Μια απίστευτη βαρεμάρα για όλα με κάνει διάτρητη αλλά ευτυχώς περνάνε έτσι πιο εύκολα από μέσα μου το φως και τα σύννεφα. Με εσωστρέφεια μεγάλη, σαν μαβιά πένθιμη εσάρπα που πέφτει στους ώμους, θα τυλίξω ότι απέμεινε από εμένα που θυμάμαι κι έτσι μαβιά και εσωστρεφής με μαύρα ημικύκλια γύρω από τα μάτια θα μπω στην νέα αυτή χρονιά. Κι έτσι θα ξεκινήσω να αναμοχλεύω τον παλιό κόσμο κροταλίζοντας και στην συνέχεια θα περνάω όλες τις διαχωριστικές γραμμές ανώνυμα με ένα τεράστιο στέμμα απαξίωσης. Θα κλείσω όλες τις πόρτες με θόρυβο και θα γυρίσω τα μάτια και τα αυτιά μου από μέσα. Θα αφήσω τα μαλλιά μου να μακρύνουν κι άλλο μέχρι να κρύψουν όλο μου το στέρνο. Για προστασία. Με εσωστρέφεια θα καταπίνω και τις λέξεις μου χωρίς σάλιο μέχρι να φυτρώσουν καινούργιες προτάσεις . Και ακόμα πιο μέσα, πίσω από την φόδρα των οργάνων, κοντά στο τελευταίο μου άκρο θα αφήσω την ερωτοπληξία μου να σβήσει μαλακά σαν εσχατόγρια σε νεκρικό κρεβάτι. Με εσωστρέφεια θα ψάξω μόνο εμένα σε εκείνο το παλιό σχήμα που με άφησα κάποτε και θα ξεριζώσω όλα τα υπολείμματα κακής ανθρωπιάς που έφτυσαν οι άλλοι μέσα μου.
Τίποτα δεν μυρίζει το ίδιο πια. Ούτε η απώλεια, ούτε η αγάπη, ούτε ο θάνατος. Ζούμε σε μια παράξενη εποχή μαζί με παράξενους ανθρώπους που δεν αγγίζουν ούτε κοιτάνε τον άλλο. Τίποτα το ίδιο. Καμιά γιορτή. Καμία οικογένεια, κανένα κλίμα. Καμιά συγκίνηση. Καμία απολύτως. Ψάχνω μέσα στα χαρτιά περιτυλίγματος να βρω αυτό που κάποτε υπήρχε. Ψάχνω μέσα στις γιορτές και πίσω στον περίβολο να βρω τα ίχνη που άφησα εκατομμύρια έτη φωτός μακριά. Τίποτα δεν είναι το ίδιο και ούτε λίγο δεν θυμίζει αυτό που ήταν κάποτε. Όλα σαν παλιά ξεχειλωμένα ρούχα που επάνω μας να σταθούν δεν μπορούνε πια. Κι όμως μέσα μου υπάρχει ένας ολόκληρος κόσμος με γερά θεμέλια που λαμποκοπώντας αναβαθμίζει το αίμα μου σε χρυσόσκονη. Και το ίδιο μέσα μου υπάρχει ακόμα εκείνος ο δυτικός άνεμος με το ωραίο όνομα. Ο Ζέφυρος. Υπάρχει ναι, κι όταν λίγο με φυσήξει είναι αρκετό για να εξαερώσει και τις πιο στέρεες αλήθειες μου, αρκετό για να γυαλίσει εκείνες τις φυσιογνωμίες που σε προκαλούν να τις προσέξεις λίγο περισσότερο. Πρόσωπα που έχουν κάτι ασαφές αλλά πολύ όμορφο πάνω τους, έναν βαθύ κρυφό πόνο, μια χαρακτηριστική εμπειρία.
Θα ‘ναι μια σιωπηλή χρονιά αυτή, γεμάτη άηχους κρότους. Άηχους όπως εκείνα τα φιλιά που δίνουν οι πρωταγωνιστές στα έργα με την φωνή της τηλεόρασης στο mute.Ραντεβού λοιπόν στα κυανά ναυάγια του νέου έτους.
Δευτέρα, Δεκεμβρίου 27, 2010
Δευτέρα, Δεκεμβρίου 20, 2010
AtTeNbErG
Είμαστε πάνω από όλα θηλαστικά και μετά άνθρωποι. Η Μαρίνα το ξέρει αυτό καλυτέρα από τον καθένα. Οδηγώντας ένα παλιό λευκό Volvo και ακούγοντας αιχμηρές μουσικές μου στέλνει ατμοσφαιρικές καρτ ποστάλ από τα άσπρα σπίτια. Μινιμαλιστικές και συμμετρικές καρτ ποστάλ από την παραλία του Διστόμου και τα διυλιστήρια. Καρτ ποστάλ με μαθήματα σεξουαλικής αγωγής, και φλουταρισμένες εικόνες, γεμάτες παραφρασμένα ένστικτα και απύθμενη μοναξιά. Τα βράδια ονειρεύομαι ότι είμαι μαζί της πάνω στο μπλε βεσπάκι της και κάνω βόλτες ακουμπώντας τα πόδια μου στο λασπωμένο κοκκινόχωμα. Κι έπειτα στο ίδιο όνειρο κάθομαι σε εκείνο το μεγάλο κρεβάτι μαζί της και παρακολουθώ την ζωή των θηλαστικών μέσα από ντοκιμαντέρ του Σερ Ντέιβιντ Ατένμπορο. Διαμελίζω και γω όπως η φίλη της, η Μπέλλα, την προφορά του και τραγουδώ μαζί της γαλλικά τραγούδια, που μιλάνε για αγόρια και κορίτσια που ερωτεύονται και δεν είναι μόνα τους πια. Ονειρεύομαι ότι συρρικνώνομαι μαζί με τον ετοιμοθάνατο πατέρα της πάνω σε κείνο εκεί το αναπηρικό καροτσάκι και από άνθρωπος γίνομαι ιδέα. Και έπειτα ξυπνάω πιο μόνη από ποτέ, μα γελώντας, γιατί ο έρωτας κερδίζει την απώλεια και την ξεπερνά δίνοντας της νέο σχήμα. Η Μαρίνα είναι οι χαμένες καρτ ποστάλ των γενιών που προηγήθηκαν και μέσα στην άγνοια τους προσπάθησαν τόσο άγαρμπα από θηλαστικά να γίνουν άνθρωποι. Αλλά δεν τα κατάφεραν. Και γω βλέποντας την Μαρίνα να αγκαλιάζει την φρεσκοπλυμένη μπλούζα του ετοιμοθάνατου πατέρα της της και να δένει τα μανίκια γύρω από τον λαιμό της, θέλω να μπω δυναμικά στο παιχνίδι της και να ουρλιάξω χτυπώντας με δύναμη το στήθος μου. Να μελανιάσω το πρόσωπο μου πέφτοντας με φόρα σε τοίχους, γρυλίζοντας και περπατώντας στα τέσσερα σαν μικρό άγνωστο ζώο. Να αποκτήσω ξενική προφορά, σαν ξενιστής του ίδιου μου του βίου, και να ανασυνθέσω την αλήθεια της γλώσσας μου. Αποζητάω την γαλήνη της την ώρα που πετάει στην θάλασσα τις στάχτες του πατέρα της. Ζηλεύω τον αέρα του βιομηχανικού τοπίου και εκείνο το κίτρινο αδιάβροχο που φορά. Η Μαρίνα είναι όλα αυτά που προσπαθώ να ξεχάσω. Είναι μια αυτιστική συμπεριφορά, ένα μεγάλο δίλημμα σε αυτό που πρέπει να είμαστε και σε αυτό που είμαστε πραγματικά. Γιατί και μεις, όπως κι αυτός ο αιώνας, είμαστε αφόρητα υπερτιμημένοι και αηδιαστικοί, όπως ένα φιλί χωρίς συναίσθημα…
Βραδιάζει και η Μαρίνα θα είναι για πάντα εκεί. Στην καρτ ποστάλ με το βρεγμένο κοκκινόχωμα και τα φουγάρα που καπνίζουν.
