Παρασκευή, Αυγούστου 10, 2012

EκΑτο ΧρΌνΙα ΜοΝαΞιΑς


Γύρισα πίσω μετά από ένα μήνα, σχεδόν, και μη ξέροντας που βρίσκομαι. Μακρόσυρτες διακοπές, τολμηρές, γεμάτες μονοπάτια, γκρεμούς, σμαραγδένια νερά και άπλετο φως. Φως στα μαλλιά και στα δόντια. Φως στα σκοτεινά εσώρουχα και στα δερμάτινα σανδάλια. Φως  στο κέντρο των ματιών και  στη γραμμή της ζωής. Έζησα μέσα σε πέτρινα σπίτια με δύο κρεβάτια κι ένα τραπέζι μοναστηριακό. Ξενύχτισα σε αυλές καταπράσινες σπαρμένες με σπόρους αστεριών. Δεν ξέρω ποιος θεός ζει στις ρίζες των φυτών αυτών και προκόβουν. Μεγάλωσα 25 μέρες μέσα στο αλάτι των θαλασσών, στα λιπόθυμα λιοπύρια και τα ευωδιαστά βράδια. Και ήσυχα κυλούσαν οι ποταμοί της οικουμένης. Κι η ομορφιά αυθύπαρκτη  με συναντούσε πάντα εξαντλημένη  μέσα σε απογεύματα, στης θάλασσας το ρίγος, και στις  καλοσύνες των ανθρώπων. Κι έτσι αέρινη και εξαντλημένη από τα κύματα και τα σούρτα φέρτα των καραβιών επέστρεψα στα εκατό χρόνια μοναξιάς. Επέστρεψα κάπου που δεν θυμόμουν πως υπήρξα ποτέ. Ο κόσμος που ήξερα, πάει καιρός που κατεδαφίστηκε. Δεν υπάρχει τίποτα. Όλα είναι μόνο αχνή ανάμνηση. Η Αθήνα  ζέχνει παραδομένη στη φριχτότερη αθλιότητά της. Εκατό χρόνια μοναξιάς, με έρημα κέντρα, μισοπεθαμένους χρήστες και χαμένους από χέρι άστεγους, προχωρημένης ηλικίας. Ευτυχώς η ζωή, ό,τι κι αν λένε οι γιαλαντζί επιστήμονες, συντομεύθηκε κατά πολύ. Μέσα μου καταδίκασα εδώ και καιρό την ιδέα του να αλλάξει ποτέ κάτι σε αυτόν τον τόπο. Καταδίκασα την ιδέα του να γίνω σε όλους συμπαθής και κατανοητή και την ιδέα του να προσαρμοστώ σε κάτι που από καιρό με έφτυσε στα μούτρα. Για όσο αντέχω θα  είμαι ο εαυτός μου, και ας μην είναι ποτέ αρκετό αυτό. Στις ειδήσεις ακούω κάτι για φωτιές που μαίνονται για τρίτη μέρα και 27.000 στρέμματα καμένης γης, εφεδρείες που θα εφαρμοστούν την λέξη Τρόικα πολλές φορές και κάτι για χρυσά μετάλλια εν όψη των ολυμπιακών αγώνων. Μελαγχολώ. Φυσάει λίγο την ώρα που γράφω, το φεγγάρι  ολοένα και μικραίνει. Η πόλη καίει, βγάζει μια χαμηλή φωτιά. Τα τσιμέντα σαν ζεματιστά βότσαλα με αποστομώνουν. Στα γνώριμα πια και οι δουλείες με καρτερούν, οι πληρωμές το ίδιο και αρχίζω πάλι εκείνο το τρέξιμο που κάνει κάποιος μόνο όταν ζει σε πόλεις.
Μπροστά μας ακόμα ο Αύγουστος, η χάλκινη πλάτη του θέρους, τα παράξενα μελτέμια και οι «μαύρες συμπληγάδες» του Σεπτεμβρίου. Όσο για τα θαύματα του Δεκαπενταύγουστου , υπάρχουν, και, ναι, είμαστε εμείς. Που ακόμη στεκόμαστε όρθιοι. 

Δευτέρα, Ιουλίου 02, 2012

bLeU dE cObALt


Ο Ιούλιος με το χνούδι στις σάρκες των φρούτων είναι εδώ. Θέλω να ζήσω μέσα του σαν να μην έχω κατοικήσει ποτέ ξανά Ιούλιο. Θέλω να ξαναγνωρίσω τον περίβολο του σπιτιού του, τους γαλάζιους τοίχους του και τις υπέρλαμπρες νύχτες του, χίλιες  και μία. Θέλω να τον ξαναβρώ στα κοφτερά βράχια να στέκει με αλμύρα και ιώδιο  μοιράζοντας καυτά μεσημέρια, μελτέμια και γιορτές .Στους δρόμους φουστάνια που θροΐζουν. Μελτέμια σου ζαλίζουν τα αυτιά. Ξυπνώ και κοιμάμαι με μια διάθεση ράθυμη. Θέλω να κυλάνε τα πράγματα φιλήδονα και βελούδινα. Να κυλάνε έτσι μαζί σου.


