Σάββατο, Μαΐου 19, 2012

8 ΠοΤηΡιΑ τΗν ΗμΕρΑ


Όσο περνούν οι μέρες, η χώρα χάνει το χρώμα της, θαμπώνει και μοιάζει με χαλασμένη κόπια ασπρόμαυρης ταινίας. Βροχές και σύννεφα, βέλη με φθινοπωρινές αιχμές. Ανίσχυρα μπροστά στο τόξο του ήλιου. Εκλογές ξανά, συναντήσεις ηγετών, θόρυβος και βουητό. Και όλο λες πως κάτι θα αλλάξει αλλά  είναι σαν να αλλάζεις κωπηλάτες ενώ συμβουλεύεσαι την ίδια χαλασμένη πυξίδα. Ο Μάιος, ασθενικός, υποχωρεί μέσα μου καθώς ονειρεύομαι βυσσινόκηπους ανθισμένους με πολλές μέλισσες. Κλείνω κι ανοίγω τα μάτια με προσποιητή κούραση. Κόντρα στην αντηλιά, όπως οι γάτες. Η γη γυρίζει, τα πουλιά ακόμα κελαηδούν. Η νύχτα παραμένει νύχτα. Το δέρμα μου αφυδατωμένο δεν νιώθει το παραμικρό πια. Το βλέμμα μου επίσης. Και όλο μου υπενθυμίζω ξανά και ξανά πως πρέπει να έχω την ποιότητα του διαμαντιού, αλλά να συμπεριφέρομαι σαν άνθρακας.
 Ο ήλιος ανατέλλει και η μέρα μεγαλώνει και τεντώνεται με δύναμη σαν πιασμένος υπάλληλος. Αυτές οι ζέστες του Μάη έχουν  κάτι. Κάτι που είναι και λίγο θάνατος για μένα, αφού μου προσάπτουν το άθροισμα απωλειών, απογευμάτων και προσώπων, οδών και λεωφόρων που έγιναν αδιέξοδα αλλά και ημερομηνιών που δεν λένε να σβηστούν. Περιμένω με μια ανεξέλεγκτη ηρεμία τα Σαββατοκύριακα για την συνηθισμένη μου πεζοπορία στον Υμηττό. Η παρέα αλλάζει κάθε φορά ενώ ο ουρανός παραμένει σταθερός πάνω από τις χωρίστρες μας. Τα αεροπλάνα αφήνουν εκείνη την λευκή γραμμή που μοιάζει με μονοκοντυλιά από άχνη και τα σκονισμένα μας παπούτσια αναπαράγουν ίχνη γεμάτα νοσταλγία, γεμάτα χλωμή θλίψη για ότι μας πήρανε και πάει. Ζέστη, η χαρακτηριστική γεωγραφία του ιδρώτα στην κοντομάνικη μπλούζα. Το κάψιμο στα χέρια και στο σβέρκο. Κι όμως, αυτή η αψάδα της μεσημεριανής ζέστης κάτι παρηγορητικό σφυρίζει στ' αυτιά μου. Κάτι με ψιθύρους εντόμων και θρόισμα λεύκας από ένα ιδιωτικό παρελθόν. Και όλα ξαφνικά σα να βυθίζονται μέσα μου και να βυθίζουν και μένα στην θέα του τσιμέντου. Και τότε είναι που θα θελα να γίνω κάποιος άλλος, κάποιος που να μπορεί να αντέξει αυτό που θα συμβεί. Ή απλά κάποιος άλλος και ας μην το αντέξει. Η φύση, απτόητη όμως, γιορτάζει και στολίζει κάθε υποψήφιο οικόπεδο με παπαρούνες, μαργαρίτες και ζηλόφθονες τσουκνίδες και εγώ συνεχίζω και ξυπνάω από κελαϊδίσματα πουλιών στις 5 το πρωί νοτισμένη. 
Ξεκίνησα να πίνω νερό. Δεν μου αρέσει η γεύση του αλλά πρέπει να πίνω. Οχτώ με δέκα ποτήρια την ημέρα.Πρέπει να γίνω έφορη ξανά. Να ανθίσω. Πρέπει να με καλλιεργήσω στοργικά. Να με επαναπροσδιορίσω. Και όλα αυτά την ώρα που μια Ελλάδα καταρρέει. 