Δευτέρα, Δεκεμβρίου 06, 2010
EγΩ κΑι Η μΑβΙΑ ΨυχΗ μΟυ σΤο ΒοΡρΑ
Με τη μαβιά ψυχή μου για σακίδιο πλάτης και φέτος θα πάρω ένα από εκείνα τα πολύ φαρδιά αεροπλάνα για να μπορώ να χωρέσω και θα ανέβω στην πόλη του Βορρά. Με την πολύ μαβιά ψυχή μου, που μοιάζει με αρχαίο κιμονό, θα καλύψω όλες τις ενδιαφέρουσες πληγές μου για να μη μπορεί κανείς πια να τις δει εκεί πάνω. Και έτσι μαβιά και πύρινη θα γυρίσω την μπομπίνα του μυαλού μου στα 35 mm. Θα ξοδέψω βλέμματα και λέξεις στα παγκάκια της πλατείας κοιτώντας τα θλιμμένα φωτάκια του δέντρου και αποστηθίζοντας τα λόγια του Βαρδάρη. Αποστηθίζοντας τη χαμένη σου αγκαλιά και αναπολώντας μια παλιά ζωή, δικιά μου, εκεί πάνω. Και εσύ όλο θα ρωτάς αν με έχουν γοητεύσει ποτέ ιδιοφυή καθάρματα και εγώ θα σου απαντάω όλο πως ποτέ κανένα τέτοιο κάθαρμα δεν με έχει γοητεύσει γιατί κανείς δεν θέλω να με ταλαιπωρήσει πια.
Και καθώς ένα μεγάλο μακελειό μέσα μου θα μου αλλάζει την γεωγραφία και η καρδιά θα ακουμπάει τις προβλήτες του μυαλού εσύ θα επιμένεις να ρωτάς λέγοντας «ακόμα και αν αυτά τα καθάρματα έχουν μεγάλο ταλέντο;» και εγώ θα σου απαντήσω για τελευταία φορά πως με ενδιαφέρουν μόνο οι καλοί άνθρωποι και ας έχουν και λιγότερο ταλέντο.
Με τη μαβιά ψυχή μου θα ξυπνάω τα πρωινά θολή, γεμάτη υγρασία και θα χαραμίζω το είναι μου μέσα σε γαλάζιες αίθουσες σκοτεινές και τόσο οικείες. Θα περπατάω ανάποδα στο πλήθος για να βλέπεις μόνο την πλάτη μου και από μπροστά θα κρέμονται οι τίτλοι τέλους και ένα θλιμμένο χαμόγελο. Και η πόλη ξυπόλητη θα με αλωνίζει και εγώ θα ρέω σαν μεγάλος ποταμός στα ποτήρια των θαμώνων, σε μυστικά μπαρ με ονόματα άνευ σημασίας. Και κάθε φορά που θα μου λένε σ αγαπώ εγώ θα σφίγγω τις γροθιές μου μέχρι να πεταχτούνε οι φλέβες των καρπών, χωρίς χροιά λαχανιασμένη για να μη μπορώ να μιλάω θα βρίσκομαι αλλού. Κάθε μέρα, κάθε νύχτα με παρέα ή χωρίς, με τη μαβιά σαπφείρινη ψυχή μου μέχρι να γίνω ένα κομμάτι του ουρανού πάνω από τις προβλήτες, πάνω από τα κάστρα, πάνω από τις μουσικές που βγαίνουν από τα σκοτεινά μπαρ, πάνω από τον πύργο και τη νέα παραλία, πάνω από εκείνη εκεί την αυτοσχέδια ταβέρνα που κάτσαμε την τελευταία φορά, πάνω από εμένα και από εσένα, πάνω από εκείνο το τεράστιο βουνό που καθόταν κάποτε ο Δίας. Εγώ και η μαβιά ψυχή μου πάνω από όλα θα λιποταχτούμε συνεχώς τα βράδια στις τσέπες των παλτών των ηρώων κάθε ταινίας. Θα λιποταχτούμε συνεχώς τα βράδια μέσα από το ξεψύχισμα των τελευταίων υποτίτλων λίγο πριν ανάψουν τα φώτα για την έξοδο.
Γιατί κανείς δεν πάει τόσο μακριά όσο αυτός που δεν ξέρει πού πηγαίνει.
Δευτέρα, Νοεμβρίου 29, 2010
ΑεΡαΣ σΤηΝ κΑτΑπΟσΗ
Τελειώνει ο Νοέμβρης αλλά το ρήμα καλοκαιριάζω υπάρχει ακόμα μέσα του. Ξενυχτάει μαζί μου κάτω από μια ιλουστρασιόν πανσέληνο δίπλα σε ακρωτηριασμένες νύχτες με κοντομάνικα, σκονισμένα αστέρια και καλοκαιρινά ποτά. Σε συναυλίες γεμάτες κάπνα, ιδρώτα και ξεμανίκωτα. Πίνει παγωμένο γάλα με δημητριακά κάθε πρωί μαζί μου. Μου φυσάει νοτιά στα μαλλιά και γω τον καταπίνω σε μεγάλες ποσότητες. Πρωί, μεσημέρι και βράδυ. Ανακατεύω την ύπαρξη μου με όλα τα συστατικά αυτού του αέρα κι όταν με αναγουλιάζει βουτάω με δύναμη στην θάλασσα που αφηρημένη κοιτάει τα βάθη της .Κι έπειτα έντρομη με αγκαλιάζει μέσα σε μια γαλαζωπή συμπίεση και μου κόβει την ανάσα μέχρι να πατήσω άμμο ξανά.
Σε επισκέπτομαι συχνά. Μου αρέσεις. Την τελευταία φορά το βλέμμα σου ήταν σαν να είχε βγει από το δάσος, το δέρμα σου λευκό, οι κινήσεις σου νωχελικές. Στο βάθος μια γάτα. Οι κινήσεις σου ήταν σχεδόν ίδιες. Φεύγοντας σκέφτηκα ότι η γάτα σου σε μελετάει και σε ξεπατικώνει.
Και είναι ήδη Νοέμβρης. Τα σύννεφα κάποιες φορές μοιάζουν σαν σύννεφα Νοέμβρη, μα οι νύχτες του θυμίζουν Πάσχα. Τα οπορωφόρα ξανάνθισαν στις γειτονιές και το φως του ήλιου τα πρωινά κοκκινίζει τα μάγουλα μου. Κάποιες τολμηρές βραδιές η γη μυρίζει καλοκαίρι. Φυσάει ασταμάτητα τις τελευταίες μέρες. Ζεστός ο αέρας και οι άνθρωποι σαν πλανόδιοι κομπάρσοι ντύνονται λίγο πιο ζεστά μόνο και μόνο γιατί το ημερολόγιο γράφει Νοέμβρης στο σίριαλ που παίζουν. Μαθαίνω όμως να συνηθίζω τις αλλαγές του καιρού και του κόσμου και μέσα μου είμαι χαρούμενη που όλα είναι τόσο σουρεάλ. Μα πιο πολύ που τα αντέχω.
Η ευτυχία υπάρχει σε στιγμές και μικρά χρονικά διαστήματα και σε όνειρα του ύπνου.
