Πέμπτη, Δεκεμβρίου 28, 2006
ΡαΝτΕβΟύ ΣτΟυΣ νΑυΑγΙσΜέΝοΥς ΠαΡαΔεΙσΟυΣ τΟυ 2007
Το επίφοβο, νέο, κατεστημένο του ήλιου στην επικράτεια του Δεκεμβρίου,μάλλον ήταν για λίγο. Άναψαν και πάλι τα φώτα της γιορτής μαζί με αυτά της πόλης. Σούρουπο και βάλε. Έξω ο κόσμος στροβιλίζεται γύρω από τον εαυτό του μην ξέροντας και πολλά για το ξέφωτο του αύριο, και αν θα αντέξει να το δει. Με πολύ χειμωνιάτικο καιρό,αναμοχλεύω παλιά πρόσωπα και καταστάσεις με ωραίο τέλος. Τα σύννεφα ακολουθούν την κορυφή του κεφαλιού μου χαϊδεύοντας τις σκέψεις μου, με τις βελούδινες γκρι κοιλίες τους. Τους κλείνω συνωμοτικά το μάτι. Η μυρωδιά του πρωινού καφέ με ακολουθεί παντού. Τα πουλόβερ τεντώνονται απάνω στο σώμα μου και υιοθετούν τις καμπύλες του. Μακριά από τα ζεστά χέρια της Τ. και την χαλασμένη καφετιέρα της, κόβουμε και ράβουμε εικόνες και ήχους. Ηχητικά εφέ και σπικάζ Χριστουγεννιάτικα. Μπόλικη κούραση φορεμένη κατάσαρκα. Μακριά, πολύ μακριά από το στρογγυλό προσωπό της και τα περίεργα ντυσίματά της,τα γεμάτα μυρωδιές ναφθαλίνης και σαπουνιού. Πολλές ώρες δουλειάς, παρέα με μόνιτορ και βίντεο. Καλώδια που σέρνονται στο πάτωμα και στα πόδια μου, σαν μαύρα φίδια... Χαμένη η αίσθηση του πόνου, του χρόνου, της πείνας, του έρωτα και της καλής κουβέντας. Ντύσου έλατο και έλα,κρατάω καινούργια στολίδια στα χέρια μου. Σύντομο το πανηγύρι της ζωής. Ίλιγγος δευτερολέπτου. Οι ημερομηνίες αλλάζουν, όπως οι αριθμοί στο ταξίμετρο. Εξαντλητικό είναι,κοιτάω τα φώτα του δέντρου,αναβοσβήνουν και αυτά συνεχώς. Εξαντλητικό είναι. Και μετά, κάθε βράδυ, στην γύρα για πάρτη σου. Περιμένω σε νυχτερινές στάσεις,τα όνειρα που κάνεις,να έρθουν να με βρουν. Από το δωματιάκι του μουσικού επιμελητή,έρχεται ακροπατώντας,η γλυκιά βραχνάδα της Dusty Springfield,κλείνει τα μάτια μου και με κάνει να μετράω ως το δέκα. Αυτή την στιγμή, και παρ’όλη την δουλειά, συνειδητοποιώ ότι είμαι ευτυχισμένη. Μια δέσμη φωτός πέφτει στα βράχια της ψυχής μου και τα ζεσταίνει. Φώτα,παντού. Ο ουρανός την νύχτα μοιάζει με αντεστραμμένη πόλη από ψηλά. Ποιος αντιγράφει ποιον. Οι πόλεις αντιγράφουν τα άστρα, ψιθύρισα. Ανάβουν και σβήνουν οι σκέψεις,όπως τα φώτα στο δέντρο,όπως τα βλέμματα των ανθρώπων που κάποτε συνάντησες και κατοίκισες μέσα τους. Πριν από λίγο σκεφτόμουνα όλα όσα ξέχασα να σου πω. Κατά τα άλλα, όλα είναι στην θέση τους μαζί με την καρδιά μου και τους πλανήτες μου. Γεμίζω άλλη μια κούπα καφέ για τον δρόμο,ρίχνοντας μια τελευταία ματιά στο τελευταίο τρέιλερ που έφτιαξα για το 2006.Δυο –τρεις μεγάλες γουλιές. Καθώς φοράω το παλτό μου κοιτάω το προσωπό μου να παραμορφώνεται, μέσα από τις χριστουγεννιάτικες μπάλες. Ο Χ. μου τραβάει το κασκόλ. Του φωνάζω ενοχλημένη. Βιάζομαι να φύγω. Η μουσική από το δωματιάκι έχει αλλάξει. Thelonius Monk. Οι νότες, γαλάζιες,γλιστράνε στο πίσω μέρος του λαιμού μου. Ανατριχιάζω! Χαιρετάω τους πάντες δίνοντας ραντεβού στους ναυαγισμένους παραδείσους του 2007.Μέχρι να φτάσω στο παρκινγκ έχω σχεδόν παγώσει. Άκρα και καρδιά. Μέσα στο σκοτάδι του παλιού που πάει να γίνει νέο, ακούω την καρδιά μου να χτυπά μαζί με την δικιά σου. Αναπνέεις κάπου. Είμαι σίγουρη. Κουνάς τα χέρια σου και τα πόδια σου στο δικό σου χώρο και χρόνο,αλλά υπάρχεις κάπου, το νοιώθω φεύγοντας μακριά σου άλλο ένα χρόνο. Άλλους 12 μήνες μακρύτερα. Τα σκυλάκια με παίρνουν στο κατόπι. Το φεγγάρι σαν φακός νυχτοφύλακα. Σκέφτομαι τη γεύση που θα μπορούσε να έχει,αν ήταν παστίλια. Πεθύμησα τον εαυτό μου. Την πράσινη ζελέδενια μοναξιά μου. Ο ύπνος και η σιωπή μας δυναμώνουν. Βάζω μπροστά σε όλα και όλους που με περιμένουν. Τελευταίο νυχτερινό sms από σένα: «Μάντεψε πάλι άρρωστη είμαι. Τα έντερα μου,οινόπνευμα σούπες, λεμόνι και επίσης Νιφλαμόλ. Βγαίνει ο φρονιμίτης μου. Πόνος. Αύριο είμαι πάλι πρωί .Θα σου τηλεφωνήσω.»
Σάββατο, Δεκεμβρίου 23, 2006
ΙσΤοΡίΕς ΑπΟ τΟ δΑσΟς ΤοΥ bLoGsPoT- O κΡοΚοΔεΙλΑνΘωΠοΣ κΑι Τα ΚαΛιΚαΝτΖαΡάΚια!