Το βλέπω καθώς χάνω τις σταθερές μου, η κατηφόρα δεν έχει κορυφές. Λέω λοιπόν να αρχίσω να ανεβαίνω. Έστω και αν χρειαστεί να το κάνω με την όπισθεν.

Πέμπτη, Μαΐου 03, 2012

ΚάΤω Απ' ΤοΝ αΣτΕρΙσΜό ΤηΣ φΡάΟυΛαΣ




Κλέβω τριαντάφυλλα από ξεχασμένες μονοκατοικίες και στα χαρίζω. Κάθε Μάη .Σε παρακολουθώ που τα βάζεις στα βάζα με επιμέλεια. Παρατηρώ τις συσπάσεις των μυών στο αδύνατο στέρνο σου. Το φως που στάζει από τις γαλαζοπράσινες λίμνες των ματιών σου. Ξεχύνεται πάνω στα πολύχρωμα τριαντάφυλλα, γύρω από  τις παλιές πολυθρόνες.
Κάτω απ' τον αστερισμό της φράουλας παρακολουθούμε τα γεγονότα εντυπωσιασμένοι από την ανοχή μας κι εκστασιασμένοι από την παθητική ψυχραιμία μας. Λίγο ακόμη και τον φάγαμε το μήνα των μεγάλων ερώτων. Μια μικρή ουρίτσα από άνοιξη έμεινε, που θυμίζει καλοκαίρι. Και καθώς περνάει ο καιρός και ο κόσμος δυσκολεύει σαν κακοτράχαλο οδόστρωμα κάτω από την σόλα μου αισθάνομαι πολύ τυχερή που άφησα τα λάθη της περασμένης μου ζωής να ξοφλήσουν. Τυχερή που αφαίρεσα όλη αυτή την αμήχανα αντιερωτική ζωή που με τάιζαν  και την αδιάφορη αγάπη που με μπούκωναν. Άνθρωποι αταίριαστοι δίπλα μου. Μικροαστοί που μέτραγαν εργατοώρες προσπαθώντας να αποδείξουν κάτι. Αδύναμοι απέναντι μου σαν άχρωμα παράσιτα, μηδενικοί και αόριστοι. Αταξίδευτοι στην ψυχή και στο βλέμμα. Αταξίδευτοι γενικώς. Δυστυχώς τους έδωσα ένα κομμάτι καλών μου χρόνων. Ευτυχώς  έστω και αργά τους έστειλα  στο διάολο να συνεχίσουν εκεί την τόσο ταχτοποιημένη και  μικροαστική ζωή τους με τερατώδη δικά μου αντίγραφα. Ευτυχώς.

Όσο για τις εκλογές, όσο τις σκέφτομαι ξερνώ. Αλλά σαφώς και θα πάω να ψηφίσω. Είναι κι αυτό το βάσανο βλέπεις... Που να πάρει ο διάολος. Τα αποτελέσματα αυτών των εκλογών θα μας ορίσουν, όπως οι εφηβικοί μας έρωτες. Οι παρέες της ηλικίας μου άρχισαν να μιλούνε για πολιτική ξανά. Στις αυλές του κόσμου, εκλογές, εξαγορές, συναντήσεις ηγετών, θόρυβος και βουητό και  η χώρα μου σαν μια άλλη Μπλανς Ντιμπουά καταρρέει κάτω από την καλοσύνη των ξένων .Βαρέθηκα τα πάντα εννοείται. Αλλά είναι ακόμη Μάης και ο νους ξεστρατίζει. Κι εξάλλου η Μπλανς Ντιμπουά είναι πια ένα οξειδωμένο σύμβολο παλιάς ευγένειας με οικουμενική απόγνωση.
Έτσι, αφήνω μισάνοιχτο το παράθυρο ν' ακούσω  τους ανθισμένους βυσσινόκηπους και το σούρσιμο των φιδιών καθώς αλλάζουν πουκάμισο. Τώρα πια μπορώ να κοιμάμαι με αληθινούς  πρίγκιπες. Αληθινούς σαν πραγματοποιημένα όνειρα. Και κάπως έτσι γλιστρώ στο καλοκαίρι  με την πνοή του αέρα από το ανοιχτό παράθυρο να μου μπερδεύει τα μαλλιά και ελάχιστα περίεργη για το μέλλον. Αυτό το ακαθόριστο μέλλον. Από τότε που η σκόνη των χωραφιών θόλωνε τον ορίζοντα, μέχρι σήμερα, ο Μάιος υπήρξε για μένα επίφοβος. Σαν κλόουν σε θρίλερ.


