Τρίτη, Φεβρουαρίου 27, 2007
ΓαΛαΖοΠρΑσΙνΗ σΥμΠίΕσΗ
Συρρικνώθηκα τόσο που η καρδιά μου πετάχτηκε στα χέρια μου. Είχα έντονη την επιθυμία να την φάω ολόκληρη,ζωντανή, έτσι όπως φούσκωνε την μικρή βυσσινή, κοιλιά της. Σε κάλεσα ξανά χωρίς να είμαι έτοιμη για αυτό. Είχε πολύ κόσμο στο μικρό θεατράκι. Καλύτερα για να μην ξέρω που, και ανάμεσα σε ποιους, βρίσκομαι .Το μυαλό μου μουδιασμένο γρονθοκοπιότανε από τις λέξεις των ηθοποιών και τέντωνε τα άκρα του να σε πιάσει. Καθόσουν δίπλα μου, αλλά σε ένιωθα μακριά μου. Είχα την αίσθηση ότι καθόμασταν στην άμμο,νύχτα και βρέχαμε τα πόδια μας σε μια άγνωστη παραλία. Βγαλμένες σαν μέσα από ακατέργαστο όνειρο σε χρώμα πράσινο-μπλε. Πως το κάνεις αυτό και καταργείς το τώρα, κάθε φορά που εμφανίζεσαι μαζί με το σύμπαν σου; Πως γέρνεις το κεφάλι, τόσο γλυκά κοιτώντας τον κόσμο στα μάτια; Μετά μας ακολούθησες στο γνωστό κουτούκι. Συμπιέστηκα κι άλλο γιατί σε είδα να με κοιτάς κάτω από λάμπες φθορίου και να γελάς με εκείνα που κάποτε ξορκίζαμε. Οι άλλοι καθαρίζανε τα μάτια τους από τα βρύα της νύχτας, ορεξάτοι. Με κρασί κόκκινο και άφθονο, με ένα μεγάλο σχέδιο ζωής και τις φρεσκοαρωματισμένες ιστορίες σου, μασουλάγαμε ότι είχανε τα πιάτα μας. Ακόμα και τις μεταξωτές σου βλεφαρίδες. Κι όμως, ήταν όμορφα καθώς κατηφορίζαμε στην επιστροφή οι δυο μας. Έριχνα κλεφτές ματιές στα χέρια σου, που μου έφεραν και πάλι στο μυαλό όλα αυτά τα πράσινα ποτάμια και τις νυχτερινές οινοποσίες μιας ζωής, που θαρρώ πως έμοιαζε με την δικιά μου. Μόνο που τότε έβρεχε τις γαλάζιες και ανάπηρες ακτές της, στην δικιά σου. Μόνο που τότε και η δικιά σου είχε μεγαλύτερες θάλασσες, παρά ξέρες. Θυμάσαι που με είχες ρωτήσει,γιατί δεν χτενίζω τα μαλλιά μου; Και σου είχα απαντήσει «γιατί δεν έχω κάποιον να με κοιτάζει όταν το κάνω;» Ήταν ψέμα. Εννοούσα πως δεν είχα εσένα να με κοιτάς όταν το κάνω. Ένοιωσα ξαφνικά ένα απίστευτο βάρος στις πλάτες μου, σα να σήκωνα το βάρος όλου του σύμπαντος. Έχωσα τα χέρια στις τσέπες. Ξέχασα σε ποια τσέπη έβαλα την καρδιά μου,αλλά ντράπηκα να την ψάξω μπροστά σου. Φοβήθηκα για μια στιγμή. Τότε αυτή με πρόδωσε χτυπώντας δυνατά. Με κοίταξες με ένα μικρό φως. Το πήρα αμέσως. Του έδεσα το στόμα και τα μάτια και το έβαλα στο πάνω μέρος της χωρίστρας μου. Ένιωσα να πρήζονται οι αμυγδαλές μου. Συνωστίστηκαν εκεί όλα τα θέλω που είχα για σένα, μαζί με κάτι παλιούς λυγμούς και υγρά, που ποτέ δεν απέβαλα στο δέλτα της ύπαρξης σου. Έβηξα αμήχανα και κοίταξα ξανά τα χέρια σου. Με φίλησες αποχαιρετώντας με. Η παρέα περίμενε πίσω μου μαζί και ότι είχα χάσει στους πεθαμένους αιώνες του κόσμου που έτρεχε γεμάτος εγκαύματα και φθισικά πνευμόνια. Χωριστήκαμε. Με γρήγορες κινήσεις έβαλα και πάλι την καρδιά μου στην θέση της. Πέταξα το σακάτικο φως σου στον πρώτο υπόνομο που βρήκα και μου φάνηκε σαν να πέταγα το πιο ακριβό νόμισμα στον κουμπαρά του μέλλοντος. Αποκτηνώθηκα ξανά και κέρδισα ότι είχα χάσει από μέγεθος. Ποιος είναι πίσω από όλα αυτά; Ποιος αφήνει συνεχώς την πόρτα της ψυχής μου, ανοιχτή και μπαίνει ακόμα και το πιο ευτελές συναίσθημα, χωρίς να το ξέρω; Και αυτή η άνοιξη που όλο περνάει από τους υπονόμους των ματιών μου και ποτέ δεν έρχεται, πόσο με κατακερματίζει; Αφήνει ίχνη γεμάτα ξύσματα οξυγόνου και νέας ζωής. Έχω πετάξει την μηχανική μου υποστήριξη και την περιμένω να φανεί μαζί με το άγιο της φως. Το φως, εκείνο το σακατεμένο φως, λίγο πριν φανεί η λευκή της γάμπα. Χρειάζομαι μια άπνοια όσο τραβάει μια άρια. Να μείνει χωρίς οξυγόνο το μυαλό. Χωρίς δονήσεις η ψυχή και να ζαλιστώ για να ονειρευτώ όλα αυτά που δεν είχα ποτέ. Χαίρε γλυκιά μου...αλλά μην με κοιτάς στα μάτια πια. Δεν θα έχεις τι να δεις.
Παρασκευή, Φεβρουαρίου 23, 2007
ΙσΤοΡίΕς ΑπΟ τΟ δΑσΟς ΤοΥ bLoGsPoT- ΠαΡαΜύΘι ΜηΔέΝ
Δεν πιστεύω στα παραμύθια.
Μια φορά έκλαψα με αυτά, στη Νύχτα του Τράγου, στο θέατρο. Μετά, σε πήρα τηλέφωνο, κάθισα σε ένα παγκάκι. Ήταν αργά το βράδι, είχε κρύο πολύ, σε είχα νοσταλγήσει.
