Δευτέρα, Ιουνίου 30, 2008

ChAnEl No 5


Ενυδατικές στην επιδερμίδα. Γενναιόδωρα ντεκολτέ. Αλμύρα στα νύχια, στις γραμμές της ζωής μου, στις άκρες των μαλλιών και των βλεφάρων μου. Έγινε βράχος πια το καλοκαίρι και γω κόλλησα πάνω του σαν πεταλίδα. Έχω το κύμα της κρυμμένο κάτω από το κούμπωμα του δεξιού μου σκουλαρικιού.
Στη δουλειά ωράρια σπασμένα, γέλια και φιλιά σε διαδρόμους και σε πόρτες. Όλοι μιλάν για διακοπές και γω μειδιώ. Πόδια βρεγμένα κάθε βράδυ από το λάστιχο της βεράντας. Απέμεινα φύλακας και κηπουρός της Βαβυλώνας μου. Υπάρχουν μέρες που κάποιο βουνό καίγεται. Πάντα πια κάτι καίγεται. Πάντα κάτι, μέχρι όλα να γίνουν μαύρα. Μέχρι όλα να μοιάσουν στις ψυχές μας,επιτέλους.
Πέρναγα δίπλα από την φωτιά τις προάλλες, εκεί στα Γλυκά νερά, και έκλαιγα σα να έχανα κάποιον. Μύριζα τον καπνό και έβλεπα την φωτιά σαν πληγή ανοιχτή και κατακόκκινη να βιάζει με μανία τις κόμες των πεύκων. Και ήταν ότι χειρότερο έχω δει τους τελευταίους μήνες. Και αλήθεια έκλαιγα γιατί έμοιαζε με ουρλιαχτό αυτό που εισέπραττα, αλλά ποιος νοιάζεται. Με αυτές τις φωταψίες άλλωστε δεν θα νυχτώσει ποτέ.
Πατρικό. Ώρα μπλε. Λυκόφως αλλιώς. Ποτίζω κι εκεί τα φυτά της μαμάς. Πέφτουν στάχτες και αστέρια. Πάλι από κάπου μακριά ακούγεται ένα ασθενοφόρο. Στο βάθος κάποιων κήπων 2-3 άνθρωποι καθισμένοι σε αυτοσχέδια τραπεζοκαθίσματα πίνουν, τρώνε και μιλάνε χαμηλόφωνα .Κλωστές λευκές κρέμονται από τον ουρανό. Σαν ξεφτισμένα ρούχα αρχαίων ψυχών.
Στα απέναντι μπαλκόνια κόσμος χτυπάει τα μαχαιροπίρουνα σα να επρόκειτο για κάποιο ξεχασμένο σύνθημα. Σε ένα γαλάζιο εφηβικό δωμάτιο, κάπου πιο πέρα, βλέπω μια κοπέλα να χτενίζει τα μαλλιά της στο πλάι. Στα συρτάρια του δικού μου εφηβικού δωματίου, φλογερές επιστολές αποσυντίθενται.
Φτάνω στο μπάνιο και πλένω τα χέρια μου με σαπούνι λεβάντας.
Έχω ανάγκη να μυρίσω κάτι παλιό. Ανοίγω τα συρτάρια της μαμάς. Ψάχνω. Τίποτα παλιό. Ανοίγω την μικρή αποθηκούλα. Ψάχνω τις παλιές τσάντες της και μέσα στην κοιλιά μιας καφέ δερμάτινης βρίσκω το άρωμα της Chanel No 5, που φόραγε κάποτε.
Κάποτε. Εγώ και αυτή κάποτε. Με εκείνο το κάποτε άρωμα στα χέρια και στα φιλιά της. Στα βαθιά καλοκαίρια όλων μας, τότε που έκρυβα τον ουρανό στην τσέπη μου και τα κοχύλια που έβρισκα στο βάζο με την μαρμελάδα βερίκοκο.
Και τόσο αβίαστα έκανε η Chanel No 5 τη νύχτα μου, ένα μεγάλο flash back που με κατάπιε και με ξέβρασε στο κόκκινο αυτοκίνητο μου να οδηγώ με το άρωμα της Chanel μαμάς στα στενοσόκακα της μνήμης. Πόσα χρόνια κατάπια από τότε μέχρι σήμερα. Πόσα απαγορευμένα λεπτά έσβησα πατώντας τα σαν γόπες άφιλτρων τσιγάρων που καπνίστηκαν μισά.
Πόσα χρόνια.... πόσα λιμάνια, πόσα καλοκαίρια σκόρπια. Πόσοι άνθρωποι χαμένοι και πόσοι άλλοι πεταμένοι στο recycle bean.Πόσα νέα αρώματα φορέσαμε από τότε. Πόσα καινούργια αστέρια είδαμε. Πόσα νέα μάθαμε και πόσο ιδρώτα χάσαμε για το τίποτα. Πόσα ακόμα θα έρθουν να μας βρουν και πόσα χιλιόμετρα ζωής θα κάψουμε κάτω από τις σόλες μας.
Ρε συ μαμά....Τι κουραστικό να είμαστε άνθρωποι!