Υπομονή  και εγρήγορση. Έχουμε  πάντα το φως με το μέρος μας.

Τρίτη, Απριλίου 17, 2012

ΎδΡα

Λίγα ξέφωτα γαλάζιου. Έπειτα το γκρι τα καταργεί. Απλώνεται στον ουρανό και στην θάλασσα. Στα βάθη και των δύο το βλέμμα μου με μάσκα και μπουκάλα οξυγόνου βυθίζεται. Ψάχνει για ναυάγια και σπασμένα αγγέλων φτερά. Για καρφιά σκουριασμένα και αγκάθινα στεφάνια πλεγμένα με φως. Στο βάθος της Ύδρας τα σύννεφα αλλάζουν συνεχώς σχήματα. Σε μια μεγάλη σιδερένια κούνια ένα κομμάτι καλοκαίρι κοκκινίζει τα χέρια μου και σχήματα αλμύρας ξεραίνονται στα βρεγμένα πόδια μου. Η θάλασσα κρύα. Ο ήλιος καυτός. Φυσάει και όλα μοιάζουν να ζαλίζονται και να πηγαίνουν ξαφνικά ένα βήμα πιο πέρα. Όπως όταν σκοντάφτει κανείς. Ένα βήμα πιο πέρα κατά λάθος.

Επιτάφιος, τοποθεσία Καμίνι. Αναμονή ωρών, κόσμος σκόρπιος αφήνει μικρά διάκενα. Ξένοι τουρίστες πίνουν ποτά και τραβάνε φωτογραφίες. Η χορωδία ακόμα να ακουστεί. Πιάνει μια ξαφνική βροχή και μπαίνω κάτω από το παλτό σου. Μια κυρία με λευκά μαλλιά μου δίνει την ομπρέλα της. Θυμάμαι εσένα. Παρόλο που έχεις λευκά μαλλιά ποτέ δεν θα μου έδινες καμιά ομπρέλα να σωθώ. Αποσυμπίεση. Τα βράδια εδώ μοιάζουν πετρόχτιστα και ατελείωτα. Φαρδιά σαν ξεχειλωμένα φούτερ. Κόκκινα ποτά, πράσινα μάτια, αξύριστα μάγουλα. Και στόματα που ψάχνουν να φιλήσουν σαλιώνοντας πρώτα τις λέξεις. Αποσυμπίεση. Η θάλασσα κατάμαυρη σαν μελάνι αναπνέει. Δεν την βλέπω αλλά νιώθω την υγρασία της στα πόδια μου. Απέναντι κάτι λυγερόκορμες ανεμογεννήτριες αναβοσβήνουν τα κόκκινα φώτα τους. Και η καρδιά μου σαν απόκοσμη πυγολαμπίδα πιάνει να χτυπά σύμφωνα με τον ρυθμό τους. Ο Χριστός έχει αναστηθεί και συ καπνίζεις πάνω στα βράχια. Το φως των κεριών είναι ακόμα σταθμευμένο στα μάτια σου. Και ακολουθούν κάποτε πρωινά με φως και πεζοπορία. Μέλισσες που φτιάχνουν καινούργιες γεωγραφίες γύρω μου, νέα πρόσωπα γεμάτα λουλούδια στα μαλλιά, ανθισμένα βλέμματα, φρέσκα δέρματα και ένας αέρας γεμάτος μυρωδιές. Θέλω να λιποθυμήσω εδώ. Κάτω από τις παχιές λευκές κοιλιές των σύννεφων και τα γουργουρητά των μικρών εντόμων. Εδώ. Σε αυτή την χωμάτινη διαδρομή απέναντι από το Μυρτώο πέλαγος και εκείνο το ιστιοφόρο με τα 28 λευκά πανιά και το περίεργο όνομα “sea cloud”
Εδώ, λίγο πριν την Κυριακή του Θωμά και να σε δω να εμφανίζεσαι μπροστά μου αλλά να μην το πιστέψω ποτέ.Και επιστρέφοντας πιο αλαφροΐσκιωτη από ποτέ με έναν αλλιώτικο χάρτη στα μάτια θυμήθηκα και πάλι εσένα μαζί με κάτι χρυσοκόκκινα απογεύματα και μια ακολουθία νυχτερινών ωρών σε λιμάνια. Θυμήθηκα βράχια και ψηλά χόρτα και έναν στίχο του Λειβαδίτη που λέει: «Κάθε που έρχεται η άνοιξη κλαίω γιατί σε λίγο θα φύγουμε και κανείς δεν θα μας θυμηθεί»...

