Ο ουρανός το λυκόφως είναι μαγευτικός. Μπλε μπουγάδα. Τα σύννεφα μοιάζουν σαν δαχτυλίδια καπνού από περαστικό τσιγάρο .Πάμε πάλι. Ο ουρανός σαν ξεπλυμένο blue jean. Τα σύννεφα συνεχώς αλλάζουν. Έχουν πάρει φωτιά καθώς η δύση του ήλιου καίει πρόστυχα την μήτρα του ουρανού…Σύννεφα παγόδες,σύννεφα αραχνοΰφαντα σαν χλαμύδες Αρχαίων Ελλήνων πεταμένες με χάρη. Σαν εξαϋλωμένα πλάσματα,φτιαγμένα λες από αφρό ξυρίσματος. Επίπεδες μέρες,ο δρόμος μακρύς σαν τεράστιο γκρι καλσόν με άσπρες ραφές. Τα φώτα της πόλης ανάβουν. Υγρασία και ομίχλη. Το φεγγάρι εξ αιτίας τους φοράει φωτοστέφανο. Άγιο φεγγάρι. Ραντεβού στον οδοντίατρο. Άλλο ένα σφράγισμα. Ψηλαφίζω με την άκρη της γλώσσας μου τα παλιά σφραγίσματα που κοιμούνται κάτω από θύμησες ξυλοκαίνης. Αγγίζω τα καινούργια τους χαλάσματα,μετράω ξανά και ξανά πόσα είναι. Η γεωγραφία του στόματος μου υπάρχει χάρη στα παλιά σφραγίσματα, που βρίσκονται ξαπλωμένα στα συγκεκριμένα δόντια και στην άχαρη σειρά αυτών. Υπάρχει, όπως εκείνος ο παλιός ουρανός του ’80 από πάνω μας,στην μικρή εκείνη φωτογραφία, που είμαστε αγκαλιασμένα κάτω από την γνωστή μας λεύκα...
Μουδιασμένη,και με ένα νέο σφράγισμα, επιστρέφω πάνω στην μηχανή. Τον κρατάω και φωνάζω στο αυτί του. Ο αέρας παίρνει τα λόγια μου. Ο πίσω οδηγός τα ακούει και χαμογελάει. Θα ήθελα και γω να το κάνω, αλλά με τόσο στραβό μάγουλο δεν μπορώ. Περνάμε κάτω από αστέρια πεσμένα σε κολόνες της Δ.Ε.Η., αυτοκίνητα γεμάτα υγρασία πάνω στα καπό τους,σπίτια με λαμπιόνια στα κάγκελα των μπαλκονιών-σπίτια καράβια,Αι -βασιλίδες που ανεβαίνουν στις βεράντες, από μια κοντή φωτισμένη σκάλα,χιονάνθρωποι φωτισμένοι σαν πινακίδες βενζινάδικου. Βενζινάδικα και φαρμακεία που διανυκτερεύουν. Μαγαζιά γεμάτα κόσμο, βιτρίνες στολισμένες. Ωραία βραδινά φορέματα και ζηλεμένες κούκλες. Λένε ότι είναι Δεκέμβρης αλλά δεν πιστεύω λέξη. Είναι νύχτα πρώιμης άνοιξης. Πάνω στην μηχανή καταπίνω το περιεχόμενο όλων αυτών των μικρών θαυμάτων και η μύτη μου κοκκινίζει. Το κασκόλ σαν σκισμένη σημαία νευριάζει με τον αέρα που το ξεσηκώνει. Τα σύννεφα δεν φαίνονται πια. Όλα είναι σκούρο μπλε,σχεδόν μαύρο. Το αγόρι μπροστά μου είναι μπλε,το χαμόγελο μου μπλε,ο τρόπος που σκέφτομαι μπλε,τα ρούχα μου μπλε. Οι μύθοι της πόλης μπλε. Σκούρο μπλε. Σχεδόν μαύρο. Το μυαλό μου μελανιασμένο από τις σκέψεις έγινε και αυτό μπλε,σαν τα παγωμένα χέρια μου. Το χρώμα αυτό συμβαδίζει με τα μονοπάτια του νου και της ψυχής,λοιδορεί την εξουσία του ματιού σαν πέσει η νύχτα, παροτρύνει να εξιχνιάσουμε ότι είμαστε. Συγκατοικούμε με αυτό. Όταν φτάνουμε σπίτι η νύχτα έχει αρχίσει και φωσφορίζει στο βάθος. Συνεχίζω να ψηλαφίζω το νέο σφράγισμα με την άκρη της γλώσσας μου. Ο Λ. με κοιτάει και γελάει,κάτι παιδιά τσιρίζουν πιο κάτω,μυρωδιά απορρυπαντικού και καβουρδισμένου αμύγδαλου. Οι κατηφόρες της πρωτοχρονιάς υπερθεματίζουν και μια κοιμισμένη άνοιξη με τσιγκλάει, θέλοντας, να βγει από μέσα μου. Κλείνω την πόρτα στα χειμερινά έναστρα χιλιόμετρα και συνηγορώ με το μούδιασμα της στοματικής κοιλότητας. Όλα τακτοποιημένα γύρω μου. Σκούρο μπλε. Σχεδόν μαύρο.
