Κυριακή, Απριλίου 21, 2013

ΣτΑ πΕρΙξ ΤηΣ αΝοΙξΕως



Είμαι εντατική, όπως όλες οι γυναίκες. Μέσα στην ανωνυμία του πλήθους της Παρασκευής κρατάω ξέλυτο το κουβάρι μιας μεγάλης ευτυχίας. Κάτι αλλάζει μέσα μου και δεν φταίει αυτή η ολοκαίνουργια Άνοιξη που εισβάλει σα ρουκέτα, καθώς οδηγώ με ανοιχτά παράθυρα, ούτε η χωρίστρα μου που γύρισε στο πλάι. Φταίει  η αφαίρεση που τόσο αγαπώ. Μιας και οι άνθρωποι είναι εφήμεροι και χωρίς λογική τους αφαιρώ και νιώθω ξανά ελεύθερη, λιγότερη, και πιο υγιής, ακούγοντας τα άδεια κουφάρια τους να κουδουνίζουν και να απομακρύνονται. Και  δεν μετανιώνω που τους είχα, ούτε που τους έστειλα. Όλοι οι ευγενείς άνθρωποι άλλωστε ασχολούνται με τέτοιες  χαμένες υποθέσεις και ουτοπίες. Έτσι έκανα και γω.

Μεγαλώνω τον χρόνο. Μεταφυτεύω  γαρύφαλλα, ρίγανη και θυμάρι. Και οι μυρωδιές μοιάζουν απαράλλακτες με αυτές που ξεφύτρωναν στα μπαλκόνια του παλιού κόσμου όταν ήμουν παιδί. Κι έρχεται το μελανό βράδυ σαν τελεία σε μεγάλη παράγραφο. Περπατάω μαζί σου και είναι σα να περπατάω παράπλευρα με δεκάδες πλανήτες. Στα κατά σειρά κλειστά μαγαζιά με ταμπέλες "πωλείται" αντικατοπτρίζεται το νέο μου εγώ. Άνοιξη παντού, με νέο δέρμα. Ζόρικη. Στην πλάκα τα βήματα μας επιτακτικά, σφραγίζουν μια ανάλαφρη διαδρομή μέχρι το εκκλησάκι της Καπνικαρέας. Τέταρτοι χαιρετισμοί. Η εκκλησία της Αγίας  Ειρήνης σχόλασε. Πάνε οι «αστερισμοί» σου λέω με μια απίστευτη σοβαρότητα. Γελάς. Γελάς πολύ. Ένας ανομολόγητος έρωτας κατουράει αδιάφορος στα τοιχώματα μου.  Στην επιστροφή τα επαναλαμβανόμενα λεκτικά ριφάκια μου  φωτίζουν σαν δυναμό τα σκοτάδια. Οι νεραντζιές στη διαπασών. Τα κόκκινα φαναράκια φέγγουν στον κήπο σου. Το ποδήλατό σου παρατημένο στα πολύχρωμα πλακάκια της αυλής.Έξω η νύχτα ζεστή, ανοιξιάτικη μόνο. Καθόμαστε σα να μην σηκωθήκαμε ποτέ από εκείνο το μαρμάρινο τραπέζι. Με ταΐζεις. Με παρηγορείς με την αλήθεια σου χωρίς να το ξέρεις. Η Ρίκα σε κάθε σταυροπόδι μου σηκώνει τα αυτιά. Τα σκυλιά του δρόμου  είναι σοφά. Με παρηγορεί η πεποίθηση πως κάποια μέρα θα τους μοιάσω.