Όταν ο Κροκοδειλάναθρωπος** τα κακάρωσε και κατέβηκε στον Κάτω Κόσμο συνάντησε μεγάλες αναταραχές και απεργίες. Ήταν λίγες μέρες πριν τα Χριστούγεννα και οι Καλικάτζαροι είχαν ξεσηκωθεί εναντίον του Αρχη-διαβόλου. Συγκεκριμένα, η προκήρυξη που βρήκε δίπλα σ ένα καζάνι γεμάτο αχνιστή πίσσα, έγραφε τα εξής: Σύντροφοι και συντρόφισσες, Καλικάτζαροι Κάθε χρονιά συμβαίνουν τα ίδια και τα ίδια! Από την αρχή του χρόνου, πίσω απ το τεράστιο πριόνι, όλοι μια γροθιά, πριονίζουμε το γέρικο δέντρο που στηρίζει τον πάνω κόσμο. Κι όταν τέτοιες μέρες ζητούμε την πληρωμή μας, αντί ο αρχη-διάβολος να μας δώσει όσα μας έχει υποσχεθεί, μας δείχνει διαφημιστικά μηνύματα από τις ετοιμασίες κουραμπιέδων και μελομακάρονων στον Πάνω Κόσμο. Τότε εμείς παρασυρμένοι απ τη λαιμαργία μας παρατάμε το πριόνισμα του δέντρου και ανέβουμε πάνω. Όταν όμως γυρίσουμε πίσω ο κορμός του δέντρου έχει «επουλωθεί» κι ο αρχη-διάβολος το παίζει «Κωστάκης Καραμανλής» σχετικά με τις πληρωμές των μισθών μας… Σύντροφοι είμαστε βέβαιοι, ότι έχει κλείσει συμφωνία κάτω απ το τραπέζι με το Χριστό για να ισχυροποιήσουν και οι δυο την εξουσία τους, που τώρα τελευταία απειλείται! Σύντροφοι για πόσο ακόμα θα μας εκμεταλλεύεται, για πόσο ακόμα οι εργάτες του Κάτω Κόσμου, θα δουλεύουν σαν σλάβοι;… Ή ο Αρχη-διάβολος ή Εμείς!! Δεν χρειάστηκε πάνω απ μερικά δεύτερα για να συλλάβει την ιδέα, ήταν μεγάλη χαμούρα ο Κροκοδειλάνθρωπος. Στα χέρια του δεν κρατούσε μια απλή προκήρυξη αλλά την ευκαιρία του να ξαναγυρίσει στη ζωή και να εκδικηθεί το δημιουργό και βιογράφο του, που τον είχε σκοτώσει πάνω στο άνθος της ηλικίας του! Φυσικά πρώτα συνεννοήθηκε με τον Αρχη-διάβολο. Ποτέ δεν θα κάνε κάτι ο Κροκοδειλάνθρωπος χωρίς να πάρει το ΟΚ απ τον Μεγάλο. Έπειτα πήγε βρήκε τον Σκουπιδίκιους, τον εργατοπατέρα των Καλικατζάρων και του τα ‘πε χαρτί και καλαμάρι: «Κοίτα να δεις Σκουπιδίκιους… Αδίκως φωνάζετε πως φταίει ο Αρχη-διάβολος που δεν σας πληρώνει… Πρέπει να μάθεις ότι εκείνος που ευθύνεται στην πραγματικότητα είναι ο αρχηγός της πιο τρισάθλιας τρομοκρατικής οργάνωσης, ο Vita Mi Barouak. Που λες ο τυπάς εκβιάζει τον Μεγάλο, ότι αν δεν κάνει το κόλπο με τα μελομακάρονα, θα ανοίξει το πώμα της λίμνης που βρίσκεται στα όρια τους δάσους του blogspot και όλο το νερό θα χυθεί στον Κάτω Kόσμο με αποτέλεσμα να πνιγούν όλοι οι κάτοικοί του. Τι άλλο μπορεί να κάνει ο Μεγάλος, υποκύπτει στον εκβιασμό των τρομοκρατών, για το καλό σας! Αυτά που σου λέω είναι γνωστά στον πάνω κόσμο. Ο Vita Mi Βarouak είναι μεγάλη κουφάλα, μεγαλύτερη κι απ αυτή του δέντρου που πριονίζετε…» «Και ‘μεις τι μπορούμε να κάνουμε γι αυτό;!» «Το μόνο που μπορούμε να κάνουμε είναι να πάρουμε τον στρατό των καλικάτζαρων και να επιτεθούμε στο σπίτι που θα κάνει Χριστούγεννα ο Vita Mi Barouak! Να τον συλλάβουμε και να τον κλείσουμε στο «Γκουαντάναμο» του Κάτω Κόσμου!» «Μα ο κορμός του δέντρου θα έχει «επουλωθεί» μέχρι να επιστρέψουμε απ την εκστρατεία…» «Του χρόνου όμως που δεν θα είναι εν ζωή ο Vita Mi Barouak για να τρομοκρατεί, o κορμός του δέντρου θα κοπεί επιτυχώς κι εσείς θα βάλετε στην τσεπούλα όλα όσα σας έχει υποσχεθεί ο Μεγάλος…» Δεν ήθελαν και πολλοί οι καλικάτζαροι. Αφού το είπε ο εργατοπατέρας Σκουπιδίκιους, το έχαψαν με μιας, παράτησαν το δέντρο κι ακολούθησαν τον Κροκοδειλάνθρωπο στον Πάνω Κόσμο. Ο Κροκοδειλάνθρωπος είχε καταφέρει προγραμματίσει την εκδίκησή του στην εντέλεια, αποκτώντας ταυτόχρονα και την εύνοια του Μεγάλου. Πουρό για υιοθέτηση, ο δικός σου… Το σπίτι που έμενε ο Vita Mi Barouak ήταν μια ψηλόλιγνη μονοκατοικία με καμινάδα. Ήταν παραμονή Χριστουγέννων και οι γυναίκες της οικογένειας ετοίμαζαν το Χριστουγεννιάτικο τραπέζι στην κουζίνα, ενώ οι άντρες χάζευαν κάποιο παριζιάνικο καμπαρέ στην TV, μέχρις ότου ετοιμαστεί το φαγητό. Το σπίτι ήταν από ώρα περικυκλωμένο! Πάνω από εκατό καλικάτζαροι ήταν έτοιμοι να εισβάλουν από πόρτες, καμινάδα και παράθυρα, με ακόντια και τόξα στα χέρια. Και να σου που σε λίγα λεπτά Κροκοδειλάνθρωπος έδωσε το σύνθημα κι έγινε χαμός!! Ξαφνικά το σπίτι γέμισε δοντάρες, ουρές, νύχια, γρυλίσματα, ακόντια και τρομαγμένα βλέμματα συγγενών του Vita Mi Barouak. Κι ενώ το μαχαίρι του Κροκοδειλάνθρωπου είχε ακουμπήσει στο λαιμό του Vita Mi, έτοιμο να πάρει εκδίκηση για τον άδικο χαμό που του επιφύλαξε ο δημιουργός-βιογράφος του, η μητέρα του Vita Mi έχασε τα λογικά της και άρχισε τις φωνές, ανάκατες με παρακάλια, βρισιές, απειλές και αυστηρές νουθεσίες!! Κι όσο πέρναγαν τα δεύτερα, ο τόνος της γινόταν πιο αυστηρός, η φωνή της στρίγκλιζε, έτριζε, όρμαγε με βία, φωνή σειρήνας!! Πρώτα έσπασαν τα