Αν υπάρχει κάτι, είναι ο κακός ο λύκος. Τα παραμύθια συμπυκνώνουν αρχέτυπα συμπεριφορών και χαρακτήρων. Το κακό, το καλό, ο πρίγκιπας και η πριγκίπισσα, υποτίθεται θα μας μάθουν κάτι αλλά τελικά δεν μαθαίνουμε τίποτα.
Υπάρχουν μερικοί άνθρωποι που δεν είναι σίγουροι…
Υπάρχει κανείς που να είναι σίγουρος;
Ζούμε εις βάρος, ερήμην, εν αγνοία, ψάχνοντας κάτι που δεν υπάρχει παρά μόνο για εμάς. Συζητάμε για όλα αυτά, με λέξεις βαρυσήμαντες, σπουδαίες, ανίκανοι να δούμε πίσω από τα θολά βλέμματα και τις χαμένες οράσεις. Πασχίζουμε για το νόημα και την ουσία. Σε έναν κόσμο που ψάχνει την ουσία και την ίδια στιγμή, κάνει ό,τι μπορεί για να την αναιρέσει. Εσύ πως το βλέπεις; Ανάποδο.
Ξέρω τι τίμημα έχει όλο αυτό. Με κοιτάς, όπως και πριν 13 χρόνια, ακριβώς όπως όταν σε πρωτοκοίταξα και δάκρυσα χωρίς να ξέρω αν έφταιγε η κάπνα. Η στιγμή που είπα αυτό θέλω. Με όποιο κόστος κι εκείνη την ώρα ήξερα το κόστος παρόλο που ήμουν μικρή, κάπνιζα όσο άντεχα και έψαχνα πράγματα που δεν μπορούσα καν να συλλαβίσω. Εκείνο το βράδι εσύ το είδες αυτό, κάτι είδες σε μένα που βλέπεις ακόμα, όπως τότε, το βλέπεις και χτες, και με κοιτάς, ευθεία, απαράμιλλα, με γνώση, την ώρα που μου λες χάρισέ το στον εαυτό σου. Βγες. Μην κοιτάς πίσω. Μην ξεχνάς. Τα ξέρω όλα αυτά, όταν σε κοιτάω, είσαι το παρελθόν μου και πάντα μια στιγμή του μέλλοντός μου, σου χρωστάω κάτι που δεν ξεχρεώνεται αλλά η αποπληρωμή του δεν εκκρεμεί γιατί γίνεται κάθε μέρα, εδώ και χρόνια, μέσα μου, σιγά σιγά πληρώνω, κάθε λεπτό, κάθε φορά που ανοίγω ξαφνικά τα μάτια μου επειδή ξέρω, κάθε φορά που λέω Καληνύχτα Τζιμ Μπομπ, κάθε φορά που κλαίω, κάθε φορά που έχω πονοκέφαλο, κάθε φορά που ψάχνω το νόημα, εκείνο το αποτέλεσμα μιας σύγκρουσης που δεν τελειώνει όχι γιατί δεν κερδίζει κανείς αλλά γιατί δεν είναι να κερδηθεί. Να νιώθεις περήφανη μου είχες πει τότε, κι εγώ δεν νιώθω πια λέξεις, νιώθω αφές. Την ώρα που έρχομαι σπίτι σου, μέσα στο ταξί, νιώθω ότι είναι σπουδαίο να έχεις ένα σπίτι να πας, που δεν είναι δικό σου αλλά είναι ένα μέρος που μπορείς να υπάρξεις, είναι σπουδαίο να σε αγκαλιάζω και να ξέρω ότι για εκείνη τη στιγμή είσαι μαζί μου, ακόμα κι αν δεν υπάρξει επόμενη, θέλω να ζήσω, αφήστε με πια, όχι άλλες κουβέντες, θυμάμαι το πέρσι, βρομάει φορμόλη όλο αυτό, ψάχνουμε, ε ναι, όλα εδώ μένουν, ζωντανές καταπακτές ή μουσεία, όπως θες πάρτο. Και μη μου λες για το καλό μου γιατί θα σου φέρω τον Νίτσε στο κεφάλι.
Και η στιγμή εκείνη, φωτεινή, κυνηγάω τα σατόρι με την απόχη, και όχι μικρό μου, φωτεινή στιγμή δεν είναι το κινητό που αναβοσβήνει στο σκοτάδι, είναι εσύ, που μου φιλάς τα μάτια σε δημόσιο χώρο κι εσύ, που με παίρνεις αγκαζέ και με βολτάρεις τα μεσάνυχτα, κι εσύ που πλένεις τα πιάτα στη 1 το πρωί, κι εσύ που μου αφήνεις σημειώματα στο γραφείο, κι εσύ που μου χαρίζεις ό,τι έχεις, τη στιγμή που το έχεις, και ναι, όταν βρέχει φοράω την τραγιάσκα μου και δεν ανοίγω ομπρέλα γιατί δεν με ενδιαφέρει. Και κουράζομαι να εξηγώ και να εξηγούμαι, κουράζομαι στις αιτιολογήσεις, κουράζομαι πια με το παραμικρό, είναι και η ηλικία τέτοια ξέρεις. Και μη μου λες ότι θα τα κουβαλάω γιατί κι εσύ κουβαλάς, κι εκείνος κουβαλάει, και όλοι, κυρίως το τομάρι μας, αβάσταχτο δεν είναι; Σήμερα η τηλεόραση προέβλεψε ανέμους ασθενείς. Τι θες να μάθεις;
Τίποτα. Ξέρω αρκετά για να ξέρω ότι δεν φτάνουν σε τίποτα ή έστω, φτάνουν αρκετά για να κάνω μια συζήτηση και μετά να γελάσουμε για όλα αυτά που ξέρω και ξέρεις και μετά θα σου πω, έλα μην κάνεις προβολές. Κοντεύουμε να γίνουμε μεγάλες λευκές οθόνες με τρία έργα ημερησίως αν συνεχίσουμε έτσι. Σεξ – Θρίλερ – Κωμωδία ή Θρίλερ – Δράμα – Βρωμόξυλο ή διάλεξε τον συνδυασμό και πάρε και ποπ κορν. Άραξε. Δες το όλο αυτό, ξανά. Χωρίς υπότιτλους. Μάντεψε τι θέλει να πει ο ποιητής.
