Τρίτη, Νοεμβρίου 21, 2006

ΙσΤοΡίΕς ΑπΟ τΟ δΑσΟς ΤοΥ bLoGsPoT- τO τΖίΝι ΤωΝ εΠιΘυΜιΩν


Κρατούσε ένα πολυκαιρισμένο λυχνάρι. Είχε μόλις καταφθάσει με ένα φανό στο χέρι και μια μαύρη σκονισμένη κάπα. Τα κατάξανθα μαλλιά της λιποθυμούσαν αγέρωχα μέχρι τα γρεμνά της μέσης της. Μου έδωσε το λυχνάρι,ήταν άδειο. Όταν ξαφνικά μέσα από την αναμμένη φωτιά ξεπρόβαλε ένας άντρας. Σάστισα. «Μίλα καπετάνισσα»,την πρόσταξε. «Πες αυτά που άκουσες ,έχουμε μακρύ ταξίδι εμπρός μας». Της ακούμπησε τον ώμο. Στους μηρούς του έκλαιγε ένα ξίφος. Μου χαμογέλασε. Κοίταξε την φωτιά και ξεκίνησε να λέει:

"Αρμενίζοντας τ’ ανταριασμένα πέλαγα και τους ανυπόταχτους καιρούς, βρέθηκα κάποτε σε μια Χώρα της Ανατολής. Εκεί αντάμωσα έναν άντρα αλλιώτικο κι αλλόκοτο μαζί, που κάλπαζε με το περήφανο κατάμαυρο άτι του και οδηγούσε στην έρημο πολύχρωμα και μακρόσυρτα καραβάνια. Ένα βράδυ, καθόμασταν λιγωμένοι σχεδόν απ’ τα ξέχειλα αρώματα και τα εξαίσια μπαχάρια που ανέμιζαν γύρω μας. Η ζαλάδα του ράθυμου νοτιά είχε ποτίσει την σκέψη μας. Έτσι όπως ήμασταν μεθυσμένοι απ’ τους γλυκούς καπνούς και τα λικνίσματα της φλόγας –να, όπως τώρα-, ο άντρας έσκυψε στο μέρος μου και μου διηγήθηκε τι του συνέβη ένα νωχελικό απόγευμα…

Το φως που έμπαινε απ’ τη σχισμάδα της σκηνής, έβαφε τους καπνούς με ένα πορφυροκίτρινο χρώμα, που όσο αναδευόταν και στροβιλιζόταν προς τα πάνω, γινόταν ελαφρό γκρι. Ο ήχος του ναργιλέ, σιγανός, μεθυστικός, λάγνος, νανούριζε τις αισθήσεις του, τις φρόντιζε και τις όξυνε σαν γυναίκα που προετοιμάζει τον εραστή της για έρωτα. Είχε κλείσει τα μάτια του και απολάμβανε τα χάδια της, όταν η βραχνάδα μιας φωνής τον ξύπνησε.