γυαλικά, μετά με μιας όλες οι τηλεοράσεις του σπιτιού(πω-πω ζημιά, θα τρελαθεί ο πατέρας!), μετά τα τζάμια των παραθύρων ακόμα και τα πορσελάνινα πιάτα πάνω στο γιορτινό τραπέζι! Οι πρώτοι που σήκωσαν τα χέρια τους κι έκλεισαν τα αυτιά τους ήταν οι Καλικάτζαροι. Αμέσως μετά ο Κροκοδειλάνθρωπος άφησε το μαχαίρι να πέσει στο πάτωμα και ακολούθησε το παράδειγμα τους, παίρνοντας μια έκφραση τρόμου. Κι ενώ η μητέρα του Vita Mi συνέχισε τις στριγκλιές νουθεσίας τα μέλη της οικογένειας που ‘ταν συνηθισμένα σε κάτι τέτοια, κινήθηκαν σβέλτα, άρπαξαν τα τόξα και τα σπαθιά που ‘ταν ριγμένα στο πάτωμα και ακινητοποίησαν το στρατό των καλικάτζαρων. Έπειτα ο πιο νεαρός της οικογένειας πετάχτηκε ως τη λίμνη του blogspot κι αφού έκλεψε ένα μεγάλο δίχτυ από κάποιον ψαρά, γύρισε πίσω με καμάρι. Τους έβαλαν λοιπόν όλους μες το δίχτυ και μετά οι άντρες τις οικογενείας, που χαν πολεμική καταγωγή, πήραν μια βάρκα και τους πήγαν στα ανοιχτά της λίμνης, εκεί που βρισκόταν το πώμα της, το πέρασμα για τον Κάτω Κόσμο. Άνοιξαν λοιπόν το πώμα με πολύ προσοχή και τους άδειασαν στον άλλο κόσμο. Όταν γύρισαν σπίτι, ο Χριστουγεννιάτικο τραπέζι ήταν ήδη έτοιμο. Στην πόρτα τους υποδέχτηκε η μητέρα του Vita Mi, μ ένα χαμόγελο που δανείζει κάθε τόσο στο ουράνιο τόξο και τους κάλεσε να καθίσουν γύρω απ το φτωχικό τους τραπέζι…
** Νομίζω ότι ένα link είναι απαραίτητο: http://barouak.blogspot.com/2006/12/blog-post_14.html
Copyright by Vita Mi Barouak
Τρίτη, Δεκεμβρίου 19, 2006
ΣκΟύΡο ΜπΛε. ΣχΕδΟν ΜαΥρΟ.
Ο ουρανός το λυκόφως είναι μαγευτικός. Μπλε μπουγάδα. Τα σύννεφα μοιάζουν σαν δαχτυλίδια καπνού από περαστικό τσιγάρο .Πάμε πάλι. Ο ουρανός σαν ξεπλυμένο blue jean. Τα σύννεφα συνεχώς αλλάζουν. Έχουν πάρει φωτιά καθώς η δύση του ήλιου καίει πρόστυχα την μήτρα του ουρανού…Σύννεφα παγόδες,σύννεφα αραχνοΰφαντα σαν χλαμύδες Αρχαίων Ελλήνων πεταμένες με χάρη. Σαν εξαϋλωμένα πλάσματα,φτιαγμένα λες από αφρό ξυρίσματος. Επίπεδες μέρες,ο δρόμος μακρύς σαν τεράστιο γκρι καλσόν με άσπρες ραφές. Τα φώτα της πόλης ανάβουν. Υγρασία και ομίχλη. Το φεγγάρι εξ αιτίας τους φοράει φωτοστέφανο. Άγιο φεγγάρι. Ραντεβού στον οδοντίατρο. Άλλο ένα σφράγισμα. Ψηλαφίζω με την άκρη της γλώσσας μου τα παλιά σφραγίσματα που κοιμούνται κάτω από θύμησες ξυλοκαίνης. Αγγίζω τα καινούργια τους χαλάσματα,μετράω ξανά και ξανά πόσα είναι. Η γεωγραφία του στόματος μου υπάρχει χάρη στα παλιά σφραγίσματα, που βρίσκονται ξαπλωμένα στα συγκεκριμένα δόντια και στην άχαρη σειρά αυτών. Υπάρχει, όπως εκείνος ο παλιός ουρανός του ’80 από πάνω μας,στην μικρή εκείνη φωτογραφία, που είμαστε αγκαλιασμένα κάτω από την γνωστή μας λεύκα...
Μουδιασμένη,και με ένα νέο σφράγισμα, επιστρέφω πάνω στην μηχανή. Τον κρατάω και φωνάζω στο αυτί του. Ο αέρας παίρνει τα λόγια μου. Ο πίσω οδηγός τα ακούει και χαμογελάει. Θα ήθελα και γω να το κάνω, αλλά με τόσο στραβό μάγουλο δεν μπορώ. Περνάμε κάτω από αστέρια πεσμένα σε κολόνες της Δ.Ε.Η., αυτοκίνητα γεμάτα υγρασία πάνω στα καπό τους,σπίτια με λαμπιόνια στα κάγκελα των μπαλκονιών-σπίτια καράβια,Αι -βασιλίδες που ανεβαίνουν στις βεράντες, από μια κοντή φωτισμένη σκάλα,χιονάνθρωποι φωτισμένοι σαν πινακίδες βενζινάδικου. Βενζινάδικα και φαρμακεία που διανυκτερεύουν. Μαγαζιά γεμάτα κόσμο, βιτρίνες στολισμένες. Ωραία βραδινά φορέματα και ζηλεμένες κούκλες. Λένε ότι είναι Δεκέμβρης αλλά δεν πιστεύω λέξη. Είναι νύχτα πρώιμης άνοιξης. Πάνω στην μηχανή καταπίνω το περιεχόμενο όλων αυτών των μικρών θαυμάτων και η μύτη μου κοκκινίζει. Το κασκόλ σαν σκισμένη σημαία νευριάζει με τον αέρα που το ξεσηκώνει. Τα σύννεφα δεν φαίνονται πια. Όλα είναι σκούρο μπλε,σχεδόν μαύρο. Το αγόρι μπροστά μου είναι μπλε,το χαμόγελο μου μπλε,ο τρόπος που σκέφτομαι μπλε,τα ρούχα μου μπλε. Οι μύθοι της πόλης μπλε. Σκούρο μπλε. Σχεδόν μαύρο. Το μυαλό μου μελανιασμένο από τις σκέψεις έγινε και αυτό μπλε,σαν τα παγωμένα χέρια μου. Το χρώμα αυτό συμβαδίζει με τα μονοπάτια του νου και της ψυχής,λοιδορεί την εξουσία του ματιού σαν πέσει η νύχτα, παροτρύνει να εξιχνιάσουμε ότι είμαστε. Συγκατοικούμε με αυτό. Όταν φτάνουμε σπίτι η νύχτα έχει αρχίσει και φωσφορίζει στο βάθος. Συνεχίζω να ψηλαφίζω το νέο σφράγισμα με την άκρη της γλώσσας μου. Ο Λ. με κοιτάει και γελάει,κάτι παιδιά τσιρίζουν πιο κάτω,μυρωδιά απορρυπαντικού και καβουρδισμένου αμύγδαλου. Οι κατηφόρες της πρωτοχρονιάς υπερθεματίζουν και μια κοιμισμένη άνοιξη με τσιγκλάει, θέλοντας, να βγει από μέσα μου. Κλείνω την πόρτα στα χειμερινά έναστρα χιλιόμετρα και συνηγορώ με το μούδιασμα της στοματικής κοιλότητας. Όλα τακτοποιημένα γύρω μου. Σκούρο μπλε. Σχεδόν μαύρο.