Πάλι θα με κοιτάξεις και δεν σου κρύβομαι. Θέλω να κάνω πατινάζ στον πάγο μέχρι να βρω το λεπτό του σημείο και να βουλιάξω. Θέλω να φάω ροπαλιά βγαίνοντας από τη σπηλιά. Θέλω να προβάρω το νέο μου παραλήρημα στο μπαλκόνι. Και ξέρω για την έκθεση. Ένα σωρό έγραφα στο σχολείο και ήμουν και κακή. Την έκθεση με θέμα και το θέμα χωρίς έκθεση. Ποιο είναι το θέμα; Το θέμα μας; Τι σημαίνει; Δεν με αφορά. Τι σε αφορά; Η στιγμή που η λέξη πετάγεται από το πληκτρολόγιο μόνη της. Η στιγμή που θα με κανιβαλίσεις με κάτι δικό μας και η σαπουνόφουσκα θα σπάσει από το γέλιο μου. Αντικείμενο μελέτης κατόπιν εορτής. Κι αν δεν μιλάμε δεν σε ξέχασα.
Χαϊκού – ωδή στην λεκτική αφασία που θα δέσει το γλυκό. Ό,τι μπορεί ο καθένας.
Και μετά θα πασχίσω πάλι με όλα αυτά που τα νιώθω κάπως σαν αναπόφευκτα, κάπως σαν να τα ξέρω από πριν. Βλέπω το τέλος, σου λέω, εδώ, σ’ αυτή τη γειτονιά που έβλεπα μόνο τέλος την ώρα που όλα άρχιζαν επαναληπτικά. Το βλέπω διαρκώς, σ’ αυτό έχω μάθει, μια ζωή να προετοιμαζόμαστε για εξετάσεις που δεν δίνουμε ποτέ ή που δίνουμε διαρκώς, κάπου θα είμαι αδιάβαστη ή και σε όλα.
I want a new mistake…I can go with the flow, but don’t say it doesn’t matter anymore.
Κουράστηκα. Αγκάλιασέ με. Και μη με ρωτάς τίποτα.
posted by Μαρκησία του Ο
Τρίτη, Φεβρουαρίου 20, 2007
ΑνΟιΞιΑτΙκΟι ΒοΛβΟί
Άφησα πίσω την μουσική από το τανγκό των χαρταετών,την βρόμικη γκριζάδα της, κατά τα άλλα, «Καθαρής» Δευτέρας, και τις βιαστικές πρόβες του έαρος. Πολύχρωμες παρέες στα περίχωρα και στο κέντρο της πόλης. Απολειφάδια καρναβαλιού στα πεζοδρόμια και στα καφέ. Πλησιάζει η άνοιξη και στο Praktiker μπήκαν προς πώληση οι ανοιξιάτικοι βολβοί λουλουδιών. Στον κηπάκο της μέσα μου ζωής έχουν ήδη ανθίσει μερικοί. Τον τελευταίο καιρό ξυπνάω και κοιμάμαι στις οδύνες που μου φέρνει το ανοιξιάτικο άρωμα της βιολέτας, μέσα από την υγρασία της νύχτας. Αυτός ο καιρός για τους καταθλιπτικούς είναι πολύ περίεργος,φαντάζομαι τους φέρνει λίγο στα όρια. Και τα όρια βγάζουν μια ανυπόφορη κάψα. Σε καίνε,σε αλαλιάζουν. Μια εβδομάδα μοναχά ακόμα ο χειμώνας. Λες και τον είδαμε καθόλου φέτος. Πολύ φοβάμαι πως ύπουλα θα ‘ρθει, και θα μας βρει με φρέζες και γλαδιόλες στα μαλλιά. Κάθομαι στην κουζίνα και διαβάζω, ακούγοντας ράδιο. Όχι μουσική, αλλά ειδήσεις. Όλα μου φαίνονται ίδια, σαν να ψιθυρίζουν διαβόλοι τα κακά που θα έρθουν να μας βρουν. **Πολιτικοί από 20 χώρες, ανάμεσά τους και τα μέλη της G8, συμφώνησαν σε ανεπίσημη συνάντησή τους στην Ουάσινγκτον να πιέσουν τις κυβερνήσεις τους για μείωση της εκπομπής διοξειδίου του άνθρακα, ενόψει της λήξης του Πρωτοκόλλου του Κιότο το 2012* Κρίσιμη εβδομάδα για το μέτωπο της Παιδείας* Από ανατολική Ευρώπη στις ΗΠΑ χωρίς βίζα* Σε φαύλο κύκλο η οικονομία μας* Χαβούζα ο Θερμαϊκός*Στη δυτική Ελλάδα προβλέπονται συννεφιές με βροχές στα πεδινά και χιόνια στα ορεινά, ενώ βαθμιαία τα φαινόμενα θα επεκταθούν κυρίως στην κεντρική και νότια χώρα.* Συσσωρεύονται οι ενδείξεις για ροή νερού στον Άρη*....Σκέφτομαι τον Άρη κατοικημένο πια. Κάπου εκεί μέσα βλέπω και μένα στο νέο μου σπίτι κάτω από κίτρινους καταρράκτες και κόκκινες πέτρες γεμάτες ιριδίζοντα βρύα. Είναι εξαίσιο το σκηνικό που στήνει ο εαυτός μας για να ξεφύγει από την τραυματική διαπίστωση πως είμαστε τυχαία επιζώντες. Αλλάζω το ραδιόφωνο. Δεν ακούω πια συζητήσεις και νέα. Είμαι και λίγο περίεργη με τις γυναικείες φωνές,όλο έπαρση. Βάζω τρίτο πρόγραμμα. Παίζει κάτι καταπληκτικά αραβικά κομμάτια. Ταξιδεύω μέσα στη μουσική και αφήνω το νου μου ελεύθερο να βλεφαρίζει τα οξειδωμένα πρόσωπα, από το αφόρητο οχτάωρο του κάματου.
Κάποια φίλη μου με παραμύθιαζε χτες για μια ρώσικη ντισκοτέκ στο Σύνταγμα. Έχουνε ξεφύγει τελευταία οι δικοί μου. Από την άλλη εμένα μου αρέσουν οι βόλτες τη νύχτα στην Πειραιώς που όλο και αλλάζει σχήματα. Την Πειραιώς την γνωρίζω καλά γιατί εκεί στεγαζόντουσαν τα κτίρια της παλιάς μου δουλειάς. Αν και με μελαγχολεί πολύ αυτή η λεωφόρος κάτι με γυρνάει πίσω της. Έχω την ψευδαίσθηση ότι μυρίζω το άρωμα μιας αρχαίας πόλης που ξύνει την πλάτη της κάτω από την μπαζωμένη κοίτη του Κηφισού.
