Κυριακή, Ιανουαρίου 01, 2023

123 ΕφΤαΣε τΟ '23


 2022

Καλοκαίρι. Ένας κόσμος σπασμένος στα δύο κείτεται μπροστά στα πόδια μου. Βάζω τα κομμάτια που με ενδιαφέρουν στην τσέπη του τζιν μου, ίσως μου χρειαστούν ίσως όχι, και κόβω δρόμο από νέα μονοπάτια ζωής. Μια γάτα βήχει χωρίς σταματημό στην άκρη του αυχένα μου, η θάλασσα με ψάχνει και γω αδιαφορώντας για αυτό, βάζω τα θεμέλια της νέας μου ζωής μέσα στο λιοπύρι. Σε μίαν άλλη Θάλασσα πολύ πιο μακρινή εσύ να κολυμπάς με την καλύτερη παρέα. Σχεδόν σε ξέχασα.  

Χειμώνας που μοιάζει με άνοιξη όλα μπερδεμένα σε κροτάφους ιδρωμένους. Σώμα που φαρδαίνει όπως οι στροφές τους επαρχιακούς δρόμους. Μέρες με ομίχλη και άγρια ζέστη. Πετάω τα παπλώματα κάθε τρεις και λίγο. Τέσσερις ώρες ύπνο με στεγνό λαιμό. Το νερό στο κομοδίνο άδειο μέσα σε ποτήρι πλαστικό. Θέλω να κολυμπήσω αλλά δεν ξέρω που. Νιώθω διψασμένη, ξεχασμένη, δυνατή.Μόνο τα βράδια κατεβαίνω στο υπόγειο γκαράζ με ένα βιβλίο κάτω από την μασχάλη. Το αυτοκίνητο στα βαθιά του γεράματα κοιμάται κάτω από μνήμες βαλβολίνης και χιλιομέτρων.

Όλα είναι ήσυχα. Οι ένοικοι κοιμούνται. Χαζεύω τις βρωμισμένες πινακίδες τους. Μπαίνω από την πόρτα του συνοδού και ανάβω το φως του αυτοκίνητου. Μυρίζει ψημένο κουλούρι και ξύσμα πορτοκαλιού. Με την πόρτα ανοιχτή και το πόδι ακουμπισμένο στον τοίχο ξεκινάω το διάβασμα. Χωρίς ηλεκτρικό, χωρίς την βελούδινη πολυθρόνα ανάγνωσης που μετακινώ στο σαλόνι, μήτε εκείνο κει το κόκκινο λαμπατέρ του δωματίου, μα μέσα σε ένα παγωμένο αυτοκίνητο, δες τι καλά που ξεκινάω το διάβασμα κάτω από ένα φωτάκι μπαταρίας. Σε λίγο ξημερώνει. Ονειρεύομαι μια ζωή προστατευμένη σε μικρά καταφύγια. Μια ζωή που την ισορροπείς σε ποτήρια κρυστάλλινα που έκατσαν στραβά γερμένα το ένα στο άλλο μετά από κάποιο άγριο πάρτι στην άκρη μιας κουζίνας

Ένας ρομαντισμός σε ανάπαυση.

2023

Πρώτη μέρα του χρόνου. Λίγος ύπνος και το δέρμα κάτω από τα μάτια μαβί. Ο ήλιος μαχαιρώνει με όλη την δύναμη του φωτός τα πόδια και τα χέρια μου. Βλέπω σχεδόν τις παλιές ουλές να φωσφορίζουν κι έπειτα μια βόλτα στην θάλασσα. Ολοστρόγγυλη η πρώτη μέρα του χρόνου στραφταλίζει σε μια γνώριμη επιφάνεια. Ο κολλητός μου κολυμπάει κ γω ψάχνω στις πέτρες κοχύλια με μικρές τρυπίτσες.

Η θάλασσα με πλησιάζει με σαλιώνει μιλώντας μια γλώσσα με πολλά ψψψ, πλαταγίζει. Σκέφτομαι εσένα μαζί με μένα κάτω από εκείνον τον βράχο.  Συνυπάρχουμε σαν από πάντα. Μου χαϊδεύεις τα μαλλιά με ένα δικό σου χάδι ήρεμο, αέναο σαν να θες να με εξημερώσεις. Εγώ κοιτάω την θάλασσα, ασάλευτη με εκείνο το αβλέφαρο βλέμμα των αγαλμάτων και με τα νύχια μου μέσα στις οπλές βαλμένα. Συνυπάρχουμε. Όπως αυτά τα σπασμένα κογχυλάκια στις υγρές πέτρες, αρκεί κάποιος να ψάξει να τα βρει.

Ονειρεύομαι μίαν άλλη ζωή μαζί σου. Μια ζωή όπου δεν θα έρθει ποτέ.