Σάββατο, Δεκεμβρίου 16, 2006
BlAcK mE
Καθόταν δίπλα μου,σιωπηλός και μαύρος. Περιμέναμε στην τουαλέτα ενός club,Παρασκευή βράδυ και οι δυο να πάρουμε σειρά. Με κοίταζε, τον κοίταζα. Στην αρχή τελείως αποσπασματικά,στη συνέχεια επίμονα,όπως κοιτάει κανείς τα γλυκά σοκολάτας στην βιτρίνα ενός ζαχαροπλαστείου. Υπογραμμίζαμε με το βλέμμα μας την διαφορετικότητα μας. Σκεφτόμουνα πως αυτός όταν γεννήθηκε ήταν μαύρος,όταν μεγάλωσε ήταν μαύρος,όταν κάθεται κάτω από τον ήλιο παραμένει μαύρος, όταν κρυώνει είναι πάλι μαύρος, το ίδιο και όταν τρομάζει. Κι όταν θα πεθάνει(εκεί χαμήλωσα τρομαγμένη το βλέμμα)πάλι μαύρος θα παραμείνει. Εγώ από την άλλη, όταν γεννήθηκα ήμουν ροζ,όταν μεγάλωσα ήμουν άσπρη,όταν κάθομαι στον ήλιο ροδοκοκκινίζω ή ενίοτε μαυρίζω,όταν κρυώνω γίνομαι μπλε,όταν τρομάζω κιτρινίζω, όταν αρρωσταίνω γίνομαι πράσινη ή λευκή σαν πανί και όταν θα πεθάνω(εκεί χαμήλωσε ενστικτωδώς εκείνος τα μάτια του) θα γίνω γκρι .Ναι γκρι,το ξέρω καλά αυτό,το έχω δει. Αλήθεια γιατί αποκαλούμε τους μαύρους έγχρωμους και όχι εμάς;; Η πόρτα άνοιξε,μια κοπέλα με μεθυσμένο βλέμμα και μπερδεμένα μαλλιά,ανασκουμπωνόταν ακόμα. Το καζανάκι έτρεχε και κομμάτια χαρτιού υγείας είχαν πέσει στα λερωμένα λευκά πλακάκια. «Περάστε», μου είπε ο μαύρος, «εγώ αντέχω ακόμα». Ντράπηκα χωρίς να ξέρω το λόγο,τα μαγουλά μου κοκκίνισαν. Αυτός παρέμενε ακόμα μαύρος. Ίσως θα ήθελα να του είχα πει όλα όσα είχα σκεφτεί την ώρα που πέρασα σιωπηλά μαζί του. «Δεν πειράζει και γω αντέχω ακόμα»...του είπα. Γέλασε αμήχανα και έκανε να μπει. Από την διπλανή πόρτα μια γυναίκεια φωνή τραγούδαγε «Σαν κατακάθι σκοτεινό /Σαν αδειανό ποτήρι /Σαν το παιχνίδι το διπλό /Σαν ψεύτικο χατίρι». Κοιτάχτηκα στον μεγάλο καθρέφτη. Είχα τα χρώματα του ουράνιου τόξου και το βλέμμα ενός σκοτεινού δωματίου. Είμαστε το ορατό μέρος του παραδείσου είπα. Σκορπισμένοι με την διαφορετικότητα μας εδώ και κει, πάνω μας και μέσα μας,επιζούμε και επιζητούμε τον κοινό παρονομαστή, «Σαν το παιχνίδι το διπλό, σαν ψεύτικο χατίρι».
Πέμπτη, Δεκεμβρίου 14, 2006
ΗμΕρΟλΟγΙο ΜιΑς ΜέΡαΣ
9:00, πρωινή. Καφές ελληνικός, διπλός με γάλα, γλυκός. Η μέρα έξω είναι σαν να έχει βγει, από ασπρόμαυρη, γαλλική φωτογραφία του 50.
Βάζω μουσική,διαβάζω τα μειλ μου. Στίχοι που κάνουν ποδήλατο χωρίς φρένα στην δασώδη μου ψυχή. Μουσική που τρέχει στη σάρκα μου φορώντας στα άκρα της μαχαίρια.
11:00, πρωινή. Βάζω μπριγιαντίνη στην ψυχή μου,ράβω γρήγορα, γρήγορα τα ξέφτια του μυαλού μου. Βγαίνω έξω .Γίνομαι μέρος της ασπρόμαυρης αυτής φωτογραφίας. Αρχίζει να βρέχει. Τέλεια. Ανοίγω την ομπρέλα. Τσαλαβουτάω με τα ψηλοτάκουνα στα νερά. Το παλτό μου αρχίζει και βρέχεται στις άκρες του. Χαζεύω μια βιτρίνα βιβλιοπωλείου.Τράπεζα,ταχυδρομείο. Βγαίνω από τις υπηρεσίες του κάματου. Ξανανοίγω την ομπρέλα,ισιώνω το φόρεμα μου,το χοντρό μου καλσόν. Χαιρετάω μια γνωστή μου, που μου κορνάρει επίμονα όση ώρα εγώ κάνω τα παραπάνω.
