Τετάρτη, Μαΐου 30, 2007

Τη ΝύΧτΑ πΟυ Ο μΠλΕ αΣτΕρΙαΣ θΑ χΑσΕι Το ΧρΩμΑ τΟυ


Κατεβαίνουμε τις στροφές της Μεγαλόπολης. Τα φουγάρα αχνίζουν ακόμα.
Νύχτα υγρή σα να το έσκασε από κάποιο χαμάμ. Κοιτάω τον Δια αριστερά μου να τρεμοπαίζει το φως του,σαν κάτι να τον τρόμαξε. Τον κοιτάω για ώρα,οι στροφές νανουρίζουν την ψυχή μου. Ο ουρανός ψηλώνει και πάλι, αλλά ο Δίας με πλησιάζει, ανοίγει το σχήμα του και αφήνει να φανεί το νεφέλωμα που έχει αριστερά.
Κόκκινο με μπλε- πράσινο πυρήνα. Νομίζω ότι είναι ότι πιο όμορφο έχω δει ποτέ μου. Θυμάμαι έπειτα εκείνο το αστέρι με την πιο μακριά γενειάδα που με παρότρυνες να βρω. Το βρίσκω και βλέπω ότι η γενειάδα του είναι τόσο μακριά που αγγίζει την θάλασσα. Όπως ακριβώς μου το είχες πει. Τι να σκέφτεσαι κάτω από αυτό το στερέωμα τέτοιες ώρες; Εγώ σκέφτομαι εσένα. Δίνες γεννιούνται μέσα μου ξανά. Πρέπει να καταπιώ ότι έχω αγαπήσει,να εξαφανίσω και πάλι ότι στέκεται σιωπηλό δίπλα μου. Άρχισαν οι δίνες και πρέπει να αφανίσω πράγματα που κοντεύουν να γίνουν καρκινώματα κάνοντας χώρο σε καινούργια σώματα. Μοιράζοντας ξανά λευκές κόλλες χαρτί και μαύρους μαρκαδόρους για να γράψουν οι νέες αφίξεις την δικιά τους ιστορία, σα να γράφανε την διαθήκη τους. Γιατί έτσι γίνεται πάντα οι δίνες μου θα τους αφανίσουν και αυτούς και θα ξανακάνουν χώρο σε νέα σώματα.
Δεν είμαι τολμηρή ,ούτε ασημένια όπως λες ότι με βρήκες. Είμαι δειλή, άτολμη και βαθιά κυανή. Μέσα μου σαπίζουν διάφορα ναυάγια και στα μάτια μου λάμπουν οι θησαυροί αυτών. Είμαι σπασμένη σε χίλια κομμάτια. Ίσως κάποιο από αυτά να είναι τολμηρό και ασημένιο, αλλά όχι εγώ. Εγώ είμαι ονειροπόλα και εντελώς αφηρημένη. Πήρα μέσα από το συρτάρι σου τις πορτοκαλί σου βεντούζες και ανέβηκα μέχρι την ασημένια θάλασσα που δημιούργησαν χιλιάδες αστερισμοί. Μου είπες ότι τρεμουλιάζει σαν φιλί,άγρια και δυνατή γεμάτη θυμό που φεύγει και γυρίζει. Σου είπα να χαρίσεις κάπου αυτό το φιλί, εννοώντας να το χαρίσεις σε μένα .Δεν τόλμησες και έτσι πήρα τις βεντούζες σου τις φόρεσα σε χέρια και πόδια και σκαρφάλωσα να το αρπάξω. Αυτό δεν με κάνει τολμηρή όμως,εσύ με κάνεις.
Με τόσες σκέψεις και άστρα φτάσαμε στην πόλη της Καλαμάτας. Κάπου μακριά ακούστηκε μια αστραπή μαζί με το γέλιο σου που ακόμα δεν γνώρισα. Ξενύχτησα για το τίποτα τρεις νύχτες μέσα σε σκοτεινές θάλασσες που μύριζαν ιώδιο και σάπια φύκια. Κάτω από την λάμπα ενός παιδικού πορτατίφ έκαψα τα όνειρα μου σαν φτερά πεταλούδας και μέθυσα τόσο, ώστε να μην θυμάμαι σε ποιον ήθελα να χαρίσω αυτά τα 3 άστρα που ξεκρέμασα από την ουρά της μικρής άρκτου και τώρα καίγαν τα χέρια μου. Βούτηξα τα πόδια μου σε μεγάλες υγρασίες ψάχνοντας να βρω τον γαλάζιο αστερία. Δεν μπορώ να περιμένω ποτέ θα τον βρεις για να μου τον φέρεις και είπα μήπως τα κατάφερνα.Είμαι τόσο περίεργη όσο λες;Γιατί όμως; Αφού ανοίγω όλα τα μύχια της ψυχής μου όταν παρουσιάζεσαι για να δεις πως είμαι. Σου μοιάζω. Δεν έχω δηλητήριο σε κανένα σημείο του σώματος μου, ούτε κάτω από την γλώσσα που τόσο θέλω να μου φας. Μιλάω σα και σένα, ζω κάτω από τον ίδιο ουρανό,ονειρεύομαι στον ύπνο μου και είμαι δίπλα σε αυτό που αναπνέεις. Όχι δεν είμαι περίεργη. Φοβισμένη είμαι. Θέλω να κρυφτώ σε μια μικρή ρωγμή και να ακούω μόνο την ανάσα μου και την βροχή που δεν θέλει να φύγει από δω. Και να βγω μόνο όταν θα έχει πάλι ήλιο και ξερά γαϊδουράγκαθα. Και σχεδόν καινούργια να ερωτευτώ από την αρχή τον κόσμο. Τον δικό σου κόσμο. Αυτόν με τον ψηλά πεύκα,με τα συμπαντικά χρώματα και τα παράξενα πλάσματα. Αυτόν με τις ανάλαφρες μυρωδιές και τον τόσο καθαρό αέρα που σε κάνει να τα βλέπεις όλα μωβ. Φεύγοντας από τα όμορφα τοπία της πόλης πίσω μου έβρεχε και κεραυνοί πέφταν στην άκρη της σπονδυλικής μου στήλης. Έκλεισα τα μάτια μου και ονειρεύτηκα μια ανατολή, όχι σαν και την δικιά σου, αλλά σαν την δικιά μου. Πιο μικρή, χωρίς σημάδια στις αρτηρίες της καρδιάς της. Έκλεισα τα μάτια και έβαλα το κεφάλι μου νοητά στο μικρό βαθούλωμα της μασχάλης σου. Και τότε σε άκουσα να μου ψιθυρίζεις πως είδες ένα αστέρι να πέφτει. Ένα αστέρι που ερχόταν από πολύ μακριά. Έπεφτε για ώρα και νόμισες πως χώθηκε κάπου πίσω από την Κασσιόπη, ή ίσως να μπλέχτηκε στην Ανδρομέδα και εξαφανίστηκε κοντά στον Περσέα.
Έκανες λάθος. Το έχω κάτω από την γλώσσα μου μαζί με εκείνο το κλεμμένο φιλί που με έβαλες να πιάσω. Θα σου τα δώσω κάποια άλλη νύχτα όμως αυτά. Τη νύχτα που ο μπλε αστερίας που θα μου έχεις χαρίσει θα ξεκινάει να χάνει το χρώμα του.