Δευτέρα, Απριλίου 09, 2012

ΑνΕλΕηΤη 'ΑνΟιΞη


Φεγγάρι ολόκληρο, αντεστραμμένο. Μαύρη τρύπα θαρρείς. Γλυκό ανοιξιάτικο βράδυ. Έχει ελαφρύνει το σώμα. Αφαίρεση. Με την ακρόπολη στον αριστερό μου ώμο λέω προσευχές. Κυριακή των Βαΐων και τα μαλλιά σου σαν κομμένα κύματα. Σε ακολουθώ και μετά κρύβομαι πίσω από άλλους ώμους μεγαλύτερους για να μην μπορείς να με βρεις. Στις γραμμές του τρένου, στην Κωνσταντινουπόλεως, οι ψυχές ταξιδεύουν χωρίς σώματα. Τα χέρια μου σε πλήρη αμηχανία, τα μάτια μου ακολουθούν τις τροχιές των άστρων και μετά τα κύματα των μαλλιών σου και μετά μια ατμοσφαιρική αφηρημάδα. Με κοιτάς χαμογελώντας αλλά έχω ξεχάσει πως να είμαι ξανά μαζί σου.
Σε όλα τα μαγαζιά που βγαίνω τα ποτά μοιάζουν με χαλασμένο οινόπνευμα. Τρομεροί πονοκέφαλοι την επόμενη μέρα και μια λιακάδα που με σπάει σε χίλια κομμάτια. Κυριακή των Βαΐων. Περιφέρω το σώμα μου μέσα σε απόηχους αυτοκτονιών. Μετωπικές επανασυνδέσεις ξεφυσάνε σκόνη στο πρόσωπο μου. Στα κανάλια των μπουγαδόνερων και των ξερατών οι εκλογές χτυπάνε παλαμάκια. Διψάω. Αλλά δεν ξέρω γιατί. Στο στόμα μου υπάρχει η αίσθηση μιας τεράστιας δίψας. Αλλά είπαμε. Δεν ξέρω γιατί. Και έπειτα η δίψα φεύγει και έρχεται μια τεράστια λύπη. Μας εγκλώβισαν στην άθλια αυτή Αθήνα και δεν μπορούμε να το σκάσουμε πια. Απόλυτη σιωπή, σκοτάδι , αναμονή. Έγινε ένα κλικ και άλλαξαν όλα. Πρέπει να δούμε τι θα γίνουμε, όχι τι ήμασταν.
-Σ αγαπώ, μου λες
-Δεν θέλω αγάπη, σου απαντώ. Τι να την κάνω; Δώσε την εκεί που παρακαλούν και κλαψουρίζουν για αυτήν. Ο κόσμος γέμισε ζητιανιά. Τι έρχεσαι σε μένα;
-Εσένα αγαπώ, μου λες πιο ανύπαρκτος από ποτέ.
-Η αγάπη με κρατάει στάσιμη, η ευτυχία με κουράζει. Είναι τόσο μονότονη. Με κάνει να σταματάω να ψάχνω, να αγωνιώ. Η αγάπη δεν με ενδιαφέρει. Δεν την θέλω, την πολεμάω μέσα μου, δεν θα σου επιτρέψω λοιπόν να με αγαπάς.
Στέκομαι πιο μεγάλη από πάνω σου. Σε κοιτάω από εκατομμύρια έτη φωτός μοναξιά.

Κάτω από μια ανελέητη, βασανιστική άνοιξη. Σε συνεχή συνεννόηση με τον ήλιο.
Οφείλουμε να φανταστούμε κι αλλιώς τη ζωή μας.