Και συνεχίζω να σουλατσάρω με τα ξεχειλωμένα περσινά μαγιό στις παραλίες και να καταπίνω αποσπάσματα αέρα και ψαλμωδίες μυστικών βλεμμάτων. Τα καταπίνω αμάσητα κι έπειτα μπορώ και πετώ. Μου λες κάθε φορά που τελειώνω μια αλλόκοτη κουβέντα μου μαζί σου πως «οι άνθρωποι δεν μιλούν έτσι» ,σε διορθώνω και το ύφος μου γίνεται πιο αυστηρό, «μπορεί να μην μιλούν έτσι, αλλά σκέφτονται έτσι». Ξαπλώνεις στο στήθος μου και γελάς.
Όλα ανακατεμένα. Στο χάσιμο όλα. Στα χαμένα και γω μακριά σου και γιατί να το παραδεχτώ. Προτιμώ να καταπίνω αέρα και να μπορώ να πετάω μακριά.
Την τελευταία φορά που είδα το κοριτσάκι της φίλης μου, ξέχασα τι ήθελα να πω και σταμάτησα και τότε αυτό μου είπε, «μην σταματάς γιατί θα χάσεις τον ρυθμό σου».
Για αυτό και γω δεν σταματώ και ας μην καταλαβαίνω τίποτα γύρω μου πια.
Δευτέρα, Νοεμβρίου 15, 2010
ΑνΟι ΞιΑτΙκΟσ ΝοΕμΒρΗσ
Ένας μαγικός ανοιξιάτικος Νοέμβρης μου κλέβει την ζωή. Με πάει Σαββατοκύριακα για μπάνιο σε μια κρύα και γαλήνια θάλασσα όπου κολυμπάω με έναν ήλιο χαμηλωμένο και περίεργα κρεμ πίσω από την πλάτη μου. Όπου κολυμπάω με κάτι πελώριους γλάρους για συντροφιά που λικνίζονται πονηρά στην επιφάνεια της θάλασσας με πολλές ανατριχίλες και ένα περίεργο αίσθημα που μοιάζει με ρέψιμο μετά από γεύμα.
Είναι μαγικός αυτός ο μήνας καθώς σκορπά την τρέλα του παντού και δεν αφήνει το φθινόπωρο να με πλησιάσει. Μπασταρδεύει το φως και την θέρμη του καλοκαιριού με την θαμπάδα του φθινοπώρου σηκώνοντας κάθε μέρα έναν ήλιο άρρωστο και πιο σβηστό από ποτέ. Στο κέντρο της πόλης ψηφοδέλτια πεταμένα μαζί με σκουπίδια σωρό. Μια λεπτή υγρασία σου χαϊδεύει το πίσω μέρος του λοβού των αυτιών και μπόλικη ζέστη σου ιδρώνει την οροσειρά της σπονδυλικής σου στήλης. Οι νύχτες θυμίζουν άνοιξη, είναι γλυκές και γεμάτες έρωτα. Άνθρωποι έξω παντού. Παρέες που πίνουν και γελούν δυνατά. Μια από αυτές και η δικιά μου. Αποφεύγω να σε κοιτάξω κατάματα. Φοβάμαι πως θα καταλάβεις τα πάντα κι έτσι πίνω και γελάω αφηρημένα έχοντας όλους τους πλανήτες από πάνω μου και όλη την τρέλα του κόσμου σαν σπάνια ελιά στο πάνω μέρος των χειλιών μου .Μαγικός μήνας αυτός ο Νοέμβρης. Ανοιξιάτικος, λυτρωτικός σαν μια δεύτερη ευκαιρία. Βόλτες στην πλάκα και στο Θησείο. Ένα πεύκο με δυο πλούσια κλαδιά σαν ρόλοι με τους δείκτες του σταματημένους στις 11 και 10.Και από κάτω του οι καμπίνες του τρένου φωτισμένες να σέρνουν τους τριγμούς τους ανυποψίαστα. Σε μπαλκόνια φαρδιά σπαταλάμε τις ώρες μας με φόντο το φωτισμένο στέμμα της ακρόπολης, πίνοντας πολύ και μιλώντας για πολιτικά και σενάρια επιστημονικής φαντασίας. Κυρίως πίνοντας πολύ. Μέχρι που φτάνει η σύναξη των αρχαγγέλων και πιάνει ένας αέρας μανιασμένος και τρελός σα να κουνάνε όλοι οι Άγγελοι μαζί τα φτερά τους. Ζητώ χάρες από τον Άγγελο μου βιαστικά, βρίσκω ευκαιρία. Έπειτα ξεκολλάω τις βλεφαρίδες μου και τις βάζω στον καρπό μου χωρίς να κάνω ευχή. Σε συναντώ ξανά και ξανά και σου εξηγώ αυθάδικα πως είναι να χάνεις μιαν αγάπη, έπειτα παραμιλώ μόνη μου. Βάζω, βγάζω το μπουφάν μου άπειρες φορές. Πολλή ζέστη. Τα σύννεφα σαν βουβές εκρήξεις φαρδαίνουν από πάνω μας. Τα παρακολουθούμε σκοντάφτοντας μαγεμένοι και τόσο παραμορφωμένοι από αυτό που μας συμβαίνει. Και οι άγγελοι συνεχίζουν να πετούν στο πλάι μας μέχρι να μας δώσουν αυτό που ζητήσαμε.
Κοιτάω την πλάτη σου και την ζώνη που σφίγγει τον καβάλο σου .Και σκέφτομαι πως καμιά φορά έχουμε τόσα πολλά να δώσουμε που δεν ξέρουμε τι και σε ποιον δίνουμε και η πάλη μέσα μας προχωρά κερδίζοντας νέα εδάφη γεμάτα φως.
Και ο Νοέμβριος προχωρά μέσα σε μια παράνοια έρωτα και σήψης. Είναι δυστυχώς η ευτυχώς πολύ μεγάλη η αντοχή μας.
Πέμπτη, Νοεμβρίου 04, 2010
ΕκΕί ΠάΝω
Εκεί πάνω αφήνω πάντα κάτι και όταν γυρνάω με βρίσκει από μόνο του και γίνεται δικό μου ξανά. Κι ας μην το θέλω πια. Εκεί πάνω ξαπλώνω σε κρεβάτια ξένα και κοιμάμαι σε αγκαλιές δανεικές. Κλαίω για να βγάλω το φαρμάκι από τα μάτια μου και κόβω την ανάσα μου τις νύχτες γιατί με νοιώθω ολόκληρη ξανά. Αυτοτραυματίζομαι ξεχνώντας ότι έχω σωθεί για τα καλά. Εκεί πάνω χαμογελάω αλλιώς και το πρόσωπο μου παίρνει άλλα σχήματα. Το σώμα μου μακραίνει στην προσπάθεια μου να αναπνεύσω βαθιά και στις μόνιμες νύχτες του Βορρά τα άστρα κατεβαίνουν λίγο πιο κάτω να μυρίσουν το καινούργιο σαμπουάν των μαλλιών μου. Εκεί πάνω η ώρα άλλαξε και γω έσπρωξα τους δείχτες ακόμα μια ώρα πιο μπροστά αντί για πίσω για να μη μπορεί κανένας να με βρει στα προκαθορισμένα ραντεβού. Εγώ όμως να πω πως πήγα.