Έξω εικόνες ερημίας. Το κέντρο τις καθημερινές ψυχορραγεί. Κυκλοφορούν μόνο κάτι τύποι αγριεμένοι και εντελώς brutal που νομίζουν πως πρέπει  να τους κοιτάξεις και να τους λάβεις σοβαρά υπόψη. Κι αν εγώ δεν θέλω; Αν δεν γουστάρω επειδή μυρίζεις ιδρώτα φερ’ειπείν; Πλήττω θανάσιμα και δεν παν να μου λεν για μεγάλες τέχνες και πρωτοποριακές γραφές. Θέλω μια μεγάλη υπέρλαμπρη αλήθεια να κρυφτώ. Μιαν αλήθεια που δεν θα υπερτονίζει την ασπρίλα του δέρματος, τα χωστά μάγουλα και τους μαύρους κύκλους. Θέλω μια δαγκωνιά στο μπράτσο, ρολογάκι, όπως αυτή που κάναμε παιδιά. Βαριέμαι τις γκρίνιες όλων τριγύρω. Προτιμώ να ματώνω στα βράχια και να κολυμπώ στα αφρισμένα νερά που μυρίζουν σαρδέλα και ταραμοσαλάτα.  Κι έπειτα το βλέμμα μου κυλάει σαν νερό μέσα από τις πλάκες των πεζοδρομίων και με την βοήθεια του λευκού κρασιού φτάνει στο χωριό του πατέρα μου. Κρυμμένο ανάμεσα στις φραγκοσυκιές και στις ελιές. Καλοκαίρια με φως, νυχτερινές βόλτες, το αλάτι της θάλασσας, χιλιάδες κρέμες για το σώμα και τα μαλλιά, οικογενειακά τραπέζια, τα όμορφα Αρχοντικά απάνω στην θάλασσα. Βρεγμένα μαλλιά που κολλάνε στην πλάτη, εγκαύματα, γεύση αλμύρας, ξερά χόρτα. Μακρινό κολύμπι  και μεσημέρια με ψωμί, τυρί, ντομάτα και ένα ποτήρι κρασί. Καλοκαίρια με καυτή άσφαλτο και κρυμμένα μονοπάτια. Με ιερές πανηγύρεις και μεσημεριανό ύπνο. Επανέρχομαι στο εδώ μετά από πολλά σκουντήματα, άμμος ακόμα στα γόνατα.
Έβαψα τις δυο κρεβατοκάμαρες με χρώματα καλοκαιρινά. Bleu de cobalt  και φιστικί ανοιχτό. Το σπίτι ανάστατο. Μετακινηθήκαν όλα .Ξηλώθηκαν  πολλά και άλλα τόσα πετάχτηκαν. Ανακαίνιση και νέα διακόσμηση στους τοίχους. Έτσι για να σκορπά το μυαλό. Ανοιγόκλεινα  λοιπόν τόσα συρτάρια προχθές μ' αυτή τη ζέστη και τις μυρωδιές της μπογιάς στους τοίχους, σκάλιζα φακέλους, απορούσα πού στην ευχή μαζεύτηκαν τόσα πράγματα... τόσος χρόνος... τόσο παρελθόν. Με συνείδηση κυρίως του ενεστώτα χρόνου, πήρα να φυλλομετρώ, να απορρίπτω, να μυρίζω τα πολυκαιρισμένα γράμματα, να θαυμάζω τη φθορά πάνω στα φρέσκα πρόσωπα των φωτογραφιών. Έπειτα ξάπλωσα διαγώνια στον λευκό καναπέ του μικρού δωματίου και είδα ξανά (έπαψα να μετρώ τις φορές) τον τρελό Πιερό. Η Άννα Καρίνα ακόμα εκεί να τσαλαβουτάει τα πόδια της στα νερά της μεσογείου ακολουθώντας την άσχημη συνήθεια του έρωτα και ο Βelmondo να την κρατάει αγκαλιά στην άμμο λέγοντας της  για τον τελευταίο άνθρωπο που κατοικεί στη σελήνη. Αναζητάμε τις ιδιαιτερότητες για να μην νιώθουμε μόνοι. Αλλά αυτό που μας ελκύει περισσότερο είναι ο εαυτός μας.
Όλοι ήμασταν ωραίοι κάποτε.

Παρασκευή, Ιουνίου 22, 2012

ΚάΠως έΤσΙ...

