
Σαν καλοκαίρι πρώιμο έξω. Νοέμβρης λέει το ημερολόγιο τοίχου. Είκοσι εφτά βαθμοί. Αφύσικο. Μια αλλόκοτη επανάληψη καλοκαιριού. Η ίδια εποχή εδώ και έξι μήνες. Η Μιλού ρίχνει ξανά τις τρίχες της. Την κουρεύω έξω στο μπαλκόνι με τον ήλιο σαν τραύμα στο μέτωπο. Γεμάτοι εγκαύματα και πληγές φωτός. Μοιάζει να έχουμε πόλεμο εκεί έξω μα το μόνο που έχουμε είναι καλοκαίρι. Μου έλειψε η κανονικότητα των εποχών. Μου έλειψε αυτό το κάτι που δεν έζησα όταν έπρεπε να ζήσω μη ξέροντας γιατί. Μια παύση ξεχειλωμένη σαν κατεστραμμένο μακό έγινε το κρησφύγετο μας.Άλλαξε η ώρα. Κέρδισα μια ώρα πίσω από την ζωή μου. Έδωσα μια ευκαιρία σε μένα να ζήσω ξανά μια ώρα με διορθωτικές κινήσεις. Νυχτοπούλι, νυχτολούλουδο, νυχτέρι, νυχτερίδα, η απλά νύχτα το μέρος που διαβιώ. Τα ποτά μας στραφταλίζουν. Καπνοί κολλάνε σαν στέμμα στα μαλλιά. Τα κορίτσια στο απέναντι τραπέζι μας κοιτούν και μιλάν χαμηλόφωνα. Έτσι όπως φυσά ο άνεμος του Νοεμβρίου, και μου αποκαλύπτει κάθε δειλινό ουράνιες Αίτνες εγώ ρωτάω συνεχώς αν έχει λάβα ο ουρανός.
Μέσα στο ταξί σχεδόν ξημέρωμα ξαπλωμένη στα πόδια σου, στο πίσω κάθισμα, συλλαβίζω την ευτυχία. Λέξεις γραμμένες με ένα αόρατο στυλό στην άκρη του δαχτύλου μου αιωρούνται από πάνω σου. Προσπαθείς να καταλάβεις τι γράφω. «Είμαι ερωτευμένη» σου ψιθυρίζω και χαμογελάς. Η ευτυχία δεν είναι κάτι σαν την ίωση που την κολλάς και είσαι ευτυχισμένος. Είναι θέμα επιλογής και μόνο.
Επιστροφή. Όλα θολά. Όλα μαζί σαν ένα. Μνήμη σαν πεπιεσμένο χαρτί. Η Μιλού περιφέρεται σε αναζήτηση λείας. Λογαριασμοί μαζεμένοι στο μεγάλο τραπέζι του σαλονιού. Ο υπολογιστής ξεχασμένος ανοιχτός. Το φαγητό έξω από το ψυγείο. Έληξε το γάλα χωρίς να το πιω ξανά. Ο κόσμος ανατινάζεται, ο κόσμος πολεμάει και σκοτώνεται για το τίποτα εκεί έξω. Μιλήσω δεν μιλήσω το σύμπαν θα εξακολουθήσει να φτιάχνει τους νόμους του. Μια μεγάλη αγκαλιά και μια νύχτα στο πλάι μου. Και ο καιρός θα αλλάξει όπου να ναι. Πονάνε τα αρχαία μου τραύματα.
Τι παράξενο. Ούτε που το κατάλαβα. Το σήμερα τελείωσε κι όλας.

