασμένης, παλιάς ζωής κρυμμένα κάτω από τα νύχια μου. Βράδια ολόκληρα, σας το λέω, ξύνω τους τοίχους και τους αρμούς στο μπάνιο μπας και μου φανερωθεί. Δύο μήνες υπό περιορισμό μετακινήσεων. Καμία συνάντηση, καμία αγκαλιά, κανένα πνιχτό γέλιο στα αυτιά μου. Δύο μέτρα απόσταση ο ένας από τον άλλο. Εκτελεστικό απόσπασμα, χωρίς πυρά, με γάντια μιας χρήσης και μάσκα. Στα στενά, στους κεντρικούς, άνθρωποι τρέχανε μίλια μακρυά, περπατούσαν μίλια μακρυά, σα να έφευγαν για πάντα απο κάπου. Σαν να ξεχύθηκε μια μελί ανισορροπία ξαφνικά από τα βουνά προς τους δρόμους. Η μόνη επαφή γινόταν μέσα από σπασμένες φωνές στα τηλέφωνα και άπειρες videoκλήσεις. Γονείς σε καραντίνα, μήνυμα στο 13033 για «βοήθεια στο σπίτι» και μετά πάλι πίσω. Σπίτι δουλειά, δουλειά σπίτι. Βαθύ σπίτι, σαν καταπιόνα φάλαινας. Χαμηλά φώτα και μια θέα, σκοτεινή σαν σπλάχνο. Εγώ και ο Ιωνάς κάθε βράδυ συναντιόμασταν και μιλάγαμε  συνεπαρμένοι για κοσμοθεωρίες, ορισμούς αγάπης, συγχρονικότητες και θεωρίες αυτοπραγμάτωσης, χωρίς καμία υπόσχεση για το μέλλον. Ανταλλάζαμε πεμπτουσία σε ένα σπίτι φάλαινα, γεμάτο βραδινή υγρασία και μούχλα μοναξιάς. Και όταν πια κόντευε να ξημερώσει φοράγαμε την μάσκα και κλαίγαμε χωρίς λυγμούς, κλαίγαμε σα να ήμασταν πλημυρισμένοι με μια μικρή διαρροή από τα μάτια. Τέτοιο κλάμα. «Θα μιλήσουμε κι άλλο, μου έλεγε, κουβαλάμε και οι δύο πολλά.» Οι 52 μέρες καραντίνας έφυγαν όπως μπήκαν. Ούτε που τις κατάλαβα, δεν άλλαξε κάτι ουσιαστικό. Το κατάλαβα στην τελευταία πανσέληνο. Διαπίστωσα δηλαδή ότι ήδη ήξερα, πως εγώ είχα τα μάτια, την εικόνα, και η σελήνη το φως. Κι έτσι ένα πρωί, καθάρισα τα υπολείμματα, στόλισα τα μαλλιά μου με μικρά ανθάκια και γέμισα τα βάζα με λευκές ορχιδέες. Έβαλα στην θέση του, την παλιά μου γραφομηχανή και τον μικρό μου πρίγκιπα μαζί με την αλεπού του. Σε όλη την καραντίνα κρυβόντουσαν πίσω από βάζα με κιτρινοπορτοκαλί τριαντάφυλλα, περιμένοντας το φίδι. Ναι, αυτό που φοράω για μενταγιόν στο λαιμό μου.
Ευτυχώς για όλους μας η  Άνοιξη με τις λευκές τις γάμπες έχει καταλάβει μεγάλο μέρος εκεί έξω όπως κ εσύ εδώ μέσα στο ξυστά κατεστραμμένο μου κρανίο. Την πιάνω να ξενυχτάει μαζί μου σε υποφωτισμένα σαλόνια με κρασί ροζέ. Κόσμοι έρχονται και μπλέκονται μαζί με τον δικό μου. Κελαηδίσματα πουλιών, καρδινάλιοι, φτέρες αντί για τελείες και πορτοκάλια ζουμερά κωδικοποιούν την κάθε μέρα μου. Σπαστά ποδήλατα με χαλασμένες σέλες και φρένα. Βόλτες στα ερείπια του παλιού αερολιμένα Αθηνών, στο Ελληνικό. Και από πάνω μας γαλανοί φωσφοριζέ ουρανοί. Μουδιασμένα σώματα. Κραδασμοί, από την φαγωμένη άσφαλτο, ανακατεύουν μέσα μας τα λιμνάζοντα νερά που αφήσαμε. Ο πόνος για αυτό που δεν πραγματοποιήθηκε. Η απουσία κι έπειτα η παρουσία και το μεταφυσικό στοιχείο του ερώτα. Όλα εδώ βαλμένα με λάθος σειρά. Και στο τέλος πάντα να φεύγω με βλέμμα κινηματογραφικό. Και συ να κοιτάς, όπως όλοι, γοητευμένος. Και απομακρύνομαι μέχρι να ζιπαριστώ σε μια μαύρη γυαλιστερή τελεία μαζί με τα 265 κόκκαλα μου. Δεν  περιμένω τίποτα. Ο Μάης μου αρκεί για τώρα και πριν το ξεκίνημα.