Μου ξαναπρότεινε να πάμε μια βόλτα μέχρι την ταράτσα.Την κοίταζα σαστισμένη.Είχα την εντύπωση οτι ήθελε να μάθω κάτι πολύ σημαντικό.
Η πόρτα της ταράτσας ήταν κλειδωμένη,έτσι πήγαμε μια βόλτα στο κέντρο.Κομμένες νυχτερινές εικόνες.Αυτοκίνητα,μυρωδιά καυσαερίου,κίνηση και σβησμένα λόγια,θόρυβος,κάποια χάχανα,μπερδεμένες μουσικές από ανοιχτά παράθυρα.Χαλασμένα φανάρια.Φορτηγά με κόκκινα stop έτρεχαν στο χρόνο που μας άφηνε λεπτό προς λεπτό.
Μιλάγαμε ανά μακρινά διαστήματα και οι κουβέντες μας έφτιαχναν τους υπότιτλους της τόσο κινηματογραφικής μας βόλτας.. Μου θυμίζουμε απαγορευμένο ζευγάρι που έσκασε μέσα από ταινία του Γκοντάρ.Την παρατηρώ,είναι πολύ απλή σαν χωριατοπούλα κι όμως πάντα την περιβάλει μια μαγεία,ίσως γι αυτό να φταίνε τα μαύρα της μαλλιά με το μυτερό τριγωνικό τους τελείωμα. Η βραδυά είναι τελείως ανοιξιάτικη και μας κάνει να πονάμε από έναν έρωτα που μοιάζει σαν πρησμένο σπυρί, έτοιμο να σπάσει.Από έναν έρωτα που δεν υπάρχει πουθενά στα αλήθεια.Καναμε μια πολύ όμορφη βόλτα.
Όταν φτάσαμε κάτω από το σπίτι μου μου ζήτησε να την πάω σπίτι,έμενε σε προάστιο μακριά από το κέντρο.Την πήγα.Το κάνω συχνά αυτό,από μόνη μου.Σπάνια μου το ζητάει.
Στο δρόμο συζητάμε συνήθως για πράγματα που έχουν να κάνουν με την δουλειά μας.
Κάπου κάπου σχολιάζουμε την οικογένεια μας και ότι αυτή μας προκαλεί. Πάντα υπάρχει μια λανθάνουσα μορφή αμηχανίας ,όπως όταν δίνει κανείς δίπλωμα την πρώτη φορά.
Δεν τρέχω ποτέ μαζί της.Αφήνω τα φανάρια να με πιάσουν για να έχω περισσότερο χρόνο με αυτήν. Υπάρχουν βράδια που ενώ θέλουμε να πάμε για ένα ποτό δεν έχουμε λεφτά.Τώρα τελευταία νομίζω πως έχουμε δεθεί περισσότερο από κάθε άλλη φορά,και όλα αυτά τα γράφω για να μου μείνουν σαν μια καλή ανάμνηση.Τότε που η Ε. δεν θα υπάρχει πια μέσα στη ζωή μου και για κάποιο λόγο μπορεί να μην μπορώ να την βρω ούτε μέσα μου πια.
Τότε θα ανατρέχω εδω και θα την ανταμώνω μέσα από όλα αυτά .
Παρόλες τις μαυριδερές μου σκέψεις αρχίζω και συμπαθώ πολύ κάποια πράγματα που την προσδιορίζουν..Για παράδειγμα:Θυμάμαι μια φορά έιχε φάει μέσα στο αυτοκινητό μου μια τσίχλα.Δίπλωσε το χαρτάκι,άνοιξε το παράθυρο και το πέταξε απ’έξω.Αυτή η κίνηση εξοικίωσης με τους μηχανισμούς του αυτοκινήτου μου με έκανε να νοιώσω γι αυτήν ένα στιγμιαίο συναίσθημα αγάπης.Ητάν μικρό σαν στιγμούλα,όπως όταν σου έρχεται να φτερνιστείς και τελικά σου φεύγει.
1 σχόλιο:
Πολύ καλό
Δημοσίευση σχολίου