Εκεί πάνω η καρδιά μου χτύπαγε αλλιώς. Το παρατήρησα. Ήταν σα να μην υπήρχε, σα να ξεχνούσε να χτυπά κι έπειτα, κάποιες μικρές στιγμές, πεταγόταν έξω από μένα, κόκκινη και πρησμένη και ούρλιαζε. Ούρλιαζε να την προσέξω. Μα εγώ την αγνοούσα, όπως τόσο καλά ξέρω να κάνω. Κι έπειτα εκεί πάνω η νύχτα έμοιαζε με υπόγειο υγρό τούνελ όμβριων υδάτων. Γεμάτη υγρασία και φθαρμένα βογγητά. Κι εγώ κατέβαινα τρέχοντας στην παραλία και στην βαλκανική πια πλατειά Αριστοτέλους να συναντήσω ανθρώπους που όλο με αγκάλιαζαν και μεγάλωναν τα μάτια τους καθώς με έβλεπαν να τρέχω κοντά τους. Και ξανά μουσικές και ξανά ποτά μέχρι να καταφέρω και πάλι να ακούσω την καρδιά μου να χτυπάει. Και έτσι κάπως πέρασα από την πόλη στην μακριά γαϊδούρα των εγκαινίων της έκθεσης έχοντας εσένα δίπλα μου μικρό αγόρι. Σε κοίταγα που έχεις μεγαλώσει λέγοντας σου αμήχανα πως όλοι από τύχη έχουμε φτάσει μέχρι εδώ με όλα όσα έχουμε κάνει. Συμφώνησες ευγενικά κι εκείνο το παλιό αιμάτωμα στο άσπρο του ματιού σου, που μοιάζει με μικρό μπαγιάτικο πλανήτη, σα να έλαμψε για λίγο. Και ο κόσμος έγινε πιο άγριος. Οι μουσικές πιο αιχμηρές, το αίμα έκανε περισσότερο θόρυβο στα μηνίγγια. Τα φώτα ασθενικά, οι πίνακες μου ακόμα μεγαλύτεροι. Τα γέλια πιο δυνατά και οι καπνοί από τα τσιγάρα, σαν ατμοί από ξεχασμένα ηφαίστεια που αρχίζουν και ξυπνάν. Από τύχη μέχρι εδώ ζωντανοί.
Σε φίλησα στο λαιμό όταν έφυγες. Μύριζες παιδική πούδρα. Το ίδιο βράδυ αποκοιμήθηκα με βρεγμένα μαλλιά και μάτια βαμμένα με μαύρο μολύβι και μάσκαρα. Έχει ο καιρός γυρίσματα ιδίως για όσους έχουν μανία με την γραμμικότητα. Έχω σωθεί από καιρό κι έτσι δεν με πονάει τίποτα πια. Μόνο λίγο με μουδιάζει .Αλλά έπειτα κοιτάω τα μαχαίρια που κρέμονται παντού πάνω μου και χαμογελάω. Έχω σωθεί πια.
Κυριακή, Οκτωβρίου 17, 2010
αΙώΡηΜα
Έρχεσαι πάντα πριν την εποχή των χρυσανθέμων. Τα μαλλιά σου κοντά. Ξυρισμένος σβέρκος. Λίγο μουντζουρωμένο μητρώο, ένα πέρασμα από τα drugs, μια αενάως παρατεταμένη εφηβεία, λίγος κυνισμός. Καρέ καρέ ο φακός αιχμαλωτίζει τις στιγμές. Κι υστέρα έρχεται η μεγάλη στιγμή. Δύο τεράστια σύννεφα από πάνω μας φουσκώνουν τα λειριά τους και μείς βουτάμε σε μια παγωμένη θάλασσα ουρλιάζοντας. Πρώτα από πόνο και μετά από κρύο. Όλα τείνουν προς την τέχνη εδώ. Όλα ένα ατέρμονο παιχνίδι με όρους αυτοσχέδιους. Ψιλόβροχο στην Αργολίδα και οι μουδιασμένες ώρες σέρνονται στην άσφαλτο. Οι Κυριακάτικες βόλτες με το αυτοκίνητο μαζί σου είναι ένα ατελείωτο πάρτι. Κρατώ όλες τις εφημερίδες που αγόρασες στα χέρια. Μοιάζουν με φλουταρισμένες φωτογραφίες. Μιλάμε για απουσίες ανθρώπων. Μας λείπει ξανά και όλο ο Βασίλης και η Κάτια. Λίγο δακρύζω. Προσεκτικά όμως. Να μην λερώσει τα μάγουλα το δάκρυ. Να μη με πάρεις πρέφα. Οι στροφές της Αργολίδας τελειώνουν. Οι απουσίες γίνονται ζωή και πάλι. Κοιτάζω τα χέρια σου που κρατάνε το τιμόνι και είναι σχεδόν όλη μου η ζωή. Μια σκιά ανάμεσα στα δέντρα ξεγλιστράει στην άσφαλτο και χορεύει μονάχη. Είσαι τόσο οικείος σαν μια παρέα αστεριών που δανείζει το φως στις ερημιές. Καθώς νυχτώνει και γυρνάμε πίσω σηκώνω τα μάτια και κοιτάω το φεγγάρι. Γεμίζει ξανά και νοιώθω να με διαπερνά η ομορφιά του κόσμου και όλες οι απουσίες και ο επινοημένος πόνος γίνονται πολύχρωμα φωτάκια που μοιάζουν με αυτά του Κορινθιακού κόλπου.
Η εθνική σαν βαλσαμωμένος αλιγάτορας μας καταπίνει και μας φτύνει μαζί με σκέψεις σκονισμένες, σχεδόν ανύπαρκτες μέχρι να μπούμε στα φουστάνια της πόλης. Πόλη μέγαιρα σβησμένη και βροχερή που χασμουριέται πίσω από την πλάτη μας. Μαραζωμένοι δρόμοι. Μαραμένες γειτονιές όπου λάμπει μονάχα η γαλαζωπή οθόνη. Απολίθωμα πόλης, να μπορούσα να απεγκλωβιστώ από δω! Μερικά πράγματα τα αντιλαμβάνεσαι με το πέρασμα του χρόνου. Κι αυτό είναι θλιβερό. Νοιώθεις αξιοθρήνητος μοιάζοντας σαν εκείνα τα αδιάφορα γκρο- πλάνα των ηθοποιών που μιλούν στο βολάν του αυτοκινήτου χωρίς η κάμερα να είναι σε θέση να συλλάβει την αίσθηση του ταξιδιού ή της περιπλάνησης.
Και όλο λες ως πότε; Ως πότε θα σπαταλάμε τα μάτια που μας εμπιστεύτηκαν τον υγρό ορίζοντα τους; Ως πότε θα πετάμε τους ανθρώπους επειδή χρησιμοποιήθηκαν; Ως πότε θα σφυρίζουμε αδιάφορα; Το μέλλον έχει πολλή ξηρασία και δυστυχώς αυτό το μέλλον διαρκεί.
Κυριακή, Οκτωβρίου 10, 2010
fUcK tHiS lIfe
Δυνάμωσε το σκούρο μπλε στα χωράφια του ουρανού. Δυνάμωσε η νύχτα και τα παχουλά σύννεφα. Το κρύο κοντοστέκεται από πίσω μου μα δεν γυρνάω να το δω. Καίω στο τζάκι όλα τα ξύλα που μου έμειναν από πέρυσι και κλειδώνω την πόρτα μου άπειρες φορές. Κλείνω κινητά, κατεβάζω σταθερά και βυθίζομαι στο σκούρο μπλε της ύπαρξης μου. Δεν περιμένω από κανέναν τίποτα παρά μόνο μπλε. Συχνά σκέφτομαι ότι ένα απειροελάχιστο πάγωμα των δειχτών του ρολογιού αρκεί για να χαθεί μια ολόκληρη εποχή. Και όσο το κρύο δυναμώνει τόσο κλειδώνομαι μέσα μου. Το μόνο που επιτρέπω είναι το τράβηγμα των μυών μου από απότομες κινήσεις ξαφνιάσματος σε οτιδήποτε πέφτει καταπάνω μου και με μελανιάζει. Ίσως καμιά φορά και την φωνή σου ανακατεμένη με τηλεφωνικά παράσιτα.
