Πέμπτη, Νοεμβρίου 30, 2006

H εIρΩνΕίΑ δΕν ΕίΝαΙ πΑρΑ έΝαΣ πΝιΓμΕνΟς ΛυΓμΟς

Τo artwork είναι της Λούκι


Απογευματάκι Τετάρτης. Χειμωνιάτικο. Έξω νύχτα. Σαν να ήτανε από πάντα νύχτα. Μεγάλη και τρανή. Πολύ μου αρέσει να κάθομαι σπίτι το απόγευμα χωρίς μουσική και τηλεόραση και να διαβάζω. Σα να κοιμάται κάποιος που δεν θέλεις να ξυπνήσεις. Παρ’όλα αυτά είμαι στο σαλόνι της Α. Στο cd player γυρνοβολάει ο Tom Waits.Η στοιχειωμένη του βραχνάδα με βοηθάει να έρθω πιο κοντά στη γνώση μιας ζωής που λαμποκοπάει εκεί έξω και δεν την έχω ακόμα δει. Η Α. πλέκει κάτι σε κασκόλ. Την πειράζω και γελάει ακατάπαυστα. Το τασάκι γεμάτο πτώματα τσιγάρων και η Α. σιωπηλή μεταμορφώνει την στιγμή σε ακριβό κόσμημα που το έχεις περασμένο στους χόνδρους των κοκάλων σου. Υπάρχουν μέρες που δεν θέλω να είμαι με κανέναν, ούτε καν με τον εαυτό μου. Ξύπνησα νωρίς σήμερα. Γύρω στις 7.Έριξα μια ματιά έξω και είδα ομίχλη από την υγρασία. Εντυπωσιακό. Και μετά ύπνος πάλι. Όνειρα κουλουβάχατα,πραγματικότητα κουλουβάχατα. Θέλω την μοναξιά μου. Άμα δεν έχεις κέφια, το χειρότερο είναι να πέφτεις πάνω σε γνωστούς που έχουν όρεξη για κουβέντα. Παρόλα αυτά η Α. με ξεσηκώνει να πάμε κάποια μέρα από αυτές στο bios που φιλοξενεί, μαζί με το Nixon, την ΠΛΑΤΦΟΡΜΑ ΒΙΝΤΕΟ6. Η ΠΛΑΤΦΟΡΜΑ ΒΙΝΤΕΟ είναι το διεθνές κινηματογραφικό φεστιβάλ που διοργανώνεται κάθε χρόνο στην Αθήνα, με σκοπό την προβολή του σύγχρονου κινηματογραφικού λόγου και ιδιαίτερη έμφαση σε ταινίες που δημιουργήθηκαν με τη χρήση του βίντεο και των νέων μέσων. Ακόμα δεν κατακάθισε η ατμόσφαιρα της Θεσσαλονίκης και νέα ξεσηκώματα κεντάν ανατριχίλες στην επιφάνεια του δέρματος μου. Κι όμως θέλω την μοναξιά μου. Από την άλλη, τι πιο ωραίο να την αποκτήσω χαμένη σε αίθουσες και μέρη σκοτεινά με εκείνη την λυτρωτική δέσμη φωτός πάνω στο πανί του προτζέκτορα. Δέχομαι! Είμαστε ό,τι κάνουμε για ν’ αλλάξουμε αυτό που είμαστε. Δέχομαι, και ας με ζώνουν οι άκρες των μαύρων διαθέσεων στο βάθος. Η πόλη απλώνεται και μας υπνωτίζει με σουρεαλισμό μέρα με τη μέρα. Δεν ξέρω αν είμαι μέσα στην πόλη που γεννήθηκα ή σε μια άλλη πόλη που της μοιάζει .Λατρεύω και θαυμάζω όσους αντιστέκονται στις νέες αφίξεις και σε όσα χαραμίζουν τον χρόνο που έχουμε για να ζήσουμε. Προτείνω να κάψουμε τις ψεύτικες πόλεις μας .Δεν μας ανήκουνε και δεν τους ανήκουμε πια. Χτυπάει το τηλέφωνο της. Μου την σπάει ακόμα και αυτός ο ήχος. Δυσανεξία σε ήχους και ανθρώπους τελικά. Καθώς η Α. φλυαρεί, κοιτάω την υγρασία στον τοίχο του σαλονιού της. Κινείται συνήθως αργά, με προσεκτικά βήματα και πολλές φορές στέκει ακίνητη και παρατηρεί μια λεπτομέρεια του χώρου για πολλή ώρα. Τώρα παρατηρεί εμένα που κοιτάω αυτήν. Τα βράδια είμαι σίγουρη οτι φλερτάρει με την μπογιά που φθίνει, την σκουριά που γιγαντώνεται, το σπασμένο παράθυρο του μπάνιου. Ο Tom ουρλιάζει και το μυαλό μου γιγαντώνει την αναρχία του. Ανοίγω την τηλεόραση και την βάζω μηχανικά στο mute. Βλέπω εικόνες που σε λίγο θα μπαγιατέψουν. Θα πάνε στα αζήτητα μαζί με τα περσινά και τα προπέρσινα. Ο σκοτεινός αντί-ήρωας -o 36χρονος κτηνοτρόφος του Αγρινίου-θα έρθει αντιμέτωπος με το παρελθόν του και θα γευθεί στο τέλος την πικρή γεύση μιας «αμερικάνικης τραγωδίας».Υπάρχει ένα σπάνιο είδος ανθρώπινης τρέλας που το βρίσκει κανείς σε ρημαγμένες από το διάβα του χρόνου, ανθρώπινες νοητικές περιοχές. Όπου υπάρχει εμφανής φθορά είναι εκεί. Κολλάω το βλέμμα μου στην παρουσιάστρια. Όταν δεν μιλάει ,και είναι σκυφτή πάνω από τα χαρτιά της, καδραρισμένη μέσα από τόσα τηλεοπτικά παράθυρα, μου βγάζει μια τρέλα...ένα φλερτ σταθερό με την βραδινή κατάθλιψη. Είναι τόσο αστεία τα γεγονότα αν κανείς τα ανατρέψει. Η Α. συνεχίζει να μιλάει στο κόκκινο ακουστικό. Μοιάζει με πίνακα βγαλμένο από ενσταντανέ τσίρκου .Οι λέξεις της τρέχουν με μισά πηδηματάκια. Πιάνω μόνο ελάχιστες,σαν κάποιος να τις έκοψε από την ροή του λόγου και να ξεφλούδισε τα γράμματα. Φεύγω πριν αρχίσω να ξεφυσάω και να γκρινιάζω. Την χαιρετάω. Ακόμα μιλάει. Δυναμώνω επίτηδες την T.V, ανοίγω την ένταση του Tom Waits και τσιρίζω γελώντας...μου πετάει την κουβαρίστρα με δύναμη...Κλείνω δυνατά την πόρτα ξελιγωμένη από τα γέλια. Με ένα χαμόγελο ευχαρίστησης σαν τη γάτα που μόλις χαϊδέψανε,ανεβαίνω τις λεωφόρους του κέντρου. Μοιάζουν με γκρι αυθάδικες γλώσσες πεταμένες έξω. Είναι πολύ λίγα αυτά που μας ευχαριστούν και πρέπει να θυμόμαστε να τα κυνηγάμε.

