Τι είναι αυτό που με παρακινεί?
«Οι αλητείες μου/οι ανησυχίες μου/οι ανυπομονησίες μου/οι αμφιβολίες μου/οι πεποιθήσεις μου/οι φαντασιώσεις μου/οι αγάπες μου/οι μανίες μου/οι ανταρσίες μου/οι αντιφάσεις μου/οι αρνήσεις μου να υποταχθώ σε μια πειθαρχεία,ακόμη και στην δικιά μου»
Max Ernst
Πόσο κοστίζει μια βαριά κουβέντα; Ένα απαίσιο μειδίαμα από αυτά που τρέφει τόσο συχνά στα λακκάκια του,όταν με κοιτά. Παρατηρώ με μάτια που καίνε τον ίδιο αυτό άνθρωπο που κάποτε θαύμαζα και μου φαίνεται σαν ένα εμετικό υπερχείλισμα υποτέλειας.
Ναι, γιατί είναι υποτελής στην κυκλοθυμία του και στα ξεδιάντροπα καμώματα του.Είναι ένα κωλόπαιδο με ένα υπερφυσικό εγώ και ένα φθισικό αίσθημα αγάπης για τους άλλους. Είναι τόσο κακομαθημένος που σχεδόν όλοι επιθυμούν να τον χαστουκίσουν. Καμιά φορώ απορώ πως είμαι τόσο καιρό ανεκτική μαζί του και γιατί του τα συγχωρώ όλα αυτά τα απαίσια καμώματα.
Μπορεί να ακούγομαι σαν πικραμένη γεροντοκόρη. Όταν όμως ο λόγος μου βρίσκεται κάτω από την επήρεια του κεντρικού μου συστήματος, που παίρνει διαρκώς φωτιά σαν πετρελαιοκίνητη γεννήτρια,πως μπορώ να βρω καταφύγιο στο ανώτερο εγώ μου και στη μεγαλοψυχία μου, που απλά δεν υπάρχει .Βαδίζω στα 34και βλέπω με τρόμο πως δεν υπάρχουν άνθρωποι που να μπορώ να τους κερδίσω μόνο με αυτό που πραγματικά είμαι.
Όλοι θέλουν κάτι άλλο από σένα. Ένα κομμάτι δεν είναι ποτέ αρκετό. Κι άλλα, κι άλλα και πάντα άσχημα και βρόμικα,ποτέ διάφανα και περιποιημένα.
Από την άλλη, παρατηρώ πως υπάρχουν απίστευτα πολλά όρνια που ορέγονται τη ροδοκόκκινη σάρκα του νου μου και με τα δικά τους ξόρκια με κάνουν να τους προσέχω και να πέφτω σαν σιδεράκι στο μαγνητικό πεδίο τους. Αυτό με κάνει να κολλάω άπρεπα σε αυτούς,να τους προσέχω και να ερωτεύομαι πάνω τους αυτό που εγώ δεν έχω και δεν είμαι.
Έτσι τείνω στο να γίνω πάλι μια σκοταδόψυχη σκύλα, μια ερεβομανής,που για να λυτρωθεί από την τύφλωση του σκότους αναγκάζεται να γράφει για ευνουχισμένα βλέμματα που δεν μπορούν να δουν τίποτα από αυτά που τους δείχνει αυτή. Εγώ δηλαδή.
Αναγκάζομαι να γράφω για κορίτσια που μοιάζουν με ξέπνοες πεταλουδίτσες της νύχτας,που αν αγγίξεις για λίγο τα φτερά τους και πάρεις την καφετιά τους πούδρα,θα ξεψυχήσουν. Για αγόρια που κοιτάνε μόνο την πάρτη τους και μοιάζουν τόσο με αρσενικές πουτάνες,για δουλειές που θυμίζουν ξεκοιλιασμένες γάτες στην άκρη ενός αυτοκινητόδρομου και για φιλίες που κοντεύουν να σε κολλήσουν έρπη, ή που στην καλύτερη, απαγχονίζονται στη μέση του δρόμου για να σε κάνουν να τις θυμάσαι. Και αν καταφέρεις να τις κρατήσεις ζωντανές, αυτές ξερνάνε αγχωμένες σε κάθε στροφή, όλα όσα ζήσατε.Τομάρια τελικά. Όλοι τους είναι τομάρια. Όλα ξεκινάνε με βάση τον εαυτό τους,τον συμπλεγματικό εαυτό τους,αυτόν προστατεύουν. Απανθρακώνουν τα συναισθήματα σου και συνεχίζουν θρασύτατα, με το καρβουνάκι που απέμεινε από αυτά, να ζωγραφίζουν μεγαλεία για να εντυπωσιάσουν την επόμενη λεία τους,αδιατάρακτοι.