Παρασκευή, Ιουνίου 20, 2008

ΕιΚοΣιΜίΑ


Μπήκα κάτω από την σκέπη της. Κατάματα την σταύρωνα και ρούφαγα όλο της το φως. Αχόρταγα. Ο αέρας μετέφερε τα λόγια σου την ώρα που κοιτάγα το αναιμικό πρόσωπο της πανσελήνου. «Μελαγχολική πανσέληνος σαν τραγούδι με πιάνο».
Ο Ήλιος μου καίει τα χέρια. Μου τα μάτωσε σχεδόν. Κλιματισμός μέσα έξω. Ραχάτι.
Παγάκια στα ποτήρια με το νερό και τους χυμούς. Κυοφορεί ο νους μου αμμόλοφους που υγραίνονται από θάλασσες.
Σκορπάω εδώ κι εκεί για λίγο. Για όσο. Πάντως όχι για πολύ.21 Ιούνιου σαν σήμερα και κάθε 21 η μέρα φτάνει στο ύψος τη νύχτα. Φτάνω μέχρι το θρόνο του θανάτου και κατεβαίνω στο οροπέδιο της ζωής ξανά. Σήμερα φύσαγε πολύ κι ένα σπουργίτι πετάχτηκε, άγνωστο από που, έχοντας κατεύθυνση τις ρόδες μου.
Και τότε εγώ τις έστριψα προς την ανατολή και το έκανα να πετάξει κατά κει.
Πάω να βουτήξω στην θάλασσα και να αφήσω την αλμύρα να κάψει τα μαγουλά μου. Θα πάρω μαζί μου και τον αμνιακό σάκο με τις μπουρμπουλήθρες μου.

Γερμανική σχολή, κι έπειτα στην Κοιλάδα του Ενιπέα. Μένω στα χαλάσματα της Λείβηθρας και κάθε δειλινό κόβω βόλτες στα Καζάνια. Μέχρι να ματώσει ο ήλιος τα σύννεφα. Μέχρι να έρθει η νύχτα και να τον γαληνέψει με το αίμα των άστρων που βάφει κόκκινες τις ανατολές. Μέχρι να ακούσω τις φλέβες των βράχων. Δεν έφυγα ποτέ από κει. Αλλά εσύ δεν ξέρεις πια.

Σάββατο, Ιουνίου 14, 2008

ΓέMιΣη ΙοΥνΗ


Γεύση τυροκούλουρου, σουσαμένιου. Είμαι χρώμα κυπαρισσί και νοιώθω σαν υγρός ουρανός. Ο καφές αχνίζει μέσα στο πλαστικό ποτήρι. Ήλιος πορτοκάλι στάζει δηλητήρια θερμοκηπίου και υγρά καινούργιας μέρας από πάνω μου.
Αττική οδός. Το κοντέρ γράφει 130. Όριο ταχύτητας 80. Παντού όρια. Αλλά είναι τέτοια η φυγόκεντρος της μέρας σήμερα, που ούτε και ξέρω που θα με βγάλει.
Κοντεύω στην δουλειά. Ακούω Τζούμα στο ραδιόφωνο, όπως κάθε πρωί. Ταξιδεύω μέσα στις λέξεις και τις παύσεις του. Φυσάει λίγο. Ανοιχτά παράθυρα για να μου παίρνει ο αέρας τα μαλλιά.
Σήμερα έχω μια αγάπη που σκίζει τα σύννεφα και καρφώνει τους θεούς ανάμεσα στα μάτια.