Όλα ανακατεμένα μέσα στη νύχτα του Φλεβάρη. Προτεραιότητα έχει και πάλι ο έρωτας. Χαμηλώνω την ένταση του ραδιοφώνου και κατευθύνομαι προς την γαλάζια κλίνη μου. Παραμερίζω το πηχτό σκοτάδι με τους γοφούς μου. Ακουμπάω στο μαξιλάρι με μαλλιά υγρά, από την αγωνία των όνειρων που ετοιμάζονται να βγουν. Σβήνω το φως μετρώντας κλωνοποιημένες ευτυχίες. Η ευεξία που αναδεύουν μέσα από μελλοντικές υποσχέσεις κατάφασης, αποκαθιστά την τρεωθείσα ισορροπία. Στο βάθος της νύχτας του μυαλού μου αναδύονται κουφάρια παλιών χαρταετών σκοτωμένων στα ηλεκτροφόρα σύρματα. Στην πόλη μου περιμένουν ακόμα τον χειμώνα. Αυτή η προσμονή είναι αγχογόνος.
Πρώτοι χαιρετισμοί την Παρασκευή.
Το απόγευμα προς το βράδυ...ως συνήθως!
Σάββατο, Φεβρουαρίου 17, 2007
5 To 1
Μαζευτήκανε ανά τριάδες και χασκογελούσαν έξω από την μπλε μικρή μου πόλη.
Σαν κάποιος να σκάρωνε το μεγάλο κόλπο. Ο ήλιος είχε πέσει για τα καλά. Βρισκόμασταν πια στις μπλε ώρες. Ο χαρταετός ξεκούραζε την πλάτη του στο μικρό κρεβάτι καθώς τέντωνε δοκιμαστικά το μακρύ σκοινί του. Μύριζε έξω η φύση άνοιξη
Έραβα μικρές παραγράφους στην ραπτομηχανή των λέξεων όταν η μικρή Ταμάρα μου χτύπησε την πόρτα. Κράταγε ένα μικρό χαρτί ανάμεσα στα δάχτυλα της. Από πίσω της ξεπρόβαλε ο vita mi ξέπνοος. Έκανε κάτι περίεργες γκριμάτσες όλο νάζι
Μου έδωσε το χαρτί, σαν να επρόκειτο για μικρό ραβασάκι και μου το βαλε στα χέρια. Φύγανε τρέχοντας και χοροπηδώντας. Το άνοιξα με μια πελώρια απορία στις άκρες των βλεφάρων μου.
«Πες μας 5 άχρηστες πληροφορίες για σένα»
Τα γαλάζια μου μαλλιά γλίστρησαν στους ώμους και μια γλυκιά μελαγχολία με έκανε να ψάξω στις τσέπες μου πρώτα μπας και τις βρω μαζί με τα χρησιμοποιημένα χαρτομάντιλα μου. Κοίταξα κάτω,κάτι γυάλιζε στα πόδια μου.
Οι πληροφορίες!!...Από που μου έπεσαν άραγε;
Έσκυψα και τις μάζεψα μηχανικά,σαν να μάζευα μικρά κλαδάκια για την φωτιά.
Τις έραψα προσεχτικά και τις άφησα σαν μικρό κρεμαστό που κουδουνίζει με τον αέρα έξω από την πόρτα μου.
1. Μέχρι και τα 27 μου πίστευα ότι ήμουνα η μετεμψύχωση του Jim Morrison
Είχα βέβαια τρανταχτές αποδείξεις που θα σας πω άλλη φορά.
2. Όταν ήμουν 4 χρονών είδα το πρώτο μου όραμα. Ήμουνα καθισμένη στο πάτωμα του χολ. Βρισκόμουνα ακόμα στην πρώτη πατρική μου κατοικία, όταν ξεπρόβαλε από την κρεβατοκάμαρα των γονιών μου μια μεγάλη τίγρης τυλιγμένη μέσα σε ένα άσπιλο φως. Βρισκόταν στο τέρμα του διαδρόμου και κατευθυνόταν αργά προς το μέρος μου. Από πίσω μια γυναίκα με δερμάτινο παντελόνι την ακολουθούσε κλαίγοντας(κατάλαβες vita mi γιατί αναρωτιόμουν για τον προσδιορισμό σου;)
3 .Έγραφα ποιήματα και σημειώσεις στο περιθώριο από 6 χρονών. Σε χαρτοπετσέτες, σε σόλες παπουτσιών,στα γυμνά πόδια μου το καλοκαίρι,στις παλάμες των χεριών μου,στο πάτωμα του δωματίου μου. Πίσω από κάδρα,στο τελείωμα των κουρτινών.
Στους αρμούς από τα πλακακια του μπάνιου,στην λευκή πλάτη της διπλανής μου.
Στην λευκή ούγια των All star μου. Σε ξύλινα θρανία ακόμα και σε τοίχους. Την τελευταία φορά μάλιστα που δεν είχα μολύβι και χαρτί να σημειώσω(totally drunk-στα εξάθλια) κάτι που μου ήρθε στο νου,ζήτησα στυλό από έναν περαστικό και το έγραψα σε έναν τοίχο εκεί κοντά. Την άλλη μέρα ξαναπήγα και το αντέγραψα στο ημερολόγιο μου.
4. Έχω αλλεργία στα καρύδια και στην καρύδα από 10 χρονών. Σώθηκα την τελευταία στιγμή με ένεση κορτιζόνης στο νοσοκομείο παίδων από οίδημα του λάρυγγα. Δεν έχω ξαναφάει αυτά τα δύο από τότε.
5. Δεν ξέρω να ζωγραφίζω. Παρ’ όλα αυτά στα 18 μου ζωγράφισα ένα πίνακα με θέμα την σταύρωση και πήρα το πρώτο βραβείο. Από τότε δεν έχω ξαναπροσπαθήσει ποτέ ούτε για μια ευθεία γραμμή.
Άφησα κάτω από το χαλάκι της πόρτας, των εξής 5, το ίδιο ραβασάκι
http://maskesiliou.blogspot.com/
http://alekos.blogspot.com/
http://happiness-chaos.blogspot.com/
http://oulaloum.blogspot.com/
http://stonpyrgo.blogspot.com
Τετάρτη, Φεβρουαρίου 14, 2007
ΜoΤs SaNs SiGnIfIcAtIoN
Μεγαλώνουν οι μέρες και ορμάει το φως. Φυσάει Άνοιξη. Σε ψάχνω αλλά είναι νωρίς ακόμα. Οι μικρές κουβέντες σου σκίζουν σαν σαΐτες τον αέρα της μπλε μικρής μου πόλης. Ξέρεις, αυτήν εκεί ψηλά που έχω εξορίσει τον εαυτό μου. Είναι βράδυ στην πόλη μου. Τρώω μπισκότα με γέμιση πορτοκάλι βουτηγμένο σε σοκολάτα γάλακτος.
«Εγώ λυπάμαι να τα διαμελίζω και τα αφήνω να πεθαίνουν από ξηρώδη γηρατειά μέσα σε γυάλινα βάζα»,μου είχες πει κάποτε.