Τα τομάρια! Πόσα delete πρέπει να κάνω πια...κοντεύει να κρασάρει το σύστημά μου. Πόσο πιο κει μπορώ να αποτραβηχτώ,στα σπήλαια της μεταπλαστής ψυχής μου!
Μεταπίπτω και μεταμελούμαι γιατί ρυπαίνω την εικόνα της ζωής μου με ελπίδες που δεν είναι δικές μου,με άχρηστα πρόσωπα και ζωές που ανήκουν σε αχρείους.Στειρεύω γιατί παρασχολούμαι με ανούσια συστήματα επίλυσης προβλημάτων που ανήκουν σε ανισόρροπους «γλεντζέδες» και που κατά βάθος δεν με αφορούν.
Κάποτε γογγύζω βλέποντας όλα αυτά και κατανοώντας, για άλλη μια φορά, το λάθος μου. Θα μπορούσα να τους έχω χρησιμοποιήσει εγώ πρώτη, σαν στόκους, στις τρύπες των τραυμάτων μου.
Σιγά τα τομάρια σας βρε...όσο και να προσποιείστε δε θα γίνετε ποτέ φρουτόδεντρα,δε θα δώσετε ποτέ καρπούς, παρά μόνο σκουριά και χαλασμένα στομάχια.
ΦΛΟΙΣΒΟΣ: Ο ελαφρός ήχος από μικρά κύματα που χτυπούν στην ακτή.
Τη λέγανε Adherel κι ήταν κόρη του φεγγαριού. Γεννήθηκε ένα βράδυ του Δεκέμβρη με πανσέληνο, σαν η σελήνη έριξε τ’ ασημένιο φως της στα γυάλινα νερά της λίμνης, έγλυψε τα νούφαρα που τη χαϊδεύανε απαλά, τα παραμέρισε διεκδικητικά και εισέβαλε μέχρι τα άδυτά του βυθού της. Είχε κόκκινα κυματιστά μαλλιά που πάνω τους σκαλώνανε τ΄αστέρια, μάτια γκρίζα, μακριά κρινοδάχτυλα, κορμί ελαφιού κι ασημιά φτερά πεταλούδας καρφωμένα στις ωμοπλάτες. Φίλοι της ήταν τα πουλιά και φύλακας άγγελός της το πούμα. Την είδε ο ήλιος σαν ξεπρόβαλε γυμνή πρώτη φορά απ’ τη λίμνη και ζήλεψε την ομορφιά της. Την καταράστηκε να μην μπορεί ποτέ να βγει στο φως της μέρας, να καίγεται το δέρμα της στην πρώτη αχτίδα και μιλιά να μη βγει ποτέ απ΄τα γλυκά της χείλη. Μόνη να ζει και να πλανιέται μες το σκοτεινό το δάσος, νύχτα, με συντροφιά το μαύρο πούμα και τ΄ άστρα που σκαλώναν στα μαλλιά της. Μόνο κάθε πανσέληνο Δεκέμβρη τα μάγια ίσως να τα λύσει, αν βρει το ταίρι της την ώρα που όλοι θα κοιμούνται. Κι έβγαινε κάθε που θα νύχτωνε γεμάτο το φεγγάρι του Δεκέμβρη, σαν αμαζόνα το μαύρο πούμα καβαλούσε και ξεκινούσε το κηνύγι. Κι όργωνε το δάσος με τα πουλιά στο διάβα της κι άστραφταν τ΄αστέρια στα μαλλιά της δίπλα στο φως της λίμνης. Τριγύριζε στου bloghood το μικρό χωριό και κλεφτά παρατηρούσε τα ζευγάρια που κοιμόντουσαν σφιχτά αγκαλιασμένα απ΄τα μισάνοιχτα παράθυρα τις νύχτες, έκλεβε τις ανάσες τους και τα φιλιά τους ζήλευε, τα μοιρασμένα οράματα καθώς γερνούσανε μαζί. Στεκόταν πάνω απ΄τις