Ιούνιος. Ακούγεται σαν όνομα εξωγήινης τοποθεσίας.
Ελλάδα. Ακούγεται σαν τίτλος γνωστού σουξέ. Στην κουζίνα χάλασε το φως και η πρίζα της τοστιέρας ξεχαρβαλώθηκε. Είναι άθλιο το θέαμα. Περιμένω ψυκτικό για το ψυγείο και όποτε θυμηθώ να πάω να πάρω μια καινούργια τρέσα για την κουρτίνα. Έτσι που γέρνει τώρα δίνει στο δωμάτιο μια όψη εξαθλίωσης. Να βάψω τα κάγκελα του μπαλκονιού. Η σκουριά κοντεύει να πάρει σάρκα και οστά έτσι γρήγορα που μεγαλώνει. Στο μεταξύ πρέπει να πληρωθεί και η Δ.Ε.Η. Νοσταλγώ τις μέρες που όλα ήταν στρογγυλά χωρίς αιχμές. Όλα στην εντέλεια, καλογυαλισμένα και απομακρυσμένα από κάθε είδους φθορά. Όμως ξέρω καλά πως το επάγγελμα «νοσταλγός» δεν πρόκειται να αποκτήσει μέλλον, Γεμίζουν οι πλατείες, αδειάζει ο κόσμος κι ακόμη τα κουνούπια διψούν με τον παλιό τρόπο. Ψυγείο λοιπόν, τρέσα για κουρτίνα, κάγκελα και λογαριασμοί. Απόλυτη προσήλωση στο καλοκαίρι που σε λίγο θα γιορτάζει τον Ιούλιό του κι έχει ο Θεός.
Στην τηλεόραση η φάτσα του αποστεωμένου Σαμαρά θυμίζει καταραμένο ήρωα από ιστορίες του Edgar Allan Poe, με κουστούμι εποχής. Εάν οι υπουργοί και οι βουλευτές θέλουν γιαούρτωμα, το εκλογικό σώμα θέλει σκατά στη μούρη. Αυτοί φταίνε, που τους ψηφίζουν... Εντάξει, μπορεί να κάνεις λάθος μια φορά. Εδώ μιλάμε για χρόνια. Αυτή η χώρα δεν έπρεπε να έχει αυτούς τους κατοίκους. Δεν τους αξίζει. Από τα έντεκα εκατομμύρια, αυτοί που σκέφτονται είναι περίπου τριακόσιες χιλιάδες. Όλοι οι άλλοι είναι για τα μπάζα.Είναι η φυλή τέτοια.
Όσο μεγαλώνω, τρελαίνομαι και περισσότερο. Γιατί δεν θέλω τίποτα και όσο δεν θέλω τίποτα τόσο περισσότερο αγριεύω. Έτσι αλλάζουν τα πράγματα. Από αυτούς που δεν περιμένουν τίποτα. Γιατί αισθάνονται ελεύθεροι και δίκαιοι. Κάπως έτσι παρελαύνουμε στις τελευταίες μέρες του Ιουνίου. Αποσπασματικοί και ότι να ναι. Άλλο ένα καλοκαίρι στο σώμα της πικροδάφνης και του μελισσόχορτου. Ερήμην της κρίσης φουντώνουν οι βασιλικοί και τα νυχτολούλουδα. Πάνω από την ντοματοσαλάτα τα βράδια πετούν τα αεροπλάνα με τους ωφέλιμους τουρίστες. Κάπου εκεί μέσα σε αυτά είσαι και συ με χρωμοσώματα Πορτογαλίας , γεμάτος βραβεία και μια βραχνή φωνή. Έρχεσαι φουσκώνοντας την αγωνία μου. Σε περιμένω χωρίς να σε έχω δει και αυτό είναι κάτι.
Επιθετικό φως. Μέσα μου εκρήξεις αισιοδοξίας και έπειτα κάποια πρωινά στην δουλειά προκύπτει ξαφνικά μια στενοχώρια, μια σαστιμάρα και σιχαμάρα για όλους και για όλα. Μεγαλώνω και μένω ακόμα παιδί. Σε αυτή την πατρίδα που δεν αναγνωρίζω πια, σε αυτή την ζέστη που με λιώνει απειλητικά, με αυτή την υπομονή που όλο λιγοστεύει. Αναπνέω φως και τεντώνω τις άκρες μου να σκαρφαλώσει κι άλλο πιο πάνω το καλοκαίρι που δεν θα απαρνηθώ ποτέ. Ωστόσο οι σπείρες των εγκληματιών, καταστρώνουν σχέδια δράσης. Οι δημόσιοι υπάλληλοι μελετούν τα ζώδιά τους κι αναρωτιούνται αν θα τους πέσει ο Κρόνος στο κεφάλι και το ασύρματο τηλέφωνο τώρα τελευταία ξεφορτίζει συνεχώς. Πρέπει να το αλλάξω και αυτό.