Η ζωή είναι ένας χείμαρρος που ακόμα και οι παρατηρητές κάποτε μέσα του μπαίνουν. Μονορούφι οι μέρες. Ρουφιούνται σαν γάλα yoko choco σε πράσινο πλαστικό ποτηράκι. Κυριαρχούν κάτι χρυσές Οκτωβριανές ανταύγειες διάσπαρτες στα έπιπλα, στους τοίχους, και στα ξύλινα πατώματα. Χρυσάφι παντού κι ύστερα το σκηνικό αλλάζει. Σκουραίνουν οι όψεις, ο ουρανός φαίνεται ταβάνι καπνισμένο και οι ανταύγειες δεν υπάρχουν πια. Οκτώβρης και όλα ξενυχτάνε κάτω από γαλάζια φώτα και δυνατές μουσικές. Καπνοί, τσιγάρα μισοσβησμένα σε τασάκια, τηλέφωνα σε λευκά χαρτιά, υπενθυμίσεις που βαράνε σε άσχετες ώρες. Λίγες ώρες ύπνου που στάζουν σαν ρετσίνι πεύκου την επόμενη μέρα στα μαλλιά. Και ο ρυθμός όλο λέει να αλλάξει και όλο μένει εκεί. Σκέφτομαι το φλερτ με αυτή την υπαρξιακή ηρεμία στα τελειώματα της μέρας μου. Εξαιρετικό αυτό όταν συμβαίνει. Ανοίγω την πόρτα και την βρίσκω εκεί. Κάθεται πάντα στην μεγάλη τζαμαρία που βλέπει μέχρι την Αίγινα. Είμαι πολύ κοντά της. Παλεύω δίχως θεό για μια αγιοσύνη, σαν τους ήρωες του Μπέκετ και γω. Την κοιτάω και μονάζω μέσα μου σαν να βιώνω έναν μυστικό κοσμοκαλογερισμό.
Και ύστερα έρχεσαι εσύ και με μεγαλώνεις. Με βάφεις, με ντύνεις, με στολίζεις και με πειθαρχείς με έρωτα. Λες πως συνώνυμο του να μεγαλώνεις είναι η σοβαρότητα. Εμένα η σοβαρότητα δεν μ’ άρεσε ποτέ. Έχει σκοτάδι μπόλικο και συμπαγές. Έχω προσέξει ότι οι άνθρωποι που αποφασίζουν να συμπεριφερθούν σοβαρά, παρουσιάζουν μια εικόνα αγκύλωσης μπλοκάροντας έτσι το όποιο πνεύμα υπάρχει και που θα μπορούσε να πετάξει ελεύθερο. Προτιμώ την ανελέητη παιδικότητα και το φως.
Οκτώβρης λοιπόν, και λέω σε όλους πως οι βαθύτατες επιθυμίες με κάποιον τρόπο εκπληρώνονται γιατί μεταφέρονται σαν υπόγεια κανάλια. Μου έχει συμβεί. Κι έτσι ξαφνικά αφαιρούμαι και σκέφτομαι το Ατλαντίς, εκείνο το διαστημικό πλοίο που εκτοξεύτηκε κάτι χρόνια πριν για την τελευταία περιπλάνηση του στα άστρα. Θα πάρουν τα κιάλια τους τ' αστέρια και θα χαζεύουν το σκάφος των μικρών θεών που ψάχνει γέφυρες στο χάος. Έτσι που λες, το Ατλαντίς στα άστρα.
Στη ζωή καμιά φορά τα μικρά πράγματα φέρουν το μεγαλύτερο βάρος.

Η πλάτη μου πονάει από το σκίσιμο των νέων φτερών που ξεπροβάλλουν και δεν είναι καθόλου μεταφορικό. Παρ όλη την πτώση μου, ξαναβγαίνουν. Πήρα νέα μορφή, νέα ρούχα και ένα νέο έρωτα δίπλα μου. Όλα αλλάζουν με πρώτη και τελευταία εσένα που επέστρεψες έτσι ξαφνικά και άφωνα στην γενέτειρα σου λόγω ασθένειας του πατέρα. Έμεινα με κάποια παλιά σου post it κολλημένα στα ημερολόγια των τελευταίων 4 χρόνων. Με δύο τρεις μπλούζες σου φορεμένες και με όλο το ζουμί του γαλακτερού γαλαξία σου στο ποτήρι του πρωινού καφέ μου. Συχνά πυκνά από τότε που έφυγες σκάει μύτη τα βράδια εκείνος ο γνώριμος παρασιτικός φόβος σαν δαγκωματιά στο μέρος της καρδιάς. Κάποιες φορές εκεί στα σκοτεινά αποκόμματα της νύχτας ρίχνω ένα σπαραξικάρδιο κλάμα και ζηλεύω ξαφνικά τις φάλαινες που έχουν την παροχή του φυσητήρα. Αν είχα και γω θα έβγαζα με μια μικρή προσπάθεια όλο τον πόνο σε δάκρυα από κει. Και μετά μου έρχεται η λέξη διχοτόμηση και η εικόνα ενός τομαριού που το σκίζουν. Η πιο αληθινή και ολόκληρη φίλη που είχα ποτέ ήσουν και θα είσαι.