Ιούνιος. Ακούγεται σαν όνομα εξωγήινης τοποθεσίας.
 Ελλάδα. Ακούγεται σαν  τίτλος γνωστού σουξέ. Στην κουζίνα χάλασε το φως και η πρίζα της τοστιέρας ξεχαρβαλώθηκε. Είναι άθλιο το θέαμα. Περιμένω ψυκτικό για το ψυγείο και όποτε θυμηθώ να πάω να πάρω μια καινούργια τρέσα για την κουρτίνα. Έτσι που γέρνει τώρα δίνει στο δωμάτιο μια όψη εξαθλίωσης. Να βάψω τα κάγκελα του μπαλκονιού. Η σκουριά κοντεύει να πάρει σάρκα και οστά έτσι γρήγορα που μεγαλώνει. Στο μεταξύ πρέπει να πληρωθεί και η Δ.Ε.Η. Νοσταλγώ τις μέρες που όλα ήταν στρογγυλά χωρίς αιχμές. Όλα στην εντέλεια, καλογυαλισμένα και απομακρυσμένα από κάθε είδους φθορά. Όμως ξέρω καλά πως το επάγγελμα «νοσταλγός» δεν πρόκειται να αποκτήσει μέλλον, Γεμίζουν οι πλατείες, αδειάζει ο κόσμος κι ακόμη τα κουνούπια διψούν με τον παλιό τρόπο. Ψυγείο λοιπόν, τρέσα για κουρτίνα, κάγκελα και λογαριασμοί. Απόλυτη προσήλωση στο καλοκαίρι που σε λίγο θα  γιορτάζει τον Ιούλιό του κι έχει ο Θεός.


Στην τηλεόραση η φάτσα του αποστεωμένου Σαμαρά θυμίζει καταραμένο ήρωα από ιστορίες του Edgar Allan Poe, με κουστούμι εποχής. Εάν οι υπουργοί και οι βουλευτές θέλουν γιαούρτωμα, το εκλογικό σώμα θέλει σκατά στη μούρη. Αυτοί φταίνε, που τους ψηφίζουν... Εντάξει, μπορεί να κάνεις λάθος μια φορά. Εδώ μιλάμε για χρόνια. Αυτή η χώρα δεν έπρεπε να έχει αυτούς τους κατοίκους. Δεν τους αξίζει. Από τα έντεκα εκατομμύρια, αυτοί που σκέφτονται είναι περίπου τριακόσιες χιλιάδες. Όλοι οι άλλοι είναι για τα μπάζα.Είναι η φυλή τέτοια.

 Όσο μεγαλώνω, τρελαίνομαι και περισσότερο. Γιατί δεν θέλω τίποτα και όσο δεν θέλω τίποτα τόσο περισσότερο αγριεύω. Έτσι αλλάζουν τα πράγματα. Από αυτούς που δεν περιμένουν τίποτα. Γιατί αισθάνονται ελεύθεροι και δίκαιοι. Κάπως έτσι παρελαύνουμε στις τελευταίες μέρες του Ιουνίου. Αποσπασματικοί και ότι να ναι. Άλλο ένα καλοκαίρι στο σώμα της πικροδάφνης και του μελισσόχορτου. Ερήμην της κρίσης φουντώνουν οι βασιλικοί και τα νυχτολούλουδα. Πάνω από την ντοματοσαλάτα τα βράδια πετούν τα αεροπλάνα με τους ωφέλιμους τουρίστες. Κάπου εκεί μέσα σε αυτά είσαι και συ με χρωμοσώματα Πορτογαλίας , γεμάτος βραβεία και μια βραχνή φωνή. Έρχεσαι φουσκώνοντας την αγωνία μου. Σε περιμένω χωρίς να σε έχω δει και αυτό είναι κάτι.


Επιθετικό φως. Μέσα μου εκρήξεις αισιοδοξίας και έπειτα κάποια πρωινά στην  δουλειά προκύπτει ξαφνικά μια στενοχώρια, μια σαστιμάρα και σιχαμάρα για όλους και για όλα. Μεγαλώνω και μένω ακόμα παιδί. Σε αυτή την πατρίδα που δεν αναγνωρίζω πια, σε αυτή την ζέστη που με λιώνει απειλητικά, με αυτή την υπομονή που όλο λιγοστεύει. Αναπνέω  φως και τεντώνω τις άκρες μου να σκαρφαλώσει κι άλλο πιο πάνω το καλοκαίρι που δεν θα απαρνηθώ ποτέ. Ωστόσο οι σπείρες των εγκληματιών, καταστρώνουν σχέδια δράσης. Οι δημόσιοι υπάλληλοι μελετούν τα ζώδιά τους κι αναρωτιούνται αν θα τους πέσει ο Κρόνος στο κεφάλι και το ασύρματο τηλέφωνο τώρα τελευταία ξεφορτίζει συνεχώς. Πρέπει να το αλλάξω και αυτό.