Ο αβάσταχτος πόνος του αποχωρισμού κυρίως πριν κοιμηθώ αλλά και όποτε ταχτοποιώ τα πράγματα μου παίρνει μέσα μου την μορφή μιας διεστραμμένης περηφάνιας. Και όσο περνάν οι νύχτες παγωμένες από πάνω μου, τόσο η ανάσα μου βαραίνει και κόβεται, μέχρι ασθμαίνοντας να βγω στη νέα μέρα, εξαντλημένη. Πνιγμένη ολημερίς στους δρόμους της πόλης (που αγριεύει συνεχώς καθώς αναπάντεχα χειμωνιάζει), στην κίνηση και στα γαλάζια καυσαέρια της βενζίνης. Στην πόλη δεν προλαβαίνεις να σκεφτείς ότι μεγαλώνεις. Οι ρυθμοί της δεν σε αφήνουν να σκεφτείς τον θάνατο. Τρέχω αφηνιασμένα μέσα στην σκόνη της και κοιτώντας το πίσω μέρος των ανθρώπων καταλαβαίνω πως προερχόμαστε από μια μακριά σειρά δυστυχισμένων ζώων. Αναβοσβήνουν τα φανάρια και πατώντας με δύναμη την άσφαλτο ακούω τους μπαζωμένους ποταμούς να αναστενάζουν. Αναμιγνύομαι με το πλήθος και μπερδεύω πάνω μου τα αρώματα που φορούν. Και λίγο πριν χαθώ από την επιφάνεια του κέντρου στα καταγώγια των συρμών ακούω ένα ήχο σαν σούρσιμο που όλο δυναμώνει. Σε σκέφτομαι ακαριαία να φτάνεις ως εδώ για να με δεις και σκοτεινιάζω. Είναι δύσκολο να περιγράψω αυτό που είμαστε από τόσο μακριά. Μοιάζει να είναι σαν την παράνοια χωρίς τον φόβο.
Κι ύστερα όλη αυτή η απουσία ζωής και το ποτέ μαζί με ξενερώνει. Κι έτσι βυθίζομαι σε εκείνο το αιφνίδιο μπλε που πάντα με κερδίζει και αποστηθίζω τον θάνατο μέχρι το μυαλό να σαλτάρει. Μέχρι το μπλε να με ξεράσει στο άσπρο ξανά.
Καμιά ιστορία δεν έχει αρχή και τέλος, όλες είναι αέναες, να το θυμάσαι αν κάποτε ασχοληθείς μαζί μου σοβαρά. Αν κάποτε, να το θυμάσαι. Τα πιο παράξενα πράγματα είναι αληθινά και τα αληθινά τα πιο παράξενα.
Ο αβάσταχτος πόνος του αποχωρισμού κυρίως πριν κοιμηθώ αλλά και όποτε ταχτοποιώ τα πράγματα μου παίρνει μέσα μου την μορφή μιας διεστραμμένης περηφάνιας. Και όσο περνάν οι νύχτες παγωμένες από πάνω μου, τόσο η ανάσα μου βαραίνει και κόβεται, μέχρι ασθμαίνοντας να βγω στη νέα μέρα, εξαντλημένη. Πνιγμένη ολημερίς στους δρόμους της πόλης (που αγριεύει συνεχώς καθώς αναπάντεχα χειμωνιάζει), στην κίνηση και στα γαλάζια καυσαέρια της βενζίνης. Στην πόλη δεν προλαβαίνεις να σκεφτείς ότι μεγαλώνεις. Οι ρυθμοί της δεν σε αφήνουν να σκεφτείς τον θάνατο. Τρέχω αφηνιασμένα μέσα στην σκόνη της και κοιτώντας το πίσω μέρος των ανθρώπων καταλαβαίνω πως προερχόμαστε από μια μακριά σειρά δυστυχισμένων ζώων. Αναβοσβήνουν τα φανάρια και πατώντας με δύναμη την άσφαλτο ακούω τους μπαζωμένους ποταμούς να αναστενάζουν. Αναμιγνύομαι με το πλήθος και μπερδεύω πάνω μου τα αρώματα που φορούν. Και λίγο πριν χαθώ από την επιφάνεια του κέντρου στα καταγώγια των συρμών ακούω ένα ήχο σαν σούρσιμο που όλο δυναμώνει. Σε σκέφτομαι ακαριαία να φτάνεις ως εδώ για να με δεις και σκοτεινιάζω. Είναι δύσκολο να περιγράψω αυτό που είμαστε από τόσο μακριά. Μοιάζει να είναι σαν την παράνοια χωρίς τον φόβο.
Κι ύστερα όλη αυτή η απουσία ζωής και το ποτέ μαζί με ξενερώνει. Κι έτσι βυθίζομαι σε εκείνο το αιφνίδιο μπλε που πάντα με κερδίζει και αποστηθίζω τον θάνατο μέχρι το μυαλό να σαλτάρει. Μέχρι το μπλε να με ξεράσει στο άσπρο ξανά.
Καμιά ιστορία δεν έχει αρχή και τέλος, όλες είναι αέναες, να το θυμάσαι αν κάποτε ασχοληθείς μαζί μου σοβαρά. Αν κάποτε, να το θυμάσαι. Τα πιο παράξενα πράγματα είναι αληθινά και τα αληθινά τα πιο παράξενα.
Τρίτη, Σεπτεμβρίου 28, 2010
sLoW mOtIoN
Τα μάτια μου είναι κουρασμένα, γεμάτα εικόνες. Βαριά, γεμάτα νέες γεωγραφίες προσώπων, άδεια από κάθε αίσθημα. Το στόμα μου κουρασμένο από τις επαναλήψεις των ίδιων λέξεων, τρώει μικρές τελείες για ανάπαυλα. Τα χέρια μου κουρασμένα και αυτά από την απραγία. Από την βαρεμάρα να αγγίξουν, ακόμα και σένα. Τα πόδια μου μόνο λυγίζουν κι όταν περπατάω, περπατάω αργά, σα να σκέφτομαι με αυτά. Σα να συντάσσω ολόκληρες προτάσεις βαδίζοντας αργά, σχεδόν πληγωμένα. Πως καταντήσαμε έτσι, τόσο βαθιά κουρασμένοι ξαφνικά. Σα να ναι ο βίος μας ένα ατέρμονο slow motion.
Υπάρχουν και οι μέρες της πλήξης. Είναι αυτές που είναι λίγο πράσινες σε χρώμα βούρκου. Τις μέρες αυτές έχω παρατηρήσει πως πονάει η μήτρα μου και τότε αρχίζω και τρέχω με όλα τα μέσα, ακόμα και τις λέξεις μου. Τρέχω να αποβάλλω τον πόνο, όπως τρέχει κανείς μέσα στα όνειρα. Αργά, αλλά τρέχω σα να είμαι μέσα στο βυθό μιας θάλασσας που δεν λέει να με αφήσει. Τρέχω με δύναμη και ο πόνος βγαίνει από μέσα μου. Με αφήνει και πάει κάπου πίσω από την πλάτη μου. Γυρνάω αργά. Ρίχνω μια ματιά εκεί, στα όρια της σπονδυλικής μου στήλης και της μέσης χαμηλά, και βλέπω ένα ιλαρό φως. Μέσα του θεόχοντροι ανθρώποι, σαν ετοιμοθάνατα βουβάλια, τρώνε με λύσσα τα αποφάγια μου. Ότι άφησα το κατασπαράζουν και το φορούν σαν δικό τους. Κάτω από το ιλαρό αυτό φως βρίσκονται μόνο αυτοί και τα αποφάγια μου.