Κοιμάμαι μαζί του. Ξυπνάω πιο νέα. Η μέρα μικραίνει. Το φως χαμηλώνει κι άλλο στα μάτια μου. Τα σύννεφα επιστρέφουν στις γαλανές αλάνες και φτιάχνουν απίστευτα σχέδια. Κάθε βλέμμα και ένα βιβλίο ολόκληρο. Μια γλυκιά μελαγχολία που μου πάει καίει το στήθος μου. Κατεβαίνω σε εκείνα τα μεγάλα δέντρα του κήπου και χαζεύω την φορά των αστεριών. Μαζί του. Κάτι μεγαλώνει μέσα μου αλλά δεν ξέρω αν είναι συναίσθημα ή άνθρωπος. Περιμένω φτιάχνοντας μια νέα γεωγραφία καθημερινότητας με ολοκαίνουργια πρόσωπα και στιγμές. Τι τύχη! Δεν έχω καιρό για ξόδεμα και στ’ ορκίζομαι πως αυτή την στιγμή είμαστε άπειροι.Βράδυ στο κέντρο. Λίγο μετά τα γενέθλια μου. Κάνω τζούρες υπαρξισμού. Λέει εκείνη(δεν βρίσκω την άνω τελεία στο πληκτρολόγιο) «Ήθελα να σου φέρω ένα λουλούδι για τα γενέθλια σου αλλά δεν ήταν τίποτε ανοιχτό στο δρόμο καθώς ερχόμουν και ντρέπομαι που το λέω, αλλά σταμάτησα σε ένα περίπτερο και σου πήρα ένα φακό. Ένα μικρό φακό για να φωτίζεις την ζωή σου και μετά να ρίχνεις φως και στις δικές μας». Ήθελα να δακρύσω αλλά αντ’ αυτού τσούγκρισα το ποτήρι της.Δεν έχω και πολλά να γράψω. Ζω το τώρα. Το καταπίνω και νιώθω σαν πύθωνας που καταπίνει ολόκληρο άνθρωπο. Το φωτογραφίζω και το ταΐζω με σκέψεις. Κατασκευάζω μνήμες καινούργιες και πολύ πιο εφαρμοστές από τις παλιές. Σβήνω το φως και κοιμάμαι. Διαδρομή δαχτύλων ξεκινά από άκρη σε άκρη. Κάνουμε μαγικά πράγματα εμείς οι άνθρωποι ακόμα κι αν έχουμε μια νύχτα στον κόσμο.Με ρωτάς , ξέρεις τι συμβαίνει όταν πεθαίνει ένα άστρο; Εξαφανίζεται;Δεν εξαφανίζεται ακριβώς, σου λέω, μετατρέπεται σε μαύρη τρύπα. Σε πελώρια μάζα απορρόφησης ενέργειας που στην αυτοκαταστροφή του κλέβει κάθε φως που το πλησιάζει.Κι έπειτα σκέφτομαι τις δικές μου μαύρες τρύπες, μίζερες και συρρικνωμένες, γεμάτες κακία και ξεφυσάω με δύναμη που γλύτωσα το φως μου από αυτές.
Και η ζωή συνεχίζεται στη διαπασών. Ντε και καλά να σου επιβληθεί.