Περνάν οι μέρες στο ίδιο τέμπο και ο παφλασμός των κυμάτων ακόμα να φτάσει στα αυτιά μου. Και η αλμύρα της θάλασσας ακόμα να γλείψει το κορμί μου.
Μεσαίες βάρδιες. Από κάπου μακριά ακούγονται τα τύμπανα που δίνουν ρυθμό στους εξαντλημένους κωπηλάτες της γαλέρας. Σκλάβοι όλοι των Μ.Μ.Ε.
Βράδιασε ξανά και στο 4376 μια κοπέλα που μου μοιάζει ισιώνει την φούστα της και κλείνει τα πόδια της. Συνεχίζει να μοντάρει ανέκφραστη. Κι όμως, θα ορκιζόμουνα πως μόλις τελείωσε μια αόριστη ερωτική πράξη. Σα να βγήκε ολόκληρος άντρας από μέσα της.
Πέφτει ένα αστέρι. Από κάπου μακριά ακούγονται σειρήνες ασθενοφόρου.
Κόσμος ζει και πεθαίνει παραπέρα. Παραμέσα. Παραδίπλα. Παραπαίω. Παραπλέω.
Παραρρέω και παραποιώ την ζωή μπροστά σου. Το παράκανα. Παύση.
Ιούνιος ξανά και η νύχτα τρυπιέται με άστρα. Όσο πιο πολύ μεγαλώνω τόσο πιο πολύ αυτά απομακρύνονται. Πότε θα φτάσω το φως τους;
Μυρίζει υγρασία και σκίνα έξω. Μέσα μου κάποιος παίζει με τα σπίρτα που άφησα.
Η σελήνη κιτρινωπή, σαν ψίχα χαλασμένου μήλου με χλευάζει επειδή κατάντησα πιο αφηρημένη από αυτήν.

Στο σπίτι το βράδυ δεν περιμένω να βρω κανέναν. Κι όμως...
Εδώ είσαι;
Είσαι τόσο ήσυχη που τα όνειρα σου μοιάζουν με λίμνες,κάτω από το γαλάζιο αμπαζούρ. Τα όνειρα είναι σαν το κατακάθι του καφέ. Συμφωνείς;
Κατοικούν στον πάτο του νου, και κάθε φορά που πέφτεις οριζόντια για να κοιμηθείς τα ανακατεύεις με τα υγρά της ψυχής σου. Να θυμάσαι τα όνειρα σου σημειώνοντας τα κάπου, αν χρειαστεί να τα χαράζεις ακόμα και στον τοίχο της κρεβατοκάμαρας.
Χθες, ονειρεύτηκα πως έβλεπα ψηλά στον ουρανό.
Είχε απίστευτη λιακάδα που με έκανε να κλείνω τα μάτια κι ο ουρανός ήταν γεμάτος
με ανεμόμυλους σε διάφορα μεγέθη. Είδα κύκνους να μεταμορφώνονται σε αγγέλους και ένα μικρό κοριτσάκι να λέει πως είναι η μητέρα μου.
Όταν αποφάσισα να βγω από το όνειρο ο ουρανός έχανε το σκούρο του.
Ξημέρωνε.
Πήγα να φιλήσω τους μαύρους κύκλους των ματιών μου και να γευτώ την καινούργια μου οδοντόκρεμα.
Ξημέρωνε. Κάλυψα το στήθος μου με μια τσαλακωμένη πετσέτα. Έτριψα τα μάτια μου.
Ήταν φανερό πως ερχόταν το φως!

Πέμπτη, Ιουνίου 05, 2008

ο ΘάΝαΤοΣ τΟυ ΑρΚτΙκΟυ ΚύΚλΟυ

Καθόταν σακάτης και λυπημένος στο κέντρο του μικρού του σημείου. Ο γήινος αρκτικός κύκλος συρρικνωνόταν σιγά, σιγά. Έβλεπε να χάνει όλο και περισσότερο βάρος. Δεν κρύωνε τόσο, όσο παλιά. Δεν αισθανόταν καθόλου τα άκρα του. Μα πως θα μπορούσε, αφού άκρα δεν είχε πια. Από ψηλά φαινόταν σαν δακρυσμένο σκουλαρίκι σε σχήμα μισοφέγγαρου. Οι κρυσταλλικές του ενώσεις πέθαιναν κάτω από την ζεστή ανάσα του φαινομένου του θερμοκηπίου. Ανθρώπινη και άλλου είδους ζωή δεν υπήρχε πια. Πουθενά.
Μέσα στα σπλάχνα του φυλούσε καλά κρυμμένο το τελευταίο μόριο του πάγου. Το φυλούσε σαν κόρη οφθαλμού, πριν οι κλιματικές αλλαγές να εξολοθρεύσουν και αυτό.

