
Κάνει κρύο στην πόλη σου. Όλα παγωμένα. Μπλε Γενάρης εδώ και το δέρμα μου τελείως τεντωμένο τεμαχίζει κάθε μυ που πάει να συσπαστεί καθώς σε αντικρίζω. Κουτσοπίνουμε αχνιστό τσάι, μασουλάμε βουτήματα και σοκολατάκια. Συζητάμε και τουρτουρίζουμε. Σε ερωτεύομαι βαθιά. Μέχρι τις μέσα μου ουλές. Τόσο βαθιά. Μου φιλάς τα χέρια. Το χνώτο σου πάνω τους μυρίζει κάρδαμο και μέλι.
Το βράδυ σε υποφωτισμένα καφενεία μεθάμε με ρώσικα λικέρ ή κονιάκ με χιλιάδες άστρα.
Ένα ζευγάρι που θυμίζει εμάς χορεύει στην άκρη του δρόμου βαλς. Βαριά παλτά λερώνουν τις άκρες τους σε χιονισμένα πεζοδρόμια, το λικέρ χύνεται πάνω μου ύποπτα, τα μυτερά στήθη μιας σερβιτόρας περάνε επιδεικτικά από τα μάτια μου και η βροχή ακόμα μέσα στο μυαλό μου, από προχθές, σιγανή και επίμονη μουρμουρίζει να τρέξω να σε βρω. Και η νύχτα όλο και χώνει τις καρφίτσες της στο δέρμα μου. Σε αναζητώ παρόλο που σε έχω εδώ. Σκαρφαλώνω πάνω σου και σημειώνω ότι βλέπω. Τα μαλλιά σου έχουν γκριζάρει πολύ από την τελευταία φορά. Τα δικά μου έχουν απλά μακρύνει. Το σπίτι σου με τα φώτα αναμμένα κάθε βράδυ, σαν καράβι, μας πάει εκεί που όλα είναι ανέγγιχτα, και μείς με βία τα σπιλώνουμε και τα κάνουμε δικά μας μέσα από συγκρούσεις σωμάτων και μικροσκοπικών ήχων. Είμαι το μαγικό σου γλυκό που όσο το τρως πληθαίνει. Κοιμάμαι και ξυπνάω μαζί σου γιατί σε θεωρώ σπουδαίο πέρα από διάσημο. Σε βάζω και σε βγάζω από μέσα μου με την ίδια ευκολία που θα είχα και σε ένα άλλο δωμάτιο, πιο δικό μου. Προτιμώ όμως αυτό το δωμάτιο, όπου κανείς άλλος μαζί σου, εδώ, δεν είχε ολοκληρώσει τον ύπνο του. Νοιώθω συνεπαρμένη. Αυτό το συναίσθημα είχα να το αισθανθώ από τότε που ήμουν μικρή και με έντυναν Ελλάδα στο σχολείο.
Στο απέναντι μπαλκόνι ξημερώματα Κυριακής μια κοπέλα καπνίζει ένα τσιγάρο αμφιβόλου ποιότητας και τραγουδάει. Είναι τυλιγμένη με το πάπλωμα της. Μοιάζει με γιγάντιο κουκούλι. Την παρατηρώ με μια θαμπή μελαγχολία και σκέπτομαι πως συγκατοικούμε πάντα με αυτούς που μας ξεσηκώνουν, που μας δίνουν προοπτική που μας κουράζουν και μας χαλαρώνουν ταυτόχρονα .Που η έλλειψη τους μας κάνει να βγαίνουμε στην ζητιανιά. Αποτελούν έναν «τρόπο» και όχι έναν «τόπο» κατοίκησης και αυτό με εξιτάρει ακόμα πιο πολύ.
Επιστρέφω σαν μεγάλο «αχ» στην πόλη μου. Στιλπνός ουρανός και τα σύννεφα σαν δαχτυλίδια καπνού από κάποιο περαστικό τσιγάρο. Η ακρόπολη σαν άγια τράπεζα των αιώνων και ο γλυκός μου γερασμένος Υμηττός παρατηρεί με τα κιάλια το κρυμμένο θαυμαστικό των ματιών μου και τα καράβια που χάνονται στο βάθος του Σουνίου.
Η ζωή μας, από την γέννηση ως το θάνατο, είναι γεμάτη συγκρούσεις και μεις σε όλη αυτή την πορεία ζούμε προσπαθώντας να τις αποφύγουμε και αυτό γεννάει ακόμα περισσότερες.