Μικρές αποδράσεις. Στην εθνική με τα μεγάλα. Δακρυσμένα μάτια. Το γκάζι πατημένο. Αθηνών –Πατρών χωρίς ανάσες, ενώ η δύση πιο κάτω να κρύβεται και κάτι πράσινες αχτίνες να διαπερνούν τον ουρανό. Ονειρεύομαι έναν μεγάλο ύπνο. Συγχωρώ αλλά δεν ξεχνώ. Βαραίνουν οι μέρες, ξελαφρώνει η κλεψύδρα της αντοχής. Σαββατοκύριακα άδεια σαν πιατέλα με κέικ γενεθλίων, αφού τελειώσει η πληκτική γιορτή. Ξυπνάω με την αυγή ήδη στο δωμάτιο και έπειτα στα μάτια να πυρπολεί. Φυσάει ωραία εδώ. Το μεσημέρι σε παίρνω στο κατόπι. Κολυμπάμε ανάμεσα σε δεμένες βάρκες με δισύλλαβα ονόματα και δυνατά ρεύματα κάτω από τα πόδια. Μιλάμε για παλιακούς έρωτες και για μοναχικές στάσεις λεωφορείων με βροχή, είκοσι χρόνια πριν, τότε που όλοι κάτι περιμέναμε. Κοιτάω λοξά πίσω από τον ώμο σου. Η γέφυρα του Ρίο σαν έγχορδο στέμμα στο κεφάλι σου. Κολυμπάμε για ώρα. Από το παλιό ferry boat, χρόνια τώρα αγκυροβολημένο, κάτι υπερφίαλα νιάτα κάνουν βουτιές. Φοβάμαι και μόνο που τους βλέπω. Μέχρι που πατώνω και όλα πάλι έρχονται στο σωστό μέγεθος με λιγότερο πανικό και περισσότερη νηνεμία. Βραδιάζει. Μπλε ώρες τριγύρω. Γεμάτη αλμύρα στέκομαι κάτω από την τεράστια μουριά της αυλής σου και αφουγκράζομαι τα ανείπωτα. Και είναι ήδη Αύγουστος προχωρημένος. Πίσω από τα στόρια παραμονεύουν τα κουνούπια και άλλα έντομα. Παραμονεύεις και συ με εκείνο το πονηρό βλέμμα και τα αιχμηρά ιδεώδη σου. Σε απολαμβάνω μέχρι που ξοδεύεται όλο το 3ημερο και επιστρέφω στα πάτρια. Εδώ πίσω λοιπόν τα φυτά μεγαλώνουν με μυθιστορηματική ταχύτητα. Φυτά σαβάνας χωρίς σαρκοβόρα λιοντάρια. Μένω να φυλάω τα τείχη μαζί με τους υπόλοιπους και να ποτίζω βεράντες συγγενών και φίλων που χάθηκαν στον λάρυγγα του μήνα. Γεμάτη περσίδες στα μαλλιά και στα ρούχα προσεύχομαι σε κάτι που με γαραγαλάει κάτω από την επήρεια των μελλοντικών αναμνήσεων.
Κλεισμένη στο άντρο μου με μια επιφανή μοναξιά υπάρχω πυρετικά, χαζεύοντας τις μεγάλες μύγες που αυτοκτονούν πάνω στα τζάμια απορημένες και αδιάφορες για τις ήττες τους ελληνικού έθνους. Μετρώ τις Μαρίες τις Δέσποινες τους Παναγιώτηδες και τους Μάριους που γνώρισα και αγαπηθήκαμε σε κάποια στροφή του βίου μας. Στο δωμάτιο θερμή υγρασία απουσίας. Και κάπως έτσι θα ξημερώσει και πάλι ο Δεκαπενταύγουστος -η χαρά του τάματος και των ταμένων-ημέρα συνωστισμού εορταζόντων και θρησκευτικών στοιχημάτων που με ξενερώνουν κάθε χρόνο όλο και πιο πολύ.
Τάχα μου όλα αλλάζουν και όλα θυμίζουν το αναπόφευκτο. Αλλά τι να πεις, έτσι είναι η ζωή και να την ζούμε πρέπει.