Κι έπειτα έρχεσαι εσύ. Σκοτεινός και ευνούχος.
«Είσαι ευτυχισμένη», με ρωτάς. Ευτυχισμένος είναι μια λέξη που προκαλεί μελαγχολία, σου λέω. Γιατί πρέπει λοιπόν να είμαι ευτυχισμένη; Άλλωστε ο άνθρωπος πρέπει να νοιώθει ζωντανός για να νοιώσει ευτυχισμένος, και για να νοιώθει αληθινά ζωντανός χρειάζεται το απρόβλεπτο. Και έπειτα πάλι ο καιρός χαλάει ξαφνικά, όπως εκείνο το παλιό σφράγισμα που όλο φεύγει, και μικροί κεραυνοί πέφτουν στο βρεγμένο μου κρανίο. Λιλιπούτεια ηλεκτροσόκ με φρεσκάρουν χωρίς εσύ να κοιτάς, χωρίς να ξέρεις. Μεγάλη τυραννία η αγάπη τελικά. Κοιτάω ψηλά. Ψάχνω για οιωνούς αλλά τι βάσανο και αυτό να κάνεις.
-Θα σου φτιάξω έναν ουρανό χειροποίητο, μου λες ,να τον ρίχνεις πάνω σου, σα σάλι, τώρα που θα μπει η ψύχρα του Οκτώβρη. Κι ήταν εκείνη η μέρα, η μία και μοναδική, που χρειάστηκα για να καταλάβω ότι ο ουρανός είναι άδειος.
Κυριακή, Σεπτεμβρίου 12, 2010
ΕτΟιΜάΖοΜαΙ
Ετοιμάζομαι για νύχτες μεγαλύτερες, νύχτες μακριά σου, νύχτες με όνειρα φθινοπωρινά γεμάτες από τα λαγοκοιμισμένα χάδια σου, χωρίς λάμπες φθορίου να μας ξεματώνουν, νύχτες πράσινες γεμάτες lime, νύχτες που σύντομα μαζί σου θα γίνουν μέρες θαλασσιές σαν χάντρες βασκανίας. Νύχτες πρεμιέρας.
Ετοιμάζομαι να φορέσω στα χέρια μου πολύχρωμα βραχιόλια γεμάτα στρογγυλούς υπότιτλους. Στα αυτιά μου κομμένα σελιλόιντ. Να κρυφτώ μέσα στην ίδια μου την πόλη, σε σκοτεινούς κινηματογράφους που μυρίζουν καμένο καλαμπόκι, βροχή, αφηρημένα χτενίσματα, ξινά αρώματα, τσίχλες trident και κλεισούρα. Να αναλωθώ μέσα από περίεργα βλέμματα που πάντα κοιτάνε την μέση μου κι έπειτα τα μαλλιά μου. Να μην μιλάω παρά μόνο αν με ρωτήσουν κάτι που πρέπει να απαντηθεί. Να έχει σημασία.
Ετοιμάζομαι για κάτι που θα έρθει να με βρει χωρίς να ξέρω πόσο μεγάλο θα είναι. Ετοιμάζομαι για μια αγκαλιά, για μια ξεχασμένη λέξη που είχα καιρό να ακούσω. Για κοντές ζακέτες και κλειστά παπούτσια. Για Ψαγμένα ακούσματα και νέες τάσεις. Ετοιμάζομαι να Κουβαλήσω αποσπάσματα ταινιών παντού. Στο βλέμμα μου, στον τρόπο που περπατώ, που μιλώ, στον τρόπο που θα διορθώνω το φόρεμα μου ή τα μαλλιά μου καθώς θα μπαίνουν στα μάτια μου την ώρα που φυσάει.
Ετοιμάζομαι για μια νέα αρχή, για ένα απότομο τέλος, για μια καινούργια στρασάτη περιφρόνηση που θα με κάνει ατίθαση ξανά. Για φιλιά στο στόμα και κυνηγητό στην πλατειά Καρίτση. Για ένα παράφορο κλάμα στην μέση του δρόμου, μέσα στο αυτοκίνητο, για ένα γέλιο που θα ξυπνήσει το άσθμα μου και για ένα δυνατό νευρόπονο στο μέρος της καρδιάς.
Ετοιμάζομαι για εκείνες τις ειδικές μέρες που δεν τελειώνουν το βράδυ ,αλλά το επόμενο πρωί, για τους φίλους που θα φιλοξενήσω με λαχτάρα, και για τις συζητήσεις που θα με κρατήσουν ακμαία μέχρι το πρωί, με άδεια ποτήρια κρασιού. Κι έπειτα ετοιμάζομαι και για ένα παρανοϊκό ξέσπασμα που θα έρθει καθώς όλα αυτά θα ξεμακραίνουν κρατώντας μέσα τους μόνο την σκιά όλων όσων έζησα. Και θα γελάω δυνατά μέχρι να βραχνιάσω. Μέχρι να λυγίσουν τα γόνατα μου και να φανούν οι τεντωμένες μου αμυγδαλές .Θα γελάω μέχρι να παύσουν όλα και να φύγει βίαια ο ήχος από μέσα τους. Θα γελάω όσο πιο κοροϊδευτικά γίνεται. Γιατί στο τέλος όλοι ξέρουμε τι έχουμε κάνει.
Σάββατο, Αυγούστου 28, 2010
ΑνΕπΙτΗδΕυΤα
Με πολύχρωμα κιάλια χαζεύω τα πάντα πίσω από τα τείχη του Αυγούστου. Κροταλίζω 3-4 παγάκια μέσα στο στόμα και μουρμουρίζω αγαπημένους διαλόγους από ταινίες του Γκοντάρ. Κοιμάμαι με την Άννα Καρίνα αγκαλιά, ονειρεύομαι τις γειτονιές στις ταινίες του Ντε Σίκα και ξυπνάω νυσταγμένη στα παράλια της γαλάζιας μου κρεβατοκάμαρας. Τελειώνει ο Αύγουστος και χάνεται μαζί με το τεμπέλικο μαύρισμα στο σώμα. Σηκώνω τα μαλλιά μου ψηλά και φοράω πολύχρωμα μακριά κολιέ, που αγγίζουν τον αφαλό μου. Μαζεύω κοχύλια από το πάτωμα των θερινών του κέντρου και γλύφω τα άδεια ποτήρια των καλοκαιρινών οινοποσιών μου. Ξημερώνομαι στα σκαλιά άγνωστων εισόδων, μιλώντας με κοπέλες γεμάτες νιότη και μακριά πόδια. Σκαρφαλώνω σε ταράτσες με θέα, από κάθε μεριά της πόλης, και κοιτάω με τα κιάλια μου το μέλλον. Είμαι γεμάτη νερό και αέρα. Κάνω έναν ήσυχο θόρυβο που όποιον πλησιάζω τον μεθάει .Κι έτσι μέσα στην ωχρή καθημερινότητα μαθαίνω να συλλαβίζω νέα όνειρα και να μοντάρω νέες εικόνες. Να ακολουθώ νέες σχέσεις και πορείες ανθρώπων που δεν μου θυμίζουν τίποτα και κανέναν.
Νέοι φίλοι γαργαλάνε τα μαυρισμένα πέλματα μου και γω αντί να γελάσω, όπως νοιώθω να κάνω, φτερνίζομαι απανωτά. Αλλάζω μαλακτικά ρούχων και σαμπουάν μαλλιών για να μην μυρίζω όπως παλιά. Σε λίγο ετοιμάζομαι να καταπιώ άλλον έναν χρόνο, αλλά δεν με πτοεί αυτό. Γιατί έχω μάθει πέρα από το να καταπίνω τον χρόνο να τον μηρυκάζω ξανά και ξανά σε όποια ηλικία προτιμάω.