Παρασκευή, Απριλίου 05, 2013

ΘηΛιΑ


Πετάω πάνω από το goοgle earth.Ψάχνω την Θάλασσα του Μαρμαρά με τα πρασινωπά νερά της. Τεντώνομαι από  την Καλλίπολη μέχρι τη Νικομήδεια. Χαζεύω τον κόλπο του  Datça.Το μάτι μου σταθμεύει στο αναπαλαιωμένο κάστρο του Σουλεϊμάν του Μεγαλοπρεπούς και σε μία όμορφη λιθόστρωτη παλιά συνοικία. Φτάνω μέχρι την Ίμβρο και βλέπω τις αλυκές. Έχει αλυκές η Ίμβρος, δεν το γνώριζα. Χαζεύω τις φωτογραφίες της. Τόπια  θαρρείς σαν χιονισμένα, γεμάτο αλάτι και πατημασιές. Θυμάμαι τις αλυκές του γαλατά και μένα μικρή να τρέχω πάνω τους. Πονούσε το αλάτι τις πατούσες. Ούτε ένα ταξίδι φέτος. Έχω γυρίσει όλα τα μέρη που θέλω με το Google earth, έχω ζήσει στιγμές και ηλιοβασιλέματα που κρατάνε όσο ένα βλεφάρισμα. Και μετά πίνω μια γουλιά καφέ και βυθίζομαι σε μια παχύρρευστη θλίψη που μοιάζει με γαλάζια υπνηλία. Κατά τα άλλα η Δ.Ε.Η μου ήρθε 600 χαρωπά ευρώ που δεν έχω να δώσω. Η μέρα ευτυχώς μεγάλωσε αλλά γυρνώ περασμένες 7 και ακόμα δεν την έχω προλάβει. Ένα μεγάλο ζόρι σαν βαθυκόκκινη σχοινένια ζώνη με σφίγγει γύρω από τη μέση. Σταματά ο αέρας για λίγο, αλλά έπειτα το βλέμμα μου εντοπίζει τα ανθισμένα ζουμπούλια και τα παχιά βαμβακωτά σύννεφα και όλα πάνε στο διάολο.
Ο κύκλος στενεύει. Παλεύω κάθε μέρα να αποδείξω ποια είμαι και τι μπορώ να κάνω στο ναρκοπέδιο της δουλειάς. Δεν έχει σημασία ποιος σε πολεμάει, αλλά ποιος στέκεται δίπλα σου, μου λέει εκείνος. Βάζω πλώρη για το λιμάνι της εσωστρέφειας. Βλέπω γύρω μου ανθρώπους περίεργους, παράξενους με άσχημα ρούχα, άσχημα μαλλιά και μπερδεμένα συνθήματα  να μιλάνε για κοσμικές πίκρες. Και ευτυχώς το φως  της ημέρας δυναμώνει. Πρόκειται για γυμνό επιθετικό φωτισμό όπως απαιτεί τούτος ο καιρός που όλοι είναι με τα ύποπτα ιλαρά αμπαζούρ ξεχασμένα στα γραφεία τους. Τα βράδια γυρνώντας από νυχτερινές βάρδιες μπαίνω στον πειρασμό να σχολιάσω διάφορα που διαβάζω σε αναρτήσεις γνωστών και φίλων και όπως μπαίνω, ξαναβγαίνω. Δεν βρίσκω πια κανένα νόημα.
Οι μέρες γλιστρούν. Το Πάσχα κάπου στο βάθος, με τη σιγουριά του Απρίλη. Κάποιοι το περιμένουν για τα φιλάνθρωπα αισθήματά του, το κόκκινο αβγό συγκινεί ακόμη τον Νεοέλληνα της (πρώην) υπερκατανάλωσης. Μοσχοβολούν οι λεμονανθοί ίσα ίσα για να θυμηθούν -όσοι λίγοι πια θυμούνται- τους Χαιρετισμούς των Παρασκευών. Τρίτοι χαιρετισμοί  σήμερα κι ο καιρός περνά βαρύθυμα μες στην αβεβαιότητα της πραγματικότητας και των φημών. Λίγο ο μενεξές, λίγο η λιακάδα, λίγο η πάνδημη αηδία για τους αχυρένιους ηγέτες, λίγο η γκρίνια, λίγο η μέρα που κερδίζει σε βάρος της νύχτας,  και ο καιρός μαζί με τη λυγερόκορμη θλίψη περνά  μ' ένα σάλτο φωτός, αφήνοντας σε μας τα υπόλοιπα της αθεράπευτης νοσταλγίας και της φθοράς. Στο μεταξύ όλο και περισσότεροι γνωστοί μου φαίνονται άγνωστοι, έτσι που άσπρισαν τα μαλλιά τους. Εννοείται πως κι αυτοί με κοιτάζουν καχύποπτα και μαζί με αυτούς η άνοιξη, εσύ και το Σύμπαν.

Χτες στον ύπνο μου μέσα έπεσε ένα αστέρι. Ακούστηκε  σαν δεκάρα στο μωσαϊκό .

