Τετάρτη, Ιανουαρίου 20, 2010

ΜπΛε ΓεΝάΡηΣ


Κάνει κρύο στην πόλη σου. Όλα παγωμένα. Μπλε Γενάρης εδώ και το δέρμα μου τελείως τεντωμένο τεμαχίζει κάθε μυ που πάει να συσπαστεί καθώς σε αντικρίζω. Κουτσοπίνουμε αχνιστό τσάι, μασουλάμε βουτήματα και σοκολατάκια. Συζητάμε και τουρτουρίζουμε. Σε ερωτεύομαι βαθιά. Μέχρι τις μέσα μου ουλές. Τόσο βαθιά. Μου φιλάς τα χέρια. Το χνώτο σου πάνω τους μυρίζει κάρδαμο και μέλι.
Το βράδυ σε υποφωτισμένα καφενεία μεθάμε με ρώσικα λικέρ ή κονιάκ με χιλιάδες άστρα.
Ένα ζευγάρι που θυμίζει εμάς χορεύει στην άκρη του δρόμου βαλς. Βαριά παλτά λερώνουν τις άκρες τους σε χιονισμένα πεζοδρόμια, το λικέρ χύνεται πάνω μου ύποπτα, τα μυτερά στήθη μιας σερβιτόρας περάνε επιδεικτικά από τα μάτια μου και η βροχή ακόμα μέσα στο μυαλό μου, από προχθές, σιγανή και επίμονη μουρμουρίζει να τρέξω να σε βρω. Και η νύχτα όλο και χώνει τις καρφίτσες της στο δέρμα μου. Σε αναζητώ παρόλο που σε έχω εδώ. Σκαρφαλώνω πάνω σου και σημειώνω ότι βλέπω. Τα μαλλιά σου έχουν γκριζάρει πολύ από την τελευταία φορά. Τα δικά μου έχουν απλά μακρύνει. Το σπίτι σου με τα φώτα αναμμένα κάθε βράδυ, σαν καράβι, μας πάει εκεί που όλα είναι ανέγγιχτα, και μείς με βία τα σπιλώνουμε και τα κάνουμε δικά μας μέσα από συγκρούσεις σωμάτων και μικροσκοπικών ήχων. Είμαι το μαγικό σου γλυκό που όσο το τρως πληθαίνει. Κοιμάμαι και ξυπνάω μαζί σου γιατί σε θεωρώ σπουδαίο πέρα από διάσημο. Σε βάζω και σε βγάζω από μέσα μου με την ίδια ευκολία που θα είχα και σε ένα άλλο δωμάτιο, πιο δικό μου. Προτιμώ όμως αυτό το δωμάτιο, όπου κανείς άλλος μαζί σου, εδώ, δεν είχε ολοκληρώσει τον ύπνο του. Νοιώθω συνεπαρμένη. Αυτό το συναίσθημα είχα να το αισθανθώ από τότε που ήμουν μικρή και με έντυναν Ελλάδα στο σχολείο.

Στο απέναντι μπαλκόνι ξημερώματα Κυριακής μια κοπέλα καπνίζει ένα τσιγάρο αμφιβόλου ποιότητας και τραγουδάει. Είναι τυλιγμένη με το πάπλωμα της. Μοιάζει με γιγάντιο κουκούλι. Την παρατηρώ με μια θαμπή μελαγχολία και σκέπτομαι πως συγκατοικούμε πάντα με αυτούς που μας ξεσηκώνουν, που μας δίνουν προοπτική που μας κουράζουν και μας χαλαρώνουν ταυτόχρονα .Που η έλλειψη τους μας κάνει να βγαίνουμε στην ζητιανιά. Αποτελούν έναν «τρόπο» και όχι έναν «τόπο» κατοίκησης και αυτό με εξιτάρει ακόμα πιο πολύ.

