
Ο νυχτερινός χάρτης του ουρανού από πάνω. Τα φώτα των παραλιακών χωριών. Ο φλοίσβος που ακούγεται μέχρι μέσα,τα πυρακτωμένα σώματα.
Οι απέναντι κορυφογραμμές.
Οι μπλε ώρες.
Τα κρυφά μονοπάτια, τα πλατάνια με τα νερά. Ρεματιές και ιαματικά λουτρά.
Βιβλία σκόρπια στο κομοδίνο,εφημερίδες αργά το απόγευμα. Ένας Λιβανέζος περπατάει ανάμεσα στα ερείπια του δρόμου,στο νότιο Λίβανο,φωτιά στο Λαύριο,η θάλασσα μπροστά μου παλεύει να με κερδίσει... Οι παρατάσεις και οι περιπέτειες του προαστιακού στο τρίτο τμήμα του, ο τουρισμός που αναζητεί νέο μοντέλο ανάπτυξης, γιατί ενώ βουλιάζει από τουρίστες η κίνηση είναι μειωμένη λόγω του“all inclusive”.
Ο μοντέρνος Ζακ Τατί στα θερινά της Αθήνας. Κι έπειτα, όλοι έχουμε μάθει με ένα αγκάθι να ζούμε κρυμμένο βαθιά. Σε έχω όλο στο μυαλό μου. Κουλουριασμένο, μουδιασμένο και τόσο δα μικρό. Χιλιάδες οι κλοπές και οι διαρρήξεις στην Αθήνα, η εγκληματικότητα έχει αυξηθεί τον τελευταίο καιρό στην πρωτεύουσα. Τα βράδια στο νησί βλέπω όλο εφιάλτες Το καλό παλεύει με το κακό πάνω από το μαξιλάρι μου,παίρνω μαχαίρι και του κόβω το κεφάλι και έπειτα τρέχω σε δρόμους άγνωστους σαν εκείνο το Λιβανέζο, κρύβομαι μήπως και με πιάσουν. Με το μαχαίρι στο χέρι ακόμα αλλά αίματα πουθενά. Εσύ εμφανίζεσαι πολύ πιo μετά με ένα μπαλωμένο σκούρο μπλε φουστάνι και ξυρισμένο το κεφάλι σου,κορίτσι πράγμα. Σε καμαρώνω μέσα από τα κύματα του Αρμενιστή κάτω από τον λυτρωτικό ήλιο και ζηλεύω που λύθηκες, θα ήθελα όπως μου είπες και συ, να ήμουνα μια μύγα στον τοίχο της ψυχής σου, όταν ταιριάζεις τις λέξεις και φτιάχνεις τις φράσεις που εκφράζουν τις έννοιες και τις ιδέες σου. Κάθε φορά που σε ανακαλύπτω με κάνεις να θυμάμαι ότι δεν είμαι μόνη. Πάμε πάλι. Καστανιές, πλατάνια νερά τρεχούμενα, μισοεξαντλημένοι ποταμοί,αυλές με πλάκες που καίνε, αντικουνουπικά με ιλαρά πορτοκαλί φωτάκια,λευκά σεντόνια,μυρωδιά σχοίνου και θυμαριού,φασκόμηλου και πεύκου. Διάσπαρτα σπίτια σε ράχες βουνών,αδύνατα ηλιοκαμένα παιδικά σώματα,νυσταγμένα βλέμματα ντόπιων,ήλιος σφυρί ,χωματόδρομοι,κύματα, πράσινα ανακατεμένα νερά, στρογγυλοί βράχοι με πτυχώσεις να μου θυμίζουν μπαγιάτικο ξεραμένο ζυμάρι,ανάβαση, κατάβαση για παγωμένες θάλασσες. Καρπούζι στη μέση κομμένο, ο αφρός της μπίρας που φουσκώνει στο ποτήρι σου, ανάσες καστανιάς πάνω σε επικίνδυνες στροφές. Υπέροχα πανηγύρια στις Ράχες, στον Άγιο Πολύκαρπο, στο Καρκινάγρι. Με Ικαριώτικους χορούς και κρασί μέχρι αργά. Στο γυρισμό εργάτες φτιάχνουν, όλο φτιάχνουν, ένα απέραντο εργοτάξιο η Ικαρία.
Και το άλλο μεσημέρι σε μια ξαπλώστρα η Φλέρυ Νταντωνάκη μου κρατάει, μέσα από το «Δίφωνο», συντροφιά.
-Τι σκέφτεσαι;
-Την Αθήνα...εσύ;
-Την επόμενη βουτιά!
Επιστρέφοντας κρατώ τα σκήπτρα του νησιού παραμάσχαλα σαν πατερίτσες. Το λιμάνι ζεστό,απόκοσμο σαν χυδαία χαβούζα που βράζει δυσώδη βλέμματα. Το αγκάθι είναι για να μένει εκεί και να το αισθανόμαστε κάθε φορά που εμείς το τσιγκλάμε.Μετά από χρόνια, ξέρετε, το απορροφά ο οργανισμός μας και ξεχνάμε πότε και γιατί το αποκτήσαμε.