Κάπως έτσι... 

Τρίτη, Ιουνίου 12, 2012

WaLk SlOw


Δεν υπάρχει χρόνος ούτε και αλήθεια. Σε λίγο ίσως να μην υπάρχει ούτε κράτος. Ούτε εμείς. Ο ήλιος άρχισε και πάλι να ζει ανάμεσά μας. Ξανθαίνει τα μαλλιά μου κάθε πρωί, ματώνει τα τζάμια του σπιτιού μου κάθε δείλι. Η Αίγινα και η Σαλαμίνα απέναντι. Στατικές και υπομονετικές παλιώνουν  αναδεύοντας μια μπόχα ακινησίας. Δεν υπάρχει χρόνος. Όλα είναι ψέματα. Και η αλήθεια καμιά φορά, το μεγαλύτερο απ’ όλα.
Είναι καλοκαίρι. Τα κουνούπια μου πίνουν θρασύτατα το αίμα αφήνοντας μου κάτι τεράστια στρογγυλά καρούμπαλα που με φαγουρίζουν κάθε 5 λεπτά. Ο κόσμος σαν μικρότερο νούμερο παπούτσι με στενεύει και τα βράδια κοιμάμαι ελάχιστα  πια. Είναι καλοκαίρι σίγουρα γιατί οι αποδείξεις της βενζίνης γραφούν «έκτος του 2012» και το μέτωπο μου ιδρώνει σε μικρές μεσημεριανές διαδρομές. Σαμιαμίδια πετάγονται μπροστά μου πάνω σε τοίχους και πατώματα και από τα μπαλκόνια ακούγονται ξανά φωνές, χαμηλωμένες τηλεοράσεις και μαχαιροπίρουνα. 
Τα  Σαββατοκύριακα δραπετεύω με όποιον βρω όπου βρω, αρκεί να έχει νερό να βρέχομαι  και φυλλωσιές να φιλτράρουν το φως πάνω από το κεφάλι μου. Ένα παγωμένο ποτήρι καφέ να ιδρώνει πάνω στον μηρό μου και μια αλλαξιά ρούχα χωμένα στα βάθη της τσάντας μου. 
Ζεσταίνομαι και ονειρεύομαι πως γίνομαι αόρατη. Είναι γεγονός πως στις μεγάλες ζέστες προτιμώ τα μεσημέρια. Όταν η θερμοκρασία απογειώνεται και μου επιτίθεται. Μου αρέσει αυτή η επίθεση. Κλείνω κι ανοίγω τα μάτια με προσποιητή κούραση. Κόντρα στην αντηλιά, όπως οι γάτες. Κάνω νωχελικές κινήσεις και προσπαθώ να είμαι  cool σε ότι ακούω και βλέπω. Δαγκώνω τα χείλη μου μέχρι να ματώσουν. Τραβώ τα ψιλά πετσάκια τους, ξαναθυμήθηκα αυτή την παλιά οδυνηρή συνήθεια γιατί με κρατά σε μια ψεύδη εγρήγορση καθώς οι εκλογές πλησιάζουν ξανά μαζί και η μυρωδιά μιας κατασκευασμένης αποσύνθεσης που,μάταια, προσπαθεί να μου τρυπήσει τα ρουθούνια.
Και ενώ λοιπόν ο θυμός περισσεύει στην πόλη εγώ άθελα μου και ερήμην σου ονειρεύομαι πως σμίγουμε με ξέπνοα χαχανητά κάτω από παχιά σύννεφα στο χρώμα των μαλλιών σου. Και ξεκινάω πάλι να δαγκώνω τα χείλη μου γιατί είναι το μόνο και πιο εύκολο κακό που μπορώ να μου κάνω. Και οι μέρες περνάνε. Ο κόσμος αλλάζει και η ιστορία μας παραλύει με ενέσεις και ψεκασμούς. Περιμένοντας μια νέα πραγματικότητα πιο βάρβαρη και  ιδιαίτερη από την παλιά που γνώρισα, στέκομαι κάτω από τον εκτεθειμένο ουρανό που αλλάζει το χρώμα του σε ροζ. Κι έπειτα όποτε νοιώθω πως αυτό δεν με εξιτάρει πια, καβαλάω εκείνο το σπαστό ποδήλατο και φεύγω  να σε βρω.

Προχθές το βράδυ ρώτησα τον φίλο μου αν έχει καμιά καλή συμβουλή για το πώς να διατηρώ δροσερό το σπίτι, μιας και δεν θέλω να ανάβω το air-condition.Περπάτα αργά, μου απάντησε.