Είναι όλα τόσο
μπερδεμένα σαν τα κομπιασμένα μου μαλλιά κάθε πρωί. Είναι ο ύπνος σαν μεγάλη
σπηλιά με συμβάντα ανήκουστα. Κάποιοι τα λένε όνειρα, άλλοι αποσπάσματα ολόκληρα
από ζωές αλλοτινές. Είναι οι μέρες αδιάφορες με μια χροιά απαράλλακτη με την προχθεσινή. Οι
ώρες μια πίσω μια μπρος ατέρμονα εκνευριστικές,
σπρώχνουν όλους τους κομήτες ακόμα παραπέρα. Το φως αιχμηρό μου αφήνει μπρούσκες μελανιές. Βαρύ και ασήκωτο με περισσότερη
από ποτέ πληροφορία. Ευτυχώς ελαφραίνω. Ευτυχώς αφαιρώ. Ήλιος ,θάλασσα, μυρωδιά
ιωδίου, φλοίσβος που σκάει στα δάχτυλα των γυμνών μαυρισμένων ποδιών του,
νεαρού τότε, πατέρα. Έρωτες κιτρινισμένοι, θαμμένοι σε όλα τα χώματα της γης ανάσκελα.
Κορίτσια από μακρινούς γαλαξίες, μετανάστριες που γελάν σπασμωδικά, θα ναι δεν
θα ναι 10 χρονών, κι άλλα πιο μεγάλα που παίζουν την μακριά γαϊδούρα. Κόσμοι κατεστραμμένοι
σαν θρύμματα παξιμαδιού στην αριστερή παλάμη μου. Με το βλέμμα στραμμένο στην
Ανδρομέδα καταπίνω τα πηχτά φλέματα αυτού του κόσμου. Δεν αγαπώ κανέναν πια γιατί
μου λείπει η ουσία από τα πάντα και μόνο μια μικρή διάψευση, σαν διαμάντι στο λαιμό
ωραίας γυναίκας, λαμποκοπά. Φτιάχνω ένα μικρό ατελιέ μπας και χώσω ότι από κόσμο
μου περίσσεψε. Από κόσμο παλιό, όχι μπαγιάτικο, παλιό που αντιφεγγίζει σε μια
δικιά μου ερημιά. Πήρα πινέλα, μπογιές καβαλέτα, κάρβουνα και μολύβια σχεδίου. Πήρα
όπλα δηλαδή .Όπλα για να σκοτώσω αυτόν
εδώ. Με μια σφαίρα στο μέτωπο και μπόλικο ακρυλικό. Τραβάω γραμμές στην τύχη. Τις
τραβάω όσο πιο μακριά μπορώ. Μια ακουμπούν
το περίγειο, μια τα ψυχρά χώματα της σελήνης. Κάνω ανθρώπους χωρίς περιγράμματα
με μπερδεμένα τα χαρακτηριστικά. Περπατούν σε φόντο παστέλ .Εκεί που σύνορα δεν
χωρούν. Φτιάχνω έναν κόσμο νέο με άλλα χρώματα στα μαλλιά, ρούχα περίεργα και μαντήλες
μακριές που ακουμπούν στην γη και σβήνουν
τα ίχνη από τα χώματα. Φτιάχνω δέντρα, δέντρα χωρίς ρίζες και χωρίς καρπούς.
Κυπαρίσσια γαλάζια και ψάρια κόκκινα σε κίτρινα λασπωμένα νερά. Και όταν κοιτώ
τι έφτιαξα βλέπω τον ίδιο κόσμο που προσπαθώ να αποφύγω. Και εκεί είναι που ξυπνώ μια μέρα
με τα ίδια κομπιασμένα μαλλιά, χαιρετάω την μάνα μου και φεύγω. Φεύγω περιμένοντας
πίσω από ατελείωτες ουρές μεταναστών. Περιμένοντας ζωσμένη με πολύχρωμα ακρυλικά
να ανοίξουν τα δικά μου σύνορα. Λαχταρώντας
ένα τεράστιο ωστικό κύμα που θα με ξαναβγάλει
σε μια παλιά στεριά γεμάτη ανθρώπους.