13:00.Μεσημέρι. Ραντεβού για φαγητό με μια μέλλουσα μαμά. Μιλάμε για παλιές μαμάδες με πλατύγυρα φουστάνια γεμάτα λουλουδάκια και εκείνες τις φριχτές κομμώσεις τους αλά αμερικαίν. Μακρόσυρτα γέλια. Πολύ κρασί,λευκό. Πως θα πάω έτσι στη δουλειά;
17:00.Ακραία απογευματινή. Στο δρόμο παρατηρώ την αφίσα με το κορίτσι της SARAH.Το ντύσιμο της φέρνει πολύ στο δικό μου .Άντε κατέβα λίγο από την αφίσα σου να πάρεις το τιμόνι και λίγη από την μέρα μου και γω λίγη από την πόζα και την ακινησία σου. Έτσι, για πλάκα. Το πρόγραμμα έχει πολύ τρέξιμο. Αδυνατώ να συγκεντρωθώ. Κουβέντα στην κουβέντα ,όνειρο στο όνειρο βγαίνει η δουλειά. Το μυαλό μου, φρεγάτα ολόκληρη, ταξιδεύει σε ευρωπαϊκές πόλεις που δεν έχω ακόμα επισκεφθεί. Ταξίδια,αυτό είναι το όνειρο μου. Κάπου εκεί με βρίσκει κανείς να χαζεύω ή να φλερτάρω ενίοτε το κύμα .Γιατί οι πόλεις αυτές θα έχουν και θάλασσα.
21:00, βραδινή. Η οθόνη του κινητού αναβοσβήνει κάθε τόσο. Φίλοι και γνωστοί παρελαύνουν σε συσκευασία μηνύματος. Ανταποκρίνομαι .Και στο μυαλό μου μια ρουμπινένια θάλασσα κρασιού παλεύει με τους ύφαλους της σκέψης.
01:00. Μεσάνυχτα. Ποτό στο κέντρο με έναν καλό φίλο που μυρίζει ναφθαλίνη. Παλιό φίλο,τόσο παλιό που κόντευε να λήξει. «Ο έρωτας είναι πόλεμος», μου λέει και τα μάτια του αγριεύουν, όπως τότε σε εκείνη την παλιά παραλία.
«Ποιος θα προλάβει να οχυρωθεί πρώτος;»Τον ρωτάω.
«Να κρύψει τις ανασφάλειες του ή να δείξει τα φτερά στην ουρά του για εντυπωσιασμό ω, σαν παγόνι;» Μου λέει γελώντας.
Σκουραίνω εγώ αυτή την φορά το βλέμμα μου. Πίνω μια γουλιά και του ψιθυρίζω. «Ο έρωτας έχει αναχώματα,σούρσιμο και έρπινγκ. Έχει βόλια, απώλειες,πολύ κυνηγητό και αφανισμό εγωισμού».
Σωπαίνει κοιτώντας το ποτήρι και τα δάχτυλά μου,που παίζουν με τα κλειδιά του αυτοκίνητου μου.
03:00, πρωινή .Παρασκηνιακά δρώμενα .Δυο μάτια καρφωμένα χρόνια σε ένα σημείο. Δυο χείλη που ψάχνουν να πουν ή να σωπάσουν. Ο δρόμος για το σπίτι σου. Τίποτα δεν άλλαξε,σαν να έκανα ένα ταξίδι πίσω στο χρόνο μαζί σου. Σα να μην βγήκες τώρα από το αυτοκίνητο σου, αλλά χρόνια πριν. Σε ευχαριστώ πολύ για την ζέση αγαπημένε μου φίλε. Είθε ο πλασματικός κόσμος που ζούμε να έχει ένα καλύτερο αύριο για μας τους μη πλασματικούς.
Βάζω μουσική,διαβάζω τα μειλ μου. Στίχοι που κάνουν ποδήλατο χωρίς φρένα στην δασώδη μου ψυχή. Μουσική που τρέχει στη σάρκα μου φορώντας στα άκρα της μαχαίρια.
11:00, πρωινή. Βάζω μπριγιαντίνη στην ψυχή μου,ράβω γρήγορα, γρήγορα τα ξέφτια του μυαλού μου. Βγαίνω έξω .Γίνομαι μέρος της ασπρόμαυρης αυτής φωτογραφίας. Αρχίζει να βρέχει. Τέλεια. Ανοίγω την ομπρέλα. Τσαλαβουτάω με τα ψηλοτάκουνα στα νερά. Το παλτό μου αρχίζει και βρέχεται στις άκρες του. Χαζεύω μια βιτρίνα βιβλιοπωλείου.Τράπεζα,ταχυδρομείο. Βγαίνω από τις υπηρεσίες του κάματου. Ξανανοίγω την ομπρέλα,ισιώνω το φόρεμα μου,το χοντρό μου καλσόν. Χαιρετάω μια γνωστή μου, που μου κορνάρει επίμονα όση ώρα εγώ κάνω τα παραπάνω.
13:00.Μεσημέρι. Ραντεβού για φαγητό με μια μέλλουσα μαμά. Μιλάμε για παλιές μαμάδες με πλατύγυρα φουστάνια γεμάτα λουλουδάκια και εκείνες τις φριχτές κομμώσεις τους αλά αμερικαίν. Μακρόσυρτα γέλια. Πολύ κρασί,λευκό. Πως θα πάω έτσι στη δουλειά;
17:00.Ακραία απογευματινή. Στο δρόμο παρατηρώ την αφίσα με το κορίτσι της SARAH.Το ντύσιμο της φέρνει πολύ στο δικό μου .Άντε κατέβα λίγο από την αφίσα σου να πάρεις το τιμόνι και λίγη από την μέρα μου και γω λίγη από την πόζα και την ακινησία σου. Έτσι, για πλάκα. Το πρόγραμμα έχει πολύ τρέξιμο. Αδυνατώ να συγκεντρωθώ. Κουβέντα στην κουβέντα ,όνειρο στο όνειρο βγαίνει η δουλειά. Το μυαλό μου, φρεγάτα ολόκληρη, ταξιδεύει σε ευρωπαϊκές πόλεις που δεν έχω ακόμα επισκεφθεί. Ταξίδια,αυτό είναι το όνειρο μου. Κάπου εκεί με βρίσκει κανείς να χαζεύω ή να φλερτάρω ενίοτε το κύμα .Γιατί οι πόλεις αυτές θα έχουν και θάλασσα.
21:00, βραδινή. Η οθόνη του κινητού αναβοσβήνει κάθε τόσο. Φίλοι και γνωστοί παρελαύνουν σε συσκευασία μηνύματος. Ανταποκρίνομαι .Και στο μυαλό μου μια ρουμπινένια θάλασσα κρασιού παλεύει με τους ύφαλους της σκέψης.
01:00. Μεσάνυχτα. Ποτό στο κέντρο με έναν καλό φίλο που μυρίζει ναφθαλίνη. Παλιό φίλο,τόσο παλιό που κόντευε να λήξει. «Ο έρωτας είναι πόλεμος», μου λέει και τα μάτια του αγριεύουν, όπως τότε σε εκείνη την παλιά παραλία.
«Ποιος θα προλάβει να οχυρωθεί πρώτος;»Τον ρωτάω.