Τρίτη, Μαΐου 22, 2007

ΦοΒιΣμΕνΟ κΟκΚιΝο



Μου είπες κάτι που το έβαλα στην θέση της λάμπας μου το ίδιο κι όλας βράδυ.
Μου είπες πως αποτελώ κάτι το συμπαγές, το δυνατό, το σφιχτό αλλά... από υλικά αέρινα κι υγρά. Ένα σιδερένιο σύννεφο. Έτσι με χαρακτήρισες και μέσα μου κάηκε για άλλη μια φορά η δύση. Και έτρεξε να κρυφτεί το κόκκινο από ντροπή και έξαψη.

Και βιάστηκε να βυθιστεί στην πυρκαγιά του ουρανού πίσω από το τεράστιο κεφάλι του ήλιου. Και γω σε αγαπώ και χαίρομαι που σε συνάντησα. Σε σκέφτομαι έντονα σε κάθε στροφή που παίρνω ανοιχτά. Γιατί εκεί σε έχω βάλει και εκεί σε θυμάμαι.
Στο αυτοκίνητο η μουσική συλλογή του φίλου μου, που τόσο αγαπώ γιατί κατοίκησα μέσα του, παίζει ξανά και ξανά. Κοιτάω τα κομμάτια από τα κολλάζ μου στο εξώφυλλο της και το κόκκινο ξεσπάει σε κοντές αμηχανίες.