Καθόταν δίπλα μου,σιωπηλός και μαύρος. Περιμέναμε στην τουαλέτα ενός club,Παρασκευή βράδυ και οι δυο να πάρουμε σειρά. Με κοίταζε, τον κοίταζα. Στην αρχή τελείως αποσπασματικά,στη συνέχεια επίμονα,όπως κοιτάει κανείς τα γλυκά σοκολάτας στην βιτρίνα ενός ζαχαροπλαστείου. Υπογραμμίζαμε με το βλέμμα μας την διαφορετικότητα μας. Σκεφτόμουνα πως αυτός όταν γεννήθηκε ήταν μαύρος,όταν μεγάλωσε ήταν μαύρος,όταν κάθεται κάτω από τον ήλιο παραμένει μαύρος, όταν κρυώνει είναι πάλι μαύρος, το ίδιο και όταν τρομάζει. Κι όταν θα πεθάνει(εκεί χαμήλωσα τρομαγμένη το βλέμμα)πάλι μαύρος θα παραμείνει. Εγώ από την άλλη, όταν γεννήθηκα ήμουν ροζ,όταν μεγάλωσα ήμουν άσπρη,όταν κάθομαι στον ήλιο ροδοκοκκινίζω ή ενίοτε μαυρίζω,όταν κρυώνω γίνομαι μπλε,όταν τρομάζω κιτρινίζω, όταν αρρωσταίνω γίνομαι πράσινη ή λευκή σαν πανί και όταν θα πεθάνω(εκεί χαμήλωσε ενστικτωδώς εκείνος τα μάτια του) θα γίνω γκρι .Ναι γκρι,το ξέρω καλά αυτό,το έχω δει. Αλήθεια γιατί αποκαλούμε τους μαύρους έγχρωμους και όχι εμάς;; Η πόρτα άνοιξε,μια κοπέλα με μεθυσμένο βλέμμα και μπερδεμένα μαλλιά,ανασκουμπωνόταν ακόμα. Το καζανάκι έτρεχε και κομμάτια χαρτιού υγείας είχαν πέσει στα λερωμένα λευκά πλακάκια. «Περάστε», μου είπε ο μαύρος, «εγώ αντέχω ακόμα». Ντράπηκα χωρίς να ξέρω το λόγο,τα μαγουλά μου κοκκίνισαν. Αυτός παρέμενε ακόμα μαύρος. Ίσως θα ήθελα να του είχα πει όλα όσα είχα σκεφτεί την ώρα που πέρασα σιωπηλά μαζί του. «Δεν πειράζει και γω αντέχω ακόμα»...του είπα. Γέλασε αμήχανα και έκανε να μπει. Από την διπλανή πόρτα μια γυναίκεια φωνή τραγούδαγε «Σαν κατακάθι σκοτεινό /
Σαν αδειανό ποτήρι /
Σαν το παιχνίδι το διπλό /
Σαν ψεύτικο χατίρι». Κοιτάχτηκα στον μεγάλο καθρέφτη. Είχα τα χρώματα του ουράνιου τόξου και το βλέμμα ενός σκοτεινού δωματίου. Είμαστε το ορατό μέρος του παραδείσου είπα. Σκορπισμένοι με την διαφορετικότητα μας εδώ και κει, πάνω μας και μέσα μας,επιζούμε και επιζητούμε τον κοινό παρονομαστή, «Σαν το παιχνίδι το διπλό, σαν ψεύτικο χατίρι».