Δευτέρα, Απριλίου 01, 2013

ΠρΩτΑπΡιΛια


Το φεγγάρι ολοκληρώθηκε αφήνοντας μου μια μεγάλη τρύπα στο στήθος. Δεν είχα το κουράγιο ούτε να αναπνεύσω. Ένιωθα σαν εκείνες  τις καλοκαιρινές  τρύπιες πέτρες που μου έφερε να φοράω μενταγιόν. Τα βράδια γελάω στον ύπνο μου και όταν ξυπνάω είμαι όλο λυπημένη. Δεν σημειώνω τίποτα πια. Ούτε ακούω όμορφα λόγια. Οι άνθρωποι είναι οι ίδιοι και οι ίδιοι με μια κούραση τιτάνια που τους παραχώνει στις γωνιές των σπιτιών τους. Δεν περπατώ πια τόσο συχνά. Σα να μην χρειάζομαι τα πόδια μου μοιάζει, και ούτε που ξέρω πως είναι η αλήθεια εκεί έξω. Προχθές που βγήκα να περπατήσω με χτύπησε ο αέρας μαζί με μια αιχμηρή μυρωδιά ζουμπουλιού και τρόμαξα. Τρόμαξα που αισθάνθηκα. Το μόνο που σκέφτηκα ήταν να τρέξω μακριά.
Δυο, τρία κότερα στο βάθος. Νύχτα με υγρασία και αλκοόλ. Δίπλα μου σε διαφορετικές στιγμές δυο αγόρια τελείως διαφορετικά μεταξύ τους με κοιτούν. Το ίδιο και γω. Αλλά κανείς από εμάς δεν μπορεί να είναι σίγουρος για το τι βλέπει, ούτε για το τι νιώθει. Μόνο εκείνα τα κότερα και το σιγανό κρώξιμο ανάμεσα στις σιωπές μας είναι αληθινό. Να τρέξω μακριά.
Αναπάντητες κλήσεις. Μισά μηνύματα, τα άλλα μισά αιωρούνται στα κενά της ψυχής. Οδύνη για την Άνοιξη που έρχεται για να μας ξεντεριάσει όπως πάντα. Στέκομαι χωρίς ρούχα στους καθρέφτες μου και δεν αναγνωρίζω τι βλέπω. Με θυμάμαι κορίτσι και με βλέπω γυναίκα πια. Και οι νεραντζιές όλο και φουντώνουν, οι νύχτες όλο και μικραίνουν και το φως με πασπαλίζει σαν καυτό λάδι. Θέλω να πατήσω λίγο την παύση του κόσμου και να τρέξω μακριά.
Ο  φίλος μου περπατά σε ρυθμό πλατσουρίσματος στην άσφαλτο. Κομμάτια πεντάλεπτα  ώσπου να συγκεντρωθεί ή κάθε σκέψη, αποσπάσματα λέξεων για να ταξινομηθεί το σύμπαν. Η παράκτια διαδρομή μια φωτεινή πηγάδα, φωταγωγός που λάμπουν από το ισόγειο και πάνω τα παράθυρα πολυτελών διαμερισμάτων αλλά με την αθλιότητα του πάτου .Οι φίρμες, οι ταμπέλες των μαγαζιών που κάποτε άνθιζαν, οι αναπαλαιώσεις, οι κρυφοί φωτισμοί. Στα φανάρια πρεζάκια μας μιλάνε χαμηλόφωνα σχεδόν ερωτικά. Κλείνω τα μάτια και νιώθω μια αίσθηση ιλίγγου. Να τρέξω μακριά.
Και ο ήλιος κάποτε ζαλισμένος βουτά στη θάλασσα. Νιώθω κουρασμένη με ότι άφησα πίσω, ίσως και από σκέψεις που δεν ολοκλήρωσα. Με πιάνει η προσφιλής μου ημικρανία αλλά ποσώς με νοιάζει. Τρυπώνουμε στην σκόνη των δρόμων και στον βορινό γαλάζιο του  ορίζοντα. Φτάνουμε σπίτι και κρεμιόμαστε στα μπαλκόνια ξέγνοιαστοι με λουκούμι και ρακί.
Το βράδυ μια σφιχτή αγκαλιά. Παραμιλούσα στον ύπνο μου. Ξύπνησα με άσπρα μαλλιά. Έτσι νόμισα. Ξημέρωνε.