Είναι τα βλέφαρά μου διάφανες αυλαίες Όταν τ’ ανοίγω βλέπω μπρος μου ό,τι κι αν τύχει Όταν τα κλείνω βλέπω μπρος μου ό,τι ποθώ. Γέμισε πάλι ο βυθός του Λυκαβηττού.
Ξανά ανηφοριές και πάνω. Ανηφοριές και πάνω.Τεντώνεται σαν νυσταγμένη γάτα η Αθήνα από κάτω. Κόσμος πολύς, απλωμένος παντού.Θα έλεγες ότι είναι σαν μαύρο ζυμάρι από μακριά. Ανάβουν τα φώτα,λαμπυρίζουν πάνω από τα πρόσωπα σαν να βρισκόμαστε στα καταβάθια της θάλασσας. Ο Θανάσης Παπακωνσταντίνου παραδίνεται σε διάσπαρτους ηχητικούς κόσμους Ξάφνου μια τζαζ κλίμακα με κάνει να σηκώσω τα μάτια μου και να προσέξω τα αστέρια.
Τα ίδια γνωστά κομμάτια Ο ίδιος σπαραγμός,το ίδιο τρίξιμο εκεί μέσα... Κούρασα το βλέμμα μου με το να σε ψάχνω,μέσα από αναμμένους αναπτήρες και φωτεινές οθόνες κινητών.
Ακόμα δεν κατάλαβα γιατί θέλω να ακούω τραγούδια που πληγώνουν τις μνήμες.
Ακόμα δε βρήκα γιατί δε μπορώ να με συναντήσω στα καλοκαίρια που άφησα μέσα στην αρένα του λόφου... Να βγαίνεις απ' το όνειρο να κατεβάζεις τα πουλιά στον ύπνο πάλι να περνάς Κι ύστερα στο δωμάτιο να ντύνεσαι καλά να πας κατά την πόρτα να κάνεις δύο βήματα στο τρίτο κοκαλώνεις Να λείπει απάνω ο ουρανός Γέρασε το βλέμμα μου ταξιδεύοντας για την χαμένη νιότη σου. Κονδύλι από χαλκό το σύνθημα Που είναι ο νους σου,που γυρνά;
Που είναι οι λέξεις; Οι λέξεις είναι στο χαρτί και ο νους μου ταξιδεύει.Θα πάρω το χάλκινο κονδύλι και θα έρθω να στα γράψω. Μαντατοφόρος της ψυχής σου. Κόσμος που σαλεύει σαν τεράστιο σαλάχι, ήχοι κλεισμένοι σε επαρχιώτικα σεντούκια,νότες εξαγριωμένες τόσο, που τις νοιώθω να πηδάνε στα πλαστικά κίτρινα καθίσματα,οι τεχνικές της Μάρθας.Το κομμάτι που ήθελα τόσο πολύ να ακούσω,δραπετεύει τελικά από αυτήν.Το δικό σου το άκουσα και σε θυμήθηκα, όπως κανονίσαμε... Στην επιστροφή ο αέρας με χτύπαγε στο πρόσωπο. Τελικά δεν καταφέρνεις εύκολα να χασμουρηθείς πάνω στη μηχανή. Καταπίνω αέρα και όλα όσα η Μάρθα έβγαλε από μέσα της σκορπώντας τα στο βασιλικό αίμα της νύχτας. Κλείνω μάτια και ανοίγουν οι πόροι από το δέρμα της σκέψης ,μουρμουρίζω σιγανά ,ίσως και λίγο τραγουδιστά: Αγρύπνια, της κόλασης κήτος είναι το φιλί σου φωτιά Αφήνει μια γεύση από σίδερο Πού 'χουν ξηλώσει καράβια παλιά Κι ενώ περνά η νύχτα...
Ξανά ανηφοριές και πάνω. Ανηφοριές και πάνω.Τεντώνεται σαν νυσταγμένη γάτα η Αθήνα από κάτω. Κόσμος πολύς, απλωμένος παντού.Θα έλεγες ότι είναι σαν μαύρο ζυμάρι από μακριά. Ανάβουν τα φώτα,λαμπυρίζουν πάνω από τα πρόσωπα σαν να βρισκόμαστε στα καταβάθια της θάλασσας. Ο Θανάσης Παπακωνσταντίνου παραδίνεται σε διάσπαρτους ηχητικούς κόσμους Ξάφνου μια τζαζ κλίμακα με κάνει να σηκώσω τα μάτια μου και να προσέξω τα αστέρια.
Τα ίδια γνωστά κομμάτια Ο ίδιος σπαραγμός,το ίδιο τρίξιμο εκεί μέσα... Κούρασα το βλέμμα μου με το να σε ψάχνω,μέσα από αναμμένους αναπτήρες και φωτεινές οθόνες κινητών.
Ακόμα δεν κατάλαβα γιατί θέλω να ακούω τραγούδια που πληγώνουν τις μνήμες.