Επιστρέφω σαν μεγάλο «αχ» στην πόλη μου. Στιλπνός ουρανός και τα σύννεφα σαν δαχτυλίδια καπνού από κάποιο περαστικό τσιγάρο. Η ακρόπολη σαν άγια τράπεζα των αιώνων και ο γλυκός μου γερασμένος Υμηττός παρατηρεί με τα κιάλια το κρυμμένο θαυμαστικό των ματιών μου και τα καράβια που χάνονται στο βάθος του Σουνίου.
Η ζωή μας, από την γέννηση ως το θάνατο, είναι γεμάτη συγκρούσεις και μεις σε όλη αυτή την πορεία ζούμε προσπαθώντας να τις αποφύγουμε και αυτό γεννάει ακόμα περισσότερες.

Παρασκευή, Ιανουαρίου 08, 2010

CoMmE cEcI


Αλλόκοτος καιρός. Ψευδαίσθηση ενός αποδυναμωμένου καλοκαιριού. Θα ήθελα να ζήσω ανατολικά. Επιθύμησα τις εποχές.
Τις πρώτες μέρες του χρόνου, ανηφόρισα στα ορεινά σημεία της Πελοποννήσου να φτάσω τον χειμώνα. Να τον ξυπνήσω γιατί μου έλειψε, αν και ποτέ δεν τον χώνεψα. Μαίναλο. Ζήρια. Δάση με έλατα. Ομίχλη και πεζοπορία με κεφάλι σκυφτό. Ο νέος χρόνος με τράβηξε κοντά του απότομα. Με έχωσε μέσα σε μια φύση πιο πράσινη από όσο θα έπρεπε. Δροσοσταλίδες για κρέμα ημέρας. Το πρόσωπο μου μυρίζει νωπό χώμα. Κάτω από ένα απομεινάρι βελανιδιάς άφησα το φωτοστέφανο του πανικού και την μικρή αλυσίδα της ουτοπίας του εφήμερου που είχα κρεμασμένη στον λαιμό. Ιαματικά φυτά για τροφή. Ψευδαισθήσεις όλα. Τα βράδια δίπλα στην φωτιά καίμε τις ιστορίες που δεν μας χώρεσαν. Και κάποτε όταν το βλέμμα μας ανταμώνει τον Κορινθιακό κόλπο σου ψιθυρίζω με άφθονο κρασί στο αίμα πως βλέπω τον χάρτη του ουρανού να αλλάζει. Ξημερώνει αργά και από την πλατεία της Δημητσάνας οι κορυφές των βουνών πετάγονται άξαφνα μπροστά μας όπως τα χέρια των καλών μαθητών στην τάξη.

Στους λόφους της πόλης μια μαστουρωμένη άνοιξη παραμιλά.
Νυχτώνει και κατεβαίνω ήσυχα μέσα στο βραδινό αεράκι σε μέρη παρακμιακά. Θυμάμαι τα πάντα. Ακόμα και αυτό που υπήρχε πριν από μας.
Μαζί σε όλα, ουρλιάζουμε τις λέξεις γνέφοντας στους σερβιτόρους να μας γεμίζουν τα ποτήρια μόλις αδειάζουν, και σκέφτομαι πως το τέλος δεν θα έρθει γιατί είναι ήδη εδώ. Αεροπλάνα με ανυποψίαστους επιβάτες πετάνε πάνω από το κεφάλι μας καθώς η πόλη γίνεται όλο και πιο άσχημη και οι συναντήσεις μας μου αφήνουν στα σπλάχνα την έντονη επιθυμία να εξομολογηθώ. Έχω ακόμα το άρωμα σου στη σάρκα μου. Κατεστραμμένη σάρκα, ερείπια στα βάθη μου, που μέσα τους ανθίζουν χορτάρια. Οι άνθρωποι καταστρέφουν τα πάντα. Έτσι πάει μπροστά ο κόσμος.

Λυκαυγές μιας νέας δεκαετίας και εγώ με μια χλωμή σελήνη γλείφω ότι με στοίχειωσε. Πίσω μου γραμμές γυμνοσάλιαγκα παίρνουν σχήματα πελώριων κύκλων. Άνθρωποι περνούν δίπλα μου, απέναντι μου, με προσπερνάμε μέσα από τα αυτοκίνητα τους. Άνθρωποι που δεν θα μάθουν ποτέ τίποτα για μένα. Η μέρα δεν είναι παρά μια σύντομη ανάπαυλα ανάμεσα σε δυο νύχτες. Μου μένουν ακόμα πολλά να κάνω.

