Κυριακή, Μαΐου 15, 2011

ΑοΡιΣτΙα


Κάθε πρωί που ανοίγω τα μάτια μου τα πουλιά κελαϊδάνε και ο ήλιος καυτός σέρνεται στην κρύα πλάτη του ουρανού σκαρφαλώνοντας.Κάθε πρωί που ανοίγω τα μάτια μου ο κόσμος όπως τον θυμάμαι είναι ακόμα εκεί. Κάθε πρωί το υπέδαφος συνεχώς υποχωρεί κάτω απο τα πόδια μου.Δεν αντιδρώ,όσο φοβισμένη κι αν είμαι. Αλλάζω πόδια κι ελαττώνω το σχήμα μου μέχρι να δω οτι πάλι με αντέχει.Με κρατάει γερά.Οι ηλικίες των κοριστιών έξω στους δρόμους όλο και μικραίνουν και τα αγόρια δέν έχουν φύλο πια.Σε κάθε ραντεβού μου πάω λίγο νωρίτερα μόνο και μόνο για να παρατηρώ τον κόσμο που γυρνάει μαζί με την γη.Εξετάζω τους ανθρώπους και τα νέα είδη που όλο προκύπτουν, κρατώντας σημειώσεις.Στις παρέες που ξεβράζομαι τον τελευταίο καιρό, οι άνθρωποι μιλάνε συνεχώς με τα μάτια γυρισμένα σε ένα δικό τους νότο.Κανείς δεν κοιτάει τα μάτια του άλλου.Σα να μην υπήρχαν ποτέ πάνω στο πρόσωπο.Κανείς δεν ακούει, όλοι μόνο μιλάνε σε μια γλώσσα που δεν καταλαβαίνω με πολλά ρημαγμένα «εγώ» που σαπίζουν μαζί με τα δόντια.Και ο Μάης αφαιρεί τα ρούχα μου σιγά σιγά και μακραίνει βίαια τα μαλλιά μου, χωρίς στολισμούς.Μου τραβάει την ψυχή σαν σφεντόνα και με βάζει να βλέπω αποσπάσματα φόνων στα δελτία ειδήσεων, ξυλοδαρμούς, βιασμούς, κλω­τσιές ξανθών εθνικιστών σε γεννητικά όργανα μεταναστών και νοσοκομεία που φιλοξενουν ανθρώπους με κρίσιμα 48ωρα.Και συνεχίζω να βάζω τον ήχο στο mute και αφήνω το «Nightlite» των Bonobo να πάιζει μέχρι να βραδιάσει εντελώς και να κλείσω το κουμπί της τηλεόρασης και το κουμπί του κόσμου, ανοίγοντας όλα τα παράθυρα του σπιτιού και της ψηχής για να μπει το ερωτικό ρεφρέν του Γκιώνη.Σαν λούπα ξεχασμένης συγχορδίας μιας εποχής γεμάτης σέπια.

Περνάνε οι μέρες του Μάη σαν στιγμές μεθυσμένες, σαν θέα ζαλισμένη έπειτα από πολύ ξύλο. Αποφεύγω το κάποτε πρωτεϊνούχο κέντρο που μεγάλωσα και ακουμπάω τα άκρα μου στα νότια προάστια.Με ένα σπαστό ποδήλατο για παραλλαγή, τσουλάω σαν τον ήλιο, σκαρφαλώνοντας στην πλάτη της ζωής, στην επιφάνεια της γης,στην γωνία της κύρτωσης του λεπτού άξονά της.Τρέχω μπαγιατεύοντας τις νωπές μου σκέψεις με μπόλικο οξυγόνο και ιώδιο.Τρέχω με πρόχειρα αυτοσχέδια φορέματα και με τα μαλλιά πιασμένα ψηλά σφυρίζω έναν παλιό σκοπό.Έναν σκοπό που με κρατάει σφιχτά δεμένη με εκείνον τον παλιό κόσμο που έζησα αλλάζοντας μορφές και σχήματα.Ξανά και ξανά.Και καθώς καταπίνω τα χρόνια μου σαν χάπια για κάθε χρήση

περιμένοντας τους βαρβάρους στο κέντρο της πόλης, απομακρύνομαι όλο και περισσότερο από τα γεγονότα.Τα απογυμνώνω από κάθε λεπτομέρεια κι έτσι η περίσταση αποκτάει μια αοριστία που καλυτερεύει την εικόνα.