Τα Σαββατοκύριακα που μπορώ ξεφορτώνομαι την πόλη και τα ρούχα μου και παίρνω το ποδήλατο μου και σένα τρέχοντας στις ακτογραμμές της Πελοποννήσου. Ιδρώνω από τις πεταλιές και κοντράρομαι με 14χρονα που κοροϊδεύουν το ποδήλατο μου. Φοράω τα ίδια ρούχα που φόραγα πριν 20χρόνια,άβαφτη, με ψηλές αλογοουρές και αρνούμαι, αρνούμαι πεισματικά να μπω στον κόσμο που όλοι θέλουν. Κι έπειτα λαχανιασμένη και βρώμικη με χτυπημένα πόδια παίρνω το λάστιχο του κήπου και κάνω βραδινό ντους κάτω από τα αστέρια με αφρόλουτρο Μαδαγασκάρης και όσο περιμένω να στεγνώσουν τα άκρα μου και τα μαλλιά μου, ρουφάω με μανία σοκολατούχο γάλα μιας άλλης εποχής. Ξέρετε, είμαι ένας αθώος άνθρωπος χωρίς επιτήδευση, με άφιλτρο βλέμμα και αυτό ενοχλεί.
Αλλά ότι κι αν συμβαίνει αιμορραγώ όσο πρέπει την στιγμή που πρέπει. Και μετά τίποτα. Και μετά η βαριά ανάσα του Αυγούστου που εκπνέει και στο βάθος ο γενέθλιος μήνας που σκουπίζει τον ιδρώτα από το μέτωπο μου.
Δευτέρα, Αυγούστου 09, 2010
ΡοΖ εΡεΘιΣμΕνΗ εΠιΣτΡοΦή
Τα πάτρια εδάφη ένας βάλτος ροζέ που με τραβάει μέσα του. Η επιστροφή με κόκκινα ξενυχτισμένα μάτια και μπερδεμένα από τον αέρα μαλλιά κρατάει ακόμα την αλμύρα στα βλέφαρα. Τα πάτρια εδάφη λοιπόν. Μια παλιά ροζέ φωτογραφία που ανυπομονώ να σκίσω σε χιλιάδες κομμάτια. Το φεγγάρι σταμάτησε πια να χρυσώνει την ράχη της Κέρου, σταμάτησε να είναι φεγγάρι. Μένει απόμακρο και αμίλητο σαν βλοσυρή ροζ παρανυχίδα. Ο ήλιος χάνεται εξακολουθητικά στα σπλάχνα μου, πιο ροζ από ποτέ. Χάνεται μέσα στα ποτήρια του ροζέ κρασιού, ξερνώντας στα απέραντα πορφύρα βάθη του σαλεμένου νου και της κυκλοθυμικής θάλασσας. Χάνεται και μένει μόνο λίγο αέρας να φυσά τα βράδια κάνοντας όλα όσα με άφησαν μίση να φαίνονται από μακριά σαν πατημένα στάχυα.
Στα παπούτσια μου νομίζω ότι έχω ακόμα άμμο. Και πέρασε κι όλας μια εβδομάδα γυρισμού. Ροζ ερεθισμένου γυρισμού. Και ακόμα έχω στα παπούτσια μου άμμο.
Κυριακή βράδυ και στο μετρό ο κόσμος του Αυγούστου πιο παραπληγικός από ποτέ. Άνθρωποι κατάλευκοι, σχεδόν φωσφοριζέ τρώνε απειλητικά τα νύχια τους και σιγά σιγά και τις αρθρώσεις τους. Αλλήθωρα μωρά τσιρίζουν σε μια γλώσσα σλάβικη που δεν κατανοώ. Μαυριδεροί πακιστανοί γεμάτοι τικ και ιδρωμένες μασχάλες κοιτάν με μάτια μισόκλειστα έξω από το τζάμι. Εκεί που δεν έχει τίποτα κανείς να δει παρά μόνο σκοτάδι και επόμενες στάσεις. Στο δημαρχείο της Αθήνας τα πρεζόνια του Αύγουστου φωνάζουν με αργόσυρτα φωνήεντα. Σαλιώνω το ξεφλουδισμένο μου μπράτσο και πίνω όσα ποτά αντέχω να πιω. Όλα βαδίζουν προς τα πίσω. Ερεθισμένα και τελείως ροζ.
Θέρος με αστέρια γυμνά και καλοκαιρινό άνεμο. Θέρος με κουφόβραση και πατημένες ροζ τσίχλες στα γκρι πεζοδρόμια. Με τον κόσμο του Αυγούστου μπροστά που βιάζεται να ταξιδέψει. Θέρος σαν τσίχλα big babol που τελειώνει η γεύση της και θες να τη φτύσεις. Και ακόμα έχω στα παπούτσια μου άμμο.
Όλα βαδίζουν προς τα πίσω. Ροζ και τόσο ερεθισμένα, σαν μάτια μετά από μακροβούτι. Κι έπειτα είναι κάτι μέρες σαν πολλαπλά σύνολα επιστροφών. Κάτι μέρες που γεννούν έναν βόμβο που δεν φεύγει ούτε στα όνειρα. Κάτι μέρες που σαπίζουν και γίνονται ροζ νύχτες χωρίς ιώδιο και αλμυρά φιλιά. Χωρίς σώμα και μικρά ξωκλήσια. Νύχτες ροζ χωρίς αρχαίους σπονδύλους και πανύψηλα φεγγάρια. Νύχτες χωρίς τίποτα συγκεκριμένο παρά μόνο με το εξάνθημα της επιστροφής.
Και καθώς όλα γίνονται καθημερινά και ίδια, εγκαταλείπω αργά το καλοκαίρι που με έκανε να νοιώθω αυτό που είχα ξεχάσει να είμαι.
Θα κάτσω ξανά στα τείχη της πόλης να φυσάω τα αστέρια μπας και σβήσουν. Θα πολλαπλασιάζω τις μέρες του εκεί και του πίσω και θα πίνω μέθη ημερών αλλοτινών και τότε, όταν το εγκαταλείψω ολοκληρωτικά θα πέσω κάτω και δεν θα μπορώ να σηκωθώ πια… και τότε θα κλάψω από ευτυχία.
Δευτέρα, Ιουλίου 12, 2010
DoLcE fAr NiEnTe
Αφύσικη ζέστη. Ο ουρανός κοκκινίζει ξαφνικά και υπόσχεται μια καταιγίδα που ποτέ δεν έρχεται. Η σελήνη σαν δρεπάνι λαμποκοπά πάνω από τον σβέρκο μου. Περίεργη νύχτα μοιάζει σα να έχει ανακαινιστεί ολόκληρος ο κόσμος, χωρίς φασαρία. Ετοιμάζω βαλίτσες. Ο ιδρώτας γράφει μια μικρή παράγραφο στο χαμηλό μέρος της μέσης μου. Με ανατριχιάζει.
