Μπερδεύω τις μέρες, μπερδεύω τις ώρες. Αρχίζω και ξεχνάω γεγονότα και καταστάσεις που έζησα. Ονόματα και χαρακτηριστικά ανθρώπων. Η χωρητικότητα
της μνήμης μου όλο και μικραίνει. Θυμάμαι το πρωί της Δευτέρας και το απόγευμα της Τρίτης σα να είναι μια μέρα μαζί. Το βράδυ της Τετάρτης ένα μεγάλο déjà vu με εκείνο της Παρασκευής και πάει λέγοντας. Πέφτω για ύπνο κάθε βράδυ ελπίζοντας ότι θα ξυπνήσω και όλα θα είναι καλύτερα. Ξυπνάω και όλα είναι ίδια και θέλω να σταματήσει αυτό και κανείς δεν κάνει τίποτα. Ούτε εγώ.
Πέντε η ώρα που βραδιάζει. Κλειστός ουρανός. Υποψία βροχής. Χαμηλές θερμοκρασίες ως αρμόζει σε προχριστουγεννιάτικο απόγευμα. Από τα ηχεία του πικάπ μια μουσική μαϊμουδίζει συμπαθητικά προκλασικούς και νεότερους συνθέτες με βορειοδυτικό ταπεραμέντο. Είναι ένας δίσκος που ακούω αυτός πονηρά συναισθηματικός τον οποίο κουβάλησα από το σαλόνι της τελευταίας μου σχέσης. Ένας γλυκόπικρος παρασιτικός φόβος με κατατρέχει. Αποξενώνομαι κι όλας από πολλά πράγματα που κάποτε ήταν συνήθειες. Μια υποψία κεφαλαλγίας νανουρίζεται με το νερό που βράζει στην κατσαρόλα. Η ησυχία του δωματίου είναι περίεργο άλλα προϊδεάζει τα Χριστούγεννα. Ειδικά τούτη την ώρα που αισθάνομαι άνετα στην καινούργια μου φόρμα, που το νέο μου σαμπουάν μυρίζει ανεπαίσθητα σαν μια παλιά εγγλέζικη κολόνια που είχε η μαμά μου, που ακόμη και τα ρινίσματα από το ξύσιμο των μολυβιών που γράφω στις σελίδες του ημερολογίου μου είναι φρέσκα στο τασάκι. Θυμάμαι όταν ήμουν πιο μικρή, και με λιγότερες αιχμές μέσα μου, λαχταρούσα αυτές τις προ των Χριστουγέννων μέρες. Για όλη αυτή την περίοδο της αναμονής .Τότε που μπορούσα ακόμα να στήνω ψευδαισθήσεις, θερμοκρασίες και αστέρια κατά πως με βόλευε. Σε κάτι τέτοιες στιγμές ησυχίας και μοναξιάς, προ εορταστικές, είναι που σκέφτομαι να πάρω τα βουνά και να χαθώ μέσα στα χιόνια ή στο στόμα κάποιου φιλάνθρωπου λύκου, αλλά όλο διστάζω. Κι έτσι διαιωνίζονται οι κοσμικοί μου φόβοι. Και οι μέρες χρυσοφόρες μα καταθλιπτικές κάνουν τον βίο αβίωτο μαζί με την μελαγχολία των αλεξανδρινών (φυτών) και ο καιρός όλο τρέχει με προορισμό τη Βηθλεέμ. Ήδη η Αθήνα φωταγωγήθηκε με λίγη γιορταστική αναίδεια για να γλυκάνει το φόβο και τη λύπη που σέρνεται στα επίφοβα πεζοδρόμια. Χρόνια τώρα τα ίδια.
Εις το επανιδείν. Καλά μας Χριστούγεννα.