Δευτέρα, Νοεμβρίου 27, 2006

47 φΕσΤιΒάΛ τΕλΟσ


Μπήκαμε και φέτος στην αχλή της πόλης. Αυτής της συγκεκριμένης πόλης,της συγκεκριμένης αχλής που υπάρχει μόνο εκεί.
Ομιχλώδης καιρός,κούφιος. Ούτε κρύο ούτε ζέστη. Η Νίκης με νέα καφέ η πλατεία που όλο και παλαιώνει,τα στενά ανάμεσα στην Τσιμισκή,όλα είναι εκεί. Nέα και παλιά. Σα να μην έφυγα ποτέ. Φέτος το φεστιβάλ είχε πολλή σαβούρα,είχε έναν αχταρμά από δεύτερης διαλογής ταινίες, και άσε να λένε για τριπλό κόσμο που γέμισε τις αίθουσες και για διπλό αριθμό εισιτηρίων σε σχέση με πέρσι. Το φεστιβάλ ήταν το πιο ξενέρωτο φεστιβάλ των τελευταίων δέκα χρόνων. Μα την αλήθεια μου. Ένοιωσα, σα να ψώνιζα εσώρουχα από καλάθια λαϊκής. Σα να έβλεπα ταινίες -πόρνες με φτηνά βουλγάρικα αρώματα,χρησιμοποιημένες ξανά και ξανά. Ευτυχώς που υπάρχουν και οι φοιτητές να γεμίζουν τις αίθουσες.
Το χνώτο αχνίζει. Φύλλα κίτρινα βρεγμένα παντού. Μυρίζει χειμώνας. Σκούφοι πολύχρωμοι,γάντια, τακούνια στα χαλασμένα πεζοδρόμια. Μυρωδιά από φρέσκο κουλούρι και από ζύμη τσουρεκιού. Στάση στον Τερκενλή. Πολύβουο κέντρο. Χαρμάνι εθνικοτήτων. Γυναίκες βαμμένες έντονα,με ψηλοτάκουνα και δερμάτινα παλτά. Μοιάζουν όλες σαν τηλεπαρουσιάστριες τοπικού καναλιού. Άσφαλτος με νερόλακκους. Ανοιχτωσιές που δίνουν για τροφή στο βλέμμα τον Θερμαϊκό. Στις προβλήτες ο κόσμος περιστρέφεται ακάθεκτος.
Το φεστιβάλ με έχει εξουθενώσει για άλλη μια φορά. Το μυαλό μου θολό, όπως το φως της Θεσσαλονίκης. Γαλακτώδες και θαμπό. Κρύβει αλήθειες. Μέσα σε αίθουσες που μυρίζουν τυπωμένο έντυπο και ανθρωπίλα ψάχνω τη μισή αλήθεια μου. Ταινίες που ποτέ δεν έκανα εγώ. Ταινίες που κάνουν άλλοι, για να δω.Για να σκεφτώ και να αποφασίσω τι είναι αλήθεια και τι ψέμα.
Και ξαφνικά η ζωή τελειώνει από εκεί που εσύ την άφησες. Και αρχίζει με ένα καινούργιο όνειρο. Νέοι άνθρωποι που γίνονται κομμάτια για σένα από το πουθενά,σταυροί που φιλιούνται από πολλά υποσχόμενα χείλη και υποσχέσεις παντοτινής φιλίας. Ποτά με άγνωστους- γνωστούς και πρωτόβγαλτες ιστορίες στην επιφάνεια ενός τραπεζιού γεμάτο αλκοόλ κάπου πέρα κάτω στην Αλ.Σβώλου.
Δραπέτευση. Από τα πάντα που με περιστοιχίζουν. Από ψεύτικες σχέσεις, από λάθος φίλους, από αδιάφορες ματιές και πλατιές κουβέντες. Το μυαλό μου καθαρό και απροσάρμοστο σε κάθε είδους πραγματικότητα , έτοιμο να πετάξει. Να ξεχάσει την κάθε βραδιά που χαράμισε άσκοπα. Ηλίθιες συνευρέσεις. Κουβέντες χωρίς νόημα. Ψάχνω την αλήθεια. Τα φώτα του δρόμου με χρωματίζουν. Αμάξια φεύγουν και έρχονται. Δεν γνωρίζω κανένα. Όλα είναι θαμπά. Ο Λευκός Πύργος, ίσα που ξεχωρίζει. Σαν να βγήκε από το μπάνιο. Το Βυζάντιο ακόμα αναπνέει μέσα από τα χαλάσματα σαν απενεργοποιημένο ηφαίστειο. Κάπου εκεί είδα και σένα, με εκείνα τα μαύρα σου μαλλιά κοντά και τις μνήμες της παλιάς φιλίας μας, σαν ξόρκι, περασμένες γύρω από το λαιμό σου. Τι όμορφη που ήσουνα! Και πρόσεξα καλύτερα τα μάτια σου, σαν μαγαζιών βιτρίνες φωτισμένες. Ήξερα ότι η πόλη αυτή θα μας ενώσει. Αλλά ποτέ μου δεν φαντάστηκα τον εαυτό μου να σε συνοδεύει, λίγο πριν το ξημέρωμα, μέχρι το ξενοδοχείο σου. Περπατώντας μέσα από μια πόλη υπνωτισμένη και με μαλλιά ξέλυτα μόνο για μας.
Για σένα, με τα μπλε μάτια και την χαλασμένη πανοπλία, και εκείνη την τέλεια γυναίκα δίπλα σου να με προσέχει σαν παιδί,ένα μεγάλο ευχαριστώ. Θα ανταποδώσω σύντομα.
Η κατακλείδα είναι ότι,αν και δεν ευχαριστήθηκα καθόλου ταινίες φέτος,ευχαριστήθηκα κόσμο, μουσική στο δισκάδικο του Σταύρου (stereodisc),πρόσωπα καινούργια ,θάλασσα πρωί μεσημέρι βράδυ,περπάτημα από 1 μέχρι και 2 ώρες κάθε μέρα,ποτά ποτά ποτά με γεύση Θερμαϊκού και παρέες. Και αυτά τα τόσα λίγα είναι αυτά που τα κάνουν να φαίνονται τόσα πολλά. Και αυτή είναι η ίδια η ζωή που ναι, είναι γαμημένα όμορφη σε τέτοιες πόλεις κάτω από τέτοιες μεγάλες γιορτές.

Τελευταία μέρα. Το βλέμμα μου αναζητεί τον Θερμαϊκό. Φεύγοντας, η Σαλονίκη κρέμεται ακόμα, περιμετρικά στα τσίνορα μου.
Έξοδος, εθνική, ταμπέλες κρεμασμένες σαν σταφύλια στους μεγάλους δρόμους μας μιλάνε και μας κατευθύνουν στη γλώσσα τους. Η Κατερίνη με τα χαμηλά σύννεφα. Σύννεφα- υδρατμοί, σαν σκόνη που άφησε στο πέρασμα του κάποιο μυθικό άλογο.
Κάστρο Πλαταμώνα, παραλία Αγ. Παντελεήμονα, Κοιλάδα Τεμπών, Πηνειός.
Πέντε και μισή το απόγευμα και έξω κανονική νύχτα, ώριμη με μεγάλο σκοτάδι και ουρανό με φεγγάρι ντροπαλό.
Σε λίγο φτάνω στην γενέτειρα. Η Αθήνα με περιμένει υπομονετικά, όπως το ρεύμα στην πρίζα.

Τρίτη, Νοεμβρίου 21, 2006

ΙσΤοΡίΕς ΑπΟ τΟ δΑσΟς ΤοΥ bLoGsPoT- τO τΖίΝι ΤωΝ εΠιΘυΜιΩν


Κρατούσε ένα πολυκαιρισμένο λυχνάρι. Είχε μόλις καταφθάσει με ένα φανό στο χέρι και μια μαύρη σκονισμένη κάπα. Τα κατάξανθα μαλλιά της λιποθυμούσαν αγέρωχα μέχρι τα γρεμνά της μέσης της. Μου έδωσε το λυχνάρι,ήταν άδειο. Όταν ξαφνικά μέσα από την αναμμένη φωτιά ξεπρόβαλε ένας άντρας. Σάστισα. «Μίλα καπετάνισσα»,την πρόσταξε. «Πες αυτά που άκουσες ,έχουμε μακρύ ταξίδι εμπρός μας». Της ακούμπησε τον ώμο. Στους μηρούς του έκλαιγε ένα ξίφος. Μου χαμογέλασε. Κοίταξε την φωτιά και ξεκίνησε να λέει:

"Αρμενίζοντας τ’ ανταριασμένα πέλαγα και τους ανυπόταχτους καιρούς, βρέθηκα κάποτε σε μια Χώρα της Ανατολής. Εκεί αντάμωσα έναν άντρα αλλιώτικο κι αλλόκοτο μαζί, που κάλπαζε με το περήφανο κατάμαυρο άτι του και οδηγούσε στην έρημο πολύχρωμα και μακρόσυρτα καραβάνια. Ένα βράδυ, καθόμασταν λιγωμένοι σχεδόν απ’ τα ξέχειλα αρώματα και τα εξαίσια μπαχάρια που ανέμιζαν γύρω μας. Η ζαλάδα του ράθυμου νοτιά είχε ποτίσει την σκέψη μας. Έτσι όπως ήμασταν μεθυσμένοι απ’ τους γλυκούς καπνούς και τα λικνίσματα της φλόγας –να, όπως τώρα-, ο άντρας έσκυψε στο μέρος μου και μου διηγήθηκε τι του συνέβη ένα νωχελικό απόγευμα…

Το φως που έμπαινε απ’ τη σχισμάδα της σκηνής, έβαφε τους καπνούς με ένα πορφυροκίτρινο χρώμα, που όσο αναδευόταν και στροβιλιζόταν προς τα πάνω, γινόταν ελαφρό γκρι. Ο ήχος του ναργιλέ, σιγανός, μεθυστικός, λάγνος, νανούριζε τις αισθήσεις του, τις φρόντιζε και τις όξυνε σαν γυναίκα που προετοιμάζει τον εραστή της για έρωτα. Είχε κλείσει τα μάτια του και απολάμβανε τα χάδια της, όταν η βραχνάδα μιας φωνής τον ξύπνησε.