«Είμαι το Τζίνι των επιθυμιών αφέντη», άκουσε μια βαθιά, όχι απόλυτα αντρική φωνή, αλλά ούτε και γυναικεία. «Άνοιξε τα μάτια σου και ευχήσου. Η ευχή σου θα πραγματοποιηθεί». Μισάνοιξε τα μάτια και είδε τους καπνούς να έχουν συγκεντρωθεί στο κέντρο της σκηνής, με την πορφυροκίτρινη χροιά τους να ιριδίζει σε όλους τους τόνους της χρωματικής κλίμακας.
«Μίλησε αφέντη», είπε η φωνή. «Τι ποθείς; Χρυσάφι και ρουμπίνια από τις μακρινές χώρες του αιώνιου μεσημεριού; Μια βόλτα με το ιπτάμενο χαλί της αίσθησης μέχρι εκεί που τα ουράνια δεν έχουν πια σύνορα και τα πάντα είναι δικά σου; Ένα άνθος της ερήμου σε μορφή μιας πανέμορφης και ηδυπαθούς φελάχας, που θα κρατάει το κρεβάτι και την ψυχή σου ζεστά; Μίλησε και η επιθυμία σου θα είναι διαταγή». Ο άντρας κούνησε το κεφάλι χαμογελώντας πικρά. «Άτυχο τζίνι, φτωχό τζίνι των επιθυμιών, νιώθω τον πόνο σου. Είσαι καταδικασμένο να τριγυρνάς από ανθρώπινη ψυχή σε ανθρώπινη ψυχή, προσπαθώντας να την ικανοποιήσεις και ουδείς ενδιαφέρεται για σένα, σαν γυναίκα που οι άντρες την χαίρονται, αλλά δεν την εκτιμούν. Εσύ, παντοδύναμο πνεύμα, τι άλλο είσαι εκτός από μια πόρνη των αισθήσεων;» «Τίποτα άλλο αφέντη, μόνο αυτό που λες, που ποτέ σε χιλιάδες χρόνια ύπαρξης δεν το ‘χω ξανακούσει. Χάιδεψα τ' αυτιά σουλτάνων και βεζίρηδων, πολεμιστών και καμηλιέρηδων, βασιλισσών και υπηρετριών, όλοι κάτι είχαν να ζητήσουν, κάπως τους ικανοποίησα. Και βέβαια, όλοι τους με ξέχασαν… Ζήτα μου κι εσύ κάτι και ξέχνα με μετά»! «Η επιθυμία μου, τζίνι», ακούστηκε ο λόγος του άντρα σαν χάδι και ευχή μαζί, «είναι να μην πονάς, να μην επιθυμείς, να μην θυμάσαι. Είσαι πλάσμα αιώνιο, απόλαυσε την αιωνιότητα, ξέχνα τα ανθρώπινα μικροσυμφέροντα, τις ταπεινές επιθυμίες, τις κλειστές άξεστες καρδιές. Πρόσφερε τα θέλγητρά σου σε λίγους και εκλεκτούς αν επιθυμείς, αλλά μην σπαταλάς την ομορφιά σου στον οποιονδήποτε. Επιθυμία μου είναι να είσαι ελεύθερος». «Και έτσι θα γίνει», απάντησε μεμιάς το τζίνι. Αστρικοί παγωμένοι άνεμοι χίμηξαν στο δωμάτιο, μακρινές ανατολίτικες μουσικές ακούστηκαν και οι καπνοί διαλύθηκαν. Στην θέση τους, γονατιστός, έμεινε ένας γεροδεμένος σκουρόχρωμος νεαρός άντρας, που κράταγε ένα τεράστιο κυρτό ανατολίτικο σπαθί στο χέρι του. Σηκώθηκε αργά, κρύβοντας με δυσκολία την χαρά του, και υποκλίθηκε.
«Ποιος είσαι εσύ που ελευθερώνεις πολεμιστές; Ποιος είσαι εσύ που δεν ζητάς τίποτα; Από ποια γενιά κρατάς, που βρίσκεται η σκηνή σου, πως σε φωνάζουν στον τόπο σου;» γρύλισε. «Η γενιά μου είναι ταπεινή. Πουθενά δεν έχω ούτε σκηνή, ούτε στρατό. Κανένας δεν με μνημονεύει στα όνειρά του. Λέγε με Άγνωστο. Μόνο αυτό χρειάζεται να ξέρεις». «Μαχμούντ Ελ Ρασίντ είναι το δικό μου όνομα, ανταπάντησε ο άντρας. Πολλοί με ξέρουν και ως οι "Σαράντα κλέφτες...".Το πλήρες όνομα είναι οι "Σαράντα κλέφτες της ευτυχίας", γιατί πραγματοποιώντας τις επιθυμίες σας, σας κάνω δυστυχισμένους. Βλέπεις, όλοι μάθαιναν το πλήρες όνομά μου "κατόπιν εορτής". Δεν σας αγαπώ εσάς τους ανθρώπους. Σας μισώ, γιατί με φυλακίσατε, πήρατε την περηφάνια μου, την πολεμικότητά μου, όλα όσα έχω και με ντύσατε έναν γελοίο λακέ, έναν αιώνιο υπηρέτη. Μετά από ατέλειωτους αιώνες, διαπιστώνω με ανακούφιση ότι δεν είστε όλοι ίδιοι. Μια - δυο φορές στην αιωνιότητα ίσως, κάποιος ανάμεσά σας βγαίνει διαφορετικός, όπως ήμουν κι εγώ. Ολόψυχα σου εύχομαι να μην καταλήξεις σε μπουκάλι, γιατί ίσως ποτέ να μην συναντήσεις τον όμοιό σου που θα σε ελευθερώσει. Αλλά και πάλι, μόνο γι αυτήν εδώ την στιγμή άξιζε μια αιωνιότητα φυλακής. Δεν ξέρω αν έχω πια τη δύναμη, αλλά σε παρακαλώ, ευχήσου κάτι σε έναν όμοιό σου -όχι σε ένα τζίνι-, κι αν μπορώ...» «Εύχομαι τότε Μαχμούντ ποτέ να μην δοκιμάσεις την δική μου την μοίρα. Εύχομαι να πεθάνεις περήφανος κι ενώ το αίμα σου θα βάφει κόκκινη την άμμο της χώρας σου. Εύχομαι οι γυναίκες τις πατρίδας σου να κλαίνε για χρόνια στις οάσεις έναν μεγάλο άντρα και έναν τρομερό πολεμιστή. Εύχομαι οι βραδινοί άνεμοι της ερήμου να σε θυμούνται σαν το άνθος των αντρών της πατρίδας σου και να τραγουδούν το όνομά σου».

