Τρίτη, Ιουνίου 19, 2018

JuNe FoOtAgE










Είμαι απέναντι από την θάλασσα και την κοιτάω μέχρι που το βλέμμα μου γίνεται θάλασσα που με κοιτά πίσω. Μοιάζει τόσο οικεία. Σαν πρόσωπο γονέα. Νοιώθω σα να μην έφυγα από κοντά της ποτέ. Ποτέ από τα καλοκαίρια που προηγήθηκαν αυτού εδώ. Τα  λίγα αυτά καλοκαίρια της ζωής μας. Ήμουν όπως ήσασταν  και εσείς κάποτε ή όπως πιθανόν  να είστε τώρα. Συμβαίνει τόσο συχνά μια παράξενη αρχή να έχει μια συνέχεια παράξενη. Μια συνέχεια που μοιάζει με συναίσθημα λιποταξίας. Μια λιποταξία που συμπάσχει με την  παράξενη αυτή ζωή με τα τόσα λίγα καλοκαίρια απέναντι από  θάλασσες που μοιάζουν  με πρόσωπο γονέα, το οποίο δεν αποχωρίστηκες ποτέ. Τόσα λίγα τα  καλοκαίρια και τόσες πολλές οι θάλασσες με τα νησιά στην ράχη. Που να πρωτοταξιδέψεις;  Που να πρωτοσταθμεύσεις το βλέμμα σου. Σε ποια νησιωτική χώρα, σε ποιο πολύβουο λιμάνι; Σε ποια κυκλάδα.  Περιφέρω το σαρκίο μου  σε ανέμους νοτιοδυτικούς, με λινά μακρυμάνικα και μια μυρωδιά ψημένου αντηλιακού. Εδώ και καιρό, δεν είμαι φίλη με πολλούς πια και δεν ξέρω γιατί δεν με πονά. Τους συναντώ μόνο καθώς περπατώ μόνη και φιλέρημη. Δεν υπάρχουν στ’αλήθεια κοντά μου, παρά μόνο σε ένα ασφυκτικό σελοφάν με θύμησες.  Σαν τρομαγμένα καναρίνια προχωρούν με γρήγορα μικρά βήματα  στο βάθος του δρόμου που ξεδιπλώνεται σαν κορδέλα απέναντι από παλιές θάλασσες  και είναι σα να ταξιδεύουν στον άνεμο. Δεν νοιώθω καμία ανάγκη να τους πλησιάσω. Δεν με νοιάζει πια, μιας και πάντα βρίσκω κάποιον να μιλήσω, καθώς θα ξέρετε, πως η ομιλία είναι τροφή, άσχετα αν τον τελευταίο καιρό δεν έχω κάτι  να πω, ούτε να ακούσω.
Τον τελευταίο καιρό στις καλοκαιρινές περατζάδες σκέπτομαι ότι λυπάμαι συχνά. Λυπάμαι για ένα παιδί που το μάλωσαν μπροστά σε κόσμο, για μια γυναίκα που τις απαρνήθηκαν τον έρωτα, για ένα γατάκι πατημένο στο δρόμο, για έναν άστεγο που παίζει ένα μίζερο ακορντεόν στον τελευταίο συρμό. Λυπάμαι για το τότε που δεν θα ξαναγίνει ποτέ το τώρα, και για χιλιάδες πράγματα που δεν λυπόμουν πριν. Μα πιο πολύ λυπάμαι για τα καλοκαίρια. Για τα καλοκαίρια  που είναι πιο λίγα και από το ελάχιστο και μέχρι να βγάλεις το καπέλο το αντηλιακό και την ψάθα από το αυτοκίνητο που ζεματά, έχουν χαθεί. Το λιμάνι κοιμάται. Βασιλεύει ένα μισοσκόταδο. Είναι μόνο 12.Πράσινο και κόκκινο φως στο έμπα του. Κάποιος φάρος πολυλογεί. Το τρίξιμο των καταρτιών. Μυρωδιά απόνερων. Ένας σκύλος που αλυχτά. Μουσικές που τις φέρνει ο αέρας από κάπου μακριά, μπορεί και από άλλα περασμένα καλοκαίρια. Τότε που ήμουν όπως ήσασταν  και εσείς κάποτε ή  όπως πιθανόν  να είστε τώρα. Κάποτε που  δεν είχαμε τίποτα να χάσουμε, τίποτα να κερδίσουμε, τίποτα που δεν θέλαμε πια, εκτός από το να κάνουμε την ζωή μας  ένα έργο τέχνης. Τι εφήμερα που ήταν τα θέλω μας, ε; Το πρωί ανοιχτά και το βράδυ έκλειναν.
Τώρα δεν υπάρχουν καν θέλω. Υπάρχει μόνο  ένα συνηθισμένο μεσημέρι κι ένα όμοιο απόγευμα. Τώρα πια φανταστείτε δεν ξέρω ούτε αν η χθεσινή νύχτα έγινε στον ύπνο μου.

Δεν υπάρχουν σχόλια: