Χτες το βράδυ αποκοιμήθηκα ως συνήθως μπροστά στην τηλεόραση. Ένα κρώξιμο από έξω με έκανε να πεταχτώ. Κοίταξα το ρολόι του τοίχου. Έλεγε 5 το πρωί. Βγήκα έξω και μύρισα την δροσιά της νύχτας. Τόσο ήσυχα όλα. Σήκωσα τα χέρια μου και τα έπλεξα κάτω από τα άστρα. Εισέπνευσα το κατακάθι τους και κατέβηκα στον κήπο. Περπάτησα για δέκα λεπτά.
Όταν ανέβηκα πάλι πάνω ξαναέριξα μια ματιά στο χτεσινό σου γράμμα. Μου έλεγες ξανά για εκείνη την φοβερή ιστορία που άκουσες από μια μεγάλη κυρία στο ταξίδι σου, η οποία έβλεπε κάθε βράδυ το φάντασμα του κερατωμένου της συζύγου πάνω στο κεφαλόσκαλο του δωματίου τους. Χαμογέλασα και σε έφερα στο νου μου,με εκείνες τις ψηλοτάκουνες γόβες που όλο σε χτύπαγαν. Από τότε που έφυγες στο Παρίσι όλο σε φέρνω στο νου μου να βγάζεις εκείνες τις ψηλοτάκουνες γόβες σου και να τρίβεις τα πόδια σου. Μου λείπεις. Είσαι η μόνη φίλη που έχω με ψηλοτάκουνα. Όλα μου λείπουν αυτή την εποχή....όλα ταξιδεύουν με ταχύτητα φωτός στον αγύριστο. Ακόμα και οι γόβες σου.
Οι νυσταγμένες αυτές σκέψεις διαλύθηκαν μόλις το ίδιο περίεργο κρώξιμο με έκανε να τρέξω προς το παράθυρο του σαλονιού. Ξαφνικά η μπαλκονόπορτα άνοιξε και μια τεράστια λευκή γάτα μπήκε μέσα. Η γάτα ήταν εξαιρετικά ήρεμη και κατάλαβα ότι πρέπει να ήταν έγκυος και έψαχνε για τροφή. Πλησίασε με αργά και ήρεμα βήματα τη πικέ κουβέρτα μου. Άρχισε να τρίβεται στην γάμπα μου. Ήταν κρύα σαν κομμάτι χιονιού. Τότε γύρισα και κοίταξα προς το μπαλκόνι και είδα πάνω στα κάγκελα να στέκεται ένα κορίτσι με μαύρη μακριά κάπα (λίγο σαν comic super hero λίγο σαν ήρωας Gothic νουβέλας) που ανέμιζε.
Το κορίτσι ήσουν εσύ. Και ήξερα ότι ήσουν εσύ. Θυμάμαι ότι σκέφτηκα το όνομα σου να σκαρφαλώνει γύρω από την κάπα σου. Δεν με κοίταζες κι όμως ένιωθα το βλέμμα σου να με καίει. Η γάτα ήταν δική σου. Είχε πηδήξει από μπαλκόνι σε μπαλκόνι μέχρι το σπίτι μου και την είχες ακολουθήσει. Ήσουν νέα, ήμασταν σχεδόν συνομήλικες. Και η γάτα έμοιαζε πολύ με εκείνη τη γάτα της φωτογραφίας που είχες παλιά στο κομοδίνο σου.
Ποτέ δεν σε είχα δει με τέτοια αμφίεση, ποτέ δε σε είχα προλάβει σε τέτοια ηλικία. Ένιωσα τρόμο. Δεν πιστεύω στα φαντάσματα. Το ξέρεις αυτό καλά. Αλλά κοίτα τώρα που δεν ήξερα τι να κάνω. Έστεκες εκεί μπροστά στο κάγκελο του μπαλκονιού με την πλάτη γυρισμένη σε μένα και το απαλό αεράκι να σου διαβάζει τα μαλλιά. Μου ήρθε πάλι στο μυαλό, πιο γεροδεμένη από πριν, η ιστορία της γριάς και του φαντάσματος του κερατωμένου της συζύγου. Φαντάσματα ψέλλισα…Εσύ είσαι;
-Εγώ γλυκεία μου. Μην τρομάζεις είσαι ασφαλής αν σέβεσαι την περιοχή μας.