Πρώτη, δευτέρα,μέχρι εκεί.
Δεν πάει σε όλους το κόκκινο. Προχτές είδα μπροστά μου την πιο αδιάφορη γυναίκα. Φορούσε κόκκινα μαλλιά. Τρόμαξα. Πίστεψα πως μάτωσε ο εγκέφαλος της,αλλά μετά σκέφτηκα πως ο εγκέφαλος δεν θα έβγαζε ποτέ τέτοιο αποτυχημένο κόκκινο σε καμιά εσωτερική αιμορραγία του.
Κόκκινα φανάρια. Η δύση μπροστά μου συνεχίζει να καίγεται. Έκτος αν δανείζεται κάθε τέτοια ώρα την στολή του Αι Βασίλη.
Περιμένω γράμμα σου με κόκκινο μελάνι στον αποστολέα και στον παραλήπτη.
Περιμένω το ένοχο βλέμμα σου. Θυμάσαι σε ποια σελίδα είχα γράψει για αυτό;Και σε ποιο ημερολόγιο ήταν; Η δεν ήταν σε κάποιο. Μπορεί απλά να το καρφίτσωσα στη φόδρα της νύχτας των τριβάδων,πάνε χρόνια πια...

Χτυπάω την εξώπορτα του σπιτιού σου. Μου ανοίγεις και από πίσω σου τεντώνεται και πάλι το κόκκινο δωμάτιο με τις μεταξωτές μαξιλάρες. Η μουσική είναι χαλαρωτική,τα έπιπλα παλιά και βαριά. Ο αέρας μυρίζει κουφέτα και καβουρδισμένα αμύγδαλα. Περνάω και κάθομαι στο κέντρο σαν άγαλμα στην μέση μιας πλατείας. Μου τραβάς το κόκκινο μαντίλι που έχω στο λαιμό και μια ανατριχίλα δαγκώνει τον κώδικα από τον οποίο προέρχομαι. Είναι τόσο δυνατή και ηλεκτροφόρα που μπορώ να ακούσω μέχρι και το κλάμα του πρώτου μου αγέννητου παιδιού.
«Είχα ανάγκη να σε δω», μου λες, «να μου φτυαρίσεις την ψυχή με τις ονειροβασίες σου. Όπως κάνουν στα φυτά για να ανασάνουν».
Και τότε, θυμάμαι, ξεκίνησε μια κόκκινη βροχή και μεις κρεμάσαμε τα πόδια μας έξω από τις πελώριες ζαρντινιέρες σου. Και μούλιασαν αυτά και έφυγαν από κει όλες οι περασμένες λύπες. Και η γαζωτική μηχανή που είχες, από τότε που σε θυμόμουνα πάνω στο σπασμένο σχεδόν τραπέζι, ξεκίνησε να γαζώνει από μόνη της νέες αδιάβροχες μορφές που θα μας πήγαιναν γάντι. Και ξέχασα δίπλα σου την αδιάφορη κοπέλα με τα άσχημα μαλλιά,το γράμμα που περίμενα βδομάδες τώρα,την κίνηση του γυρισμού και τον θυμό, που όλο και άφηνα να μεγαλώνει μέσα μου. Τα έκανα όλα μια μικρή μπαλίτσα όπως κάνει κάνεις την κόρα του ψωμιού στα δάχτυλα, και τα φύτεψα στην μεγάλη ζαρντινιέρα σου. Μέχρι του χρόνου το Μάιο θα θελα να ξέρω τι θα βγει.
Στιγμές σαν μαύρα στίγματα πάνω στο πρωτότυπο. Σωματίδια ερωτισμού στην ατμόσφαιρα. Πάμε πάλι πίσω σε εκείνα τα καλοκαίρια. Είναι πιο ασφαλή. Χωρίς μεγάλα θέλω και φοβισμένα κόκκινα. Μόνο με εκείνη την αρχαία ανάγκη για πέταγμα. Σε κοιτάω να αιμορραγείς με τις ειδήσεις των οχτώ στο ιδρωμένο σβέρκο σου. Σε παρακολουθώ που όλο πας να μου πετάξεις και σκέφτομαι πως είσαι σαν χαρταετός και ο σπάγκος μου τελειώνει, άλλος έχει μεγαλύτερο. Αλλά αυτό αγάπησα σε σένα την ανάγκη σου για πέταγμα. Πέτα λοιπόν και έλα να με βρεις πίσω από το μεγάλο κεφάλι του ήλιου,ανάμεσα στα μπράτσα της πρώτης σου αγάπης κοντά στις παρυφές των συμπλεγμάτων σου, απέναντι από το φοβισμένο κόκκινο. Ότι κι αν σημαίνει το κόκκινο για σένα. Πέτα και έλα να με βρεις.