Κάπως έτσι...
Ελλάδα. Ακούγεται σαν τίτλος γνωστού σουξέ. Στην κουζίνα χάλασε το φως και η πρίζα της τοστιέρας ξεχαρβαλώθηκε. Είναι άθλιο το θέαμα. Περιμένω ψυκτικό για το ψυγείο και όποτε θυμηθώ να πάω να πάρω μια καινούργια τρέσα για την κουρτίνα. Έτσι που γέρνει τώρα δίνει στο δωμάτιο μια όψη εξαθλίωσης. Να βάψω τα κάγκελα του μπαλκονιού. Η σκουριά κοντεύει να πάρει σάρκα και οστά έτσι γρήγορα που μεγαλώνει. Στο μεταξύ πρέπει να πληρωθεί και η Δ.Ε.Η. Νοσταλγώ τις μέρες που όλα ήταν στρογγυλά χωρίς αιχμές. Όλα στην εντέλεια, καλογυαλισμένα και απομακρυσμένα από κάθε είδους φθορά. Όμως ξέρω καλά πως το επάγγελμα «νοσταλγός» δεν πρόκειται να αποκτήσει μέλλον, Γεμίζουν οι πλατείες, αδειάζει ο κόσμος κι ακόμη τα κουνούπια διψούν με τον παλιό τρόπο. Ψυγείο λοιπόν, τρέσα για κουρτίνα, κάγκελα και λογαριασμοί. Απόλυτη προσήλωση στο καλοκαίρι που σε λίγο θα γιορτάζει τον Ιούλιό του κι έχει ο Θεός.
Στην τηλεόραση η φάτσα του αποστεωμένου Σαμαρά θυμίζει καταραμένο ήρωα από ιστορίες του Edgar Allan Poe, με κουστούμι εποχής. Εάν οι υπουργοί και οι βουλευτές θέλουν γιαούρτωμα, το εκλογικό σώμα θέλει σκατά στη μούρη. Αυτοί φταίνε, που τους ψηφίζουν... Εντάξει, μπορεί να κάνεις λάθος μια φορά. Εδώ μιλάμε για χρόνια. Αυτή η χώρα δεν έπρεπε να έχει αυτούς τους κατοίκους. Δεν τους αξίζει. Από τα έντεκα εκατομμύρια, αυτοί που σκέφτονται είναι περίπου τριακόσιες χιλιάδες. Όλοι οι άλλοι είναι για τα μπάζα.Είναι η φυλή τέτοια.
Όσο μεγαλώνω, τρελαίνομαι και περισσότερο. Γιατί δεν θέλω τίποτα και όσο δεν θέλω τίποτα τόσο περισσότερο αγριεύω. Έτσι αλλάζουν τα πράγματα. Από αυτούς που δεν περιμένουν τίποτα. Γιατί αισθάνονται ελεύθεροι και δίκαιοι. Κάπως έτσι παρελαύνουμε στις τελευταίες μέρες του Ιουνίου. Αποσπασματικοί και ότι να ναι. Άλλο ένα καλοκαίρι στο σώμα της πικροδάφνης και του μελισσόχορτου. Ερήμην της κρίσης φουντώνουν οι βασιλικοί και τα νυχτολούλουδα. Πάνω από την ντοματοσαλάτα τα βράδια πετούν τα αεροπλάνα με τους ωφέλιμους τουρίστες. Κάπου εκεί μέσα σε αυτά είσαι και συ με χρωμοσώματα Πορτογαλίας , γεμάτος βραβεία και μια βραχνή φωνή. Έρχεσαι φουσκώνοντας την αγωνία μου. Σε περιμένω χωρίς να σε έχω δει και αυτό είναι κάτι.
Επιθετικό φως. Μέσα μου εκρήξεις αισιοδοξίας και έπειτα κάποια πρωινά στην δουλειά προκύπτει ξαφνικά μια στενοχώρια, μια σαστιμάρα και σιχαμάρα για όλους και για όλα. Μεγαλώνω και μένω ακόμα παιδί. Σε αυτή την πατρίδα που δεν αναγνωρίζω πια, σε αυτή την ζέστη που με λιώνει απειλητικά, με αυτή την υπομονή που όλο λιγοστεύει. Αναπνέω φως και τεντώνω τις άκρες μου να σκαρφαλώσει κι άλλο πιο πάνω το καλοκαίρι που δεν θα απαρνηθώ ποτέ. Ωστόσο οι σπείρες των εγκληματιών, καταστρώνουν σχέδια δράσης. Οι δημόσιοι υπάλληλοι μελετούν τα ζώδιά τους κι αναρωτιούνται αν θα τους πέσει ο Κρόνος στο κεφάλι και το ασύρματο τηλέφωνο τώρα τελευταία ξεφορτίζει συνεχώς. Πρέπει να το αλλάξω και αυτό.
Κάπως έτσι...