-Και πως θα ξέρω ότι είμαι στην περιοχή σας;
-Θα το νοιώσεις,είπε και η φωνή της βρήκε πάλι την χαμένη θέση της μέσα μου. Γύρισε και είδα πάλι τα μεγάλα μάτια της, γεροντίστικα όπως τότε.
-Θα το νοιώσω; Μα πως;
-Θα νοιώσεις κρύο στο πίσω μέρος του λαιμού και στο κάτω μέρος του σώματος σου.
Θα νοιώσεις φόβο και ανυπομονησία. Το σώμα σου θα αρχίσει να τρέμει
Το σώμα μου είχε αρχίσει κι έτρεμε. Και στο πίσω μέρος του λαιμού μου ένιωθα χειμώνα.
-Ναι κατάλαβα τι λες... Είναι όπως όταν νιώθεις έλξη για κάποιον άλλο άνθρωπο. Τα ίδια αυτά συναισθήματα.
Και μετά σε έχασα. Εξαφανίστηκες. Μαζί και η ματσούλα, η λευκή γάτα σου.
Στις πεντέμιση με πήρε ο ύπνος στην πολυθρόνα.
Θυμάμαι ότι σε ονειρεύτηκα, γριά με εκείνη την μωβ ρόμπα σου. Πηγαίναμε μαζί στο σπίτι σου και παρακολουθούσα λέει τον αγώνα σου να βρεις την ευτυχία με ολύμπια ηρεμία ...γιατί εγώ την είχα ήδη βρει και ήμουν σίγουρη γι' αυτό.
Άνοιξα τα μάτια μου γύρω στις 7 το πρωί. Καίγανε και η μύτη μου είχε μια σχετική υγρασία. Έκανα ένα κρύο μπάνιο. Αυτή η άνοιξη με έχει αρρωστήσει. Αναρωτιέμαι αν είναι αλλεργία ή μήπως είναι δροσιά. Λες να πέφτει δροσιά; Χώθηκα σχεδόν μουδιασμένη στο κρεβάτι μου ξανά. Στις οχτώ έβαλα στα μάτια μου ένα κατάπλασμα με κρύο νερό και στις οχτώμιση ήπια ένα φλιτζάνι μέντα. Άνοιξα το άλμπουμ με τις οικογενειακές φωτογραφίες.
Το μάτι μου έπεσε σε αυτή που είχες την γάτα στα γόνατα σου. Φαινόσουν νεότατη. Πίσω στην παλιά τρίχινη πολυθρόνα ήταν ριγμένη μια μαύρη κάπα με κουκούλα. Άρχισα να κλαίω. Σκέφτηκά πάλι το κορίτσι με την κάπα στο κάγκελο του μπαλκονιού. Τη νεότητα που ανέβλυζε από την κίνηση του σώματος. Τα μαλλιά, εκείνα τα μαλλιά που έμοιαζαν με σπάγκο λουλακί,σα να ήταν ζωγραφισμένα από τον πιο ταλαντούχο κομίστα
Σήκωσα τα μάτια μου και κοίταξα τον πρωινό ουρανό. Ένα σμήνος από χελιδόνια πέταξε. Μου έμοιασαν σαν ένα μικρό κοπάδι από χτεσινές μπαγιάτικες σκέψεις.
Είναι φορές γιαγιά που η μεγαλύτερη αγάπη που ένιωσες διαρκεί μόνο μισή ώρα.
Και είναι ικανή να σου αλλάξει όλο το θεώρημα της υπάρχουσας ζωής σου.
Αφιερωμένο στη Lupa