Ακόμα δε βρήκα γιατί δε μπορώ να με συναντήσω στα καλοκαίρια που άφησα μέσα στην αρένα του λόφου... Να βγαίνεις απ' το όνειρο να κατεβάζεις τα πουλιά στον ύπνο πάλι να περνάς Κι ύστερα στο δωμάτιο να ντύνεσαι καλά να πας κατά την πόρτα να κάνεις δύο βήματα στο τρίτο κοκαλώνεις Να λείπει απάνω ο ουρανός Γέρασε το βλέμμα μου ταξιδεύοντας για την χαμένη νιότη σου. Κονδύλι από χαλκό το σύνθημα Που είναι ο νους σου,που γυρνά;
Που είναι οι λέξεις; Οι λέξεις είναι στο χαρτί και ο νους μου ταξιδεύει.Θα πάρω το χάλκινο κονδύλι και θα έρθω να στα γράψω. Μαντατοφόρος της ψυχής σου. Κόσμος που σαλεύει σαν τεράστιο σαλάχι, ήχοι κλεισμένοι σε επαρχιώτικα σεντούκια,νότες εξαγριωμένες τόσο, που τις νοιώθω να πηδάνε στα πλαστικά κίτρινα καθίσματα,οι τεχνικές της Μάρθας.Το κομμάτι που ήθελα τόσο πολύ να ακούσω,δραπετεύει τελικά από αυτήν.Το δικό σου το άκουσα και σε θυμήθηκα, όπως κανονίσαμε... Στην επιστροφή ο αέρας με χτύπαγε στο πρόσωπο. Τελικά δεν καταφέρνεις εύκολα να χασμουρηθείς πάνω στη μηχανή. Καταπίνω αέρα και όλα όσα η Μάρθα έβγαλε από μέσα της σκορπώντας τα στο βασιλικό αίμα της νύχτας. Κλείνω μάτια και ανοίγουν οι πόροι από το δέρμα της σκέψης ,μουρμουρίζω σιγανά ,ίσως και λίγο τραγουδιστά: Αγρύπνια, της κόλασης κήτος είναι το φιλί σου φωτιά Αφήνει μια γεύση από σίδερο Πού 'χουν ξηλώσει καράβια παλιά Κι ενώ περνά η νύχτα...
10 σχόλια:
Δηλαδή θα μας γεμίζεις νοσταλγία καθε τρεις και λίγο;;;;;;;;
Δηλαδή ναι,θα σας γεμίζω με τέτοιο.
Λες να μην το κάνω άλλο?
Αφου αυτά ζω..και είναι σε υπέρτατο βαθμό..
Χτυπα με και εσυ...μπορεις.
Κόβω τη θάλασσα στα δυο
κι ανοίγω μονοπάτι
στην αγκαλιά μου να'ρθεις ξανά
απ'το βυθό του χάρτη
Να σταματήσεις τις ψευτιές
πως θέλεις να γυρίσεις
μα -δήθεν- πως ο Κύκλωπας
προβάλλει αντιρρήσεις
Στρέφω το πρόσωπο ψηλά
στου ουρανού το θόλο
να δεις τη θλίψη των ματιών
μέσα από δορυφόρο
Μα περιμένω άδικα
ξεθώριασε η μνήμη
αυτή η πλάνα ξενιτιά
πόσους δεν καταπίνει
(στο ειπα χθες στη συναυλία ότι θα σου απαντήσω με στίχους του Θανάση Παπακωνσταντίνου)
Αντε σύντομα να βρεθούμε και να τα πιούμε!!!
Μία σύμπτωση παράξενη, ένας χρονισμός που μοιάζει σχεδόν με μουσική αντίστιξη, να μιλάμε με την Ελένη στο αυτοκίνητο για τα «πράγματα» στην Ελλάδα, για το χάλι και την ευτέλεια που περίπου έχει κατακλύσει τα πάντα και μετά για να διορθώσουμε κάπως τις διαθέσεις, να βάζουμε στο cd Αγρύπνια…και να πιάνουμε την κουβέντα για το Θανάση κα τη δουλειά του, την εμμονή και την επιμονή του και, το ήθος που αποπνέει η όλη του στάση.
Μετά, ήρθαμε σπίτι, άνοιξα τον υπολογιστή και, για κάποιο λόγο ήρθα κατευθείαν εδώ. Όταν είδα το post σου, κατάλαβα και το λόγο.
Καλημέρα.
Είδες που τελικά τίποτα δεν είναι τυχαίο?
Το είπε και ο Αινστάιν..και χαίρομαι που συμβαίνει μένα και με σένα.
μια κουπα απο τη σταχτη μου να φτιαξετε συντροφοι σα θα γεμιζει με κρασι μπορει να ξαναζησω... για αυτο αγαπαμε το θαναση γιατι τα τραγουδια του γλειφουν τις πληγες μας
Πόσο άθλιος μπορεί να είναι κάποιος για να κλέψει τα όργανα του τρομερού γεργαληστη μας Μπασλάμ..ώρε ωρες απορώ πραγματικά
Τρεις στάσεις στη βραδιά:
1. Η Ρητορική - "Ακόμα δεν κατάλαβα γιατί θέλω να ακούω τραγούδια που πληγώνουν τις μνήμες..."
2. Η Απωθημένη - "Κίτρινα φοράς και μαύρα. μεσα στις ομορφιές. Αλεξάνδρα, αλεξάνδρα πως με ξέχασες."
3. Το Κοπλιμέντο - Μερικές φορές είναι καλύτερο να διαβάζεις για κάτι που άκουσες και εσύ. Καταλαβαίνεις ότι ήσουν εκεί.
@ Maria_Adouaneta...Ζούσε πριν από χρόνια σχεδόν στα βάθη της ανατολής ένας παράξενος ληστής, καθόλου εγωιστής, ούτε κι εφοπλιστής, παλαιστής τραγουδιστής αλλά μέγας ταξιδευτής θεωρούσε ένα από τα σπουδαιότερα πράγματα στον κόσμο το παιδικό γέλιο. Γι αυτό και το έκλεβε...
@ nomoretearsallowed...Κάποιοι σαν κι εσένα καταλαβαίνουν και άλλα πολλά περισσότερα! Να το θυμάσαι αυτό μικρέ.Σε ευχαριστώ για το κοπλιμέντο θα ανταποδώσω.
Δημοσίευση σχολίου