Πέμπτη, Μαΐου 17, 2007

ΧαΚί ΦωΤοΕγΚαΥμΑτΑ


Ξύπνησα σαν κάποιος να με έβγαζε από μια πολύβουη αίθουσα. Ακόμα μέσα στο Μάιο βρισκόμαστε;Ακόμα μέσα στο Μάιο. Μήνες χωρίς δικιά τους προσωπικότητα πια. Μήνες σακατεμένοι. Σχιζοειδής,που νομίζουνε ότι είναι άλλοι,χωρίς να θυμούνται πότε στα αλήθεια υπήρξαν αυτοί. Η άνοιξη με τις λευκές γάμπες αποχώρησε ρίχνοντας τον λουλουδένιο της χιτώνα στην ανθισμένη γη. Νεκρός. Πάνω του γύμνια καλοκαιρινή προβάλει.

Το Σάββατο ο αδερφός μου ορκίζεται στη Θήβα. Την περασμένη Πέμπτη εγώ ορκίστηκα πως θα σε φάω. Θα φάω όλη την μελάνη των γραμμάτων σου για να σε εξαφανίσω. Να σε αφομοιώσω μέσα μου. Να μη το κουνήσεις ρούπι. Μου λείπει ο αδερφός μου. Μου λείπουν όλοι αυτοί που είναι σε θέσεις βολής και όχι δίπλα μου. Δίπλα στον μεγάλο καναπέ,δίπλα στις παλιές καρέκλες της αρχοντικής σαλονοτραπεζαρίας. Δίπλα στο κάθισμα του συνοδηγού,δίπλα στην καρέκλα του συνεργάτη. Που και που θυμάμαι τις κόρες των ματιών του που κάποια πρωινά έμοιαζαν με λεμόνι κομμένο στην μέση. Λούζομαι με φως κάθε πρωί. Στεγνώνω τα μαλλιά μου με την θέρμη παλιών καλοκαιρινών ενσταντανέ. Πίνω τον καφέ μου μαζί με τα μονότονα ρεφρέν της δεκαοχτούρας και φροντίζω τα φυτά στην βεράντα. Βαβυλώνα θα γίνει και φέτος!
Έχω μισό χρόνο να σε δω και περισσότερο να σε ακούσω. Τα νέα που μαθαίνω για σένα είναι πάντα δυσοίωνα. Ευτυχώς ακόμα ταξιδεύεις. Ήσουνα πάντα ο κολλητός μου. Και συ καλή μου Ο. ακόμα νομίζεις ότι η θάλασσα φτάνει σε σημείο βρασμού και τρέχεις να κλείσεις το μάτι της κουζίνας,κάθε φορά που ένα πρόβλημα σκοτώνει και από μια πιθανή λύση του; Φοράς ακόμα εκείνο το ινδικό βραχιολάκι που σου έδωσα,στους γκρεμούς των αστραγάλων σου; Βρήκες την νέα πόλη που έψαχνες τελικά; Κανείς δεν ξέρει και κανείς δεν θα μάθει ποτέ. Όλα χάθηκαν μαζί με την σακατεμένη προσωπικότητα των μηνών που έρχονται και φεύγουν.
Το βράδυ κάτω από τον μουδιασμένο ουρανό του πρώιμου καλοκαιριού η Δανάη τραγουδάει μέσα από τα παλιά δισκάκια μου,«ας ερχόσουν για λίγο μοναχά για ένα βράδυ»...Κι έρχεσαι πάντα μισή, χωρίς την λάμψη της πανσελήνου,χωρίς μια σκάλα να μπορέσω να σε φτάσω.... «να γεμίσεις με φως το φριχτό μου σκοτάδι»....Και κάθε φορά που έρχεσαι, μισή σκοτάδι, μισή φως,το φως σου είναι τόσο χυδαίο, που ο βυθός του ματιού μου απειλείται από φωτοεγκαύματα με μόνιμη και ανεπανόρθωτη μείωση της οπτικής του οξύτητας. Λίγο πριν φύγει ο καυτός μήνας Μάιος από τα σεντόνια μου, με βρίσκω αφηρημένη να κατεβάζω τα στόρια και να απολαμβάνω το βουητό των εντόμων. Να αναζητώ ερωτικά ημιτόνια στις άγουρες ώρες του απογεύματος. Να σφαλίζω καλά την πόρτα και να βάζω λεβάντες στα συρτάρια,λεβάντες στις ντουλάπες. Όλα τα καλοκαιρινά ρούχα κροταλίζουν ευδαιμονικά. Από έξω φυσάει μεσημεριάτικος άνεμος με άρωμα πικροδάφνης. Θυμάμαι ξάφνου όλα τα ταξίδια που έκανα μαζί σου με πλοία αεροπλάνα και παλιά σιδερένια αυτοκίνητα. Θυμάμαι το φτερωτό αλογάκι της Μόμπιλ και το κοχύλι της Σελ. Θυμάμαι εσένα δίπλα μου. Πάντα εσένα δίπλα μου όλο να μικραίνεις. Το Σάββατο ορκίζεσαι,τώρα το ταξίδι έχει αντίστροφη φορά...
Υπηρετείς κάτι που δεν γνώρισες ποτέ. Γιατί πατρίδα σου ήταν πάντα το άπειρο και τίποτε πιο κάτω. Έρχομαι να κάψω την λύπη μου κάτω από τις στρατιωτικές σου αρβύλες. Να με περιμένεις. Εκεί μέσα στον πόνο του χακί με όλα τα εγκαύματα...δεν είναι να εμπιστεύεσαι πια το φως. Όχι δεν είναι.

