Τρίτη, Σεπτεμβρίου 28, 2010

sLoW mOtIoN


Τα μάτια μου είναι κουρασμένα, γεμάτα εικόνες. Βαριά, γεμάτα νέες γεωγραφίες προσώπων, άδεια από κάθε αίσθημα. Το στόμα μου κουρασμένο από τις επαναλήψεις των ίδιων λέξεων, τρώει μικρές τελείες για ανάπαυλα. Τα χέρια μου κουρασμένα και αυτά από την απραγία. Από την βαρεμάρα να αγγίξουν, ακόμα και σένα. Τα πόδια μου μόνο λυγίζουν κι όταν περπατάω, περπατάω αργά, σα να σκέφτομαι με αυτά. Σα να συντάσσω ολόκληρες προτάσεις βαδίζοντας αργά, σχεδόν πληγωμένα. Πως καταντήσαμε έτσι, τόσο βαθιά κουρασμένοι ξαφνικά. Σα να ναι ο βίος μας ένα ατέρμονο slow motion.

Υπάρχουν και οι μέρες της πλήξης. Είναι αυτές που είναι λίγο πράσινες σε χρώμα βούρκου. Τις μέρες αυτές έχω παρατηρήσει πως πονάει η μήτρα μου και τότε αρχίζω και τρέχω με όλα τα μέσα, ακόμα και τις λέξεις μου. Τρέχω να αποβάλλω τον πόνο, όπως τρέχει κανείς μέσα στα όνειρα. Αργά, αλλά τρέχω σα να είμαι μέσα στο βυθό μιας θάλασσας που δεν λέει να με αφήσει. Τρέχω με δύναμη και ο πόνος βγαίνει από μέσα μου. Με αφήνει και πάει κάπου πίσω από την πλάτη μου. Γυρνάω αργά. Ρίχνω μια ματιά εκεί, στα όρια της σπονδυλικής μου στήλης και της μέσης χαμηλά, και βλέπω ένα ιλαρό φως. Μέσα του θεόχοντροι ανθρώποι, σαν ετοιμοθάνατα βουβάλια, τρώνε με λύσσα τα αποφάγια μου. Ότι άφησα το κατασπαράζουν και το φορούν σαν δικό τους. Κάτω από το ιλαρό αυτό φως βρίσκονται μόνο αυτοί και τα αποφάγια μου.
Κι έπειτα έρχεσαι εσύ. Σκοτεινός και ευνούχος.
«Είσαι ευτυχισμένη», με ρωτάς. Ευτυχισμένος είναι μια λέξη που προκαλεί μελαγχολία, σου λέω. Γιατί πρέπει λοιπόν να είμαι ευτυχισμένη; Άλλωστε ο άνθρωπος πρέπει να νοιώθει ζωντανός για να νοιώσει ευτυχισμένος, και για να νοιώθει αληθινά ζωντανός χρειάζεται το απρόβλεπτο. Και έπειτα πάλι ο καιρός χαλάει ξαφνικά, όπως εκείνο το παλιό σφράγισμα που όλο φεύγει, και μικροί κεραυνοί πέφτουν στο βρεγμένο μου κρανίο. Λιλιπούτεια ηλεκτροσόκ με φρεσκάρουν χωρίς εσύ να κοιτάς, χωρίς να ξέρεις. Μεγάλη τυραννία η αγάπη τελικά. Κοιτάω ψηλά. Ψάχνω για οιωνούς αλλά τι βάσανο και αυτό να κάνεις.
-Θα σου φτιάξω έναν ουρανό χειροποίητο, μου λες ,να τον ρίχνεις πάνω σου, σα σάλι, τώρα που θα μπει η ψύχρα του Οκτώβρη. Κι ήταν εκείνη η μέρα, η μία και μοναδική, που χρειάστηκα για να καταλάβω ότι ο ουρανός είναι άδειος.

Κυριακή, Σεπτεμβρίου 12, 2010

ΕτΟιΜάΖοΜαΙ



Ετοιμάζομαι για νύχτες μεγαλύτερες, νύχτες μακριά σου, νύχτες με όνειρα φθινοπωρινά γεμάτες από τα λαγοκοιμισμένα χάδια σου, χωρίς λάμπες φθορίου να μας ξεματώνουν, νύχτες πράσινες γεμάτες lime, νύχτες που σύντομα μαζί σου θα γίνουν μέρες θαλασσιές σαν χάντρες βασκανίας. Νύχτες πρεμιέρας.
Ετοιμάζομαι να φορέσω στα χέρια μου πολύχρωμα βραχιόλια γεμάτα στρογγυλούς υπότιτλους. Στα αυτιά μου κομμένα σελιλόιντ. Να κρυφτώ μέσα στην ίδια μου την πόλη, σε σκοτεινούς κινηματογράφους που μυρίζουν καμένο καλαμπόκι, βροχή, αφηρημένα χτενίσματα, ξινά αρώματα, τσίχλες trident και κλεισούρα. Να αναλωθώ μέσα από περίεργα βλέμματα που πάντα κοιτάνε την μέση μου κι έπειτα τα μαλλιά μου. Να μην μιλάω παρά μόνο αν με ρωτήσουν κάτι που πρέπει να απαντηθεί. Να έχει σημασία.
Ετοιμάζομαι για κάτι που θα έρθει να με βρει χωρίς να ξέρω πόσο μεγάλο θα είναι. Ετοιμάζομαι για μια αγκαλιά, για μια ξεχασμένη λέξη που είχα καιρό να ακούσω. Για κοντές ζακέτες και κλειστά παπούτσια. Για Ψαγμένα ακούσματα και νέες τάσεις. Ετοιμάζομαι να Κουβαλήσω αποσπάσματα ταινιών παντού. Στο βλέμμα μου, στον τρόπο που περπατώ, που μιλώ, στον τρόπο που θα διορθώνω το φόρεμα μου ή τα μαλλιά μου καθώς θα μπαίνουν στα μάτια μου την ώρα που φυσάει.
Ετοιμάζομαι για μια νέα αρχή, για ένα απότομο τέλος, για μια καινούργια στρασάτη περιφρόνηση που θα με κάνει ατίθαση ξανά. Για φιλιά στο στόμα και κυνηγητό στην πλατειά Καρίτση. Για ένα παράφορο κλάμα στην μέση του δρόμου, μέσα στο αυτοκίνητο, για ένα γέλιο που θα ξυπνήσει το άσθμα μου και για ένα δυνατό νευρόπονο στο μέρος της καρδιάς.
Ετοιμάζομαι για εκείνες τις ειδικές μέρες που δεν τελειώνουν το βράδυ ,αλλά το επόμενο πρωί, για τους φίλους που θα φιλοξενήσω με λαχτάρα, και για τις συζητήσεις που θα με κρατήσουν ακμαία μέχρι το πρωί, με άδεια ποτήρια κρασιού. Κι έπειτα ετοιμάζομαι και για ένα παρανοϊκό ξέσπασμα που θα έρθει καθώς όλα αυτά θα ξεμακραίνουν κρατώντας μέσα τους μόνο την σκιά όλων όσων έζησα. Και θα γελάω δυνατά μέχρι να βραχνιάσω. Μέχρι να λυγίσουν τα γόνατα μου και να φανούν οι τεντωμένες μου αμυγδαλές .Θα γελάω μέχρι να παύσουν όλα και να φύγει βίαια ο ήχος από μέσα τους. Θα γελάω όσο πιο κοροϊδευτικά γίνεται. Γιατί στο τέλος όλοι ξέρουμε τι έχουμε κάνει.