«Είμαι το Τζίνι των επιθυμιών αφέντη», άκουσε μια βαθιά, όχι απόλυτα αντρική φωνή, αλλά ούτε και γυναικεία. «Άνοιξε τα μάτια σου και ευχήσου. Η ευχή σου θα πραγματοποιηθεί». Μισάνοιξε τα μάτια και είδε τους καπνούς να έχουν συγκεντρωθεί στο κέντρο της σκηνής, με την πορφυροκίτρινη χροιά τους να ιριδίζει σε όλους τους τόνους της χρωματικής κλίμακας.
«Μίλησε αφέντη», είπε η φωνή. «Τι ποθείς; Χρυσάφι και ρουμπίνια από τις μακρινές χώρες του αιώνιου μεσημεριού; Μια βόλτα με το ιπτάμενο χαλί της αίσθησης μέχρι εκεί που τα ουράνια δεν έχουν πια σύνορα και τα πάντα είναι δικά σου; Ένα άνθος της ερήμου σε μορφή μιας πανέμορφης και ηδυπαθούς φελάχας, που θα κρατάει το κρεβάτι και την ψυχή σου ζεστά; Μίλησε και η επιθυμία σου θα είναι διαταγή». Ο άντρας κούνησε το κεφάλι χαμογελώντας πικρά. «Άτυχο τζίνι, φτωχό τζίνι των επιθυμιών, νιώθω τον πόνο σου. Είσαι καταδικασμένο να τριγυρνάς από ανθρώπινη ψυχή σε ανθρώπινη ψυχή, προσπαθώντας να την ικανοποιήσεις και ουδείς ενδιαφέρεται για σένα, σαν γυναίκα που οι άντρες την χαίρονται, αλλά δεν την εκτιμούν. Εσύ, παντοδύναμο πνεύμα, τι άλλο είσαι εκτός από μια πόρνη των αισθήσεων;» «Τίποτα άλλο αφέντη, μόνο αυτό που λες, που ποτέ σε χιλιάδες χρόνια ύπαρξης δεν το ‘χω ξανακούσει. Χάιδεψα τ' αυτιά σουλτάνων και βεζίρηδων, πολεμιστών και καμηλιέρηδων, βασιλισσών και υπηρετριών, όλοι κάτι είχαν να ζητήσουν, κάπως τους ικανοποίησα. Και βέβαια, όλοι τους με ξέχασαν… Ζήτα μου κι εσύ κάτι και ξέχνα με μετά»! «Η επιθυμία μου, τζίνι», ακούστηκε ο λόγος του άντρα σαν χάδι και ευχή μαζί, «είναι να μην πονάς, να μην επιθυμείς, να μην θυμάσαι. Είσαι πλάσμα αιώνιο, απόλαυσε την αιωνιότητα, ξέχνα τα ανθρώπινα μικροσυμφέροντα, τις ταπεινές επιθυμίες, τις κλειστές άξεστες καρδιές. Πρόσφερε τα θέλγητρά σου σε λίγους και εκλεκτούς αν επιθυμείς, αλλά μην σπαταλάς την ομορφιά σου στον οποιονδήποτε. Επιθυμία μου είναι να είσαι ελεύθερος». «Και έτσι θα γίνει», απάντησε μεμιάς το τζίνι. Αστρικοί παγωμένοι άνεμοι χίμηξαν στο δωμάτιο, μακρινές ανατολίτικες μουσικές ακούστηκαν και οι καπνοί διαλύθηκαν. Στην θέση τους, γονατιστός, έμεινε ένας γεροδεμένος σκουρόχρωμος νεαρός άντρας, που κράταγε ένα τεράστιο κυρτό ανατολίτικο σπαθί στο χέρι του. Σηκώθηκε αργά, κρύβοντας με δυσκολία την χαρά του, και υποκλίθηκε.
«Ποιος είσαι εσύ που ελευθερώνεις πολεμιστές; Ποιος είσαι εσύ που δεν ζητάς τίποτα; Από ποια γενιά κρατάς, που βρίσκεται η σκηνή σου, πως σε φωνάζουν στον τόπο σου;» γρύλισε. «Η γενιά μου είναι ταπεινή. Πουθενά δεν έχω ούτε σκηνή, ούτε στρατό. Κανένας δεν με μνημονεύει στα όνειρά του. Λέγε με Άγνωστο. Μόνο αυτό χρειάζεται να ξέρεις». «Μαχμούντ Ελ Ρασίντ είναι το δικό μου όνομα, ανταπάντησε ο άντρας. Πολλοί με ξέρουν και ως οι "Σαράντα κλέφτες...".Το πλήρες όνομα είναι οι "Σαράντα κλέφτες της ευτυχίας", γιατί πραγματοποιώντας τις επιθυμίες σας, σας κάνω δυστυχισμένους. Βλέπεις, όλοι μάθαιναν το πλήρες όνομά μου "κατόπιν εορτής". Δεν σας αγαπώ εσάς τους ανθρώπους. Σας μισώ, γιατί με φυλακίσατε, πήρατε την περηφάνια μου, την πολεμικότητά μου, όλα όσα έχω και με ντύσατε έναν γελοίο λακέ, έναν αιώνιο υπηρέτη. Μετά από ατέλειωτους αιώνες, διαπιστώνω με ανακούφιση ότι δεν είστε όλοι ίδιοι. Μια - δυο φορές στην αιωνιότητα ίσως, κάποιος ανάμεσά σας βγαίνει διαφορετικός, όπως ήμουν κι εγώ. Ολόψυχα σου εύχομαι να μην καταλήξεις σε μπουκάλι, γιατί ίσως ποτέ να μην συναντήσεις τον όμοιό σου που θα σε ελευθερώσει. Αλλά και πάλι, μόνο γι αυτήν εδώ την στιγμή άξιζε μια αιωνιότητα φυλακής. Δεν ξέρω αν έχω πια τη δύναμη, αλλά σε παρακαλώ, ευχήσου κάτι σε έναν όμοιό σου -όχι σε ένα τζίνι-, κι αν μπορώ...» «Εύχομαι τότε Μαχμούντ ποτέ να μην δοκιμάσεις την δική μου την μοίρα. Εύχομαι να πεθάνεις περήφανος κι ενώ το αίμα σου θα βάφει κόκκινη την άμμο της χώρας σου. Εύχομαι οι γυναίκες τις πατρίδας σου να κλαίνε για χρόνια στις οάσεις έναν μεγάλο άντρα και έναν τρομερό πολεμιστή. Εύχομαι οι βραδινοί άνεμοι της ερήμου να σε θυμούνται σαν το άνθος των αντρών της πατρίδας σου και να τραγουδούν το όνομά σου».

Ο μυστήριος άντρας σταμάτησε να μου μιλά. Για μια φευγαλέα στιγμή η εικόνα του θάμπωσε. Έτσι δεν μπορώ να είμαι σίγουρη ότι είδα δάκρυα στα μάτια του. Μάλλον τρεμόπαιξε η μορφή του… Το βέβαιο είναι ότι όταν η εικόνα καθάρισε, το πρόσωπό του είχε το συγκρατημένο χαμόγελο ευτυχίας των πολεμιστών.
Σήκωσε το σπαθί του ακουμπώντας το στο μέτωπο του, στον κλασσικό χαιρετισμό των πολεμιστών της ερήμου, το ηράκλειο στήθος του φούσκωσε από συγκίνηση και εξαφανίστηκε. Πήρα μια βαθιά ρουφηξιά από τον ναργιλέ μου και του ευχήθηκα ευτυχισμένες μάχες.