Τα βλέφαρα παραμένουν κλειστά και από κάτω παρελαύνουν όλοι αυτοί που βρίσκονται μακριά μου. Έτη φωτός μακριά. Κι όμως καμιά φορά μερικοί άνθρωποι επικοινωνούν καλύτερα με κάποιους που βρίσκονται λίγα ή χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά.
Και αυτοί τελικά οι μακρινοί,είναι και οι πιο κοντινοί μου.

Σάββατο, Μαΐου 12, 2007

ΥπΑρΧοΥν ΟνΕιΡα...


Υπάρχουν τα τραυματικά όνειρα: Είδα λέει ότι σκότωσα δύο κορίτσια με μαύρα μαλλιά και μαύρα μάτια...η μια καθότανε στον καναπέ του σπιτιού μου κάθε βράδυ και η άλλη μπαινόβγαινε στα όνειρα που ύφαινα και τα έκαιγε. Την μία την έλεγαν μιζέρια και την άλλη θλίψη. Ξύπνησα κάθιδρη έχοντας στην παλάμη μου την καμπυλότητα του γονάτου της Κλαίρης.
Τα όνειρα προηγούμενης ζωής: Ήμουν ο Βασιλιάς Σαύρας και δεν μπορούσε κανείς να με πιστέψει πια. Τότε μπήκα λυπημένος στο αυτοκίνητο μου και την ώρα που έβαζα μπροστά την μηχανή πρόσεξα στη θέση του συνοδηγού μια παλάμη που κρατούσε ένα περίστροφο. Κομμένη παλάμη. Για μια στιγμή σκέφτηκα να σκοτώσω τον Βασιλιά Σαύρα,αλλά δεν το έκανα. Αντ’ αυτού, έβγαλα το παπούτσι μου και σκότωσα την παλάμη που κράταγε το περίστροφο. Από το παράθυρο τότε μπαίνει και κάθεται στο πέτο μου ένα μικρό χρυσαλιφούρφουρο. Ξυπνάω με μια απίστευτη φαγούρα στο λαιμό μου.
Όνειρα φοβιών:
Είμαι νύχτα σε ένα δρόμο μακρύ και ο ουρανός όλο χαμηλώνει. Τα άστρα μουρμουρίζουν και το μουρμουρητό τους όλο και με προσεγγίζει. Ο δρόμος μακραίνει συνεχώς, σα να μην έχει τέλος και η νύχτα όλο και μοιάζει με πηχτή ομίχλη, μαύρου χρώματος. Κοντεύω να χάσω την ανάσα μου,δεν μπορώ ούτε να φωνάξω. Σχεδόν πνίγομαι από ένα έντονο αίσθημα δύσπνοιας, και τότε κοιτάω τον ουρανό που όλο χαμηλώνει και τα άστρα του σαν καρφίτσες με απειλούν. Ξυπνάω από τον πόνο των μουδιασμένων μου χεριών.