9:00, πρωινή. Καφές ελληνικός, διπλός με γάλα, γλυκός. Η μέρα έξω είναι σαν να έχει βγει, από ασπρόμαυρη, γαλλική φωτογραφία του 50.Βάζω μουσική,διαβάζω τα μειλ μου. Στίχοι που κάνουν ποδήλατο χωρίς φρένα στην δασώδη μου ψυχή. Μουσική που τρέχει στη σάρκα μου φορώντας στα άκρα της μαχαίρια.11:00, πρωινή. Βάζω μπριγιαντίνη στην ψυχή μου,ράβω γρήγορα, γρήγορα τα ξέφτια του μυαλού μου. Βγαίνω έξω .Γίνομαι μέρος της ασπρόμαυρης αυτής φωτογραφίας. Αρχίζει να βρέχει. Τέλεια. Ανοίγω την ομπρέλα. Τσαλαβουτάω με τα ψηλοτάκουνα στα νερά. Το παλτό μου αρχίζει και βρέχεται στις άκρες του. Χαζεύω μια βιτρίνα βιβλιοπωλείου.Τράπεζα,ταχυδρομείο. Βγαίνω από τις υπηρεσίες του κάματου. Ξανανοίγω την ομπρέλα,ισιώνω το φόρεμα μου,το χοντρό μου καλσόν. Χαιρετάω μια γνωστή μου, που μου κορνάρει επίμονα όση ώρα εγώ κάνω τα παραπάνω.13:00.Μεσημέρι. Ραντεβού για φαγητό με μια μέλλουσα μαμά. Μιλάμε για παλιές μαμάδες με πλατύγυρα φουστάνια γεμάτα λουλουδάκια και εκείνες τις φριχτές κομμώσεις τους αλά αμερικαίν. Μακρόσυρτα γέλια. Πολύ κρασί,λευκό. Πως θα πάω έτσι στη δουλειά;17:00.Ακραία απογευματινή. Στο δρόμο παρατηρώ την αφίσα με το κορίτσι της SARAH.Το ντύσιμο της φέρνει πολύ στο δικό μου .Άντε κατέβα λίγο από την αφίσα σου να πάρεις το τιμόνι και λίγη από την μέρα μου και γω λίγη από την πόζα και την ακινησία σου. Έτσι, για πλάκα. Το πρόγραμμα έχει πολύ τρέξιμο. Αδυνατώ να συγκεντρωθώ. Κουβέντα στην κουβέντα ,όνειρο στο όνειρο βγαίνει η δουλειά. Το μυαλό μου, φρεγάτα ολόκληρη, ταξιδεύει σε ευρωπαϊκές πόλεις που δεν έχω ακόμα επισκεφθεί. Ταξίδια,αυτό είναι το όνειρο μου. Κάπου εκεί με βρίσκει κανείς να χαζεύω ή να φλερτάρω ενίοτε το κύμα .Γιατί οι πόλεις αυτές θα έχουν και θάλασσα.21:00, βραδινή. Η οθόνη του κινητού αναβοσβήνει κάθε τόσο. Φίλοι και γνωστοί παρελαύνουν σε συσκευασία μηνύματος. Ανταποκρίνομαι .Και στο μυαλό μου μια ρουμπινένια θάλασσα κρασιού παλεύει με τους ύφαλους της σκέψης.01:00. Μεσάνυχτα. Ποτό στο κέντρο με έναν καλό φίλο που μυρίζει ναφθαλίνη. Παλιό φίλο,τόσο παλιό που κόντευε να λήξει. «Ο έρωτας είναι πόλεμος», μου λέει και τα μάτια του αγριεύουν, όπως τότε σε εκείνη την παλιά παραλία.«Ποιος θα προλάβει να οχυρωθεί πρώτος;»Τον ρωτάω.«Να κρύψει τις ανασφάλειες του ή να δείξει τα φτερά στην ουρά του για εντυπωσιασμό ω, σαν παγόνι;» Μου λέει γελώντας.