Κάθεσαι δίπλα στην μικρή μου πόλη και περιμένεις να ανάψω το φως του δωματίου μου. Μου φέρνεις δίψα, για αυτό κάθε φορά που συναντάω το βυθισμένο βλέμμα σου αναζητώ μια θάλασσα.
«Να μου πάρεις μια μικρή θάλασσα, που θα χωράει ίσα, ίσα στις χούφτες σου, για να ρίχνω μικρές, μικρές πετρούλες στον βυθό που θα κάνει η παλάμη σου».
«Η Θάλασσα δεν κάθεται σε χούφτες. Η Θάλασσα είναι Θάλασσα και θέλει ταξίδια».
«Όχι…έλα να κάνουμε ομόκεντρους πάνω στις θαλασσινές παλάμες σου. Το ξέρω, είμαι επίμονος άνθρωπος. Στην ζωή μου δεν έμαθα να ακούω συμβουλές και κυρίως δεν εφάρμοσα καμία»
«Μικρή διαβόλισα,η αγάπη καμιά φορά είναι τόσο σπαραχτική που τα μίζερα λόγια τ...»
«Γιατί δεν σου αρέσει το μπλε;Πότέ δεν έμαθα. Αφού πάντρεψες θάλασσα και ψυχή από την ώρα που έπνιξες τον πρώτο σου λυγμό. Πάνε χρόνια θαρρώ».
«Δεν μου αρέσει καθόλου το μπλε σαν χρώμα. Αλλά το δικό σου μπλε έχει κάτι από τον ουρανό. Ή απ' τη θάλασσα. Και μάλλον μ' αρέσει, όπως μ' αρέσει και ο τίτλος της Blue Note ή τα BLues. Γιατί δεν είναι μόνο μπλε. Ο ουρανός και η θάλασσα δεν είναι μόνο μπλε. Είναι μπλε με κάτι άλλο μέσα. Με πολλά "κάτι άλλο".
«Λυπάμαι που ποτέ δεν θα περάσεις στην όχθη μου».
«Δεν θέλω να λυπάσαι. Είσαι πολύ ακριβό πλάσμα για να λυπάσαι για ανθρώπους που δεν ξέρεις, όπως εγώ».
Κλείνω τα μάτια. Ο διακριτικός ήχος του κύματος που σκάει στον βράχο με χαλαρώνει .
«Διάβασε μου ένα παραμύθι για να κοιμηθώ...Δεν μπορώ άλλο να βυθίζομαι στα μάτια σου. Έφτασε η ψυχή μου στην άκρη της γλώσσας μου».
«Μια φορά κι έναν καιρό ήταν η Αγάπη, μια μεγάλη πόρνη που έκοβε τις καρδιές των μικρών κοριτσιών και τις πούλαγε σε κάτι τρομερές διαβόλισες που τις κάνανε γλυκό του κουταλιού».
«Αρκετά. Είναι βλέπεις, που.... ούτε εγώ έχω καρδιά.Την έδωσα στα σκυλιά και έχω βάλει στην θέση της ένα κόκκινο μήλο. Στο ξανάπα νομίζω. Ήρθε η Άνοιξη τελικά»;
«Όχι....Δεν φάνηκε ακόμα».
Ξέρεις,μάζεψα κάτι παλιά βλέμματα σήμερα και μερικά σπασμένα χάδια. Τα έβαλα μαζί με τα μαχαιροπίρουνα,στο συρτάρι της κουζίνας. Δεν μπορώ άλλο μαζί σου. Αυτός ο έρωτας είναι ίδιος με μεφιστοφελικό δαίμονα!Θέλω κατάρτι να δεθώ,στο πα ξανά και ξανά. Και τότε, εσύ άνοιξες την παλάμη σου και μου έδωσες μια μικρή πεταλούδα με γαλάζια φτερά, που πάνω τους είχαν κάτι κολλημένες πεταλίδες.
«Τι είναι αυτό;», σε ρώτησα και κατάπια ένα κομμάτι από το χάος σου.
«Είναι μια πεταλούδα της θάλασσας. Κράτα την για καλό ταξίδι».
«Μα δεν φεύγω. Επιστρέφω.Επιστρέφω στην χαρακιά της νέας μέρας που θα μου δώσει τον ίδιο καινούργιο πόνο, που μου έδωσε και η χτεσινή».
...Κι έτσι έφτασα, με πυροφάνι τη φωνή σου, στα βαθιά νερά της ημέρας.
Κάτω από τον ουρανό της σκέψης σου.
Πάω να κοιμηθώ και δεν θα χαθώ στα όνειρα μου, γιατί θα έχω πυξίδα την μορφή σου. Και εκεί τελειώνουν όλα. Σβήνω το φως.
...Πέταξε και η πεταλούδα σου έξω από το ραγισμένο μου παράθυρο. Την έχασα και αυτήν. Δεν πειράζει υπάρχει ακόμα η θάλασσα στις χούφτες σου.
Καληνύχτα
Κυριακή, Φεβρουαρίου 11, 2007
ΔωMάTιO νOύMεΡο 46
Δωμάτιο νούμερο 46.
Νούμερο παπουτσιών 37.
Νούμερο φορέματος small.
Τα πλένει, τα χτενίζει.
Τα πάει στο σχολείο.
Μετά νούμερο δωματίου κλινικής 3.
Την χτενίζει. Την πλένει.
Της κρατάει το χέρι, της μιλάει.
Της φιλάει την κοιλιά.
Της ανοίγει τα πόδια και βλέπει την σκοτεινή είσοδο που κάποτε ήταν το σπίτι της.
Μάνα και μάνα συνεχώς,
κλαίει συνεχώς,
Φοράει το παλτό μαζί με το δικό της σκουφί.
Τα γάντια,
Την θλίψη,
Το μπλε κραγιόν.
Ξεβάφουν απελπισία τα βλέφαρα.
Βρέχει.
Τον βρίσκει στο σκοτεινό υπόγειο να ζωγραφίζει.
Την χαϊδεύει την κοιτάει.
Την φιλάει.
Την κρατάει.
Και αυτή τον πηγαίνει μέσα της.
Κοιμούνται.
Λίγο.
Φεύγει...ξαναγυρνάει στο δωμάτιο 46.
Περιμένει.
Αυτός μπαίνει με τα μικρά.
Τα αφήνει.
«Πατέρα»,του λέει, «αγκάλιασε με. Τίποτα δεν είναι όπως το χτίσαμε.
Πατέρα. Εγώ είμαι το κοριτσάκι σου».
Η πόρτα κλείνει μαζί με τον πατέρα.
Σφαδάζει η μέσα της λαλιά.
Παίρνει τα παιδιά.
Τα πλένει,τα ταΐζει,τα κοιμίζει.
Με παραμύθια. Με ζωή. Με παραμύθια.
