Τρίτη, Αυγούστου 13, 2013

ΦέΤα ΑπΟ αΥγΟυΣτΟ


Μικρές αποδράσεις. Στην εθνική με τα μεγάλα. Δακρυσμένα μάτια. Το γκάζι πατημένο. Αθηνών –Πατρών χωρίς ανάσες, ενώ η δύση πιο κάτω να κρύβεται και κάτι πράσινες αχτίνες  να διαπερνούν τον ουρανό. Ονειρεύομαι έναν μεγάλο ύπνο. Συγχωρώ αλλά δεν ξεχνώ. Βαραίνουν οι μέρες, ξελαφρώνει η κλεψύδρα της αντοχής. Σαββατοκύριακα άδεια σαν πιατέλα με κέικ  γενεθλίων, αφού τελειώσει η πληκτική γιορτή. Ξυπνάω με την αυγή ήδη στο δωμάτιο και έπειτα στα μάτια να πυρπολεί. Φυσάει ωραία εδώ. Το μεσημέρι σε παίρνω στο κατόπι. Κολυμπάμε ανάμεσα σε δεμένες βάρκες με δισύλλαβα ονόματα και δυνατά ρεύματα κάτω  από τα πόδια. Μιλάμε για παλιακούς έρωτες και για μοναχικές στάσεις λεωφορείων με βροχή, είκοσι χρόνια πριν, τότε που όλοι κάτι περιμέναμε. Κοιτάω λοξά πίσω από τον ώμο σου. Η γέφυρα του Ρίο σαν έγχορδο στέμμα στο κεφάλι σου. Κολυμπάμε για ώρα. Από το παλιό ferry boat, χρόνια τώρα αγκυροβολημένο, κάτι υπερφίαλα νιάτα κάνουν βουτιές. Φοβάμαι και μόνο που τους βλέπω. Μέχρι που πατώνω και όλα πάλι έρχονται στο σωστό μέγεθος με λιγότερο πανικό και περισσότερη νηνεμία. Βραδιάζει. Μπλε ώρες τριγύρω. Γεμάτη αλμύρα στέκομαι κάτω από την τεράστια μουριά της αυλής σου και αφουγκράζομαι τα ανείπωτα. Και είναι ήδη Αύγουστος προχωρημένος. Πίσω από τα στόρια παραμονεύουν τα κουνούπια  και άλλα έντομα. Παραμονεύεις και συ με εκείνο το πονηρό βλέμμα και τα αιχμηρά ιδεώδη σου. Σε απολαμβάνω μέχρι που ξοδεύεται όλο το 3ημερο και επιστρέφω στα πάτρια. Εδώ πίσω λοιπόν τα φυτά μεγαλώνουν με μυθιστορηματική ταχύτητα. Φυτά σαβάνας χωρίς σαρκοβόρα λιοντάρια. Μένω να φυλάω τα τείχη μαζί με τους υπόλοιπους και  να ποτίζω βεράντες συγγενών και φίλων που χάθηκαν στον λάρυγγα του μήνα. Γεμάτη περσίδες στα μαλλιά και στα ρούχα προσεύχομαι σε κάτι που με γαραγαλάει κάτω από την επήρεια των μελλοντικών αναμνήσεων.
Κλεισμένη στο άντρο μου με μια επιφανή μοναξιά υπάρχω πυρετικά,  χαζεύοντας τις μεγάλες μύγες που αυτοκτονούν πάνω στα τζάμια απορημένες και αδιάφορες για τις ήττες τους ελληνικού έθνους. Μετρώ τις Μαρίες τις Δέσποινες τους Παναγιώτηδες και τους Μάριους που γνώρισα και αγαπηθήκαμε σε κάποια στροφή του βίου μας. Στο δωμάτιο θερμή υγρασία απουσίας. Και κάπως έτσι θα ξημερώσει και πάλι ο Δεκαπενταύγουστος -η χαρά του τάματος και των ταμένων-ημέρα συνωστισμού εορταζόντων και θρησκευτικών στοιχημάτων που με ξενερώνουν κάθε χρόνο όλο και πιο πολύ.
Τάχα μου όλα αλλάζουν και όλα θυμίζουν το αναπόφευκτο. Αλλά τι να πεις, έτσι είναι η ζωή και να την ζούμε πρέπει.