Πέμπτη, Δεκεμβρίου 31, 2009

2010 - 37 ΡαΓίΣμΑτΑ


Καθόταν πίσω από την πλάτη μου και παρατηρούσε τα αχτένιστα μαλλιά μου. Σκούπισα τα ματιά μου και φύσηξα δυνατά την μύτη μου.
-Ήσουνα πάντα έτσι; Με ρώτησε και τα χέρια του χάιδεψαν τα δικά μου. Ήταν γύρω στα 12 και τα κατάξανθα μαλλιά του ήταν έμοιαζαν σχεδόν λευκά.
-Μου ράγισε την καρδιά, του είπα κοιτώντας τα κόκκινα από το κρύο μάγουλα του, κι όταν ερχόταν η ευκαιρία να αγαπηθώ ξανά το έβαζα στα πόδια.
-Ανόητο μου ακούγεται, μου είπε και ξεφύσησε δυνατά.
-Φοβόμουν μήπως ραγίσει ξανά η καρδιά μου. Μερικές φορές εμπιστεύεσαι έναν άνθρωπο και μετά όταν τα πράγματα δεν πάνε καλά, σε ξεχνάει. Όλοι σε ξεχνάνε.
-Ίσως να είναι απασχολημένοι. Ίσως να μην σε έχουν ξεχάσει, αλλά να έχουν ξεχάσει να σε θυμηθούν. Καταλαβαίνεις;
-Ναι, του έγνεψα και ένα βάρος σαν τσιμέντο ολόκληρο ξεκόλλησε από το πίσω μέρος του αυχένα μου και έπεσε με δύναμη στο έδαφος, απλώς φοβάμαι… φοβάμαι πως αν εμπιστευτώ ξανά θα ραγίσει η καρδιά μου.
Πήγε πάλι πίσω από την πλάτη μου και κόλλησε το κεφάλι του απαλά σα να προσπαθούσε να ακούσει κάτι.
-Είχα ένα ωραίο ζευγάρι πορτοκαλί πατίνια, ψιθύρισε, και φοβόμουνα να τα φορέσω για να μην τα χαλάσω. Για αυτό τα κρατούσα μέσα στο κουτί. Και ξέρεις τι έγινε;
-Τι έγινε;
-Μεγάλωσα και δεν μου έκαναν πια. Δεν τα φόρεσα ποτέ.
Γύρισα απότομα.
-Τα πατίνια και η καρδιά του ανθρώπου είναι δύο διαφορετικά πράγματα,είπα θυμωμένη.
-Το ίδιο είναι. Αν δεν χρησιμοποιείς την καρδιά σου τότε τι σε νοιάζει αν ραγίσει; Όταν αποφασίσεις να την χρησιμοποιείς όμως φοβάμαι ότι δεν θα είναι καλή. Πρέπει να ρισκάρεις νομίζω, κι ας είμαι τόσο μικρός. Τα μαλλιά μου είναι λευκά σχεδόν.
-Να ρισκάρεις, ξανάπε και έβαλα τα κλάματα με τον ίδιο τρόπο που έκλαιγα όταν έπεφτα από το ποδήλατο.
Η καρδιά σου, συνέχισε, μπορεί να είναι ραγισμένη αλλά είναι ακόμα εκεί.

Καλή χρονιά σε όλους!