Copyright by Καπετάνισσα


Κυριακή, Νοεμβρίου 19, 2006

ΘεΡμΑιΚοΥ αΝηΦόΡα

Ετοιμάζω για άλλη μια φορά τους μουσκεμένους, από την αγωνία του ονείρου,χάρτες μου. Οι βαλίτσες πρησμένες σαν τεράστια έντομα, ανυπομονούν να τις πιάσω από την παλιά τους λαβή. Ανεβαίνω και φέτος στο φεστιβάλ. Όλα τακτοποιημένα και κρεμασμένα στα τσίνορα μου. Σας κοιτάω, δεν με βλέπετε. Σκέφτομαι να σας πω για την πρώτη μου επαφή μαζί της. Ακούστε.

Η πρώτη επαφή..
Περνώντας τους 3 ποταμούς, Αλιάκμωνα-Λουδία-Αξιό και τις ξεχασμένες εκβολές τους έφτανα στην πόλη.
Μου είχαν πει για αυτήν παλαιότεροι εραστές της, άντρες με νυχτερινό βλέμμα και γυναίκες με κόκκινα χείλη και μαβιά μάγουλα από την έξαψη.
Εγώ δεν ήξερα τίποτα ακόμα.
Θεραπευτήριο Ιθάκη. Ένα μαύρο σύννεφο κατεβαίνει στα μάτια. Μια φαρδιά λωρίδα δρόμου σαν ένας άλλος γκρι ποταμός οδοποιεί την ψυχή σου. Σε κατέχει σαν μια επιμήκη ζώνη ασφαλείας.
Και να! Η δικιά σου Ιθάκη αχνίζει σαν μέσα από κατσαρόλα. Η πόλη σιγά- σιγά μου φανερώνεται.
Η Θεσσαλονίκη με περίμενε σε μια έκθεση τροφίμων και ποτών. Αυτό ήτανε το πρώτο μας ραντεβού.Πάνε χρόνια.
Πλησιάζοντας μέσα στο κέντρο της την βρήκα πολύ στενή .Πλατεία Αριστοτέλους-Ολύμπιον. Μεσημεριανή βόλτα στην Τσιμισκή που μύριζε βανίλια και γλυκάνισο. Χωρίς λόγο η καρδιά μου χτυπούσε δυνατά. Το θυμάμαι ακόμα.
Κατηφόρισα. Νίκης περπατητό μέχρι τον Λευκό πύργο. Τον «χοντρό» όπως τον αποκαλώ χαϊδευτικά από τότε.
Καθόλου λευκός, στεκόταν εκεί σαν πρησμένος φάρος με στέμμα στο κεφάλι σαν τότε που τον είχα δει σε ένα όνειρο μου, πριν τον ανταμώσω. Τον έπιασα σαν να έβλεπα έναν καλό μου φίλο μετά από καιρό.
Κοντοστάθηκα σε ένα καρτοτηλέφωνο και σε πήρα. Το πρώτο «ναι;». «Εγώ είμαι, σου απάντησα, -Είμαι ερωτευμένη με την πόλη, με σένα .Θα αφήσω την καρδιά μου εδώ, σου είπα!» Και μετά γλίστρησα στους θολούς της δρόμους, πάτησα λάσπες και χώμα να έχω να φέρω πίσω. Στις στάσεις των αστικών, φοιτητές χαζεύουν στο άπειρο. Στο άπειρο ο Λευκός πύργος μιλάει στον Θερμαϊκό. Τι να λένε γαμώτο!
Παραμιλάω και νιώθω πυρετομένη. Απίστευτο. Μπορεί αλήθεια μια πόλη να σε κάνει έτσι;; Θυμήθηκα τότε τους παλιούς εραστές της, εκείνους τους άντρες με το νυχτερινό βλέμμα και τις γυναίκες με τα κόκκινα χείλη και τα μαβιά μάγουλα από την έξαψη.
Όταν την αφομοιώσω σε κάθε κύτταρο μου θα αρχίσουν τα δέκατα.


Η πόλη με τα χίλια πρόσωπα είναι ακόμα όρθια και σβήνει το τσιγάρο της .Οι ματιές μας διασταυρώνονται. Μαζεύω πίσω τα μαλλιά μου,βάζω το σκουφί μου και της κλείνω το μάτι. Μου στέλνει φιλί και γω πιο ξεσηκωμένη από ποτέ λέω να μπλεχτώ,να χωθώ μέσα της με οποιονδήποτε τρόπο,αρκεί να είναι ο δικός μου.

Παρασκευή, Νοεμβρίου 17, 2006

ΕκΕί ΠοΛυΤεΧνΕίΟ


Εκεί Πολυτεχνείο:Η δικτατορία των συνταγματαρχών (21η Απριλίου 1967) προσπάθησε να κρατηθεί στην εξουσία από τη μια με τη μάσκα της φιλελευθεροποίησης, που έβαλε με το να κάνει πρωθυπουργό το Σπύρο Μαρκεζίνη, και από την άλλη με την τρομοκρατία και την αστυνόμευση του λαού.

Εδώ τα γεγονότα εξακολουθούν. Kαραμανλής: Δεν βλέπω λόγο για πρόωρες εκλογές .Στην εκτίμηση ότι, πιθανότατα, η κυβέρνηση θα ολοκληρώσει τη θητεία της, η οποία λήγει τον Μάρτιο του 2008, διότι δεν υπάρχει λόγος πρόωρης προσφυγής στις κάλπες, προέβη εκ νέου χθες ο πρωθυπουργός Κων. Καραμανλής, σε συνέντευξή του στο ειδησεογραφικό πρακτορείο Reuters.
Η επέτειος του Πολυτεχνείου είναι ένα τεράστιο ψέμα
.

Εκεί Πολυτεχνείο: Το φθινόπωρο του 1973 ο αγώνας των φοιτητών κορυφώθηκε. Έγιναν συνελεύσεις στις σχολές και προβλήθηκαν μαχητικά αιτήματα. Το κύριο αίτημα των φοιτητών ήταν ο ελεύθερος συνδικαλισμός και οι άμεσες εκλογές. Η κυβέρνηση του Σπύρου Μαρκεζίνη εξάγγειλε μέτρα , με τα οποία ανέβαλε τις εκλογές των φοιτητών για το Φεβρουάριο.

Εδώ τα γεγονότα εξακολουθούν. Δυσφορία στην κυβέρνηση αλλά και στην κοινή γνώμη προκάλεσε η πρωτοφανής «παράσταση διαμαρτυρίας» εν είδει κατάληψης στα κεντρικά γραφεία της Νέας Δημοκρατίας στη Ρηγίλλης, στην οποία προχώρησαν χθες 50 συνδικαλιστές της ΕΛ.ΑΣ. διαμαρτυρόμενοι για την μη ικανοποίηση αιτημάτων τους.
Η επέτειος του Πολυτεχνείου είναι ένα τεράστιο ψέμα
.