Ο μυστήριος άντρας σταμάτησε να μου μιλά. Για μια φευγαλέα στιγμή η εικόνα του θάμπωσε. Έτσι δεν μπορώ να είμαι σίγουρη ότι είδα δάκρυα στα μάτια του. Μάλλον τρεμόπαιξε η μορφή του… Το βέβαιο είναι ότι όταν η εικόνα καθάρισε, το πρόσωπό του είχε το συγκρατημένο χαμόγελο ευτυχίας των πολεμιστών.
Σήκωσε το σπαθί του ακουμπώντας το στο μέτωπο του, στον κλασσικό χαιρετισμό των πολεμιστών της ερήμου, το ηράκλειο στήθος του φούσκωσε από συγκίνηση και εξαφανίστηκε. Πήρα μια βαθιά ρουφηξιά από τον ναργιλέ μου και του ευχήθηκα ευτυχισμένες μάχες.


Copyright by Καπετάνισσα


13 σχόλια:

Mantalena Parianos είπε...

"πραγματοποιώντας τις επιθυμίες σας, σας κάνω δυστυχισμένους"

!!!
Mπορούμε να αλλάξουμε την πραγματικότητα, αλλάζοντας τον τρόπο που βλέπουμε την πραγματικότητα, Καπετάνισσα;
Μόλις διάβασα πως ναι.
σμουτς

Ανώνυμος είπε...