Έρχεται και το φεγγάρι.
Ντύνεται,αυτά κοιμούνται.
Όλα κοιμούνται, εκτός από αυτό που ξύπνησε εκείνη.
Πάει στο νούμερο 3.Καμια νοσοκόμα εκεί γύρω.
Μόνο η μάνα. Στην ίδια αφαίρεση.
Την κοιτάει που κοιμάται. 6 μήνες κοιμάται.
Βγάζει το πιαστράκι από τα μαλλιά και το περνάει στον ορό.
Δεν τρέχει πια στο αίμα.
Κλείνει το οξυγόνο.
Κόβει κάθε παροχή.
Την βλέπει να κοιμάται ακόμα και σφαδάζει η μέσα της λαλιά.
Δεν μπορεί να το κάνει. Ανοίγει πάλι κάθε παροχή.
Παίρνει το πιαστράκι και το ξαναφοράει.
Ανοίγει την πόρτα. Ο πατέρας είναι εκεί. Τυχαία .
Της δίνει το χέρι,την αγκαλιά του, την ίδια του την ζωή.
Τα παίρνει.
Και για λίγο ξεχνάει το σκοτεινό υπόγειο της αγάπης.
Τα πονεμένα παραμύθια των παιδιών.
Για λίγο. Για λίγο θα γυρίσει το κεφάλι.
Και η μάνα θα είναι όρθια και θα κοιτάζει έξω την θέα.
Για λίγο.
Θα είναι πάλι όπως τότε.
Με την σειρά που τα νούμερα ήταν κάποτε σωστά.
Νούμερο παπουτσιών 37.
Νούμερο φορέματος small.
Τα πλένει, τα χτενίζει.
Τα πάει στο σχολείο.
Μετά νούμερο δωματίου κλινικής 3.
Την χτενίζει. Την πλένει.
Της κρατάει το χέρι, της μιλάει.
Της φιλάει την κοιλιά.
Της ανοίγει τα πόδια και βλέπει την σκοτεινή είσοδο που κάποτε ήταν το σπίτι της.
Μάνα και μάνα συνεχώς,
κλαίει συνεχώς,
Φοράει το παλτό μαζί με το δικό της σκουφί.
Τα γάντια,
Την θλίψη,
Το μπλε κραγιόν.
Ξεβάφουν απελπισία τα βλέφαρα.
Βρέχει.
Τον βρίσκει στο σκοτεινό υπόγειο να ζωγραφίζει.
Την χαϊδεύει την κοιτάει.
Την φιλάει.
Την κρατάει.
Και αυτή τον πηγαίνει μέσα της.
Κοιμούνται.
Λίγο.
Φεύγει...ξαναγυρνάει στο δωμάτιο 46.
Περιμένει.
Αυτός μπαίνει με τα μικρά.
Τα αφήνει.
«Πατέρα»,του λέει, «αγκάλιασε με. Τίποτα δεν είναι όπως το χτίσαμε.
Πατέρα. Εγώ είμαι το κοριτσάκι σου».
Η πόρτα κλείνει μαζί με τον πατέρα.
Σφαδάζει η μέσα της λαλιά.
Παίρνει τα παιδιά.
Τα πλένει,τα ταΐζει,τα κοιμίζει.
Με παραμύθια. Με ζωή. Με παραμύθια.
Έρχεται και το φεγγάρι.
Ντύνεται,αυτά κοιμούνται.
Όλα κοιμούνται, εκτός από αυτό που ξύπνησε εκείνη.
Πάει στο νούμερο 3.Καμια νοσοκόμα εκεί γύρω.
Μόνο η μάνα. Στην ίδια αφαίρεση.
Την κοιτάει που κοιμάται. 6 μήνες κοιμάται.
Βγάζει το πιαστράκι από τα μαλλιά και το περνάει στον ορό.
Δεν τρέχει πια στο αίμα.
Κλείνει το οξυγόνο.
Κόβει κάθε παροχή.
Την βλέπει να κοιμάται ακόμα και σφαδάζει η μέσα της λαλιά.
Δεν μπορεί να το κάνει. Ανοίγει πάλι κάθε παροχή.
Παίρνει το πιαστράκι και το ξαναφοράει.
Ανοίγει την πόρτα. Ο πατέρας είναι εκεί. Τυχαία .
Της δίνει το χέρι,την αγκαλιά του, την ίδια του την ζωή.
Τα παίρνει.
Και για λίγο ξεχνάει το σκοτεινό υπόγειο της αγάπης.
Τα πονεμένα παραμύθια των παιδιών.
Για λίγο. Για λίγο θα γυρίσει το κεφάλι.
Και η μάνα θα είναι όρθια και θα κοιτάζει έξω την θέα.
Για λίγο.
Θα είναι πάλι όπως τότε.
Με την σειρά που τα νούμερα ήταν κάποτε σωστά.
Τρίτη, Φεβρουαρίου 06, 2007
**** ΑυΤή Τη ΜόΝη ΛέΞη ***
Μένω στην κορυφή της ίδιας λέξης,που χρόνια τώρα καρφώθηκε στο στήθος μου. Περνάω την ώρα μου κοιτώντας τις γραμμές των χεριών μου που μοιάζουν με τα τσαλακωμένα μου σεντόνια,με την παρμένη από το κύμα άμμο, με το πρόσωπο σου όταν ξυπνάς. Σε κοιτώ και σου αφήνω στο στόμα μια σκέψη. Κοιμάμαι στην άρνηση σου και διαμελίζομαι κάθε μέρα που ξυπνάω.Έχω ένα πόνο που όποτε πιάνει να βρέχει γλιστράει από τα μάτια μου. Να βγει θέλει.
