
Καθόταν πίσω από την πλάτη μου και παρατηρούσε τα αχτένιστα μαλλιά μου. Σκούπισα τα ματιά μου και φύσηξα δυνατά την μύτη μου.
-Ήσουνα πάντα έτσι; Με ρώτησε και τα χέρια του χάιδεψαν τα δικά μου. Ήταν γύρω στα 12 και τα κατάξανθα μαλλιά του ήταν έμοιαζαν σχεδόν λευκά.
-Μου ράγισε την καρδιά, του είπα κοιτώντας τα κόκκινα από το κρύο μάγουλα του, κι όταν ερχόταν η ευκαιρία να αγαπηθώ ξανά το έβαζα στα πόδια.
-Ανόητο μου ακούγεται, μου είπε και ξεφύσησε δυνατά.
-Φοβόμουν μήπως ραγίσει ξανά η καρδιά μου. Μερικές φορές εμπιστεύεσαι έναν άνθρωπο και μετά όταν τα πράγματα δεν πάνε καλά, σε ξεχνάει. Όλοι σε ξεχνάνε.
-Ίσως να είναι απασχολημένοι. Ίσως να μην σε έχουν ξεχάσει, αλλά να έχουν ξεχάσει να σε θυμηθούν. Καταλαβαίνεις;
-Ναι, του έγνεψα και ένα βάρος σαν τσιμέντο ολόκληρο ξεκόλλησε από το πίσω μέρος του αυχένα μου και έπεσε με δύναμη στο έδαφος, απλώς φοβάμαι… φοβάμαι πως αν εμπιστευτώ ξανά θα ραγίσει η καρδιά μου.
Πήγε πάλι πίσω από την πλάτη μου και κόλλησε το κεφάλι του απαλά σα να προσπαθούσε να ακούσει κάτι.
-Είχα ένα ωραίο ζευγάρι πορτοκαλί πατίνια, ψιθύρισε, και φοβόμουνα να τα φορέσω για να μην τα χαλάσω. Για αυτό τα κρατούσα μέσα στο κουτί. Και ξέρεις τι έγινε;
-Τι έγινε;
-Μεγάλωσα και δεν μου έκαναν πια. Δεν τα φόρεσα ποτέ.
Γύρισα απότομα.
-Τα πατίνια και η καρδιά του ανθρώπου είναι δύο διαφορετικά πράγματα,είπα θυμωμένη.
-Το ίδιο είναι. Αν δεν χρησιμοποιείς την καρδιά σου τότε τι σε νοιάζει αν ραγίσει; Όταν αποφασίσεις να την χρησιμοποιείς όμως φοβάμαι ότι δεν θα είναι καλή. Πρέπει να ρισκάρεις νομίζω, κι ας είμαι τόσο μικρός. Τα μαλλιά μου είναι λευκά σχεδόν.
-Να ρισκάρεις, ξανάπε και έβαλα τα κλάματα με τον ίδιο τρόπο που έκλαιγα όταν έπεφτα από το ποδήλατο.
Η καρδιά σου, συνέχισε, μπορεί να είναι ραγισμένη αλλά είναι ακόμα εκεί.
Καλή χρονιά σε όλους!