Ο κόσμος είναι το καλύτερο μέρος για να γεννηθεί κανείς.


Δευτέρα, Μαΐου 02, 2011

ΠεΣ μΟυ ΠόΤε

Μαγιάτικο πρωινό γεμάτο βλέννες φωτός και σκόνη μπαγιάτικου ουρανού. Ξυπνάω και κοιμάμαι με τα υπολείμματα του περσινού καλοκαιριού κρυμμένα κάτω από τα νύχια μου. Στόλισα τα μαλλιά μου με μικρά ανθάκια σήμερα και γέμισα τα βάζα με ροζέ ορχιδέες. Η Άνοιξη ξενυχτάει μαζί μου μέσα σε υποφωτισμένα σαλόνια, κατασκότεινα bar, και γαλάζια μάτια. Ξενυχτάει γύρω από μακροσκελείς παρέες με ρούχα ελαφριά και ποτά διάφανα σαν ποταμίσια ρυάκια, που τα παγάκια λιώνουν μέσα τους σαν διορίες που λήγουν. Οι γάμπες και τα χέρια μου είναι λευκά σαν φρεσκοπλυμένα σεντόνια κάτω από τον Ήλιο. Τα μάτια μου πρησμένα και κόκκινα, ερεθισμένα από έρωτες κοφτερούς που με κάνουν να τους παρατηρώ ματώνοντας. Είμαι αλλιώς πια, τελείως διαφορετική. Μοιάζω με λάθος αποτέλεσμα εξίσωσης γεμάτης από αιχμηρά χ και ψ που σκαλώνουν σαν μικρές πευκοβελόνες στα μαλλιά μου μπερδεύοντας τα συνεχώς .Περιμένω μια αλλαγή, ένα λάθος πάτημα, enter καταλάθος 2 φορές η space καμία. Περιμένω μια νύχτα καταλάθος μεγαλύτερη από την κανονική και ύστερα την επόμενη μέρα να ανατέλλει τσιρίζοντας με μελάτα φωνήεντα και να διώχνει τα σύννεφα. Σ’ αγάπησα, μα τώρα αγαπάω άλλον. Κατοίκησα πάνω σου τόσα χρόνια και μπήκα όσο βαθύτερα μπορούσα μέσα σου χωρίς να ανάψω ούτε ένα φως. Τώρα δεν θυμάμαι καν τα τετραγωνικά σου. Μένω αλλού πια. Με μια βαλίτσα στο χέρι αφήνω παντόφλες και πυτζάμες φρεσκοπλυμένες σε σπίτια που δεν θα ξαναδώ δεύτερη φορά. Πλέω σε ένα χυλό αδράνειας και απάθειας και για αυτό φταίει αυτή η σκρόφα η Άνοιξη. Ταλαντούχα αμαρτωλή γεμάτη δόξα και τρέλα και γω μέσα της ένας παλιός κομπάρσος με τα ίδια ρούχα που ακόμα να πληρωθεί. Ακούω cd με κομμάτια γεμάτα μελαχρινή μελαγχολία και εύχομαι να βούλιαζε κάτι. Από την απέναντι θέα μέχρι εκείνη εκεί την πολιτεία στο χάρτη. Κι έπειτα ένα μικρό πετραδάκι πέφτει πάνω στο παρ μπριζ και με ξυπνάει από όλα. Και τότε το μόνο που υπάρχει είναι μια ξύστρα, ντέφια και κρουστά και αργές εικόνες σα να βγήκαν μέσα από μεθύσι ,και κελαηδίσματα πουλιών και παράλληλα σύμπαντα. Κόσμοι έρχονται και μπλέκονται. Ο πόνος για αυτό που δεν πραγματοποιήθηκε. Η απουσία κι έπειτα η παρουσία και το μεταφυσικό στοιχείο του ερώτα. Όλα εδώ βαλμένα με λάθος σειρά. Και στο τέλος πάντα να φεύγω με κινηματογραφικό βλέμμα. Και συ να κοιτάς, όπως όλοι, γοητευμένος. Το βλέμμα μου είναι ένα μυστικό για ένα μυστικό. Όσο περισσότερα λέει τόσο πιο λίγα ξέρεις .Και απομακρύνομαι μέχρι να ζιπαριστώ σε μια μαύρη γυαλιστερή τελεία μαζί με τα 265 κόκκαλα μου. Δεν περιμένω τίποτα. Ο Μάης μου αρκεί για τώρα.