Ένας λύκος ούρλιαζε στ’άστρα
σαν ήρθε κι αυτό το βράδυ…
ένας ταξιδιώτης κατάκοπος μπήκε στην σκηνή
κάθισε δίπλα απ’την φωτιά
από τα λικνίσματα της φλόγας ξεχώρισε
το πολυκαιρισμένο λυχνάρι στα χέρια του
τρίβοντάς το βγήκε από τα σωθικά του
ο αιώνιος υπηρέτης του…
με μια ρουφηξιά στον αργιλέ
του ‘δωσε την ευχή
‘’Να σταματήσει τους ανθρώπους να υπηρετεί’’
-ποιος εισαι εσύ που με έβγαλες από την άβυσσο;
που τόσο καιρό ένα βουνό οργής μου’χε αφανίσει την καρδιά!
- Είσαι ελεύθερος
Τότε μες’την θολούρα του καπνού
Αστραπή και φως περισσότερο βγήκε…
άχνισε το νεανικό κορμί
-ζήτα μου ότι θέλεις άγνωστε λευτερωτή μου!
-Τέκνα αυτού του κόσμου και οι δύο
πρέπει να ζούμε λεύτεροι…
πρέπει μονάχος σου να αναμετρήσεις την πορεία σου
μην ακολουθήσεις τον δικό μου δρόμο που δεν έχει
εσπερινού καμπάνα μα ούτε απόβραδο…
-γιατί άγνωστε με ελευθέρωσες γιατί;
εγώ πραγματοποιώντας τις επιθυμίες σας, σας κάνω δυστυχισμένους!!!
-Για να ζήσεις μια στιγμή που εγώ δεν μπόρεσα ποτέ μου…
να μπορείς να κλάψεις λεύτερος
έστω για μια στιγμή!!!


υπέροχο κείμενο Καπετάνισσα
ωραίο το μήνυμά σου!
με όλο το σεβασμό για την παρέμβασή μου στο κείμενό σου!
η ρακί τα δημιούργησε...
Καλό ξημέρωμα

Ανώνυμος είπε...

υπέροχο!!!

Sigmataf είπε...

Ρε παιδιά, καμιά ευχή παίζει;

markos-the-gnostic είπε...

kapetanisa
πραγματικά το καλύτερο απ' όσα έχουν γραφτεί στο δάσος του blogspot (συμφωνείς candy;)
με συγκίνησε και με μετέφερε με τη μία εκεί - πώς τα κατάφερες τόσο καλά; πολύ δυνατό - και πάλι μπράβο

Καπετάνισσα είπε...

Σας ευχαριστώ όλους από καρδιάς.
Με... παρατιμάτε!

Θα λείψω για λίγες μέρες, ωστόσο, κλείνω σε μπουκάλι κήπους ολάνθιστους και μυρωμένους και γεύσεις ακριβές, ανατολίτικες και το ρίχνω στο Κρητικό πέλαγος. Να φτάσει κοντά σας, δώρο ακριβό και
ιδιαίτερο!

Άντε! Απλωθείτε στα λιμάνια!

alzap είπε...

Εγώ είμαι ποταπός καπετάνισσα. Δεν είμαι σαν τον ήρωα σου. Όταν εμφανιστεί το τζίνι δεν θα το ελευθερώσω.
θα του ζητήσω να σε φέρει να μου λες με σιγανή φωνή τόσο όμορφες ιστορίες, κάθε βράδυ.

Ecumene είπε...

To τζίνι της Καπετάνισσας
κλεισμένο στο λυχνάρι
της Candy-Art...~~~~~~~~~~~~
και εδω θα μείνει
πού θα βρεί καλύτερα;;;


:)

harlequinpan είπε...

A bit busy those of the days,
or you posting so quick...anyway i lost two story about you on the harbourside...? and the civil war of Greek...?

Ανώνυμος είπε...

Ότι καλύτερο έχεις γράψει ever!
Τόσο απλά...

candyblue είπε...

Πέρα του ότι είναι μια καθαρά «Καπετανέικη» ιστορία και βαστάει από τις λέξεις της Μαρίας
Είναι μια γλυκιά ιστορία μόνο για καμένους.

Θα συμφωνήσω απόλυτα με τον Alzap.


Πάντα παραπατάει κανείς γυρνώντας από μια όμορφη πόλη?
έτσι νοιώθω


Να σας καλωσορίσω ήθελα...

Ανώνυμος είπε...

Εξαιρετικό κείμενο. Ο μύθος του μαγικού λυχναριού από μία εντελώς διαφορετική οπτική γωνία.
Λυπάμαι που το σχολιάζω με καθυστέρηση!

candyblue είπε...

@ Sandiago Nasar: Κάλλιο αργά παρά ποτέ...Στην καπετάνισσα πες τα!