Σκουραίνω εγώ αυτή την φορά το βλέμμα μου. Πίνω μια γουλιά και του ψιθυρίζω. «Ο έρωτας έχει αναχώματα,σούρσιμο και έρπινγκ. Έχει βόλια, απώλειες,πολύ κυνηγητό και αφανισμό εγωισμού».Σωπαίνει κοιτώντας το ποτήρι και τα δάχτυλά μου,που παίζουν με τα κλειδιά του αυτοκίνητου μου.03:00, πρωινή .Παρασκηνιακά δρώμενα .Δυο μάτια καρφωμένα χρόνια σε ένα σημείο. Δυο χείλη που ψάχνουν να πουν ή να σωπάσουν. Ο δρόμος για το σπίτι σου. Τίποτα δεν άλλαξε,σαν να έκανα ένα ταξίδι πίσω στο χρόνο μαζί σου. Σα να μην βγήκες τώρα από το αυτοκίνητο σου, αλλά χρόνια πριν. Σε ευχαριστώ πολύ για την ζέση αγαπημένε μου φίλε. Είθε ο πλασματικός κόσμος που ζούμε να έχει ένα καλύτερο αύριο για μας τους μη πλασματικούς.
Έχει σύννεφα απόψε ο ουρανός. Από το παράθυρο της κρεβατοκάμαρας, χαζεύω τα κομμάτια του. Αποσπάσματα ουράνιας γεωγραφίας. Σήμερα το αίμα μου κάνει πολύ θόρυβο και δεν μπορώ να κοιμηθώ. Τι να γίνεται πάλι εκεί μέσα ;Σηκώνομαι και φέρνω από την ντουλάπα την καλοκαιρινή μου μάσκα και τον αναπνευστήρα της. Θα καταδυθώ στο αίμα μου απόψε,το πήρα απόφαση. Δεν με πιάνει ύπνος έτσι κι αλλιώς. Φοράω την μάσκα,παίρνω βαθιά ανάσα και καταδύομαι κάνοντας μιαν ανάποδη κολοτούμπα προς τα μέσα. Το βαθύ σκοτάδι και οι ενδοσκοπικές του αρετές έχουν υποτιμηθεί βαθύτατα από τον ρασιοναλιστικό πολιτισμό μας.
Κόκκινες μπουρμπουλήθρες σχηματίζουν μισό πρόσωπο δικό μου, μισό δικό σου. Κάποιος κλαίει στα σκοτάδια της ψυχής μου. Κάποιος υποφέρει. Μυρίζει σκουριά και καμένο δέρμα. Κόκκινο παντού. Τα ερυθρά αιμοσφαίρια περιέχουν αιμοσφαιρίνη στην οποία οφείλεται και το κόκκινο χρώμα του αίματος,μου είχες πει κάποτε. Το αίμα είναι ζωντανός ιστός που τα κύτταρά του ανανεώνονται συνεχώς,είχα διαβάσει κάπου άλλου. Μα το αίμα μου δεν περιέχει τίποτα από όλα αυτά. Τα δικά του συστατικά, από τότε που γλίστρησες από έξω του, είναι αφηρημένες κόκκινες έννοιες. Ο θυμός μου ας πούμε, είναι ένα από αυτά, και κυλάει με βια στα αγγεία των ποδιών και των χεριών μου. Η απαγόρευση ,ο κίνδυνος, τα κόκκινα φώτα στο πίσω μέρος των αυτοκινήτων που προειδοποιούν,υπάρχουν μέσα στο βλέμμα μου. Η κόκκινη σημαία της επανάστασης στην βραχνάδα της φωνής μου,τα πυροσβεστικά οχήματα της πρώην μου καρδιάς. Μικρά πτώματα πνιγμένων ερώτων,κόκκινα, ρέουν παντού. Κόκκινες καβατζωμένες χλαμύδες των στρατιωτών της αρχαίας Σπάρτης, στο πίσω μέρος του στομάχου μου. Πορφυρά τα ενδύματα και τα πέδιλα του αυτοκράτορα. Ακόμα να τα φέρεις πίσω.