Όνειρα μελλοθάνατων:
Πάντα εκείνο το παλιό σπίτι με όλα τα έπιπλα του σκεπασμένα με λευκά σεντόνια. Εμείς πουθενά. Κανείς πουθενά. Όλοι πεθαμένοι από άγνωστη αιτία. Ακόμα και τότε ψάχνω εσένα μέσα σε εκείνο το σπίτι. Υπάρχουν όλα όπως όταν τα αφήσαμε. Αισθήματα και μνήμες καλυμμένες με άσπρα σεντόνια,ποτέ λουλουδάτα. Ανοίγω τα συρτάρια σου να βρω τις αποδείξεις του γιατρού. Πάω στο μπάνιο και ψαχουλεύω τα ερμάρια να θυμηθώ ξανά τους τίτλους των φαρμάκων σου. Σηκώνω τα σεντόνια από τα έπιπλα σιγά,σα να σηκώνω γάζα από τραύμα. Και τότε ακούω την σκουριασμένη σου φωνή να με ρωτάει: «Βλέπεις πουθενά χρυσαλιφούρφουρα;»

Υπάρχουν όνειρα επαναλαμβανόμενα:
Κρατάω την καρδιά σου μες την καρδιά μου.
Βελόνα κλωστή- βελόνα κλωστή,να με ράψω μαζί με σένα,μην σκορπίσω! Σούπα από μαύρο ουρανό την πίνω και πικρίζει, πικρίζω και εγώ. Τρέχω ξυπόλυτη. Μέχρι και τα πόδια μου έγιναν μπλε. Τρέχω στο αθάνατο δάσος της απελπισίας. Σιγά μην είναι ο λύκος εδώ. Εδώ κατοικούν μόνο μπλε δέντρα με ασημένια φύλλα,φριζαρισμένος πόνος και παχύρρευστη ντεγκραντέ μελαγχολία. Ποιο είναι το μικρό αυτό αγόρι; Τι να θέλει από μένα; Ποιο είναι το μικρό αυτό αγόρι; Τι να θέλει από μένα; Τρέχω ξυπόλυτη. Μέχρι και τα πόδια μου έγιναν μπλε. Κρατάω την καρδιά σου μες την καρδιά μου. Βελόνα κλωστή- βελόνα κλωστή,να με ράψω μαζί με σένα,μην σκορπίσω!
Όνειρα εφιαλτικά:
Είδα ότι ήρθε και με βρήκε. Κρατούσε στο χέρι της όλα τα πλαστικά κεφάλια από τις παμπάλαιες κούκλες μου. Την παρακάλεσα να μου τα δώσει. Έφυγε επιδεικτικά. Την έχασα.
Την ξαναβρήκα μέσα σε μια μεγάλη σάλα γεμάτη κόσμο. Χτένιζε τα λευκά της μαλλιά και ήταν τώρα ντυμένη νύφη. Τραγούδαγε υπέροχα,όπως τότε. Την πλησίασα ,ανασηκώθηκα στις μύτες των ποδιών μου, για να φτάσω την μυρωδιά των μαλλιών της. Γύρισε απότομα και με αγκάλιασε θερμά και ένιωσα μαζί της όπως τότε. Τότε που ήταν αληθινή η αγκαλιά της. Ξύπνησα με αναφιλητά. Έκλαιγα έτσι πολύ ώρα. Σκέφτηκα για μια στιγμή να χαρακώσω το δέρμα μου να φύγει από κει όλος αυτός ο πόνος. Να ανακουφιστώ.
Όνειρα πτώσεως:
Είμαι στην άκρη ενός μπαλκονιού και ακροβατώ. Δεν έχω φόβο. Μέχρι που κάτι μου αποσπάει την προσοχή. Κάτι σαν εκείνο το βλέμμα που μου ρίχνεις όταν θυμώνεις. Και πέφτω. Από κάτω μου υπάρχει πάντα μια θάλασσα Ποτέ ένας δρόμος. Και μέσα στην θάλασσα βυθισμένα πλοία, που κάποτε ταξίδευα πάνω τους, για να πάω στο νησί μου. Αέρας δεν υπάρχει να ανεμίζει τα μαλλιά μου την ώρα της πτώσης. Κάποτε πέφτω στο βυθό με τρομερό θόρυβο και γίνομαι κορίτσι. Μικρό κορίτσι με εκείνο το ροζουλί φόρεμα. Τα πόδια μου και τα χέρια μου τρομερά αδύνατα όλο και μακραίνουν. Και γω πνίγομαι γιατί δεν μπορώ να βγω στην επιφάνεια. Και συ συνεχίζεις να με κοιτάς μέσα από βλέμματα ψαριών. Και κει ξυπνάω βήχοντας.
Διαισθητικά όνειρα:
Δεν είμαστε μόνοι. Νιώθω πως βρίσκομαι ταυτόχρονα εδώ και κάπου αλλού,σε μιαν άλλη Άννα, που για να την ανακαλύψω,πρέπει να αφεθώ στην διαίσθηση και στο πεπρωμένο, που κάποιος πάντα το κινεί. Ίσως να είναι και εκείνη εκεί η κυρία στην παλιά μου γειτονιά που κρατάει μέσα στη σακούλα του Σκλαβενίτη εκείνο το κατάξανθο μωρό. Να ναι αυτό ένα μεταμφιεσμένο χρυσαλιφούρφουρο;