Σκεφτικός και βυθισμένος μέσα στην λύπη του ξέθαψε από το χιόνι ένα χαρτί. Από μακριά φαινόταν σα να ήταν οι σημειώσεις κάποιου. Το κοίταξε και θυμήθηκε μέσα από το βαθύ του μπλε, το νόημα της ύπαρξης του. Ήταν λέει Ο Γήινος Αρκτικός Κύκλος, ένας από τους πέντε παράλληλους κύκλους γεωγραφικού πλάτους που σηματοδοτούν τους χάρτες της Γης . Αυτός που χωρίζει την Αρκτική ζώνη από την Βόρεια Ήπια Ζώνη της κύριας Εύκρατης ζώνης.
Αλήθεια, ήταν ακόμα κύκλος; Περισσότερο έμοιάζε με φέτα από μεγάλο πεπόνι, έτσι σακάτης και λειψός που έμεινε μόνο να θυμάται. Κι όμως υπήρξε κάποτε. Έστω και σαν μια νοητή γραμμή που διέγραφε τα όρια του βορειότερου γεωγραφικού πλάτους της Γης.
Από κει και πάνω,ακόμα και τώρα ο ήλιος ποτέ δεν ανατέλλει κατά τη διάρκεια του χειμώνα, λόγω του ότι βρίσκεται απέναντι από το Νότιο Ημισφαίριο της Γης. Ενώ αντίστοιχα, ποτέ δεν δύει το καλοκαίρι, αφού βρίσκεται απέναντι από το Βόρειο Ημισφαίριο. Κι έτσι όπως γυρίζει η Γη γύρω από τον άξονά της, έχει πάντα τον ήλιο από πάνω της, οποιαδήποτε στιγμή του 24ωρου.
Ήταν τόσο μόνος και μισοπεθαμένος που δύσκολα μπορούσε να έρθει στα συγκαλά του πια. Κάθε φορά που ξεκόλλαγε κι ένα του κομμάτι, μια μικρή έκρηξη ανατάραζε τα υδάτινα σπλάχνα του. Ήταν βλέπετε και η εικόνα αυτής της γυναίκας που δεν μπορούσε να ξεχάσει.
Γιατί κάποτε, απέναντι του είχε μια όμορφη γυναίκα που την λέγανε Αρκτική. Το μεγαλύτερο μέρος της Αρκτικής ήταν θάλασσα, καλυμμένη από πάγους που περιβάλλονταν από παγωμένο έδαφος χωρίς δέντρα. Ήταν γεμάτη ζωή, από τους οργανισμούς που ζούσαν στον πάγο και στη θάλασσα, ως τους ανθρώπους που ζούσαν στις αρκτικές της περιοχές. Η Αρκτική ήταν και είναι, (ότι έχει απομείνει πια), πολύ ευαίσθητη στις αλλαγές του κλίματος, γι’ αυτό και θεωρείτο από τους επιστήμονες ένα σύστημα έγκαιρης προειδοποίησης. Το όνομά της προέρχεται από την αρχαία λέξη άρκτος (αρκούδα) και της δόθηκε κατ’ αναλογία προς τους αστερισμούς της Μεγάλης και της Μικρής Άρκτου, οι οποίοι βρίσκονται κοντά στον πολικό αστέρα. Τα θυμόταν ακόμα αυτά καθώς άκουγε μέσα του να λιώνει η ψυχή του.
Τα γαλαζωπά μάτια του Αρκτικού κύκλου δάκρυσαν και ίσα που πρόλαβαν να το κάνουν γιατί αμέσως το δάκρυ πάγωσε και έγινε ένα κρυσταλλικό στερεό, διαφανές σε γαλαζωπή απόχρωση.
Κοίταξε τα λευκά χέρια της Αρκτικής. Πόδια δεν είχε ούτε αυτή. Μόνο χέρια κι ένα φαγωμένο κεφάλι σε σχήμα οβάλ. Από μακριά έμοιαζε με κουκούτσι. Η όμορφη γυναίκα, ή καλύτερα ότι είχε απομείνει από αυτήν, γύρισε σφαδάζοντας μπρούμυτα. Το φαινόμενο του θερμοκηπίου καθόταν σαν κοκκινωπό τσιμπούρι στην πλάτη της και λάμβανε ανεξέλεγκτες διαστάσεις. Σύμφωνα με προειδοποιήσεις επιστημόνων οι νέοι χάρτες αποκάλυψαν ότι η τήξη του θαλάσσιου πάγου είχε αυξηθεί φθάνοντας σε επίπεδα ρεκόρ. Οι ειδικοί φοβόντουσαν ότι η καταστροφή του κύκλου θα είχε επίδραση πάνω στον καιρό της Γης. Και έτσι κι έγινε.
Πόναγε η ράχη του Αρκτικού κύκλου και κάθε τόσο αναστέναζε. Έχανε μικρά κομμάτια καθαρού πάγου. Έχανε την ψυχή του σιγά και σταθερά. Και όταν κάτι χάνει την ψυχή του κερδίζει σε πόνο.
Και κάπως έτσι η εξαφάνιση του θαλάσσιου πάγου, οδήγησε σε μεγαλύτερη απορρόφηση της ηλιακής ακτινοβολίας. Και κάπως έτσι η ανοιξιάτικη τήξη στην Αρκτική άρχισε φέτος πολύ νωρίτερα απ’ ό,τι άλλες χρονιές. 5 μήνες νωρίτερα από την αναμενόμενη. Ο χειμερινός σχηματισμός των πάγων επηρεάσθηκε και αυτός από το φαινόμενο. Ο χειμώνας δεν επέστρεφε ποτέ εκεί που κάποτε γεννήθηκε. Ο γλυκός του χειμώνας.