Δεν τον αφήνω όμως γιατί είναι διάφανος και μαρτυριάρης όπως το λευκό μου πουκάμισο. Σε προσκάλεσα στον πάτο του βυθού μου και δεν θέλησες να ’ρθεις. Σου είπα να πατήσεις μέσα στο κλάμα μου και μου πες ότι σπέρνω το κακό. Το κακό υπάρχει μέσα στην τσέπη του καλού όμως. Από κει το πήρα .Το έκανα τσίχλα και το κόλλησα στην μικρή ρωγμή που υπάρχει πίσω από την υπόφυση μου. Αναπνέω αργά μπροστά στο νέο μου όνειρο που καταφθάνει μεγαλώνοντας όπως το πλοίο όταν μπαίνει στο λιμάνι. Στο πίσω μέρος της ωμοπλάτης μου φιλοξενώ το τσιμπούρι του έρωτα,φουσκωμένο. Στηρίζω όλη μου την ύπαρξη στην άκρη του βραχώδη μου αγκώνα. Σε βλέπω να παλιώνεις σαν χιλιοφορεμένη φανέλα και τα πνευμόνια μου γεμίζουν αέρα ανακούφισης. Θα χάσεις και συ κάθε τι πρωτότυπο. Κάθε τι θαυμαστό γιατί έτσι πρέπει. Και μετά εγώ τι θα κάνω;Θα αποκτηνωθώ τινάζοντας όλη την μπαγιάτικη σκόνη της αγάπης από πάνω μου. Έπειτα θα τροχίσω τα δόντια μου. Θα λιμάρω τα νύχια μου και θα κόψω τον κόσμο σε φέτες. Η αποκτήνωση μας απαλλάσσει από τον πόνο. Και μόνο έτσι το παρελθόν φεύγει από τα μάτια και φορτώνει τα λακκάκια στα μάγουλα. Ένας δύτης με μπλε κράνος και μαύρο δερμάτινο μπουφάν ξεπετάγεται από την ομίχλη των αναποδογυρισμένων, προς τα μέσα, ματιών μου . Τα κουνάω, για να φύγει ,σαν να επρόκειτο για μικρές αμαξοστοιχίες, και μετά κάνω ότι κοιτάω αδιάφορα δήθεν εσένα. Εσένα που κοιτάς την κορυφή της λέξης στην οποία κατοικώ. Δεν στην δίνω. Δεν την θες. Αν μου δίνεις άρνηση θα αγαπήσω άρνηση. Το σκέφτηκα καλά. Αν φορέσω το «ναι» σου νομίζω ότι θα μου πέσει μεγάλο και θα το λερώσω σέρνοντας το. Χάρισε μου ένα κομμάτι από το μέσα σου μπετόν καλύτερα. Θέλω κάτι για να στεριώσω τα αιωρούμενα δοκάρια της ψυχής μου. Όλο λέξεις λέξεις,που να σταθούν και αυτές οι καημένες. Χάρισε μου κάτι που να έχει τον ήχο σου. Μονάχα οι ζητιάνοι μου χαρίζουν πράγματα και είναι τόσο φθηνά που και μόνο που τα πιάνω σπάνε. Ψάχνεις σημεία αναφοράς. Δεν θα βρεις. Τα μασούλησα και τα έφτυσα στα πόδια κάποιου περαστικού. Πατήθηκαν και βούλιαξαν μέσα στις λάσπες. Θα γίνουν μαγικές φασολιές και θα σε οδηγήσουν στα φώτα της πόλης που με τρέλανε. Στην πόλη που φιλοξενεί την κορυφή της λέξης στην οποία μένω. Όχι, δεν θα στην πω. Μπορείς μόνο να την χαζεύεις και να λυπάσαι που δεν θα την κατοικήσεις ποτέ. Ψηλά στον ουρανό, κάτι ματωμένα ξέφωτα στάζουν πάνω μου το φως της αλήθειας. Δεν σου ταιριάζω. Για αυτό και δραπέτευσα από την κρεμάστρα σου. Έξω από το σύμπαν μου μεθυσμένες σκέψεις απλώνουν τα πόδια τους. Μια μικρή κυρία που έχει τα θελκτικά οπίσθια της θέλησης γλιστράει στο σημείο που η κάψα των άστρων συναντάει τις λευκές νεφέλες των τραυματισμένων μου «γιατί». Το τελείωμα του ομφάλιου λώρου μου βρίσκεται κάπου εκεί. Δεν έχει όμως σημασία το κάπου. Μόνο το εκεί. Ξεκινάω πάντα από το ίδιο σημείο. Το σημείο μηδέν. Το σημείο από όπου ο έρωτας απευθύνει τον λόγο του.
Παρασκευή, Φεβρουαρίου 02, 2007
ΙσΤοΡίΕς ΑπΟ τΟ δΑσΟς ΤοΥ bLoGsPoT- H πΥξΙδΑ
Λιποτάχτησα.
Έπεσε το φεγγάρι πάνω στο κεφάλι μου βαρύ, σα γεμάτο καζανάκι με όλο το νερό του ουρανού.
Φυσούσε και ο λοστρόμος έβριζε και έριχνε τα προστάγματα στις πλάτες μας σαν να ήταν βουρδουλιές.
Λιποτάχτησα, δεν μπορούσα να περιμένω άλλο. Βούτηξα στη θάλασσα μόλις νύχτωσε και πάλεψα με τα κύματα μέχρι το πρωί.
Ήθελα να φτάσω στο νησί.
«Πάντα θα κυνηγάς ένα νησί», μου είχες πει κάποτε. «Και όποτε φτάνεις θα κοιτάς την πυξίδα σου και θα ψάχνεις για το επόμενο».
Είχα γελάσει τότε. Είχες γελάσει και εσύ μαζί μου και είχες τινάξει τα μαλλιά σου, θυμάμαι, ανέμελα δίχως κανένα φόβο στην καρδιά ή στο μυαλό.
Αυτό το νησί όμως ήταν άδειο.
Από μακριά φαινόταν σαν μια γιγάντια πλωτή πολιτεία. Μπορούσα να ξεχωρίσω τους πανύψηλους γυάλινους πύργους της να σκορπίζουν το φως του φεγγαριού. Έβλεπα τις φωτεινές της επιγραφές να με καλούν μες στο καταχείμωνο.
Κι εγώ της άκουσα και λιποτάχτησα και πάλεψα με τα κύματα για χάρη τους. Της άκουσα και για άλλη μια φορά θυσίασα και πάλεψα.
Μα ήρθε η μέρα και τα πήρε όλα. Ξημέρωσε και το νησί ήταν άδειο.
«Που είναι η πολιτεία που γυρεύεις;», με περιγέλασαν δύο κορίτσια που έπαιζαν στην έρημη παραλία. Φορούσαν καπέλα και δε με άφησαν να τις πλησιάσω. Μόνο μου φώναζαν ξανά και ξανά.
«Που είναι η πολιτεία που γυρεύεις;»
Χάθηκαν. Τώρα έχω μονάχα την πυξίδα μου και μια υποψία φεγγαριού από χθες βράδυ για συντροφιά.
Την κοιτάζω.
Πιστέ μου σύντροφε στο δρόμο, έσκισαν τα χέρια μου από την αρμύρα της θάλασσας, ο λαιμός μου πια ξεράθηκε, μη με εγκαταλείπεις και εσύ.
Ο ουρανός φουρτούνιασε, ο άνεμος άρχισε να γελάει μαζί μου κι η θάλασσα μαύρισε, έγινε κήτος αρχαίο και θέλει να καταπιεί το νησί.
Θέλει να καταπιεί την πυξίδα μου. Θέλει να μου την πάρει πίσω.