«Να κρύψει τις ανασφάλειες του ή να δείξει τα φτερά στην ουρά του για εντυπωσιασμό ω, σαν παγόνι;» Μου λέει γελώντας.
Σκουραίνω εγώ αυτή την φορά το βλέμμα μου. Πίνω μια γουλιά και του ψιθυρίζω. «Ο έρωτας έχει αναχώματα,σούρσιμο και έρπινγκ. Έχει βόλια, απώλειες,πολύ κυνηγητό και αφανισμό εγωισμού».
Σωπαίνει κοιτώντας το ποτήρι και τα δάχτυλά μου,που παίζουν με τα κλειδιά του αυτοκίνητου μου.
03:00, πρωινή .Παρασκηνιακά δρώμενα .Δυο μάτια καρφωμένα χρόνια σε ένα σημείο. Δυο χείλη που ψάχνουν να πουν ή να σωπάσουν. Ο δρόμος για το σπίτι σου. Τίποτα δεν άλλαξε,σαν να έκανα ένα ταξίδι πίσω στο χρόνο μαζί σου. Σα να μην βγήκες τώρα από το αυτοκίνητο σου, αλλά χρόνια πριν. Σε ευχαριστώ πολύ για την ζέση αγαπημένε μου φίλε. Είθε ο πλασματικός κόσμος που ζούμε να έχει ένα καλύτερο αύριο για μας τους μη πλασματικούς.
Δευτέρα, Δεκεμβρίου 11, 2006
ΑνΑιΜίΑ
Έχει σύννεφα απόψε ο ουρανός. Από το παράθυρο της κρεβατοκάμαρας, χαζεύω τα κομμάτια του. Αποσπάσματα ουράνιας γεωγραφίας. Σήμερα το αίμα μου κάνει πολύ θόρυβο και δεν μπορώ να κοιμηθώ. Τι να γίνεται πάλι εκεί μέσα ;Σηκώνομαι και φέρνω από την ντουλάπα την καλοκαιρινή μου μάσκα και τον αναπνευστήρα της. Θα καταδυθώ στο αίμα μου απόψε,το πήρα απόφαση. Δεν με πιάνει ύπνος έτσι κι αλλιώς. Φοράω την μάσκα,παίρνω βαθιά ανάσα και καταδύομαι κάνοντας μιαν ανάποδη κολοτούμπα προς τα μέσα. Το βαθύ σκοτάδι και οι ενδοσκοπικές του αρετές έχουν υποτιμηθεί βαθύτατα από τον ρασιοναλιστικό πολιτισμό μας.
Κόκκινες μπουρμπουλήθρες σχηματίζουν μισό πρόσωπο δικό μου, μισό δικό σου. Κάποιος κλαίει στα σκοτάδια της ψυχής μου. Κάποιος υποφέρει. Μυρίζει σκουριά και καμένο δέρμα. Κόκκινο παντού. Τα ερυθρά αιμοσφαίρια περιέχουν αιμοσφαιρίνη στην οποία οφείλεται και το κόκκινο χρώμα του αίματος,μου είχες πει κάποτε. Το αίμα είναι ζωντανός ιστός που τα κύτταρά του ανανεώνονται συνεχώς,είχα διαβάσει κάπου άλλου. Μα το αίμα μου δεν περιέχει τίποτα από όλα αυτά. Τα δικά του συστατικά, από τότε που γλίστρησες από έξω του, είναι αφηρημένες κόκκινες έννοιες. Ο θυμός μου ας πούμε, είναι ένα από αυτά, και κυλάει με βια στα αγγεία των ποδιών και των χεριών μου. Η απαγόρευση ,ο κίνδυνος, τα κόκκινα φώτα στο πίσω μέρος των αυτοκινήτων που προειδοποιούν,υπάρχουν μέσα στο βλέμμα μου. Η κόκκινη σημαία της επανάστασης στην βραχνάδα της φωνής μου,τα πυροσβεστικά οχήματα της πρώην μου καρδιάς. Μικρά πτώματα πνιγμένων ερώτων,κόκκινα, ρέουν παντού. Κόκκινες καβατζωμένες χλαμύδες των στρατιωτών της αρχαίας Σπάρτης, στο πίσω μέρος του στομάχου μου. Πορφυρά τα ενδύματα και τα πέδιλα του αυτοκράτορα. Ακόμα να τα φέρεις πίσω.
Βυθίζομαι όλο και περισσότερο σε σένα που πάντα έμοιαζες σε μένα και στο κόκκινο.Ερυθρά αιμοσφαίρια, λευκά αιμοσφαίρια και αιμοπετάλια, που «κολυμπούν» μέσα στο πλάσμα μαζί μου. Κάτι πράσινα ψαράκια με ψεκάζουν με τον χαμένο σου ιδρώτα ,φορώντας τα μάτια σου. Κόκκινα φανάρια και κόκκινοι σταυροί,δεν έχω πολύ οξυγόνο,νομίζω ότι παραληρώ...αλλά όσο καταδύομαι τόσο ο θόρυβος μεγαλώνει.Από τότε που έδωσα την καρδιά μου στα σκυλιά κι έβαλα στην θέση της ένα μήλο τίποτα δεν πάει καλά. Κανένα βράδυ δεν σταματάει ο θόρυβος και έχω ξεχάσει πως είναι να κοιμάσαι με το φως σβηστό. Κολυμπάω μέσα στις αρτηρίες και στα τριχοειδή αγγεία μυρίζει έντονα αιμοσφαιρίνη. Η μορφή σου έρχεται και φεύγει σαν διεστραμμένη εικόνα.
Φτάνω στην θέση της καρδιάς,που τώρα κρέμεται ένα μήλο-φυλακή καλών αισθημάτων .Εδώ ο θόρυβος είναι εκκωφαντικός. Από δω ξεκινάει. Κόκκινος είναι ο θυμός μου. Βγάζω από το στόμα μου τον αναπνευστήρα και σπάω το μήλο στη μέση. Ξάφνου 1500 αρετές και καλά συναισθήματα ξεπετάγονται. Δεν το ανέχομαι αυτό. Θέλω να γίνω κακός άνθρωπος,για να μπορώ να κοιμάμαι το βράδυ. Ξερίζωσα την καρδιά μου για αυτό,μα τίποτα. Πάλι γέμισα καλοσύνη. Κόκκινη η επανάσταση. Βρίσκω ένα μικρό μαχαίρι και κόβω αμέσως σε κομμάτια το καλό μέσα από πανηγυρικούς αλαλαγμούς. Η φυλακή-μήλο βανδαλίζεται σε πολύ λίγο χρόνο. Όσες φυλακισμένες αρετές προέβαλαν αντίσταση κάηκαν ζωντανές. Κάποιες τις πέταξα από το πιο ψηλό σημείο του λαιμού μου, πάνω σε κοντάρια που είχα υψώσει, για να τις τρυπήσουν. Η σφαγή κράτησε από τις 4 το πρωί ως τις 11 το πρωί. 1500 συναισθήματα σκοτώθηκαν κατά τη διάρκειά της σφαγής.
