
Η δικιά μου ομορφιά ήρθε φέτος το καλοκαίρι από τις μικρές Κυκλάδες ξυπόλητη.
Κουφονήσι για αρχή. Το φως το καθαρό. Οι θάλασσες πάντα τιρκουάζ και η άμμος ψιλό σιμιγδάλι. Οι γεύσεις συγκλονιστικές. Ο ύπνος μακρύς και ήσυχος μέσα σε νησιώτικα δωμάτια με μικρά μπλε παράθυρα από τα οποία περνάει ένα φως λουλακί. Οι καμπύλες της Κέρου απέναντι προκλητικές. Δύο φίλες ψιθυρίζουν κάτω από μια πορτοκαλιά μπουκαμβίλια. Ξανά επάνω σε νοικιασμένα ποδήλατα με τις ώρες, μέχρι να πονέσει ο καβάλος. Ξανά σε ανηφοριές που αγκυλώνουν την ανάσα, όπως τότε, 25 χρόνια πριν.
Τα βράδια μαθαίνουμε τους αστερισμούς ξαπλωμένοι σε λευκές πεζούλες. Ψηλά, σε ένα λοφάκι με πάνω του ένα παλιό μύλο, ποιος ξέρει πόσα χρόνια, καρφωμένο, πίνουμε καλοκαιρινά ποτά. Το λιμάνι από κάτω και από πάνω μας ο ουρανός πιο μπόλικος και πιο κοντά από ποτέ. Ο Νεκ Φρεντ, ο Κέλγιορκ και ο νοητός Λιλής. Ο Φλοριάν και ο Σαρακηνός με τα πράσινα ματιά και τα μαύρα κατσαρά μαλλιά. Η Μαρία και η Έβελυν με ανάσα ρακόμελου και γαρύφαλλο θρυμματισμένο ανάμεσα στα δόντια. Και τέλος η Φρίντα το κορίτσι του Λιθουανού σκηνοθέτη.
Δονούσα έπειτα. Τόπος αλλού. Μετέωρος σαν τους βυζαντινούς ύμνους. Παραλία κέδρος σαν γρανίτα μπλε. Πεζοπορία 20 λεπτά. Η αθωότητα έχει ανάγκη την θάλασσα και τον βράχο. Κόλπος Καλοταρίτισσας .Σκηνικό σε λεπτό βότσαλο. Στο βάθος της βουτιάς μας ένας κορμοράνος, αδιαφανώς, κυνηγάει ένα κοπάδι αθερίνες. Απίστευτη ταχύτητα. Σκαντζόχοιρος για μαρτίνια και αποχαιρετισμός στα αερικά της μέρας. Μία το ξημέρωμα, και το πλοίο για Αστυπάλαια μπαίνει στο λιμάνι με την όπισθεν. Μας κάνει μια χαψιά.
Αστυπάλαια, τελευταίος προορισμός. Κλειστοί όρμοι σαν λιμνοθάλασσες από χαλκό φτιαγμένες. Στροφές. Νοικιασμένο αμάξι. Μέσα νησί, έξω νησί. Σχήμα πεταλούδας ή χαλασμένων πνευμόνων. Απομεινάρια παλιών μεταλλείων. Βαγονέτα, ράγες, σκάλα φόρτωσης. Σήμερα λες, άνοιξες τα μάτια σου σε όλες τις βουτιές. Έπιασες 10 φορές άμμο με το χέρι κάνοντας μακροβούτι και πέρασες κάτω από τα πόδια μου 3 συνεχόμενες φορές. Επιστροφή στον βράχο. Η χώρα κάθε φόρα που επιστρέφουμε μας κοιτά ξελιγωμένη. Μοιάζει σαν παγωτό γιαούρτι με φρούτα του δάσους και ξηρούς καρπούς, που αρχίζει και λιώνει. Βόλτες. Λίγα ρακόμελα, πολλά χειροποίητα γλυκά. Βιβλία. Άπειρα βιβλία σαν να επρόκειτο να μην διαβάσουμε ποτέ ξανά.
Τελευταία νύχτα στο εδώ. Όπου εδώ σημαίνει στην πίσω μεριά του κάστρου της Αστυπαλιάς. Με φεγγάρι νύχι στο πλάι της βρεγμένης μου χωρίστρας και αέρα παντού αλλού. Αντιστροφή μέτρηση.
Επέστρεφε. Με όλο το μπλε του χτες στους πνεύμονες ακόμα. Το σύμπαν διαστέλλεται ακριβώς πάνω από το τρίτο μάτι μου. Όσο πιο πολύ απομακρύνομαι από σένα τόσο πιο πολύ αυτό μεταμφιέζεται σε πρωινό ουρανό.
Αθήνα. Κοιτάω το φεγγάρι. Ποτέ κανείς δεν πάτησε πάνω του, να το θυμάστε αυτό. Αθήνα. Με τον αστερισμό του σκορπιού μπλεγμένο ακόμα στα μαλλιά. Φυσάει και δω, όπως και εκεί. Πολύ. Το γατί μου πέφτει με φόρα πάνω μου καθώς το ανταμώνω 17 μέρες μετά. Όμως εμένα μου λείπει το μπλε. Αλλά ευτυχώς το ταξίδι δεν τελειώνει όταν φεύγεις. Κρατάει και λίγο μετά.