Δευτέρα, Μαΐου 20, 2013

ο ΘεΙοΣ ΜαΙοΣ



-Από δω και στο εξής το μυαλό θα διαιρείται.
-Λες και ήταν ποτέ ακέραιο.
-Το ξεχνάω αυτό. Νομίζω ότι η διαίρεση ανήκει στο φως, στο θέρος, ενώ η δική μας διαίρεση είναι κατασκευαστικό λάθος και για αυτό παντοτινή!

Αποδέχομαι τον κόσμο δίχως αρχή ή τέλος. Δίχως αλφάβητο. Μόνο φωτεινά διαλείμματα. Νερένιοι και χωμάτινοι, ζούμε αραδιάζοντας λέξεις. Ορατοί από παντού και από τους πάντες. Δεν έχουμε καιρό για ξόδεμα. Εδώ και κάποια χρόνια μαζί με το φως από το παράθυρο του γραφείου μου κάνω τα καλύτερα ταξίδια. Συναντάω βαθιές θάλασσες και γδέρνομαι στην ξεραΐλα των βράχων, ψηλαφίζω την γοητεία των ρωμαλέων σωμάτων και των ισχυρών προσωπικοτήτων που φουμάρουν αμέριμνα, ατενίζοντας το άπειρο. Βαρέθηκα τους ήρωες. Τους θεωρώ καθάρματα. Ξέρω πως τα καθάρματα είναι γοητευτικά για αυτό και εξακολουθούν ακόμα να υπάρχουνε. Είναι πιο γοητευτικά από τα καλά παιδιά. Αλλά δεν νομίζω πια ότι με αφορούν. Μεγάλωσα και κατάλαβα αλλιώς την σημασία των πραγμάτων. Βαρέθηκα λοιπόν τους ήρωες, ναι, με τα μεγαλόστομα λόγια και τις θυσίες. Η θυσία είναι λάθος. Θέλουμε να ζήσουμε.
Και τότε σε βλέπω να περπατάς μπροστά μου μοιάζοντας με πολυσυζητημένο έργο της Αναγέννησης που κανείς ποτέ δεν θα κοπιάρει και ξαφνικά η κόρη του ματιού μου διαστέλλεται μαζί με το σύμπαν και για μία και μόνο στιγμή σκέπτομαι να γίνω Ιφιγένεια. Ξέροντας πως δεν φταίει η Ιφιγένεια για την θυσία.   Δεν έχουμε καιρό για ξόδεμα. Όχι.
Έξω το φως συνεχίζεται με μια αίσθηση συντέλειας που δεν διαπιστώνεται, αλλά υπονοείται. Μπερδεύω το μέλλον μου σε αίθουσες γεμάτες τέχνη, εγκαίνια εκθέσεων και ελπιδοφόρες συνεργασίες αλλά η τέχνη δεν είναι λύση. Μια χρυσή φυλακή είναι  που σε κάνει σχεδόν άσηπτη. Και ο χρόνος που έρχεται γεννά προσδοκίες, όμως τι γίνεται με εκείνον που φεύγει παίρνοντας τις προσευχές που δεν εισακούστηκαν να πάρει η ευχή, να πάρει; Τον χρόνο που όλο κυνηγάς και σου ξεφύγει; Ίσως κάποτε περάσουμε μια φάση που ο χρόνος θα ακινητοποιηθεί και ίσως αυτό θα ήτανε μια θαυμάσια ιδέα να προβιβαστούμε. Που; Στην σιωπή φυσικά.

Φτωχύναμε λόγω πλούτου. Χάσαμε την ρουτίνα μας. Καιρός να βρούμε τον εαυτό μας.

Πέμπτη, Μαΐου 09, 2013

μΑγΙαΤιΚα ΚαΜώΜαΤα



 Άφησα πίσω τους βερνικωμένους σταυρούς του Γολγοθά και το μόνο που κράτησα από όλο αυτό το παχύρευστο Πάσχα είναι το απόσπασμα της Μ. Πέμπτης, την ώρα που πολύ αργά με θυμάμαι να  πηδάω το φράχτη της εκκλησίας για να φιλήσω το σταυρό. Πιωμένη. Δεν τηρώ την σειρά. Μπαίνω παραπλεύρως, διακριτικά. Στραβοπατώ. Ο κόσμος με κοιτάει. Μαλλιά πλεγμένα κοτσίδα, βαμμένα πράσινα νύχια και ροζ τζιν παντελόνι. Μυρίζω τσίπουρα. Στέκομαι σε μια αυτοσχέδια ουρά μέχρι που προσκυνώ. Καρφιά στα πόδια. Γεύση σκουριάς και μύρου. Το τελευταίο ευαγγέλιο σκορπίζεται στις σαλιωμένες αγιογραφίες. Το ακούω μέχρι τέλους. Ώρα 11 σε μια ξένη πόλη, ανάμεσα σε κόσμο άγνωστο. Το σώμα σκέπτεται καλύτερα.  Ο πόνος παραμένει ο ίδιος. Μωβ κορδέλες στους αναμμένους πολυέλαιους και μέσα και έξω αφόρητη ζέστη. Καλοκαίρι. Μια ζαλάδα μαζί με χιλιάδες αρώματα με αποσυντονίζει. Μου έρχεται εμετός, σχεδόν λιποθυμώ. Ένας νεαρός με λευκό παντελόνι και υγρά μάτια με κοιτάει επίμονα. Εισπνέω βαθιά και αρχίζω να τρέχω. «Κοπελιάαα καλή Ανάσταση», μου λέει, μα έχω ήδη φύγει μακριά.
Με τη θάλασσα παραμάσχαλα σαν πετσέτα τυλιγμένη καρούλι ανιχνεύω τους κήπους της Χαλκιδικής. Τα τριαντάφυλλα ανθισμένα σαν υπενθυμίσεις κάθε τρεις και λίγο με λοξοκοιτούν. Δεν μου λείπει τίποτα, παρά μόνο η αλμύρα στα βλέφαρα και η αγρύπνια της καλοκαιρινής νύχτας. Γεμίζω γαλήνη, νιώθω ολόκληρη ξανά καθισμένη στην ξύλινη καρέκλα, ενώ από πάνω μου μια αστρική εκτυφλωτική συνουσία του σύμπαντος συντελείται. Τα αηδόνια γράφουν ολόκληρα κεφάλαια με άγνωστες λέξεις. Πρωί, βράδυ σαν κολλαγόνο αναπλάθουν τα βαθιά τραύματα. Η φωνή  σου στο τηλέφωνο τρεμοπαίζει σαν το αποσπερίτη και στα χέρια μου ιδρώνει η αγωνία να σου βρω μια πέτρα σε σχήμα καρδιάς. Κι ύστερα έρχεται εκείνο το απογευματινό μακροβούτι κι όλα κηδεύονται μέσα στην θάλασσα. Χωρίς στεφάνια.
Μια μέλισσα βουίζει κάθε πρωί πίσω από το κλειστό παράθυρο στην ξύλινη σοφίτα που κοιμάμαι. Σκέπτομαι τα παιδικά μου καλοκαίρια και τα νοσταλγώ μαζί με τον σταυρό από την φλόγα του κεριού στην πόρτα, τις τσιρίδες και την χρυσή θάλασσα του μεσημεριού. Μαζί με τα τζιτζίκια και τα καλά παιδιά που ερωτεύτηκα μικρή και έγιναν καθάρματα όταν μεγάλωσαν. Με έναν νέο χάρτη ζωοφόρο στα χέρια ξεκινώ. Και όλο αφήνω πίσω για να με συναρπάζει το μπροστά που θα δω. Μεταμορφώνομαι ολοσχερώς και αναμένω τα καινούργια μου φτερά. Τα πράγματα αλλάζουν μόνο από αυτό που θα έρθει αν θέλουμε.
Θέλουμε; 

Τετάρτη, Μαΐου 01, 2013

ΚαΛοΚαΙρΙνΟ πΑσΧα



Τα στάχυα ακουμπάνε τα χέρια μου. Γεμίζω χάδια. Μωβ γαϊδουράγκαθα και φιλικές μαργαρίτες. Ο ήλιος βουλώνει τις ρωγμές με φως. Τόση απόσταση για να μείνουμε μονάχοι ξανά. Μια ιστορία καίει τα φτερά της στο φως. Μια ιστορία που δεν θα αρχίσει ποτέ. Καθώς τα άστρα θα τρεμοφέγγουν στον οικείο ουρανό μια καυτή νύχτα στα τέλη του Απρίλη. Δεν θα αρχίσει ποτέ από φόβο και λύπη, θα στοιβαχτεί μαζί με τα μάλλινα και τις βαπόνες σε σακούλες γεμάτες άπνοια και σκότος. Βραδινοί περίπατοι. Φυσάει ζεστός αέρας. Περιφερειακός Υμηττού, Τερψιθέα. Τα δέντρα όλο και ψηλώνουν, θαρρείς έφτασαν τα άστρα. Αγίου Νεκταρίου. Χαμόσπιτα αριστερά. Σπασμένες λάμπες, πατημένα γυαλιά. Σκύλοι που κατουράνε τις ζάντες τυχαίων αυτοκινήτων. Καλοκαίρι εντελώς. Πάει η Άνοιξη κι όλας. Τελειώνει ο μήνας και μοιάζει σαν κάποιος να έσπρωξε την βελόνα του πικάπ και να πήδηξε πέντε στοίχους καλοκαίρι μπροστά. Προχωράω πιο γρήγορα. Στις μεγάλες κατηφόρες η θάλασσα γυαλίζει. Λίγα φώτα πόλης σαν φωσφοριζέ σημαδούρες. Είμαι πάντοτε αλλού και πάντοτε  εδώ. Νυχτωμένη, διαρκώς μεγαλώνω μαζί με μιαν αγάπη ανελέητη, σαν το φως. Στο διάβα μου οι τριανταφυλλιές φουντωμένες, σαν εκρήξεις. Διαστέλλεται η μνήμη μαζί με το σώμα και η ψυχή μου έντρομη σκαρφαλώνει έξω για να βγεί.

Στον ύπνο μου ονειρεύτηκα μια μαύρη πεταλούδα. Άραγε τι να σημαίνει;Στον ξύπνιο ένα κίτρινο ταξί σταματά πλάι μου. Μπουκώνω το πορτ μπαγκάζ του με βαλίτσες άλλων και το αποχαιρετώ. Μια φωνή σιγοτραγουδά  ακόμα στα αυτιά μου «Άννα…δεν ήμουνα εγώ για αεροπλά-α-ανα. Ώρα 8 πρωινή με έναν ήλιο μικρό και θερμοκρασίες μεγαλύτερες από την ηλικία σου παραπατώ σε λεμόνια πεσμένα κάτω .Μέσα μου ξυπνάει κάτι που με κόπο είχα κοιμίσει αυτό το χειμώνα. Γυρνώντας σπίτι βρήκα το εισιτήριο σου και το σύγκρινα με ένα αντίστοιχο δικό μου. Είχαν ένα κοινό. Ήταν και τα δύο εκπρόθεσμα πια.

Καλό Πάσχα