Τρίτη, Απριλίου 22, 2008
eYeS wIdE sHuT
Κυριακή ξημερώματα. Επιστροφή από φιλικό σπίτι. Κυριακή ξημερώματα και κουνάω τα κλειδιά του σπιτιού να εμφανιστείς. Να πάμε πάνω. Όπως κάθε φορά. Αργείς. Σαν να μην ακούς. Σε φωνάζω μέσα στη νύχτα. Δεν έχω κατεβεί ακόμα από το αυτοκίνητο. Κρατάω ένα μεγάλο σοκολατένιο αυγό και ένα τσουρέκι. Κουνάω τα κλειδιά να φανείς. Ενστικτωδώς γυρνάω το κεφάλι μου στην είσοδο κάτω από την μικρή λεμονιά και βλέπω ένα κουφαράκι. Γκρι σαν το δικό σου. Κυριακή ξημερώματα. Σκοτωμένο γατί. Το δικό μου. Ουρλιαχτά. Από παντού ουρλιάζω. Ακόμα και από τα μάτια μου. Κυριακή, αλλά όχι για σένα πια. Ματωμένη γούνα. Που πήγε όλο το ασήμι που είχες; Το πήρε η χοντροκέφαλη σελήνη για πούδρα. Ανεβαίνω μπουσουλώντας σχεδόν. Σάλια και δάκρυα. Μακάρι και αίμα, αλλά δεν ξέρω πως.
Το θάβεις εσύ που όλα τα μπορείς καλύτερα από μένα. Κι έρχεσαι και κλαίμε. Μέχρι το πρωί. Ουρλιάζουμε γιατί δεν γίνεται να κάνουμε αλλιώς.
Όποιος έχει ζωντανό μπορεί να καταλάβει. Σαν παιδί. Το φροντίζεις. Του μαθαίνεις. Το ορθώνεις. Το πας στο γιατρό. Και αυτό σου δίνει πίσω αγάπη .Χωρίς αντάλλαγμα. Όποιος έχει δει σκοτωμένο το αγαπημένο του πλάσμα μπορεί να καταλάβει ακόμα καλύτερα. Όποιος είναι ένα βήμα πιο κοντά σε αυτό που ονομάζουμε άνθρωπο μπορεί να νοιώσει απόλυτα τον θρήνο. Κι αν πάλι δεν μπορεί, ποσώς με ενδιαφέρει.
Σκληρός μήνας ο Απρίλης παρόλο το φως του. Καταραμένος και κτηνώδης κόσμος, παρόλο το φως του. Γεύση λεξοτανίλ και όνειρα γεμάτα πένθος. Αργά σαν ξεκοιλιασμένα σαλιγκάρια.
Σου είπα δεν μπορώ να αλιεύσω το φως κι εσύ δεν με πίστευες. Δεν υπάρχει φως ακόμα. Η απώλεια είναι κάτι με το οποίο δεν θα συμφιλιωθούμε ποτέ. Καριόλα ζωή, όλα τα θάβουμε για πάρτη σου.
Προχωρώντας σαν τον τρομαγμένο στρατιώτη μπροστά στην μεγάλη εβδομάδα φουσκώνω με σιλικόνη τα όνειρα μου και τα φοράω στο στήθος. Ανοίγω πόρτες παράθυρα μπας και θελήσεις να γυρίσεις πίσω. Τρώω τα νύχια μου ξανά,τραβάω τις παρανυχίδες μου, ξύνω με δύναμη τα πόδια μου μέχρι να ματώσουν. Σε ψάχνω από συνήθεια στο σπίτι. Πάντα όταν ξυπνάω και έπειτα λίγο πριν ξαπλώσω για να κοιμηθώ. Είμαι σκοτεινή σαν το μελάνι. Με μια πεθαμένη γάτα στο μυαλό.
Αναχωρώ έτσι για το αγαπημένο μου νησί που αχνοφέγγει στο βάθος. Δεν ξέρω πότε θα επιστρέψω εδώ. Σε αυτή την πραγματικότητα. Ίσως σύντομα, ίσως αργήσω.
*Οντεσού, στο είχα πει κάποτε, όταν τριβόσουνα με αγάπη πάνω μου. Οι γάτες δεν θα έπρεπε ποτέ να φεύγουν. Ότι από σένα τώρα έχει μείνει είναι οι φωτογραφίες της στιγμής. Ότι από σένα έχει μείνει πρέπει να ψάξω ξανά στα σύννεφα για να το βρω. Πάλι ψηλά σε εκείνα τα σύννεφα. Ψηλά το κεφάλι σε εκείνα εκεί τα σύννεφα.
Άντε και καλή μας τύχη.