Ήμουνα πάντα ονειροπόλα. Στα όνειρα μπορεί να συμβεί,ότι θέλεις να συμβεί. Στα όνειρα σου δεν χρειάζεται να εξηγήσεις τίποτα. Κανείς δεν ρωτάει γιατί,διότι δεν υπάρχουν απαντήσεις. Η ηλικία δεν υπάρχει στα όνειρα. Είμαστε πάντα νέοι και όμορφοι. Τα όνειρα είναι το μπλε οξυγόνο μας. Να σβήνετε πάντα την λάμπα του κομοδίνου σας, για να μην καψαλιστούν. Ακόμα να βρω εκείνο το χρυσαλιφούρφουρο.

Κυριακή, Μαΐου 06, 2007

MiNd ThE gAp


Ο Μάης τρέχει να προλάβει τον συρμό της κόκκινης γραμμής. Με μεγάλα βήματα σκορπά τον πανικό της άνοιξης χωρίς προειδοποίηση καμιά. Σε κρατάω από το χέρι μαζί με την γύρη των πεύκων που αναβοσβήνει στις σκοτεινές μου παλάμες. Τα αστέρια γυαλίζουν κάτω από τις ράγες και στα μάτια σου μια σπίθα αγάπης χαλαρώνει τα πέλματα της. Ένας μελαγχολικός ζεστός αέρας σαρώνει τα μαλλιά των κοριτσιών που περιμένουν τα βαγόνια καθώς το μεταλλικό σκουλήκι πλησιάζει.
Σε κοιτάω στα μάτια,με ξένο βλέμμα. Πάλι μεταμφιέστηκα σε άγνωστο κορίτσι. Προσπαθώ να φανταστώ τον παραλήπτη των όσων αναπνέουν κρυφά κάτω από το στήθος σου. Από τα παράθυρα του συρμού μπαίνουν τα μαλλιά και τα αρώματα του Μάη. Σε λίγο κατεβαίνεις. Το μετρό μας πάει μια όμορφη και ανοιξιάτικη βόλτα. Κοιτάω τους ανθρώπους που κρεμάνε τα χέρια τους σαν μαϊμούδες στα μεταλλικά κλαδιά του συρμού. Οι περισσότεροι από μας τριγυρίζουμε με σωματίδια από γουρούνια και γελάδες στον εγκέφαλο μας. Είναι να απορείς που ο κόσμος δεν είναι πολύ χειρότερα. Εξακολουθώ να φοράω το βλέμμα του κοριτσιού και σου χαμογελάω σχεδόν πρόστυχα. Στα χέρια μου κροταλίζω τα κλειδιά του κόσμου. Όχι δεν είμαι ο κλειδοκράτορας σου απαντάω με νόημα. Εγώ δείχνω μόνο τις πόρτες. Οι πόρτες του συρμού ανοίγουν. Ένα μικρό αγόρι μου στέλνει ένα φιλί. Του κάνω κωλοδάχτυλο και γελάω όσο πιο δυνατά μπορώ. Ο κόσμος με τα βοϊδίσια σωματίδια στο μυαλό, με κοιτάει σαστισμένος. Δεν με νοιάζει όμως. Και σένα μη σε νοιάζει όσο είμαστε μαζί. Στο κάτω, κάτω δεν θα ξαναδούμε κανέναν από αυτούς. Στην άλλη στάση κατεβαίνουν και γυρίζουν στους πλανήτες τους. Σε κοιτάω λοξά...κάπου πιο κάτω από το αριστερό σου σκουλαρίκι βλέπω πάλι τον εαυτό μου να κάνει βόλτες πάνω- κάτω σε ένα μελαγχολικό διάδρομο,έξω από τις κλειστές σου πόρτες περιμένοντας να γεννήσεις το νέο σου εαυτό.
Τα χείλια σου είναι ροζ. Θέλω πολύ να δω τι γεύση έχουν. Άσε με να το κάνω,άλλωστε δεν έχεις να φοβηθείς για κάτι. Στα είπανε τα νέα,από τον Ιούδα και μετά δεν υπάρχουν ακίνδυνα φιλιά. Μα θα το είχες κι εσύ καταλάβει. Πονάει η άνοιξη. Είμαι σίγουρη πως όλος αυτός ο κόσμος κρύβει καλά τις μελανιές του κάτω από τα κοντομάνικα πουκάμισα. Πονάει η άνοιξη είμαι σίγουρη πως και συ έχεις σημάδια από μαστίγιο στην λευκή σου πλάτη. Ξαφνικά νοιώθω βαριά σαν μολύβι. Μπαγιάτεψε η στεναχώρια και έγινε συμπαγής μέσα μου. Ποιοι είναι όλοι αυτοί γύρω μου και δίπλα μου. Κι αν είναι όλοι τόσο αληθινοί γιατί δεν με ακουμπάνε; Η γυναίκα απέναντι μου με καρφώνει έντονα από ώρα. Είναι σαν αρπαχτικό. Τα μάτια της είναι μπροστά για να υπολογίζει την απόσταση από το θήραμα της. Αυτή την στιγμή νοιώθω σα να είμαι το θήραμα της.