Εκεί Πολυτεχνείο: Την Τετάρτη 14 Νοεμβρίου έγιναν στο Πολυτεχνείο γενικές συνελεύσεις των φοιτητικών συλλόγων και συντονίστηκε ο αγώνας. Το μεσημέρι ήρθαν να ενωθούν με τους συγκεντρωμένους και οι φοιτητές που συγκεντρώθηκαν στη Νομική Σχολή. Όλοι φώναζαν αντιχουντικά και αντιαμερικανικά συνθήματα και διατράνωναν την απόφασή τους για αγώνα μαζί με το λαό, που άρχιζε να μαζεύεται έξω από το Πολυτεχνείο. Οι γνώμες για να διαλυθούν απορρίπτονταν και τότε η κατάληψη του Πολυτεχνείου και η μετατροπή του σε πόλο συσπείρωσης του λαού ήταν γεγονός. Από τα συνθήματα, τις πρόχειρες προκηρύξεις και τον αυτοσχέδιο πομπό ηχούσε το προσκλητήριο του αγώνα. Δημιουργήθηκε η πρώτη Συντονιστική Επιτροπή. Επικρατούσε αγωνιστικός ενθουσιασμός. Τη νύχτα η αστυνομία απομόνωσε τους δρόμους γύρω από το κτίριο του Πολυτεχνείου. Την Πέμπτη κατέφτασαν νέα κύματα κόσμου, ενώ ο κλοιός των δυνάμεων ασφαλείας γινόταν όλο και πιο ασφυκτικός. Μπήκε σε λειτουργία ραδιοφωνικός σταθμός που καλούσε το λαό σε συμπαράσταση. Την Παρασκευή καταφτάνουν μηνύματα συμπαράστασης από πολλούς επαγγελματικούς και εργατικούς συλλόγους όλης της Ελλάδας. Το απόγευμα άρχισαν οι συγκρούσεις. Το Πολυτεχνείο ζώθηκε από σύννεφα δακρυγόνων και καπνογόνων. Η αστυνομία άρχισε τους πυροβολισμούς.Πέφτουν οι πρώτοι νεκροί. Στις 12.30 μετά τα μεσάνυχτα εμφανίστηκαν τα άρματα μάχης. Αρχίζουν οι διαπραγματεύσεις. Η προθεσμία εκκένωσης δεν τηρείται. Στις 2.30 η πύλη του Πολυτεχνείου πέφτει από ένα τανκς. Η επίθεση γενικεύτηκε και αστυνομικοί με άντρες των Λ.Ο.Κ. εφορμούν στην αυλή του Πολυτεχνείου. Πολλοί σκοτώθηκαν και εκατοντάδες οδηγήθηκαν στην ασφάλεια. Οι συλλήψεις συνεχίστηκαν και τις επόμενες ημέρες, οπότε έγινε αλλαγή φρουράς και εμφανίστηκε στο προσκήνιο η χούντα του Ιωαννίδη.

Εδώ τα γεγονότα εξακολουθούν. Ηχηρό μήνυμα προς τον ελληνικό πολιτικό κόσμο έστειλε χθες το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, καθώς με απόφασή του καταδικάζει τη χώρα μας, αλλά και την ευκολία με την οποία απορρίπτονται τα αιτήματα των εισαγγελικών αρχών για άρση της βουλευτικής ασυλίας, ακόμη και στις περιπτώσεις που τα αδικήματα δεν σχετίζονται με την πολιτική δράση των βουλευτών.
Η επέτειος του Πολυτεχνείου είναι ένα τεράστιο ψέμα.

Εκεί Πολυτεχνείο:Το Πολυτεχνείο αποτέλεσε την αρχή του τέλους της δικτατορίας, μετά την πτώση της οποίας δικάστηκαν οι ένοχοι και καταδικάστηκαν σε βαριές ποινές, ανάλογα με τη δράση που είχε ο καθένας. οι σημερινές καταλήψεις των πανεπιστημίων δεν έχουν καμιά σχέση με την κορυφαία στιγμή του αντιδικτατορικού αγώνα. Η κατάληψη του Πολυτεχνείου το 1973 νομιμοποιείται ως αντίδραση σε ένα δικτατορικό καθεστώς.

Εδώ τα γεγονότα εξακολουθούν. Ένας αστυνομικός τραυματίσθηκε και ο δράστης του τραυματισμού συνελήφθη κατά τη διάρκεια των μικροσυμπλοκών που σημειώθηκαν στην πορεία των συμβασιούχων. Οι διαδηλωτές, που είχαν κάνει προσυγκεντρώσεις στις πλατείες Καραϊσκάκη, Ομονοίας και Κλαυθμώνος, έφθασαν στη Βασιλίσσης Σοφίας λίγο μετά τη 1 μ.μ. Ενώ αρχικά οι αστυνομικοί βρίσκονταν σε συνεννόηση με τους επικεφαλής, τα πνεύματα κάποια στιγμή οξύνθηκαν και, σύμφωνα με την αστυνομία, οι διαδηλωτές με πέτρες, ξύλα και αυγά επιτέθηκαν εναντίον των αστυνομικών, οι οποίοι τους απώθησαν. Για περίπου δύο ώρες συνεχίσθηκαν οι προσπάθειες διάσπασης του αστυνομικού κλοιού και οι απωθήσεις των διαδηλωτών. Στο σημείο έφθασαν και περίπου 200 νεαροί φοιτητές από το Πολυτεχνείο, οι οποίοι όμως δεν συμμετείχαν στα επεισόδια..
Η επέτειος του Πολυτεχνείου είναι ένα τεράστιο ψέμα.

Λίγο πιο πέρα,για το 2056 η αμερικανική επιστημονική επιθεώρηση New Scientist προβλέπει πως θα έχουμε -εν είδει αυτοκινήτων- ανταλλακτικά για κάθε όργανο που υπολειτουργεί, καθώς θα υπάρχουν τεράστια εργαστήρια, τα οποία θα δημιουργούν ανθρώπινα μέλη ή όργανα. Επιπλέον με τα κατάλληλα φάρμακα θα έχουμε τη δυνατότητα να προκαλούμε την ανάπλαση κάποιου άκρου ή οργάνου.

"Στον ουρανό, σα Μαρσεγιέζα κόκκινη,

σφαδάζει ψοφώντας η δύση.

Όλα πια είναι μια τρέλα."

Τετάρτη, Νοεμβρίου 15, 2006

ΜαΚάΡι Να ΧιΟνΙζΕ τΩρΑ


Το καφέ μικρό. Τα τζάμια θόλωσαν αμέσως, με το που μαζεύτηκε ο κόσμος. Μικρά τραπέζια. Πέντε άτομα ξεδιπλώνουν τους χάρτες τους και το όνειρο χαράζει πορεία. Πειραματικά σχέδια για ντοκιμαντέρ,πιθανά σενάρια για ερασιτεχνικές ταινίες,μαρτυρίες,αναδομήσεις κοινωνιών,αλλαγή της πόλης,Δεκεμβριανά υπολείμματα. Κάμερες, φακοί,γωνίες λήψης, ρόλοι. Κόντρα κάμερες,φώτα, υποτιθέμενες δομές. Κι όμως, εγώ δεν είμαι εκεί. Τα μάτια μου στυλωμένα έξω,βαστάνε όλο το βάρος της πόλης. Φλερτάρουν, με εκείνη εκεί, την κούκλα της απέναντι βιτρίνας .Αν κάποτε ζωντάνευε θα ήθελα να της δώσω το τηλέφωνο μου. Είμαι αλλού. Αφηρημένη και αηδιασμένη από τα ίδια μου τα όνειρα. Αν και ξέρω που βάζουν τα παιδιά τα ημερολόγια καταστρώματος, αν και νοιώθω τα κατάρτια να φτερουγίζουνε από πάνω μου,αν και βλέπω πως το πλοίο κινείται,δεν είμαι μαζί τους. Απλά χαμογελάω. Μακάρι να χιόνιζε. Τι συμβαίνει όταν δεν ευχαριστιέμαι τον καφέ μου,όταν βρίσκω τόση ομορφιά σε αυτό το πρόσωπο της άψυχης κούκλας; Ανατινάζω τις επιθυμίες μου,ουσα αυτοκαταστροφική. Ότι παθαίνω το αξίζω. Καμιά φορά σκέφτομαι, πως δεν απέχω και πολύ από όλα αυτά τα είδωλα που λάτρεψα στην μετά εφηβεία μου, και αυτά για αντάλλαγμα, με έβαλαν στο καρότσι τους με κουβάλησαν μέχρι εδώ και γεμάτα μαστούρα, ξεχείλωσαν τη μέσα μου μορφή. Δεν με αναγνωρίζω πάντοτε. Και τώρα τελευταία δεν με αναγνωρίζω ούτε όταν κάνω όνειρα. Επαγγελματικά κυρίως όνειρα .Η μέσα μου μορφή γεμάτη σούρες και αλλοιωμένα χαρακτηριστικά μοιάζει σάπια. Την ακουμπάω με το δάχτυλο σε στιγμές που ο κόσμος δεν βλέπει και νοιώθω πως το μόνο που της έμεινε είναι ο πόνος και ο χρόνος που σκληραίνει.Tην σκληραίνει και μοιάζει σαν το ζυμάρι που αφήνεις ξεχασμένο. Μακάρι να χιόνιζε τώρα. Το χιόνι καταργεί αυτή την μυρωδιά της νοθείας. Βγαίνεις έξω και τίποτα πια δεν μυρίζει σαν πορνείο ψυχής .Άνθρωποι τριγύρω μου απλωμένοι σαν νοσήματα .Πάω στοίχημα πως, όταν πάνε σπίτι τους, βλέπουν και αυτοί την μέσα τους μορφή ξεχειλωμένη,με σούρες, και δαγκώνουν τις αρθρώσεις των δαχτύλων τους .Μακάρι να χιόνιζε τώρα. Νοιώθω καλά εκεί έξω,σε αυτό το πολυβιταμινούχο κέντρο. Νοιώθω χαλαρή,για λίγο. Για όσο κράτησε το φως της μέρας σήμερα,κι έπειτα το φως της οθόνης του κινητού,και τέλος της οθόνης του υπολογιστή. Το φως που ζεσταίνει το μέσα μου μπετόν. Μακάρι να χιόνιζε τώρα. Θα το έσκαγα με εκείνη εκεί την κούκλα. Θα κρυβόμασταν στις στοές της πόλης και οι άλλοι με αναμμένες τις σειρήνες τους θα μας έψαχναν. Και το χιόνι θα κάλυπτε τα πάντα με αυτή την φοβερή σιωπή. Θα χανότανε ακόμα και το τόσο έντονο άρωμα μου, που βασανίζει πολλούς ,σαν αρρώστια που δεν περνάει .Και αφού θα πίναμε κονιάκ, άφθονο κονιάκ, κάτω από μεγάλες νταλίκες παρκαρισμένες εδώ και κει, θα με πήγαινε πίσω από τις πιο γνωστές βιτρίνες της πόλης και μεθυσμένες θα κοιτάγαμε το χιόνι. Θα κοιτάγαμε τον δρόμο, τα φώτα και τις νιφάδες να λιποθυμούν κάτω από αυτά,τον κόσμο και τα χνότα τους. Όλα πίσω από το τζάμι. Εκεί θα πάγωνε κι ο χρόνος μαζί με μας. Και οι άλλοι θα ψάχναν ακόμα να με βρουν. Κι όταν ξημέρωνε θα έριχνα εγώ την άγκυρα από το πουθενά,και ίσως τότε,να έβλεπα το όνειρο στα μάτια. Μακάρι να χιόνιζε τώρα.

