Αφήνω χαρτάκια στον εαυτό μου, να μην ξεχάσω, γιατί συνέχεια ξεχνώ. Με διατάζω με γράμματα που μοιάζουν σαν μπερδεμένα κορδόνια, να ποτίσω τα λουλούδια το βράδυ , να κατεβάσω τις τέντες,να πάρω χυμούς και φαί στην Μιλού. Υπάρχει μια αναμπουμπούλα στην χώρα. Μέσα ή έξω από την ευρωζώνη, κόσμος αχώνευτος με ξεπλυμένα χρώματα στις μακό του μπλούζες συγκεντρώνεται για άλλη μια φορά στο αιθαλές Σύνταγμα, καθώς εγώ τον αποφεύγω κρυμμένη στο Ηρώδειο ακούγοντας την Τόσκα να τσιρίζει. Ένας σερνάμενος ηλεκτρισμός ακουμπάει τα μάρμαρα. Ίσως και λίγο την θυγατρική της καρδιάς μου. Υπάρχει μια αναμπουμπούλα και στο ουράνιο μπλε. Σύννεφα σκούρα, γεμάτα θυμό μας ποτίζουν συχνά με αφηρημένες βροχές μα ακόμα να ανθίσουμε.Την κατάπιαμε αμάσητη την άνοιξη αυτή. Μέσα ή έξω από το καλοκαίρι; Κανείς δεν αποφασίζει πια. Τρώω μπεζέδες και πίνω παγωμένα νερά, να κάτσει η ζάχαρη στα δόντια, να κρυσταλλωθεί, σαν εκείνα τα παλιά καλοκαίρια μέσα μου. Από τον πίσω ακάλυπτο κάποιος καίει χόρτα. Η μυρωδιά του με μικραίνει τριάντα δεκαετίες. Ματώνει η μύτη μου και η βραχνάδα από την φωνή, της τότε νέας μου μαμάς, τρυπάει τα αυτιά μου. «Σήκωσε τα πόδια σου ψηλά, μαζί και το αριστερό σου χέρι, σαν να δείχνεις τα άστρα, έτσι θα σταματήσει το αίμα μοναχά». Και ξαφνικά το ιώδιο της μνήμης. Τα κύματα στην άμμο περά δώθε. Και γω πουθενά. Η θάλασσα μακριά μου αναστενάζει. Τα άκρα μου ακόμα λευκά. Σαν τους μπεζέδες στο κουτί. Καμία επαφή με το ιώδιο, καμιά ξεραμένη πάνω μου αλμύρα. Πρώτη φορά έτσι, πρώτη φορά τόσο. Τόσο πολύ μακριά από αυτήν.But who cares? Ο κόσμος ανάβει τα φώτα του πάνω μου και με τυφλώνει.Βράδυ πρωί με φώτα αναμμένα πέφτει πάνω μου χωρίς μπαρντόν ή συγγνώμη. Ξέρει μόνο να ζητά και να με αφήνει.Να κοιτάει με προστυχιά και να γλύφει την πάρτη του όπως οι γάτες τα πόδια και την ράχη τους. Φοβάμαι πως αρχίζω και τους μισώ. Τους αποστρέφομαι γιατί δεν είναι άνθρωποι πια και δεν πρέπει να καταλάβουν ότι το ξέρω. Κανείς δεν είναι άνθρωπος πια. Δεν ξέρω τι είναι. Ξέρω μόνο πως άρχισε να ματώνει η μύτη μου ξανά όταν τους συναντώ για αυτό τους αποφεύγω. Βραδιάζει αργά, ταΐζω τις γάτες της γειτονιάς μου και νιώθω πάλι μέσα μου καλά. Και ευγνώμων, κι ας έχω τον Ιούνιο στα τελευταία του χωρίς μια θάλασσα να με ξενυχτά. Έχω εσένα και μένα. Έχω εμάς.
Ξημέρωσε. Ο ήλιος παλαβωμένος τρυπάει το στέρνο μου μέσα από τις γρίλιες κάθε πρωί μα δεν ουρλιάζω. Απλά ανοίγω έντρομη τα μάτια μου γυρνώντας του πλευρό. Συνεχίζει αμείλικτος όπως και η ζωή. Τρυπάει με εκείνη την μικρή ηλιαχτίδα την λευκή μου ωμοπλάτη και φτάνει μέχρι την οροσειρά της σπονδυλικής μου στήλης. Με πονάει, με καίει, με κάνει να ιδρώνω πάνω στα λευκά ατσαλάκωτα σεντόνια μου χωρίς κλάμα. Βουβά. Λένε πως μπορεί ο κόσμος να είναι κωμωδία για όσους σκέφτονται και τραγωδία για όσους νιώθουν και χωρίς να ξέρω που ανήκω θα ήθελα να πω μονάχα πως η μύτη μου ματώνει ακόμα κάποια πρωινά και αντί να θυμάμαι την συμβουλή της μαμάς να δείχνω τα άστρα κάθομαι στα γόνατα και παρακαλώ. Παρακαλώ τον κόσμο να σβήσει τα φώτα του.
Ξημέρωσε. Ο ήλιος παλαβωμένος τρυπάει το στέρνο μου μέσα από τις γρίλιες κάθε πρωί μα δεν ουρλιάζω. Απλά ανοίγω έντρομη τα μάτια μου γυρνώντας του πλευρό. Συνεχίζει αμείλικτος όπως και η ζωή. Τρυπάει με εκείνη την μικρή ηλιαχτίδα την λευκή μου ωμοπλάτη και φτάνει μέχρι την οροσειρά της σπονδυλικής μου στήλης. Με πονάει, με καίει, με κάνει να ιδρώνω πάνω στα λευκά ατσαλάκωτα σεντόνια μου χωρίς κλάμα. Βουβά. Λένε πως μπορεί ο κόσμος να είναι κωμωδία για όσους σκέφτονται και τραγωδία για όσους νιώθουν και χωρίς να ξέρω που ανήκω θα ήθελα να πω μονάχα πως η μύτη μου ματώνει ακόμα κάποια πρωινά και αντί να θυμάμαι την συμβουλή της μαμάς να δείχνω τα άστρα κάθομαι στα γόνατα και παρακαλώ. Παρακαλώ τον κόσμο να σβήσει τα φώτα του.