Βυθίζομαι όλο και περισσότερο σε σένα που πάντα έμοιαζες σε μένα και στο κόκκινο.Ερυθρά αιμοσφαίρια, λευκά αιμοσφαίρια και αιμοπετάλια, που «κολυμπούν» μέσα στο πλάσμα μαζί μου. Κάτι πράσινα ψαράκια με ψεκάζουν με τον χαμένο σου ιδρώτα ,φορώντας τα μάτια σου. Κόκκινα φανάρια και κόκκινοι σταυροί,δεν έχω πολύ οξυγόνο,νομίζω ότι παραληρώ...αλλά όσο καταδύομαι τόσο ο θόρυβος μεγαλώνει.Από τότε που έδωσα την καρδιά μου στα σκυλιά κι έβαλα στην θέση της ένα μήλο τίποτα δεν πάει καλά. Κανένα βράδυ δεν σταματάει ο θόρυβος και έχω ξεχάσει πως είναι να κοιμάσαι με το φως σβηστό. Κολυμπάω μέσα στις αρτηρίες και στα τριχοειδή αγγεία μυρίζει έντονα αιμοσφαιρίνη. Η μορφή σου έρχεται και φεύγει σαν διεστραμμένη εικόνα.
Φτάνω στην θέση της καρδιάς,που τώρα κρέμεται ένα μήλο-φυλακή καλών αισθημάτων .Εδώ ο θόρυβος είναι εκκωφαντικός. Από δω ξεκινάει. Κόκκινος είναι ο θυμός μου. Βγάζω από το στόμα μου τον αναπνευστήρα και σπάω το μήλο στη μέση. Ξάφνου 1500 αρετές και καλά συναισθήματα ξεπετάγονται. Δεν το ανέχομαι αυτό. Θέλω να γίνω κακός άνθρωπος,για να μπορώ να κοιμάμαι το βράδυ. Ξερίζωσα την καρδιά μου για αυτό,μα τίποτα. Πάλι γέμισα καλοσύνη. Κόκκινη η επανάσταση. Βρίσκω ένα μικρό μαχαίρι και κόβω αμέσως σε κομμάτια το καλό μέσα από πανηγυρικούς αλαλαγμούς. Η φυλακή-μήλο βανδαλίζεται σε πολύ λίγο χρόνο. Όσες φυλακισμένες αρετές προέβαλαν αντίσταση κάηκαν ζωντανές. Κάποιες τις πέταξα από το πιο ψηλό σημείο του λαιμού μου, πάνω σε κοντάρια που είχα υψώσει, για να τις τρυπήσουν. Η σφαγή κράτησε από τις 4 το πρωί ως τις 11 το πρωί. 1500 συναισθήματα σκοτώθηκαν κατά τη διάρκειά της σφαγής.
Βγήκα και πάλι στην επιφάνεια μου,ξαπλωμένη μέσα στα αίματα.
Λαχανιασμένη,χωρίς ψυχή. Φέρε πίσω την ψυχή μου, ώστε να σταματήσει η αιμορραγία...
Κανένας ήχος απολύτως. Δεν ξέρω αν ζω ή αν ονειρεύομαι,αν κοιμήθηκα ή αν δεν ξύπνησα ποτέ.Σε έναν οργανισμό που πάσχει, συνήθως δεν πρέπει να δίνουμε ολικό αίμα, αλλά το στοιχείο εκείνο που του λείπει ή που έχει ανάγκη. Φέρ'την πίσω σε παρακαλώ....
Ο θάνατος δεν είναι ότι χειρότερο μπορεί να μας συμβεί. Μπορεί να σε σκοτώσουν χωρίς να σε θανατώσουν.