Μενεξέδες, πανσέδες, γεράνια. Γλυτσίνες και γιασεμιά στα μαλλιά και στα αυτιά σαν σκουλαρίκια αλλοτινών καιρών. Μεγάλα ανθοφόρα τσαμπιά κρατημένα στις μακρόσυρτες βόλτες των μαβί απογευμάτων. Ιδρωμένες παλάμες μαζί με μικρά έντομα. Ανοιξιάτικα ρόδα στο χρώμα των πληγών κομμένα από κήπους που κανείς δεν παραφυλάει ούτε παίζει μέσα τους πια. Γρήγορος βηματισμός και στο στόμα φυλλαράκια τσίχλας με γεύση δυόσμου και κανέλας. Στα σκουπίδια πεταμένα παραθυρόφυλλα και στρώματα από κρεβάτια παιδικά. Λέω απ έξω και σχεδόν ξέπνοα, δυο αράδες που έχω κάνει copy paste από κάπου, που πια δεν θυμάμαι. «Οι κορυφές των λόφων διαγράφονταν καθαρά στον ορίζοντα σαν κομμένος αμέθυστος. Ο αέρας είχε την περίεργη μυρωδιά σαπίλας του βάλτου, αλλά ήταν δροσερός σαν πελαγίσιος και είχε το πιο παράξενο αποτέλεσμα στην διάθεση μου: μ’ έκανε να νοιώσω πραγματικά ξέγνοιαστος.» Τα μάτια μου ξαφνικά γεμίζουν δάκρυα καθώς συνειδητοποιώ ότι όλα αυτά είναι ακόμα σε αυτή τη ζωή. Όλη αυτή η μνήμη όλες αυτές οι ρωγμές είναι από το τωρινό μου timeline.Και ολόκληρη αυτή η δύση με το σαπφείρινο μαβί που συνεχώς συμβαίνει και πιο αφοπλιστικά είναι η άγρια δύση ενός κόσμου μελλοντικού. Και οι σκιές μεγαλώνουν και με ακολουθούν και στις άλλες βόλτες, αυτές των ποδηλάτων, που η καρδιά χτυπάει πιο έντονα. Εκεί συναντώ μαμάδες με νεαρές παραφυάδες. Οι μαμάδες κοιτάν το ποδήλατο μου κι έπειτα εμένα πάνω του με μια μικρή κακία, και γω τα παιδιά τους και έπειτα τα χέρια τους που κρατούν το ένα το άλλο με έναν αόρατο ζυγό.
Στις βόλτες μου, τις νύχτες περνάω συχνά έξω από το σπίτι σου σα να κάνω ένα μεγάλο κατόρθωμα και βλέπω το φως του σαλονιού σου αναμμένο. Το αμάξι σου παρκαρισμένο πάντα στο σπίτι με τις γάτες και το μπαλκόνι σου άδειο από φυτά. Κοντοστέκομαι σε μαύρο φόντο στο παρκάκι για 2 πάντα λεπτά. Ένα κοφτό αεράκι σαν άγαρμπο παρατεταμένο φρενάρισμα με διαπερνά. Και να σε δω ξανά μην περιμένεις να σου μιλήσω. Δεν θα σου ξαναμιλήσω, το ξέρεις πια, μέχρι να μου ζητήσεις μια άγρια και βαθιά συγνώμη.
Εντωμεταξύ στον κόσμο κάνει μεγάλους σεισμούς, ψηλώνουν κι άλλο τα βουνά. Μεγάλους πολέμους που κάνουν τις βάρκες να αναποδογυρίζουν σαν κομμάτια βουτύρου γεμάτες πολύχρωμους μετανάστες. Στον κόσμο κάνει μεγάλες κοροϊδίες που μας καταργούν τα χρόνια μπροστά, μεγάλες απώλειες, ολόκληρα κομμάτια από το μέλλον ξεκολλάν μαζί με τους πάγους. Κι όλα αυτά όσο έξω η Άνοιξη τα σπάει. Όσο η απόλυτη ελευθερία μου κάνει τα σάλτα της. Μια κρυμμένη ειρωνεία με γρατζουνά. «Κύριε, Συγχώρεσέ με που δεν παντρεύτηκα (ξανά) και που σκέπτομαι μόνο τον εαυτό μου.»
Στην κουζίνα βάζα γεμάτα λουλούδια κομμένα από τον δρόμο. Στα σπίτια ολόγυρα άνθρωποι με την πλάτη στον Υμηττό, με την πλάτη στο φεγγάρι παραμονεύουν στα μπαλκόνια. Περιμένω τα κεράσια του Μάη και τον Corona borealis μου. Αυτά προς το παρόν μου αρκούν.