Πόναγε ο αρκτικός κύκλος. Έβηχε συνεχώς . Δεν μπορούσε άλλο την μυρωδιά του μεθανίου που απελευθέρωνε. Ένιωθε τύψεις για αυτό. Τόσο καιρό κράταγε μέσα του όλο αυτό το μεθάνιο. Και κοίτα τώρα, έπειτα από τόσα χρόνια αυτό κατάφερε και διέφυγε. Η γη ήταν στα τελευταία της. Και ο αρκτικός κύκλος, που μόνο κύκλος δεν ήταν πια, ανέπνεε όλο και πιο δύσκολο. Όλο και πιο αργά. Όλο και λιγότερο. Και μέσα σε όλη αυτή την επιθανάτια ιλαρότητα δεν μπορούσε να πάρει το βλέμμα του από εκείνο το απαίσιο τσιμπούρι που μελάνωνε την πλάτη της Όμορφης γυναίκας απέναντι του. Έκλεισε για λίγο τα μάτια. Σκέφτηκε το τελευταίο μόριο πάγου στα σπλάχνα του. Για πρώτη φορά μετά από χρόνια ένιωσε ξανά τον πάγο να καίει μαζί με τα πέλματα των πλασμάτων πάνω του. Για πρώτη φορά μετά από χρόνια σαν να ξανακοίταγε τον μεγάλο καθαρό ουρανό. Σα να ξανάκουγε τα κρύσταλλα στον ήχο του αέρα και τον κρότο του χιονιού καθώς αυτό έπεφτε στον πάγο.
Το τέλος ήταν κοντά. Το ήξερε. Και ο πάγος το ήξερε, από ένστικτο και μόνο. Κι όλοι το ήξεραν. Και όλοι το ξέρουμε.

Άνοιξα τα μάτια μου απότομα. Ήμουνα λέει σε μια μεγάλη λευκή στεριά. Παγωμένη. Πανέμορφη. Περπατούσα για ώρες μέχρι που συνάντησα το γεροδεμένο σώμα του Αρκτικού κύκλου. Στρογγυλό και πιο άσπιλο από ποτέ. Γύρισε το μυτερό του κεφάλι και με κοίταξε με εκείνο το οινοπνευματί βλέμμα. Και τότε είδα μέσα του την έκρηξη του κόσμου. Το σώμα μου γέμισε εγκαύματα από τον πάγο, αλλά δεν φαινόταν να με νοιάζει. Λιπόθυμη και ξέπνοη βρέθηκα στο στέρνο της παγωμένης ανταρκτικής. Λευκή και τόσο όμορφη σαν δύναμη φωτός. Χαμογέλασα. Γύρισα σιωπηλά το βλέμμα μου και κατάλαβα. Κατάλαβα πως η ομορφιά βρισκόταν ακόμα εκεί. Ατσαλάκωτη στα πέλματα μιας λευκής αρκούδας ξαπλωμένης με βρεγμένο τρίχωμα και γεύση λευκής Toblerone.
Ακόμα δεν θυμάμαι να σας πω πότε ήταν να γίνουν ή αν έγιναν όλα αυτά. Εύχομαι όμως να θυμηθούμε να τα αποφύγουμε πριν γίνουν αβάσταχτα.

Υ.Γ: "Θα ΄ρθει μια μέρα, σίγουρα, η φωτιά να καθαρίσει τη γης. Θα ΄ρθει μια μέρα, σίγουρα, η φωτιά να εξαφανίσει τη γης. Αυτή είναι η Δευτέρα Παρουσία".

Ασκητική - Νίκου Καζαντζάκη.