Παρασκευή, Νοεμβρίου 10, 2006

λΕκΤιΚά ΠαΥσΙπΟνΑ

Απογευματάκι και έχει νυχτώσει για τα καλά. Ήταν πάντοτε τόσο μαύρη η νύχτα;
Στην κουζίνα το ραδιόφωνο παίζει ένα κομμάτι των nirvana.Πίνω γάλα με σοκολάτα και έχω μπροστά μου τρία βιβλία. Μου θυμίζει τότε που πήγαινα σχολείο,στη θαλπωρή ενός σταθερού σπιτιού. Τέτοια ώρα απλά διάβαζες και όλα ήταν απόλυτα και συμφιλιωμένα με το ίδιο πρόγραμμα της κάθε μέρας. Δεν ήθελα να αλλάξω το πρόγραμμα μου λες και το ήξερα πως θα ερχόντουσαν μέρες φοβερών ανατροπών. Η ενηλικίωση είναι ένας μικρός θάνατος,το πρώτο χαστούκι μετά από αυτό του πατέρα.

I'm not like them/ But I can pretend/ The sun is gone/ But I have a light/ The day is done/ But I'm having fun/I think I'm dumb/ or maybe just happy /Think I'm just happy.

Αισθάνομαι μια περίεργη ένταση,με πιάνει αυτός ο φόβος της απόρριψης που με μπλοκάρει πάρα πολύ και κοντράρεται με την επιθυμία μου να ανακαλύψω τον κόσμο και τους ανθρώπους γύρω μου .Με στέλνει σε άλλους πλανήτες ιδεών και σκέψεων. Μερικές φορές αισθάνομαι σαν να έχω πάρει παραισθησιογόνα. Χωρίς γείωση στις γειτονιές του αύριο, του μεθαύριο.Μα που πας κορίτσι μου έτσι γυμνή;
Μη σε νοιάζει.Έχω ράγες εγώ, και πέρα από αυτές ,έχω και τις λέξεις σου.
my heart is broke/ But I have some glue/ help me inhale/ And mend it with you/ We'll float around/ And hang out on clouds/ Then we'll come down /And I have a hangover... /Have a hangover.

Δεν λείπει ο έρωτας από τις ζωές των ανθρώπων. Ψέματα. Ο έρωτας βρίσκεται εκεί έξω και είναι διαθέσιμος για όλους. Αλλά να σας πω την αλήθεια μου; Μην τα πολυπιστεύετε αυτά.
Skin the sun/ Fall asleep/ Wish away/ The soul is cheap/ Lesson learned/ Wish me luck/ Soothe the burn/ Wake me up.

Βρήκα στην είσοδο και πάλι γράμμα σου. Το έφερα σαν λάφυρο πάνω,μαζί μου. Το ρόφημα τελείωσε μαζί με τις λέξεις σου. Μου πέρασε και ο πόνος στο στήθος αφότου τελείωσα να το διαβάζω. Για την ανακούφιση των συμπτωμάτων των ψυχικών λοιμώξεων έχω τις λέξεις σου. Τις λέξεις σου που σαν καραμέλα τις διαλύω αργά στο στόμα μου κάθε δύο ή τρεις ώρες. Οι λέξεις σου μου χορηγούνται χωρίς ιατρική συνταγή.
Εάν τα συμπτώματα επιμένουν τρέχω μέσα από παράσιτα ύπαρξης και σε συμβουλεύομαι.
Και τότε πίσω από υγρασίες αόριστου και βρεγμένων τζαμιών μου λες πως ένα σωστά αναλυμένο ερώτημα μπορεί να περιέχει την απάντηση του. Αδειάζω το μυαλό μου πάνω σου, όπως αναποδογυρίζει κάνεις την τσάντα του. Δε ντρέπομαι για αυτά που θα σου δείξω... Ντρέπομαι για αυτά που θες να δεις και δεν θα σου δείξω ποτέ. Αυτά που είναι σε μικρά μυστικά τσεπάκια και έχουν να κάνουν με πολύ προσωπικές μου ουλές. Θέλω να σου ανοίξω την ψυχή μου, όπως ξεκουμπώνω ένα πουκάμισο,ένα χοντρό παλτό και το αφήνω να πέσει απαλά στο πάτωμα,φανερώνοντας έτσι την γύμνια του κορμιού μου,αλλά δεν υπάρχει ο χρόνος. Μια νέα νύχτα μου χαρίζει το ντεκολτέ της και γω στο βάθος του ουρανίσκου μου έχω τις λέξεις σου, ακόμα κι έτσι είμαι χαρούμενη. Απλά χαρούμενη.
I'm not like them/ But I can pretend/ The sun is gone/ But I have a light/ The day is done/ But I'm having fun/ I think I'm dumb/ or maybe just happy /Think I'm just happy.

