
Αφύσικη ζέστη. Ο ουρανός κοκκινίζει ξαφνικά και υπόσχεται μια καταιγίδα που ποτέ δεν έρχεται. Η σελήνη σαν δρεπάνι λαμποκοπά πάνω από τον σβέρκο μου. Περίεργη νύχτα μοιάζει σα να έχει ανακαινιστεί ολόκληρος ο κόσμος, χωρίς φασαρία. Ετοιμάζω βαλίτσες. Ο ιδρώτας γράφει μια μικρή παράγραφο στο χαμηλό μέρος της μέσης μου. Με ανατριχιάζει.
Οι μικρές Κυκλάδες λαμποκοπάνε, σαν ήσυχοι σκονισμένοι λόφοι μιας παλιάς Ιερουσαλήμ, στον σαστισμένο μου νου. Χαίρομαι που αφήνω πίσω αυτά τα λίγα. Χαίρομαι που δεν παίρνω σχεδόν τίποτα παραπάνω από όσα χρειάζομαι. Μερικά φορέματα ,δυο σανδάλια, μισό αντηλιακό, το περσυνό κοχυλάκι που ερωτεύτηκα, για καραμέλα, εκείνο το γαλάζιο ψάθινο καπέλο που έσκισε ο αέρας πέρυσι, και καμιά δεκαριά βιβλία .Θα σκάψω ένα βαθύ λαγούμι στην άμμο, κάτω από ένα αφηρημένο αλμυρίκι και θα διαβάζω μέχρι το σώμα μου να ξεφλουδίσει. Θα ξεφορτωθώ το χρόνο και τα ρούχα μου και θα σκεφτώ μόνο όποιους χρειάζομαι. Έπειτα θα κολλήσω σπόρους καρπουζιού στην κοιλιά μου και θα γράψω νέες προτάσεις που ποτέ δεν μου δόθηκαν σε άλλη στεριά.
Τα βράδια θα πλαγιάζω με τους πιο μακρινούς αστερισμούς και θα προσπαθώ να θυμάμαι τα ονόματα όλων το επόμενο πρωί. Θα γλύφω τα κύματα στις άκρες τους και θα πατώ με δύναμη την άμμο μέχρι να κάψει τα ασυνήθιστα πέλματα μου. Θα κοιμάμαι σε βράχια μυτερά μέχρι το σώμα μου να πάρει το σχήμα τους και αν θελήσω να νοσταλγήσω τα λίγα που άφησα, θα το κάνω ανάβοντας φιδάκι για τα κουνούπια στη βεράντα. Κι έπειτα αν νοιώθω ότι το μυαλό γλιστράει προς το άπειρο, για να το φέρω πίσω θα κρεμάω τα χέρια μου σαν άχαρη μαριονέττα, κοντά στα πλευρά μου, και θα σιγοτραγουδώ, σαλιώνοντας τα χείλη μου, τον σκοπό από τα πρώτα κομμάτια που έμαθα, παίζοντας φλογέρα.
Και θα περάσει ο καιρός από πάνω μου να με σκουριάσει και να μου βάλει αλάτι και ιώδιο για αντίδωρο στις πρόσφατες πληγές. Και γω, με τα κουφάρια των νεκρών σχέσεων στα χέρια, θα ανοίξω λάκκους στον πιο κοντινό αυλόγυρο μιας εκκλησίας και θα τα θάψω. Δεν θα κάνω τίποτα, παρά μόνο θα υπάρχω με όλα τα τόσα λίγα που μου έμειναν και τα πολλά που περιμένω.
Dolce far niente- η γλύκα του να μην κάνεις τίποτα. Πολύ καλό καλοκαίρι.