Παρ όλα αυτά πες μου πότε.

Πέμπτη, Απριλίου 14, 2011

ΕαΡιΝά αΠοΣπΑσΜτΑ

Στο ταχυδρομείο δύο μεγάλες κυρίες με λευκά ψάθινα καπέλα συζητάνε χαμηλόφωνα. Μυρίζουν κλεισούρα και ξινισμένη λεβάντα. Μυτερά περλέ νύχια και καφέ ροζιασμένα χέρια. Η μια βγάζει ένα μικρό τηλεφωνικό κατάλογο και κάτι ψάχνει. Πόσο καιρό έχω να δω και έπειτα να διαβάσω τηλεφωνικό κατάλογο; Πόσο καιρό έχω να πλησιάσω τόσο κοντά ηλικιωμένη κυρία. Από τότε που η γιαγιά μου, μου έδεσε τον τελευταίο Μάρτη στο καρπό. Πάνε έτη φωτός πίσω. Από τότε.

Απριλιάτικη δύση. Συγκλονιστική. Γεμάτη με στεφάνια από σύννεφα και λυκόφως. Γεμάτη ξεβαμμένο ροζ και νοσταλγία. Γεμάτη άδεια χέρια, χωρίς άνθη και πύρινα μαλλιά φρεσκολουσμένα με άρωμα μήλου. Σκιές μωβ και πορτοκαλί στην λευκή ντουλάπα. Κάθε φορά που κινούμαι στο δωμάτιο η σκιά μου μουτζουρώνει όλες τις γύρω επιφάνειες. Επεκτείνομαι μαζί με το φως. Κι έπειτα το μπουκώνω μέσα μου. Στην δικιά μου άβυσσο που κανείς ποτέ δεν θα φτάσει.

Στο δρόμο όλα γκρι με μωβ άνθια και όλα φλου. Μυρίζει η πασχαλιά, η γαζία και η νεραντζιά και με πιάνει μια απροσδιόριστη λύσσα. Και στην ωμοπλάτη, στο σημείο των παλιών φτερών κάτι αρχίζει και κουνιέται. Μια μνήμη αρχαία σκαλίζει τα ψηλά γαλάζια του ουρανού. Χωρίς βοηθητική σκάλα.

Σε ένα μικρό στενό 4 σταματημένοι μοτοσυκλετιστές της αστυνομίας κοιτάνε τις προσφορές του διαφημιστικού καταλόγου από το Praktiker. Πολλή δουλειά, μουρμουρίζω κοιτώντας το κάθισμα του συνοδηγού για ξεκάρφωμα. Παρατηρώ τις γαλάζιες σειρήνες που μοιάζουν με μαγικά ραβδιά και προσποιούμαι τον ήχο τους. Τρέχω και πατάω φρένο απότομα ξανά και ξανά κι έτσι γαργαλιούνται τα μέσα μου και καταφέρνω επιτέλους να γελάσω αληθινά.

Στον καθρέφτη του μπάνιου με δυνατό φωτισμό ψάχνω να βρω στα μαλλιά μου την παρουσία λευκών ηλεκτρισμένων τριχών. Τίποτα ακόμα. Τριάντα εννιά κοντεύω και κάθε καλοκαίρι ακόμα ξανθαίνω σαν πεντάχρονο.