Τετάρτη, Νοεμβρίου 08, 2006

ΕρΕίΠιΑ ΜέΣα Κι ΈξΩ


Μπλε μουδιασμένος ουρανός για αρχή. Και μετά ήλιος και φως, σαν άνοιξη,και λίγο σαν χυμός καλοκαίρι. Το φως που ζεσταίνει την πλάτη,κι ύστερα κρύο που παγώνει τα ακροδάχτυλα και κάνει την μύτη μου να κοκκινίζει. Ένας ξαφνικός θάνατος ενός συναδέλφου, που χρόνια ήξερα και αγαπούσα,λίγο πριν τα διόδια. Με μηχανή.Έπεσε με μηχανή,άρα σκοτώθηκε.Πλευρικοί άνεμοι τον ρίξανε στα βράχια. Άρα σκοτώθηκε.Ετών 32. Δεν έμεινε τίποτα, είπανε. Η κηδεία. Η συντριβή μαζί με την θλίψη. Ημέρες του Νοέμβρη, σκληρές, με σπασμένα κόκαλα και φλέβες αδειανές. Παρκάρω με βίαιες κινήσεις. Κινήσεις τέλους πριν καλά ,καλά ξεκινήσουν όλα αυτά που έπονται. Το ασανσέρ μουγγό και ασημένιο με καταβροχθίζει για 1 λεπτό. Ατέλειωτοι διάδρομοι. Θυμίζουν κλινική .Η πόρτα του τμήματος μου ανοιχτή. Χαμηλόφωνα οι λέξεις σέρνονται παντού. Καλησπέρες και γρήγορες συναλλαγές. Το air condition καίει στο φουλ,η δουλειά στα μοντάζ καλά κρατεί. Οι ρυθμοί ταχύτατοι,όπως πρέπει. Η Μ. ο Π. η Α. Και γω. Παιδιά που γεννηθήκαμε την δεκαετία του 70,καμπουριασμένοι από τις αμαρτίες άλλων δεκαετιών, αλλά καταβάθος γελαστά και αισιόδοξα. Παιδιά του μεταίχμιου. Βαδίζουμε στους διαδρόμους σαν αέρινες μάζες με εικονικά σανδάλια κοιτώντας σε ένα δυσδιάκριτο μέλλον. Επιτηρούμε τον άγνωστο κόσμο που όλο τσιρίζει από μακριά ,με παιχνιδιάρικη επιείκεια που μοιάζει με σοφία. Άλλοι φορώντας μυωπικά γυαλιά, άλλοι με καθαρά, μη συσκευασμένα βλέμματα. Κι έπειτα οι ρυθμοί χαλαρώνουν,πέφτει η νύχτα. Ο σταθμός ησυχάζει. Απραξία και αρκετό εσωτερικό χάος. Τριμάρουμε το IN και το OUT του χρόνου μας. Τον μοντάρουμε. Για να ομορφύνει κάπως,για να μικρύνει ανώδυνα. Να γίνει πιο ρυθμικός με περισσότερα εφέ. Με πονάει κάτι σήμερα κοντά στο μέρος της πλάτης,χαμηλά, εκεί που οι ώμοι αγγίζουν την σπονδυλική μου στήλη. Εκεί που κάποτε υπήρχαν φτερά. Μου φαίνεται ότι τον κουβαλάω στην πλάτη τον χρόνο σήμερα. Αργεί να κυλήσει παρ’όλη την φασαρία που κάνουμε για αυτό. Όλο γελάμε με την Τ. Αυτή η κοπέλα ξύνει την επιφάνεια μου τέτοιες δύσκολες ώρες και επιδεικνύει τα κομμάτια που επιπλέουν στο παχυλό υγρό της απραξίας. Ωραίες στιγμές μουσκεμένων ημερών. Απέναντι η γέφυρα της Αττικής οδού χαζεύει τις βουβές κινήσεις μας πίσω από το υποφωτισμένα τζάμια. Συνάζει στιγμές, κραυγές, απόγνωση, ξεφωνητά, ψέματα αίματα κι αρχίζει να μονολογεί. Άσκοπες πράξεις,μακρόσυρτα γέλια,πόρτες που ανοίγουν και κλείνουν.
Δωμάτια χωρίς τέλος.
Μηχανήματα που ψιθυρίζουν λόγια ερωτικά μεταξύ τους όταν κλείνουν τα φώτα.
Φωνές ,κυνηγητά στους διαδρόμους.
Χάος,εσωτερική ανισορροπία.
Βάρδια 5-1.
Όλα είναι στον αέρα.
Ένας παιγνιώδης μετεωρισμός.

Κυριακή, Νοεμβρίου 05, 2006

ΙσΤοΡίΕς ΑπΟ τΟ δΑσΟς ΤοΥ bLoGsPoT- σΕ σΤάΣη ΕμΒρΥοΥ


Ο πεινασμένος λέοντας γρύλιζε ανάμεσα στα πόδια μου,απίστευτο κρύο σήμερα . Το φεγγάρι με κάποια δυστοκία έσκιζε την μήτρα της νύχτας, αργά,προς τα πάνω. Ο κύκλος της φωτιάς εκεί, και όλοι πάλι γύρω από αυτόν, περίμεναν την επόμενη περίεργη ιστορία. Μακρόσυρτα γέλια και ψίθυροι. Το λιοντάρι με οδήγησε λίγο πιο κάτω στην μεγάλη ιτιά. Κάποιος καθόταν μόνος και έγραφε. Κοντοστάθηκα χαμογελώντας από πάνω του. Του έδωσα το χέρι. Με κοίταξε για λίγο σαστισμένος.Δίπλωσε τα χειρόγραφα του και είπε, «θα ταΐσω εγώ τον χρυσοχαίτη λέοντα ,αλλά σε παρακαλώ πάρε και κράτα το μαχαίρι μου όσο θα διαβάζω». Πήρα το μαχαίρι και το έβαλα κάτω από την γαλάζια κάπα μου. Μας πλησίασε.Στάθηκα όρθια δίπλα του. Η ομήγυρη κάτι ψιθύριζε,σώπασαν γρήγορα. Το λιοντάρι γρύλισε δυνατότερα...

Πανσέληνος, 5 Nώε Εμβρύου 2006

Ο Νώε στήθηκε κάτω απ' την ιτιά. Ήταν το αγαπημένο του δέντρο σε ολόκληρο το Blogspot . Μια φορά το μήνα, σε κάθε πανσέληνο ερχόταν εδώ. Όταν το φως του φεγγαριού γίνεται τόσο δυνατό που ρίχνει σκιές στις γιγάντιες ρίζες της στο έδαφος και όταν τα κρεμασμένα κλαδόφυλλα της μοιάζουν να χορεύουν στο βραδυνό αεράκι. Σε κάθε πανσέληνο, ο Νώε βγάζει τα ρούχα του, σαν αρχαίος σαμάνος, τελετουργικά. Τα τοποθετεί προσεκτικά διπλωμένα σε μια μικρή εσοχή κοντά στη ρίζα της ιτιάς. Μένει γυμνός και απαγγέλλει τα ποίηματά του κάτω από τον φυσικό προβολέα στον ουρανό. Γυμνός με ένα μάτσο χαρτιά στο χέρι. Κανείς δεν ξέρει ποιος νομίζει ότι τον βλέπει. Κανείς δεν έμαθε ποτέ σε ποιον μπορεί να απευθύνεται φωνάζοντας προς τα πάνω. Όταν ήμασταν παιδιά τον παραφυλάξαμε μια δυο φορές αλλά δεν καταλάβαμε και πολλά, ούτε απ' αυτά που διάβαζε ούτε γιατί αγκάλιαζε τον αέρα σα να χόρευε με κάτι αόρατο. Με τον καιρό, πάψαμε να τον παρακολουθούμε. Ούτως ή άλλως κάνει πάντα το ίδιο: μετά ανάβει μια μικρή φωτιά και κοιμάται σχεδόν αγκαλιάζοντάς την, σε στάση εμβρύου, μέχρι το πρωί. Κάθε μήνα. Κάθε εποχή. Σε κάθε πανσέληνο. Και είναι πάντα εκεί όταν γεμίζει το φεγγάρι. Μπορεί όλες τις προηγούμενες μέρες που μεσολαβούν ανάμεσα στις δυο πανσελήνους να γράφει και να σβήνει, να σκίζει και μετά να ξαναμαζεύει τα κομματάκια του χαρτιού από τη λίμνη πριν ξεθωριάσει η μελάνη, πάντοτε όμως φροντίζει να έχει τουλάχιστον ένα ποίημα στην ώρα του. Στην ώρα του φεγγαριού.

Απόψε το βράδυ ο Νώε πλησίασε και πάλι την ιτιά. Έκανε μια ελαφριά ψύχρα και αν κι είχε ντυθεί με τα συνηθισμένα του μάλλινα ρούχα, ανατρίχιασε στην ιδέα ότι θα τα έβγαζε. Είχε και τα δυο χέρια στις τσέπες. Το ένα του χέρι κρατούσε στα ζεστά ένα ποίημα που είχε γράψει μόλις το μεσημέρι – αυτό το μήνα η έμπνευση του είχε φερθεί σκάρτα. Μέχρι εκείνη τη στιγμή πίστευε πως ύστερα από τόσα χρόνια που είχε αποκτήσει αυτή τη συνήθεια, ότι την είχε κατακτήσει την έμπνευση, ε! Αλλά δεν ήταν έτσι: αυτόν το μήνα τον είχε περάσει παλεύοντας με τους δαίμονες που του την είχαν απαγάγει. Κάτι πρόστυχες μορφές καλοζωισμένες, που έσπερναν αφύσικα αρώματα στα χωράφια, μέταλλα μέσα στην ξυλοφωτιά του, μαύρες κηλίδες στη θάλασσα όπου πήγαινε να κολυμπήσει, γυμνές γυναίκες στα όνειρά του. Τον τρέλαιναν αυτά τον Νώε. Ξύπναγε μέσα στην αφέγγαρη νύχτα σαν υπνοβάτης και έψαχνε παρηγοριά στο παλιό θερμοκήπιο όπου η γυναίκα του είχε φυτέψει εκείνα τα παράξενα φυτά που τα καπνίζανε μαζί πριν φύγει απ' τη ζωή του. Συνήθως κοιμόταν εύκολα μετά. Τα βράδια, ήταν το μόνο που ζητούσε πια.