κούνιες των μωρών και τρύπωνε κάτω απ’ τα σφαλιστά τους βλέφαρα, θέρμη γλυκιά να πάρει απ’ τα όνειρά τους. Και κάθε Δεκέμβρη με πανσέληνο, σύντροφο έψαχνε να βρει για να λυθούν τα μάγια. Κι έλιωνε σαν το κερί κάθε που ξημέρωνε, γιατί ήξερε πως δεν θ’ αντέξει ως τον επόμενο Δεκέμβρη. Παρήγγειλε λοιπόν και κάλεσαν όλα τα ζωντανά του δάσους. Μαζεύτηκαν μια νύχτα με πανσέληνο για να τους αποχαιρετήσει και χρυσοποίκιλτα μικρά πουγκιά τους έδωσε με ρόδια και μια μπούκλα απ’τα πορφυρά μαλλιά της μ’ ένα αστέρι στον καθένα. Κάνανε κύκλο γύρω απ’ τη φωτιά κι ενώσανε τα χέρια και τότε μόνο η κόρη η μουγκή μίλησε σε όλους με τα μάτια. Και είδανε τον πόνο της και όσα έκρυβε η καρδιά της τόσα χρόνια και δάκρυσαν που μπόρεσαν να τη σκέψη της να νιώσουν. Και κύλησαν τα δάκρια και παγωμένα γίνανε ρουμπίνια και διαμάντια που γυάλιζαν απόκοσμα στο φως της φλόγας. Και τότε αυτή σηκώθηκε και φρενιασμένα χόρεψε μέσα στον κύκλο, πετώντας από πάνω της το πέπλο που φορούσε. Κι η γύμνια της τους τύφλωσε τόσο όμορφη που ήταν και τα πουλιά φτερούγισαν στης μουσικής τον ήχο. Το πούμα μόνο βόγκηξε με κόκκινα τα μάτια, που ένιωσε πως θα ‘χανε για πάντα την κυρά του. Πάνω απ΄τη φωτιά εκείνη αιωρήθηκε για λίγο, το βλέμμα της πλανήθηκε υγρό τριγύρω και ξάφνου βούτηξε στις φλόγες χωρίς μιλιά να βγάλει. Το μόνο που ακούστηκε στη σιγαλιά του δάσους, ήταν ο ήχος από φτερά ασημένια που τσακίσανε και πορφυρά μαλλιά που μύρισαν καμμένα. Κανείς δεν είπε τίποτα, μόνο κλαίγαν από μέσα τους όπως κι εκείνη τόσα χρόνια. Σαν έσβησε η κόρη, σύννεφα σκεπάσαν τη δακρυσμένη σελήνη, τ΄αστέρια εξαϋλώθηκαν και το δάσος του blogspot σκεπάστηκε με ασημένια φεγγαρόσκονη.
Copyright by nosyparker

Όταν μετακομίζω την ψυχή μου
σε άλλες σάρκινες αναπαραστάσεις
κάνω ένα καταβεβλημένο σχέδιο
σε άσπρη κόλλα χαρτί.
Σβήνω τις ματιές που με φλόγισαν.
Τινάζω τα σχήματα αγάπης από πάνω μου.
Χτενίζω τα μαλλιά μου
και παίρνω δρόμους που φαρδαίνουν στο τέλος.
Σκέψεις αναδύονται μέσα από τα γκρίζα μάτια μου.
Καταλήγουν σε ένα κορμί ποθητό, δεν το ξέρω
ούτε το περιμένω, απλώς κινώ.
Οι μπότες μου χτυπάνε την άσφαλτο.
Σφραγίζουν την ψυχή της βίαια
Το σώμα μου άδειο περιφέρεται.
Σήμερα βρήκα ένα δαχτυλίδι σε παλιό σχήμα.
Το φόρεσα στα δύο δάχτυλα του αριστερού χεριού μου.
Τι νέα άραγε σήμερα;
Ποια ψευδαίσθηση θα ζορίσει το μυαλό μου;
Εκτός από σένα φυσικά.......