Τα μεσημέρια που είναι το φως ζεστό φοράω ένα ροζ δερμάτινο για να νομίζω ότι άνθισα και περπατάω με μικρά γρήγορα βήματα κοιτώντας πάντα τους σχηματισμούς που παράγουν τα σύννεφα. Χάνω το δρόμο όμως πέφτοντας πάντα πάνω σε λάθους ανθρώπους χωρίς να ζητήσω συγγνώμη και αυτοί με ερωτεύονται μια και έξω. Κι έπειτα έρχεται σαν ταμπλέτα χαράς εκείνο το τεράστιο Σαββατοκύριακο και το παίρνω μαζί με το σπαστό μου ποδήλατο και κάνουμε βόλτες στα παράλια της Αττικής. Και καθώς η παρέα μεγαλώνει η βόλτα ξεχειλώνει και μας πάει σε κρυφούς κολπίσκους με ζεστά νερά και καφέ άμμο. Σε χοντρά αλμυρίκια που από κάτω ξαποσταίνουμε συζητώντας λες και γραφούμε βιβλία. Και στο μυαλό μου σήπεται ένα παλιός θλιμμένος κόσμος και καταρρέει μαζί με παλιά, δικά μου αποσπάσματα.

Άνοιξη και σούρουπο σαν μωβ συκώτι. Χαμηλά ντεσιμπέλ χωρίς εκρήξεις. Διηγήσεις βελούδινες χωρίς πόνο. Από το δέρμα μου πετάγονται κάτι μικρά πράσινα φυλλαράκια. Τελευταίοι χαιρετισμοί και στην στροφή το πορτοκαλί δέρμα της μεγάλης εβδομάδας. Φως αβάσταχτο. Κοντομάνικα και τα χέρια μου να μπερδεύονται με τα δικά σου καθώς τα σύννεφα συνεχίζουν να βράζουν σαν γάλα πίσω από τις κορυφές των λόφων και οι μέρες ξεσκίζουν τα σωθικά των πάντων φυτεύοντας νέα κείμενα.

Υποθέτω πως δεν θα έχουμε άλλη ευκαιρία να βρεθούμε με την μορφή που είμαστε ετούτη την Άνοιξη ποτέ ξανά.

Δευτέρα, Μαρτίου 21, 2011

σEλHνIαΚό ΠεΡίΓεΙο


Με τράβηξε από τα μαλλιά και με κάθισε στο ξύλινο γραφείο του σαλονιού. Μου έβαλε το πιστόλι στον κρόταφο και μου είπε να γράψω. Η φωνή της ήταν βραχνή σα να είχε καταπιεί 10 βρεγμένα καλώδια γεμάτα βραχυκύκλωμα. Ήταν τεράστια αυτή την φορά και το φως της μου έκαιγε την παλίρροια των κροτάφων μου. Δεν έχω τίποτα να πω όλο αυτό τον καιρό και αν έχω χάνεται μέσα από το άνοιγμα και το κλείσιμο της εξώπορτας μου κάθε πρωί. Έγινε κι άλλο ασημένια και ένα κομμάτι υδράργυρου έπεσε στην λεύκη μου κόλα. Άρχισα να σκέφτομαι το κουβάρι των πραγμάτων που έκρυβα πίσω από τις κόκκινες αρτηρίες μου και κάτω από τα φρεσκοκομμένα νύχια μου. Το πιστόλι της πίεσε περισσότερο τον κρόταφο μου. Είχε κατέβει κι άλλο πιο κοντά αυτή τη φορά και μου το είχε πει ότι θα γινόταν εχθρική αν δεν έγραφα έστω και μια λέξη. Ξεκίνησα αργά να γράφω.