«Μα πως θα συνεχίσω το ταξίδι μου δίχως αυτή;», ρώτησα τη θάλασσα.
«Το ταξίδι σου τελείωσε, αυτός είναι ο προορισμός σου», αποκρίθηκε εκείνη.
«Ύστερα από τόσες θυσίες, ύστερα από τόσο δρόμο, ύστερα από τόσα χρόνια, μου δίνεις αυτό, μόνο αυτό, το ξερονήσι;».
«Χα! Δε σου το ζήτησα εγώ να ταξιδέψεις»
Κι έχει δίκιο.
«Τον προορισμό σου εσύ ο ίδιος τον επέλεξες, κι ακόμη κι αν δεν κατάφερες να τον φτάσεις από λάθος σου, τύχη ή ατυχία, μην ψάχνεις φταίξιμο να ρίξεις σε κανέναν».
Πέταξα με δύναμη την πυξίδα μέσα στη θάλασσα και η θάλασσα ηρέμησε, το αφρισμένο κύμα έγινε γλάροι και ο μανιασμένος άνεμος μυρωδιές από χρυσάνθεμα.
Αφού αυτό είναι το τέλος, πρόθυμος είμαι να θυσιάσω το ταξίδι.
Και τότε, καθώς κοιτούσα τον ήλιο που έσβηνε και περίμενα να ανταμώσω το φεγγάρι, δίπλα στο πόδι μου την είδα πάλι πίσω.
Η θάλασσα την είχε επιστρέψει.
Την έπιασα στα χέρια μου, όχι, το ταξίδι μου δεν είχε τελειώσει. Τίναξα τις άμμους από πάνω της και έψαξα στον ορίζοντα για το επόμενο νησί.
Η θάλασσα γαληνεμένη μου ψιθύρισε.
«Να το θυμάσαι κάθε ταξίδι είναι και μια θυσία και η υπέρτατη θυσία είναι στο τέλος του το ίδιο το ταξίδι».
Copyright by I.P.Potis
Έπεσε το φεγγάρι πάνω στο κεφάλι μου βαρύ, σα γεμάτο καζανάκι με όλο το νερό του ουρανού.
Φυσούσε και ο λοστρόμος έβριζε και έριχνε τα προστάγματα στις πλάτες μας σαν να ήταν βουρδουλιές.
Λιποτάχτησα, δεν μπορούσα να περιμένω άλλο. Βούτηξα στη θάλασσα μόλις νύχτωσε και πάλεψα με τα κύματα μέχρι το πρωί.
Ήθελα να φτάσω στο νησί.
«Πάντα θα κυνηγάς ένα νησί», μου είχες πει κάποτε. «Και όποτε φτάνεις θα κοιτάς την πυξίδα σου και θα ψάχνεις για το επόμενο».
Είχα γελάσει τότε. Είχες γελάσει και εσύ μαζί μου και είχες τινάξει τα μαλλιά σου, θυμάμαι, ανέμελα δίχως κανένα φόβο στην καρδιά ή στο μυαλό.
Αυτό το νησί όμως ήταν άδειο.
Από μακριά φαινόταν σαν μια γιγάντια πλωτή πολιτεία. Μπορούσα να ξεχωρίσω τους πανύψηλους γυάλινους πύργους της να σκορπίζουν το φως του φεγγαριού. Έβλεπα τις φωτεινές της επιγραφές να με καλούν μες στο καταχείμωνο.
Κι εγώ της άκουσα και λιποτάχτησα και πάλεψα με τα κύματα για χάρη τους. Της άκουσα και για άλλη μια φορά θυσίασα και πάλεψα.
Μα ήρθε η μέρα και τα πήρε όλα. Ξημέρωσε και το νησί ήταν άδειο.
«Που είναι η πολιτεία που γυρεύεις;», με περιγέλασαν δύο κορίτσια που έπαιζαν στην έρημη παραλία. Φορούσαν καπέλα και δε με άφησαν να τις πλησιάσω. Μόνο μου φώναζαν ξανά και ξανά.
«Που είναι η πολιτεία που γυρεύεις;»
Χάθηκαν. Τώρα έχω μονάχα την πυξίδα μου και μια υποψία φεγγαριού από χθες βράδυ για συντροφιά.
Την κοιτάζω.
Πιστέ μου σύντροφε στο δρόμο, έσκισαν τα χέρια μου από την αρμύρα της θάλασσας, ο λαιμός μου πια ξεράθηκε, μη με εγκαταλείπεις και εσύ.
Ο ουρανός φουρτούνιασε, ο άνεμος άρχισε να γελάει μαζί μου κι η θάλασσα μαύρισε, έγινε κήτος αρχαίο και θέλει να καταπιεί το νησί.
Θέλει να καταπιεί την πυξίδα μου. Θέλει να μου την πάρει πίσω.
«Μα πως θα συνεχίσω το ταξίδι μου δίχως αυτή;», ρώτησα τη θάλασσα.
«Το ταξίδι σου τελείωσε, αυτός είναι ο προορισμός σου», αποκρίθηκε εκείνη.
«Ύστερα από τόσες θυσίες, ύστερα από τόσο δρόμο, ύστερα από τόσα χρόνια, μου δίνεις αυτό, μόνο αυτό, το ξερονήσι;».
«Χα! Δε σου το ζήτησα εγώ να ταξιδέψεις»
Κι έχει δίκιο.
«Τον προορισμό σου εσύ ο ίδιος τον επέλεξες, κι ακόμη κι αν δεν κατάφερες να τον φτάσεις από λάθος σου, τύχη ή ατυχία, μην ψάχνεις φταίξιμο να ρίξεις σε κανέναν».
Πέταξα με δύναμη την πυξίδα μέσα στη θάλασσα και η θάλασσα ηρέμησε, το αφρισμένο κύμα έγινε γλάροι και ο μανιασμένος άνεμος μυρωδιές από χρυσάνθεμα.
Αφού αυτό είναι το τέλος, πρόθυμος είμαι να θυσιάσω το ταξίδι.
Και τότε, καθώς κοιτούσα τον ήλιο που έσβηνε και περίμενα να ανταμώσω το φεγγάρι, δίπλα στο πόδι μου την είδα πάλι πίσω.
Η θάλασσα την είχε επιστρέψει.
Την έπιασα στα χέρια μου, όχι, το ταξίδι μου δεν είχε τελειώσει. Τίναξα τις άμμους από πάνω της και έψαξα στον ορίζοντα για το επόμενο νησί.
Η θάλασσα γαληνεμένη μου ψιθύρισε.
«Να το θυμάσαι κάθε ταξίδι είναι και μια θυσία και η υπέρτατη θυσία είναι στο τέλος του το ίδιο το ταξίδι».
Copyright by I.P.Potis
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)