Τρίτη, Δεκεμβρίου 15, 2009

ΚαΛά ΧρΙσΤοΥγΕνΝα


Τον τελευταίο καιρό ανοίγω τα μάτια μου πάντα την ίδια ώρα. Έξι παρά κι αργεί να ξημερώσει. Νοτιάς έξω. Υδατικές σταγόνες πέφτουν στραβά εδώ κι εκεί. Που και που σκάει μύτη μια χλωμή ηλιοφάνεια. Τον τελευταίο καιρό μπερδεύω τις μέρες. Ιδίως τις Τρίτες. Μου θυμίζουν Παρασκευές και τα βραδινά τελειώματα της Κυριακής μου θυμίζουν βραδινά τελειώματα από Δευτέρες. Το στρίφωμα της μοναξιάς μου όλο και μακραίνει. Σε λίγο θα μου πέφτει φαρδύ και μεγάλο σαν σάβανο. Είναι κάτι που ζω πρώτη φορά και σαν κάτι τέτοιο με μαγεύει. Σχεδόν με κάνει να νοιώθω ασφαλής.
Ζω σε ένα παράλληλο σύμπαν και δεν παίρνω χαμπάρι τι γίνεται δίπλα μου. Και αυτό μόνο μαγικό μπορεί να είναι. Μια μορφή αυτισμού με εικαστικό look με κάνει να επαναλαμβάνω ετεροχρονισμένα φράσεις παλαιού ενδιαφέροντος όπως, «Μαμά τι φαγητό έχουμε σήμερα;» ή «μπαμπά θα με πας με το αυτοκίνητο στην πλατεία;» Χαμογελάω γιατί τίποτα δεν υπάρχει πια στην μορφή που το ήξερα. Οι άνθρωποι απομακρύνονται όταν δεν καταλαβαίνουν. Γυρνάν την πλάτη. Αδιαφορούν και συνεχίζουν να επιπλώνουν την ζωή τους μακριά από σένα. Χαμογελάω. Με συμπόνια. Δεν με πονάει τόσο. Τους έχω κι όλας ξεχάσει. Έτσι πρέπει. Υπάρχουν κάποια πράγματα που πρέπει να ξεχάσουμε ώστε να τα μάθουμε και υπάρχουν πράγματα που πρέπει να κατέχουμε ώστε να τα αποκηρύξουμε.

Περασμένες 5. Κάπου σε ένα βενζινάδικο στην Αττική οδό. Βάζω αέρα στα λάστιχα ενώ ένας πιτσιρικάς παλεύει να μου φτιάξει την καμένη μου ασφάλεια. Κόβω νευρικά βόλτες. Ξυρίζει έξω. Σκέφτομαι πως θα ήταν αν έκοβα βόλτες έξω από μια σεληνάκατο χαλασμένη ενώ ένας μηχανικός θα προσπαθούσε να συντονίσει το πρόβλημα. Έπειτα από τρία τέταρτα η καινούργια ασφάλεια έχει τοποθετηθεί. Του αφήνω 5 ευρώ. Στην αρχή δεν τα θέλει του φαίνονται πολλά. «Έλα πάρτα , θα τα πάρω από αλλού», του λέω μασουλώντας το κορδόνι από την κουκούλα μου. Το ίδιο βράδυ κι ενώ επέστρεφα στο video club έναν μεγάλο αριθμό αργοπορημένων dvd η κοπέλα στο ταμείο μου έκοψε από το συνολικό ποσό πληρωμής 5 ευρώ. Θυμήθηκα τι είχα πει στον πιτσιρικά και χαμογέλασα. Το παίρνεις πίσω αυτό που δίνεις καλό ή κακό. Το παίρνεις πίσω. Νόμος.

Απόγευμα βαθύ προς νύχτα στο γραφειάκι του σαλονιού. Όσο γράφω, από το ανοιχτό παράθυρο της κουζίνας μπαίνει μια καταχθόνια μυρωδιά από αρνίσιο λίπος. Πλησιάζουν τα Χριστούγεννα και καθόλου δεν τα θέλω. Ποτέ δεν τα ήθελα. Ούτε σαν παιδί. Με κατέθλιβαν. Παρ όλα αυτά προσπάθησα να μου πάω κόντρα. Στόλισα το καραβάκι μου φέτος και έβαλα φωτάκια παντού. Πήγα εναντία στα μέσα μου σκοτάδια. Ενάντια στη νύχτα. Ενάντια στα θέλω των άλλων. Τα δικά μου με κάνουν να νοιώθω πιο υγιής. Παίζω με χάρη και ευελιξία το παιχνίδι της ζωής. Με χάρη και ευελιξία. Γιατί ξέρω πως κρίνεσαι όχι τόσο για αυτά που έπραξες αλλά για αυτά που δεν τόλμησες να κάνεις.

Καλά Χριστούγεννα παίδες.