Είναι Μάρτης και στο χέρι μου φορώ εκείνη την ασπροκόκκινη πλεξούδα ενώ μέσα μου ακόμα το μαύρο φως του χειμώνα γδέρνει τα τοιχώματα της μοριακής μου δομής. Η νύχτα μικραίνει συνεχώς και τις τελευταίες μέρες ξυπνάω νωρίς από το κελαΐδισμα του αηδονιού. Ετοιμάζω ένα ταξίδι στον Βορρά κι ένα καθρέφτισμα του εαυτού μου στον Δούναβη. Στην πλατεία Συντάγματος ωστόσο νέα παιδιά μοιράζουν τσάμπα αγκαλιές σε οποίον θέλει και κάπου εκεί στην Ιαπωνία νέα τέρατα ετοιμάζονται να βγουν, όσο οι πόροι του χώματος στραγγίζουν τα θαλασσινά νερά από το τσουνάμι. Και συνεχίζω να παρατηρώ ρουφώντας σούπες Knorr τα βράδια τον κόσμο που αλλάζει δομές και τα μεταφυσικά φαινόμενα των πόλεων, που μας αφομοιώνουν. Περπατώ ακόμα κάνοντας ζικ ζακ πάντα μπλε και αφηρημένη έχοντας μια νέα σελήνη στο μυαλό. Αποχαιρετώ με ένα μεγάλο παιδικό χαμόγελο αγαπημένες μορφές με πράσινα μάτια και λυγισμένες βλεφαρίδες που φεύγουν στα ξένα για μια νέα ζωή και μέσα μου κλαίω γοερά. Κηδεύω τα τελειώματα και ξεσκονίζω τα μικρά και στενά ξέφωτα που μου άφησε ο ελεύθερος χρόνος για να μπω. Κι ύστερα γράφω λέξεις.500, 456, 380, 200.Λέξεις που ζυγίζω, γυαλίζω, ζουμπάω, αλλάζω το σχήμα και τα σύμφωνα τους. Λέξεις σαν μαλακά τσουρέκια που βουτάει κανείς στο γάλα. Λέξεις σαν φρεσκοκομμένα ανοιξιάτικα λουλούδια. Λέξεις δικές μου γυρισμένες ανάποδα. Μάρτης λοιπόν και η νύχτα μυρίζει αλλιώς πια. Κάποιες φόρες η Άνοιξη σουλατσάρει μουρμουρίζοντας Edith. Κάποιες άλλες σφίγγω και άλλο το κασκόλ γύρω από τον λαιμό και κουμπώνω μέχρι πάνω το παλτό μου. Σκέφτομαι όλες τις αφίξεις και τις αναχωρήσεις που θα έρθουν να με βρουν και τεντώνω την σπονδυλική μου στήλη. Σκέφτομαι εκείνον και εκείνη. Σκέφτομαι αυτό και το άλλο λουσμένα με εκείνες τις ανοιξιάτικες μυρωδιές κάποιων ολοστρόγγυλων βραδινών βημάτων, στο σχόλασμα, από την πύλη εξόδου μέχρι το αμάξι. Μέχρι εκεί σ αγαπώ κι μετά ξεχνώ γιατί. Και δες που δεν άντεξα πολύ κι έκανα καινούργιους φίλους. Απέκτησα μια ολοκαίνουργια νονά με μάτια αστρικά κι αυτόφωτα, ένα γαλαζοπράσινο αγόρι να λαμπιρίζει τις νύχτες που θα λείπει αυτή από κει ψηλά και 2- 3 υπεραστικά τηλεφωνήματα αργά τη νύχτα. Νέα αυτά, λαμποκοπάνε μέσα μου. Ξέχασα το παλιό που κουβαλούσα και κοιμήθηκα χωρίς το φως ανοιχτό. Τα όνειρα που ξεκίνησα να κατασκευάζω τις νύχτες του Μαρτίου είναι τελείως ασυνάρτητα και αυτό γιατί μέσα από την ασυναρτησία μπορεί να προκύψει κάτι που θα με πάει κι άλλο μπροστά.

Έβγαλε αργά το πιστόλι από τον κρόταφο μου και βγήκε από το παράθυρο, όπως μπήκε. Την κοίταζα να γυαλίζει. Ήταν τεράστια, ήταν στη μικρότερη απόσταση των τελευταίων 18 ετών από τη Γη. Τράβηξα την κουρτίνα και προσπάθησα να αφουγκραστώ το χαμηλό ροχαλητό του νάρκισσου στον κήπο και το σούρσιμο της αγριοβιολέτας που αντάμωσα προχθές στην άμμο του Μαραθώνα. ‘Όλα μέσα μου λαμποκοπούσαν και έρρεαν στην ησυχία. Αντίο Μάρτη. Σε λίγο θα κόψω την πλεξούδα σου απ΄ τον λευκό καρπό μου. Σε λίγο όλα θα μοιάζουν και θα είναι αλλιώς.