Ο Νώε ήταν 38 χρονών. Ούτε θυμόταν πόσες πανσελήνους είχε δει κάτω απ' την ιτιά, πόσα χρόνια είχαν περάσει από τότε που έχασε εκείνη, πόσα ποιήματα είχε γράψει – ήταν και μήνες που έγραφε περισσότερα από ένα.
Απόψε όμως, πλησίασε με βήμα διστακτικό το δέντρο – επειδή είχε μόνο ένα χάρτινο ποίημα στην τσέπη του; «Είναι μυστήρια πόρνη η έμπνευση», σφύριξε μέσα απ' τα δόντια του πλησιάζοντας στην ιτιά, χαϊδεύοντας τα φύλλα της. «Θέλει κόλπα μυστήρια, δώρα και καλοπιάσματα για να σου ξεδιπλωθεί». Έτσι ψιθύρισε ο Νώε. Έβγαλε τα ρούχα του όπως κάθε φορά. Μόνο που τώρα δεν τα δίπλωσε, τα ακούμπησε βιαστικά παράμερα, να μην τον εμποδίζουν. Έτρεμε απ' το κρύο και το χαρτί στο χέρι του επίσης. Ευτυχώς, ήταν μόνο ένα ποίημα, δεν θα αργούσε να το απαγγείλει, να χορέψει τον τρελό του χορό και να ανάψει φωτιά με τα κλαδάκια που είχε μαζέψει σε μια άκρη. Τεντώθηκε. Και κοίταξε ψηλά στο φεγγάρι. Πάντα εκεί. Αυτό τουλάχιστον, δεν τον πρόδωσε ποτέ. Μετά άφησε το χαρτί να πέσει. «Τι σημασία έχει;» μονολόγησε, «ούτως ή άλλως, από το μεσημέρι το έμαθα απ' έξω το ποίημα».

Κληροδοτώ με συμφορά χνάρια – μνημεία του περάσματός μου. Συσσωρεύω τις ατελείωτες φράσεις των νεκρών στα εχθρικά μου χέρια και ψάχνω τη διαταγή που θα με λυτρώσει. Η περιπλανώμενη νεράιδα πνίγηκε στο νου της. Πάνω της πέσανε οι προαιώνιες μοίρες. Πλάγιασε φοβισμένη στη φτερούγα του Χάρου και με φυλάκισε μέσα στην κόρη του ματιού της, καταδικάζοντάς με να βλέπω δακρυσμένα τις άσημες σημασίες της ζωής και τις άτιμες τιμωρίες της αγάπης. Μέχρι να συγκρουστώ με τα απομεινάρια της σκέψης. Μέχρι να με εκδικηθώ για την ανύπαρκτη ύπαρξή μου.

Ο Νώε μάζεψε τα ξύλα στο συνηθισμένο του μέρος στο ξέφωτο κάτω απ' την ιτιά, που απ' τα χρόνια είχε μείνει πια χέρσο. Τα άναψε με ένα δαδί που είχε φέρει από το σπίτι. Όταν η φωτιά άρχισε να φουντώνει, έριξε σε αυτή τα ρούχα του πρώτα και μετά το χαρτί με το ποίημα. Καθισμένος οκλαδόν μπροστά της, το κοίταζε να χάνεται στις φλόγες σιγά, σιγά. Τότε είδα να λάμπει, ακουμπισμένο δίπλα του ένα μαχαίρι. Στις τελευταίες αναλαμπές της φωτιάς, ο Νώε ξάπλωσε απαλά μέσα στο αίμα του που πότιζε το χώμα, μπροστά στις φλόγες που τρεμόπαιζαν. Σε στάση εμβρύου.


της Mantalena Parianos

Πέμπτη, Νοεμβρίου 02, 2006

SοLuS cReAs


Ξύπνησα με τον Νοέμβρη στο κρεβάτι μου. Τα μαλλιά του μυρίζανε χρυσάνθεμο και καμένο ξύλο. Τράβηξα με βία τις κουρτίνες να δω το πρωινό. Με τόση βία, σα να έσκιζα τα ρούχα κάποιου. Ο Νοέμβρης είναι σκληρός μήνας,το λέω κάθε φορά που βλέπω την πλάτη του στα λευκά μου σεντόνια. Του προσάπτω πένθη και αρρώστιες,χωρισμούς και μπαγιάτικο πόνο. Του προσάπτω περίεργα τρέιλερ λιακάδας, χαμηλά βαρομετρικά και βιαστικά απογεύματα .Είναι ακραίος, σαν τις βάρδιες μου, γιατί κοροϊδεύει τα φυτά της βεράντας μου και τα παρασέρνει σε αναπάντεχη ανθοφορία, ενθαρρύνει το ζώδιο του Σκορπιού,και με τραβάει πρώιμα, πίσω από τα ράσα των 3 Ιεραρχών ακουμπώντας παλιές μελανιές. Κάθε φορά με σκορπάει άσχημα ο μήνας αυτός. Το μόνο που με σώζει είναι η ανάβαση στο φεστιβάλ της άνω πόλης. Η μόνη καλή μνήμη και συναναστροφή που έχω κρατήσει από το μήνα αυτό,πέρα από το φεστιβάλ, είναι αυτή των χρυσανθέμων. Χρυσάνθεμα. στα βάζα και στις ζαρντινιέρες της μητέρας,ζωγραφισμένα σε παλιούς πίνακες στο σαλόνι της θείας μου σε κάποιο παλιό σπίτι του τότε. Χρυσάνθεμα όλων των ειδών και όλων των χρωμάτων, θυσιάζαν το κορμί τους σε μπουκέτα. Αγγελικούλες και Μιχάληδες με πολλά λιπαρά στα χείλια και φρεσκοβαμμένα όνειρα δέχονταν τότε ,αλλά και τώρα ακόμα,αυτά τα μπουκέτα που το άρωμα τους έχει στιγματίσει αιώνια το βάθος των σκοτεινών μου ρουθουνιών. Από την άλλη ανυπομονώ να σκαρφαλώσω στην Θεσσαλονίκη και πάλι. Να φέρω πίσω υγρασίες που χρειάζεται η μελάνη και αποσπάσματα προτάσεων και εικόνων βουτηγμένων μέσα στην αχλύ της. Το γαλακτώδες φως των δρόμων της μπαίνει ανατριχιάζοντας στο σιωπηλό δωμάτιο της μνήμης τέτοιες ώρες. Θυμάμαι την κουβέντα της Κ. σε εκείνο το σιντάδικο-στέκι, δίπλα στο Ολύμπιον. «SOLUS CREAS», μόνος δημιουργείς. Την κάθε στιγμή,μόνος τη δημιουργείς. Αρχίζω να πυκνώνω μέσα μου ξανά. Νοιώθω καλά και πάλι για αυτό. Το φως του δωματίου που γράφω είναι χαμηλό. Έξω έβαλε ξαφνικό χειμώνα και αχνό χνώτο. Η πόλη σε χειμερία νάρκη. Ησυχάζω μαζί με τη νύχτα και προσπαθώ να αναπνέω αργά,κρατώντας σημειώσεις στο περιθώριο. Αφήνω ότι με πληγώνει από την καθημερινότητα των βιασμών και της παιδείας. Καταγράφω είδη χρυσανθέμων και ανακουφίζω μικρά πονάκια στην καρδιά,βράζοντας και πίνοντας το χρυσαφένιο τους ζουμί. Την εποχή αυτή μπορεί κανείς να παρατηρήσει σχετικά εύκολα το μακρινότερο ουράνιο σώμα που είναι ορατό με γυμνό μάτι από τη Γη μας, τον «κοντινό» γαλαξία της Ανδρομέδας. Τόσα όμορφα πράγματα μέσα και έξω, παρόλη την σκληράδα αυτού του μήνα. SOLUS CREAS. Μόνος δημιουργείς.