-Εδώ κατεβαίνω,μου λες απρόθυμα. Δεν απαντάω παρά μόνο κοιτάω τα παπούτσια σου. Πορτοκαλοκίτρινα αθλητικά με μια μαύρη γραμμή σαν μαχαιριά σκοτεινή. Η μπουκαπόρτα του θέρους ανοίγει μπροστά μας. Η Μερκούρη και η ακρόπολη πρώτο πλάνο. Σου τραβάω το μακό. Δεν σε αφήνω να φύγεις ή έτσι νομίζω τέλος πάντων. Με αγριοκοιτάς. Σου το τραβάω με περισσότερη δύναμη
-Φιλοξένησε με απόψε στον πλανήτη σου,σου λέω τάχα μου αδιάφορα. Το ωκεάνιο βλέμμα σου ξεσπάει θυμωμένο στους κυματοθραύστες του προσώπου μου.
-Δώσε μου το μικρό σου εγώ για σήμερα το βράδυ, σε προστάζω με μένος αυτή τη φορά.
-Με τι ιδιότητα το κάνεις αυτό, με ρωτάς σχεδόν κλαίγοντας
.
Σχεδόν κλαίγοντας ορμάω και φιλάω τα ροζ σου χείλια...στα τραβάω και σε βγάζω έτσι, έξω από τον συρμό. Το πρώτο χαστούκι σου. Το δεύτερο δικό μου. Αρχίζω και τρέχω. Τα πόδια μου γεμίζουν στεφάνια από λουλούδια,τα μαλλιά μου αλλάζουν χρώματα,τα σκονισμένα μου σανδάλια κόβονται και η ζεστή νύχτα με τραβάει από το μπράτσο ανάμεσα στα σκέλια της.

Έφυγες χαρίζοντας μου ένα γλυκό χαμόγελο, μου είπες ότι θα μου τηλεφωνήσεις αύριο. Πάντα το λες αυτό όταν χωρίζουμε. Χαμογέλασα με κατανόηση, ενώ σκεφτόμουνα να σου κάνω όλα τα παραπάνω. Υπάρχουν φορές που κρύβουμε ορισμένα συναισθήματα, ώστε να μην ντρεπόμαστε για αυτά. Φοβόμαστε μήπως γελοιοποιηθούμε. Μήπως προσβάλουμε τον άλλον με αυτά. Αλλά ξεχνάμε πως προσβάλουμε τον εαυτό μας θάβοντας τα. Κάποια μέρα θα φιλήσω τα χείλη σου.
Θες δεν θες.Καληνύχτα.