Βγήκα και πάλι στην επιφάνεια μου,ξαπλωμένη μέσα στα αίματα.
Λαχανιασμένη,χωρίς ψυχή. Φέρε πίσω την ψυχή μου, ώστε να σταματήσει η αιμορραγία...
Κανένας ήχος απολύτως. Δεν ξέρω αν ζω ή αν ονειρεύομαι,αν κοιμήθηκα ή αν δεν ξύπνησα ποτέ.Σε έναν οργανισμό που πάσχει, συνήθως δεν πρέπει να δίνουμε ολικό αίμα, αλλά το στοιχείο εκείνο που του λείπει ή που έχει ανάγκη. Φέρ'την πίσω σε παρακαλώ....
Ο θάνατος δεν είναι ότι χειρότερο μπορεί να μας συμβεί. Μπορεί να σε σκοτώσουν χωρίς να σε θανατώσουν.
Σάββατο, Δεκεμβρίου 09, 2006
BrEak oN tHrOuGh
Πέμπτη, Δεκεμβρίου 07, 2006
LaSt ExIt To BaByLoN
Πόσο κοστίζει μια βαριά κουβέντα; Ένα απαίσιο μειδίαμα από αυτά που τρέφει τόσο συχνά στα λακκάκια του,όταν με κοιτά. Παρατηρώ με μάτια που καίνε τον ίδιο αυτό άνθρωπο που κάποτε θαύμαζα και μου φαίνεται σαν ένα εμετικό υπερχείλισμα υποτέλειας.
Ναι, γιατί είναι υποτελής στην κυκλοθυμία του και στα ξεδιάντροπα καμώματα του.Είναι ένα κωλόπαιδο με ένα υπερφυσικό εγώ και ένα φθισικό αίσθημα αγάπης για τους άλλους. Είναι τόσο κακομαθημένος που σχεδόν όλοι επιθυμούν να τον χαστουκίσουν. Καμιά φορώ απορώ πως είμαι τόσο καιρό ανεκτική μαζί του και γιατί του τα συγχωρώ όλα αυτά τα απαίσια καμώματα.
Μπορεί να ακούγομαι σαν πικραμένη γεροντοκόρη. Όταν όμως ο λόγος μου βρίσκεται κάτω από την επήρεια του κεντρικού μου συστήματος, που παίρνει διαρκώς φωτιά σαν πετρελαιοκίνητη γεννήτρια,πως μπορώ να βρω καταφύγιο στο ανώτερο εγώ μου και στη μεγαλοψυχία μου, που απλά δεν υπάρχει .Βαδίζω στα 34και βλέπω με τρόμο πως δεν υπάρχουν άνθρωποι που να μπορώ να τους κερδίσω μόνο με αυτό που πραγματικά είμαι.
Όλοι θέλουν κάτι άλλο από σένα. Ένα κομμάτι δεν είναι ποτέ αρκετό. Κι άλλα, κι άλλα και πάντα άσχημα και βρόμικα,ποτέ διάφανα και περιποιημένα.
Από την άλλη, παρατηρώ πως υπάρχουν απίστευτα πολλά όρνια που ορέγονται τη ροδοκόκκινη σάρκα του νου μου και με τα δικά τους ξόρκια με κάνουν να τους προσέχω και να πέφτω σαν σιδεράκι στο μαγνητικό πεδίο τους. Αυτό με κάνει να κολλάω άπρεπα σε αυτούς,να τους προσέχω και να ερωτεύομαι πάνω τους αυτό που εγώ δεν έχω και δεν είμαι.
Έτσι τείνω στο να γίνω πάλι μια σκοταδόψυχη σκύλα, μια ερεβομανής,που για να λυτρωθεί από την τύφλωση του σκότους αναγκάζεται να γράφει για ευνουχισμένα βλέμματα που δεν μπορούν να δουν τίποτα από αυτά που τους δείχνει αυτή. Εγώ δηλαδή.
Αναγκάζομαι να γράφω για κορίτσια που μοιάζουν με ξέπνοες πεταλουδίτσες της νύχτας,που αν αγγίξεις για λίγο τα φτερά τους και πάρεις την καφετιά τους πούδρα,θα ξεψυχήσουν. Για αγόρια που κοιτάνε μόνο την πάρτη τους και μοιάζουν τόσο με αρσενικές πουτάνες,για δουλειές που θυμίζουν ξεκοιλιασμένες γάτες στην άκρη ενός αυτοκινητόδρομου και για φιλίες που κοντεύουν να σε κολλήσουν έρπη, ή που στην καλύτερη, απαγχονίζονται στη μέση του δρόμου για να σε κάνουν να τις θυμάσαι. Και αν καταφέρεις να τις κρατήσεις ζωντανές, αυτές ξερνάνε αγχωμένες σε κάθε στροφή, όλα όσα ζήσατε.
Τομάρια τελικά. Όλοι τους είναι τομάρια. Όλα ξεκινάνε με βάση τον εαυτό τους,τον συμπλεγματικό εαυτό τους,αυτόν προστατεύουν. Απανθρακώνουν τα συναισθήματα σου και συνεχίζουν θρασύτατα, με το καρβουνάκι που απέμεινε από αυτά, να ζωγραφίζουν μεγαλεία για να εντυπωσιάσουν την επόμενη λεία τους,αδιατάρακτοι.
Τα τομάρια! Πόσα delete πρέπει να κάνω πια...κοντεύει να κρασάρει το σύστημά μου. Πόσο πιο κει μπορώ να αποτραβηχτώ,στα σπήλαια της μεταπλαστής ψυχής μου!
Μεταπίπτω και μεταμελούμαι γιατί ρυπαίνω την εικόνα της ζωής μου με ελπίδες που δεν είναι δικές μου,με άχρηστα πρόσωπα και ζωές που ανήκουν σε αχρείους.Στειρεύω γιατί παρασχολούμαι με ανούσια συστήματα επίλυσης προβλημάτων που ανήκουν σε ανισόρροπους «γλεντζέδες» και που κατά βάθος δεν με αφορούν.
Κάποτε γογγύζω βλέποντας όλα αυτά και κατανοώντας, για άλλη μια φορά, το λάθος μου. Θα μπορούσα να τους έχω χρησιμοποιήσει εγώ πρώτη, σαν στόκους, στις τρύπες των τραυμάτων μου.
Σιγά τα τομάρια σας βρε...όσο και να προσποιείστε δε θα γίνετε ποτέ φρουτόδεντρα,δε θα δώσετε ποτέ καρπούς, παρά μόνο σκουριά και χαλασμένα στομάχια.
ΦΛΟΙΣΒΟΣ: Ο ελαφρός ήχος από μικρά κύματα που χτυπούν στην ακτή.
Τρίτη, Δεκεμβρίου 05, 2006
ΙσΤοΡίΕς ΑπΟ τΟ δΑσΟς ΤοΥ bLoGsPoT- AdHeReL
Τη λέγανε Adherel κι ήταν κόρη του φεγγαριού. Γεννήθηκε ένα βράδυ του Δεκέμβρη με πανσέληνο, σαν η σελήνη έριξε τ’ ασημένιο φως της στα γυάλινα νερά της λίμνης, έγλυψε τα νούφαρα που τη χαϊδεύανε απαλά, τα παραμέρισε διεκδικητικά και εισέβαλε μέχρι τα άδυτά του βυθού της. Είχε κόκκινα κυματιστά μαλλιά που πάνω τους σκαλώνανε τ΄αστέρια, μάτια γκρίζα, μακριά κρινοδάχτυλα, κορμί ελαφιού κι ασημιά φτερά πεταλούδας καρφωμένα στις ωμοπλάτες. Φίλοι της ήταν τα πουλιά και φύλακας άγγελός της το πούμα. Την είδε ο ήλιος σαν ξεπρόβαλε γυμνή πρώτη φορά απ’ τη λίμνη και ζήλεψε την ομορφιά της. Την καταράστηκε να μην μπορεί ποτέ να βγει στο φως της μέρας, να καίγεται το δέρμα της στην πρώτη αχτίδα και μιλιά να μη βγει ποτέ απ΄τα γλυκά της χείλη. Μόνη να ζει και να πλανιέται μες το σκοτεινό το δάσος, νύχτα, με συντροφιά το μαύρο πούμα και τ΄ άστρα που σκαλώναν στα μαλλιά της. Μόνο κάθε πανσέληνο Δεκέμβρη τα μάγια ίσως να τα λύσει, αν βρει το ταίρι της την ώρα που όλοι θα κοιμούνται. Κι έβγαινε κάθε που θα νύχτωνε γεμάτο το φεγγάρι του Δεκέμβρη, σαν αμαζόνα το μαύρο πούμα καβαλούσε και ξεκινούσε το κηνύγι. Κι όργωνε το δάσος με τα πουλιά στο διάβα της κι άστραφταν τ΄αστέρια στα μαλλιά της δίπλα στο φως της λίμνης. Τριγύριζε στου bloghood το μικρό χωριό και κλεφτά παρατηρούσε τα ζευγάρια που κοιμόντουσαν σφιχτά αγκαλιασμένα απ΄τα μισάνοιχτα παράθυρα τις νύχτες, έκλεβε τις ανάσες τους και τα φιλιά τους ζήλευε, τα μοιρασμένα οράματα καθώς γερνούσανε μαζί. Στεκόταν πάνω απ΄τις κούνιες των μωρών και τρύπωνε κάτω απ’ τα σφαλιστά τους βλέφαρα, θέρμη γλυκιά να πάρει απ’ τα όνειρά τους. Και κάθε Δεκέμβρη με πανσέληνο, σύντροφο έψαχνε να βρει για να λυθούν τα μάγια. Κι έλιωνε σαν το κερί κάθε που ξημέρωνε, γιατί ήξερε πως δεν θ’ αντέξει ως τον επόμενο Δεκέμβρη. Παρήγγειλε λοιπόν και κάλεσαν όλα τα ζωντανά του δάσους. Μαζεύτηκαν μια νύχτα με πανσέληνο για να τους αποχαιρετήσει και χρυσοποίκιλτα μικρά πουγκιά τους έδωσε με ρόδια και μια μπούκλα απ’τα πορφυρά μαλλιά της μ’ ένα αστέρι στον καθένα. Κάνανε κύκλο γύρω απ’ τη φωτιά κι ενώσανε τα χέρια και τότε μόνο η κόρη η μουγκή μίλησε σε όλους με τα μάτια. Και είδανε τον πόνο της και όσα έκρυβε η καρδιά της τόσα χρόνια και δάκρυσαν που μπόρεσαν να τη σκέψη της να νιώσουν. Και κύλησαν τα δάκρια και παγωμένα γίνανε ρουμπίνια και διαμάντια που γυάλιζαν απόκοσμα στο φως της φλόγας. Και τότε αυτή σηκώθηκε και φρενιασμένα χόρεψε μέσα στον κύκλο, πετώντας από πάνω της το πέπλο που φορούσε. Κι η γύμνια της τους τύφλωσε τόσο όμορφη που ήταν και τα πουλιά φτερούγισαν στης μουσικής τον ήχο. Το πούμα μόνο βόγκηξε με κόκκινα τα μάτια, που ένιωσε πως θα ‘χανε για πάντα την κυρά του. Πάνω απ΄τη φωτιά εκείνη αιωρήθηκε για λίγο, το βλέμμα της πλανήθηκε υγρό τριγύρω και ξάφνου βούτηξε στις φλόγες χωρίς μιλιά να βγάλει. Το μόνο που ακούστηκε στη σιγαλιά του δάσους, ήταν ο ήχος από φτερά ασημένια που τσακίσανε και πορφυρά μαλλιά που μύρισαν καμμένα. Κανείς δεν είπε τίποτα, μόνο κλαίγαν από μέσα τους όπως κι εκείνη τόσα χρόνια. Σαν έσβησε η κόρη, σύννεφα σκεπάσαν τη δακρυσμένη σελήνη, τ΄αστέρια εξαϋλώθηκαν και το δάσος του blogspot σκεπάστηκε με ασημένια φεγγαρόσκονη.
Copyright by nosyparker
Κυριακή, Δεκεμβρίου 03, 2006
ΚαΤά ΤοΝ δΑίΜοΝα ΕαΥτΟύ
σε άλλες σάρκινες αναπαραστάσεις
κάνω ένα καταβεβλημένο σχέδιο
σε άσπρη κόλλα χαρτί.
Σβήνω τις ματιές που με φλόγισαν.
Τινάζω τα σχήματα αγάπης από πάνω μου.
Χτενίζω τα μαλλιά μου
και παίρνω δρόμους που φαρδαίνουν στο τέλος.
Σκέψεις αναδύονται μέσα από τα γκρίζα μάτια μου.
Καταλήγουν σε ένα κορμί ποθητό, δεν το ξέρω
ούτε το περιμένω, απλώς κινώ.
Οι μπότες μου χτυπάνε την άσφαλτο.
Σφραγίζουν την ψυχή της βίαια
Το σώμα μου άδειο περιφέρεται.
Σήμερα βρήκα ένα δαχτυλίδι σε παλιό σχήμα.
Το φόρεσα στα δύο δάχτυλα του αριστερού χεριού μου.
Τι νέα άραγε σήμερα;
Ποια ψευδαίσθηση θα ζορίσει το μυαλό μου;
Εκτός από σένα φυσικά.......
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)