Οι μικρές Κυκλάδες λαμποκοπάνε, σαν ήσυχοι σκονισμένοι λόφοι μιας παλιάς Ιερουσαλήμ, στον σαστισμένο μου νου. Χαίρομαι που αφήνω πίσω αυτά τα λίγα. Χαίρομαι που δεν παίρνω σχεδόν τίποτα παραπάνω από όσα χρειάζομαι. Μερικά φορέματα ,δυο σανδάλια, μισό αντηλιακό, το περσυνό κοχυλάκι που ερωτεύτηκα, για καραμέλα, εκείνο το γαλάζιο ψάθινο καπέλο που έσκισε ο αέρας πέρυσι, και καμιά δεκαριά βιβλία .Θα σκάψω ένα βαθύ λαγούμι στην άμμο, κάτω από ένα αφηρημένο αλμυρίκι και θα διαβάζω μέχρι το σώμα μου να ξεφλουδίσει. Θα ξεφορτωθώ το χρόνο και τα ρούχα μου και θα σκεφτώ μόνο όποιους χρειάζομαι. Έπειτα θα κολλήσω σπόρους καρπουζιού στην κοιλιά μου και θα γράψω νέες προτάσεις που ποτέ δεν μου δόθηκαν σε άλλη στεριά.
Τα βράδια θα πλαγιάζω με τους πιο μακρινούς αστερισμούς και θα προσπαθώ να θυμάμαι τα ονόματα όλων το επόμενο πρωί. Θα γλύφω τα κύματα στις άκρες τους και θα πατώ με δύναμη την άμμο μέχρι να κάψει τα ασυνήθιστα πέλματα μου. Θα κοιμάμαι σε βράχια μυτερά μέχρι το σώμα μου να πάρει το σχήμα τους και αν θελήσω να νοσταλγήσω τα λίγα που άφησα, θα το κάνω ανάβοντας φιδάκι για τα κουνούπια στη βεράντα. Κι έπειτα αν νοιώθω ότι το μυαλό γλιστράει προς το άπειρο, για να το φέρω πίσω θα κρεμάω τα χέρια μου σαν άχαρη μαριονέττα, κοντά στα πλευρά μου, και θα σιγοτραγουδώ, σαλιώνοντας τα χείλη μου, τον σκοπό από τα πρώτα κομμάτια που έμαθα, παίζοντας φλογέρα.
Και θα περάσει ο καιρός από πάνω μου να με σκουριάσει και να μου βάλει αλάτι και ιώδιο για αντίδωρο στις πρόσφατες πληγές. Και γω, με τα κουφάρια των νεκρών σχέσεων στα χέρια, θα ανοίξω λάκκους στον πιο κοντινό αυλόγυρο μιας εκκλησίας και θα τα θάψω. Δεν θα κάνω τίποτα, παρά μόνο θα υπάρχω με όλα τα τόσα λίγα που μου έμειναν και τα πολλά που περιμένω.
Dolce far niente- η γλύκα του να μην κάνεις τίποτα. Πολύ καλό καλοκαίρι.
Δευτέρα, Ιουλίου 05, 2010
ΑίΓλΗ
Μεσημέρι Ιουλίου. Όλα ζεματιστά. Το ταψί με τα γεμιστά παρατημένο πάνω στο τραπέζι της κουζίνας. Δύο τρεις μπύρες στο χέρι και έρχομαι να σε βρω μιας και το ζήτησες. Σε βρίσκω ξαναμμένο να με περιμένεις. Με στοιβάζεις σε μια γωνία γεμάτη απωθημένα σου δίπλα στο χώρισμα της πισίνας. Έξω από αυτήν τα παιδιά με τα πολύχρωμα μαγιό τρώνε μαλλί της γριάς. Τους παρακολουθώ με μάτια μισόκλειστα, καθώς έχω το χέρι σου πάνω στην κοιλιά μου. Σε κοιτάζω. Είσαι τόσο όμορφος που μου έρχεται μα σε κάνω ταινία. Μου ψιθυρίζεις αποσπάσματα έρωτος και ο ήλιος το ίδιο δυνατός με το βλέμμα σου πάνω μου καίει το δέρμα μου μέχρι που το εξαφανίζει.
Θερμαϊκός 3 ώρες μετά τις 12 και η βασίλισσα της νύχτας συναγωνίζεται στο χορό την Coco. Φωνάζει η μια στην άλλη ότι αυτή είναι η πραγματική βασίλισσα, μέχρι που έξω ξημερώνει, και καβάλα σε ένα μηχανάκι τρέχουμε να προλάβουμε το μυστικό που διέρρευσε. Μπροστά μας η βασίλισσα της νύχτας, σκέτο στουπί, παρκάρει με δυσκολία την μηχανή. Και όταν την ισορροπεί, τότε και μόνο τότε, πέφτει κάτω μαζί της και μεις το βάζουμε στα πόδια, γελώντας και ουρλιάζοντας στους περαστικούς. Λίγο πριν πέσουμε, παλεύοντας, στο κρεβάτι, τα απορριμματοφόρα σκίζουν την ησυχία του απ έξω. Μια μικρή σταγόνα φυλακίζεται μέσα μου.
12 ώρες ύπνος ιδρωμένος γεμάτα μικρά μουγκρητά. Τζιτζίκια που γαζώνουν ρυθμικά ένα τεράστιο φόρεμα και εκεί κοντά στο σούρουπο μια κρυφή κάμερα στο βλέμμα σου αιχμαλωτίζει όλες τις ελιές του δέρματος μου. Άλλη μια σταγόνα φυλακίζεται μέσα μου.
Κι έπειτα η επιστροφή, το φως το χάραμα, τα θερινά σινεμά ανάμεσα στις πολυκατοικίες, το γαλάζιο σιντριβάνι της Φωκίωνος Νέγρη και η διαδρομή προς το αεροδρόμιο. Όλα δικά μου ξανά με μια νέα αίγλη με μια νέα συμμετοχή.
Τα συναισθήματα που δεν εκφράζονται δεν ξεχνιούνται ποτέ.
Δευτέρα, Ιουνίου 28, 2010
ΠεΡιΔιΑβΑίΝοΝτΑς
Μπαίνω σε αεροπλάνα, κατεβαίνω από τρένα, κοιτάω έξω από τζάμια λεωφορείων τις καστροπολιτείες πάνω στους λόφους. Ανασαίνω με δυσκολία στους υπόγειους συρμούς και φλερτάρω τον εκεί ουρανό πίσω από τζαμαρίες αλλόκοτων ξενοδοχείων. Ονόματα πόλεων σαν γλυκά με παράξενα φρούτα αιωρούνται από πάνω μας. Αμπελώνες σε πεζούλες, παρεκκλήσια με μπαρόκ πίνακες,νωπογραφίες, η Αγία Αικατερίνη της Σιένας, μεσαιωνικοί πύργοι με άπλετη θεά, πινακοθήκες με ατέλειωτες ουρές και βροχή γεμάτη παράπονο που αφανίζει το περίγραμμα μου. Η Τοσκάνη χαζεύει τα βρεγμένα μου παπούτσια και γω απλώνω επιφωνήματα θαυμασμού πίσω από τον σβέρκο της. Βρέχει ξανά και μόνο. Το βράδυ ψύχρα στις κεντρικές πλατείες των χωριών και το φεγγάρι σκαρφαλώνει με σκάλα ξύλινη, παλιά, στις στέγες των μεγάλων ναών. Κρυώνω μα πιο πολύ κρυώνω μέσα μου που ξέχασα πώς να σε θέλω και θυμώνω με μένα καθώς με πιάνω που αρχίζω κι ερωτεύομαι ξανά τον Δαυίδ του Μιχαήλ Άγγελου, περισσότερο από σένα. Και ανοίγω την ομπρέλα διαρκώς για να μην βραχώ , και με πόζες σεμνές και αφηρημένες φωτογραφίζομαι κάτω από φώτα μοναχικά και ξεχασμένα έχοντας μέσα μου ένα μικρό αποφάγι μεσαίωνα. Και συνεχίζω να ταξιδεύω με όλα τα μέσα και να φυτεύω εικόνες πέρα από μένα μαζί με νέους βολβούς λέξεων. Να γεύομαι κρασιά και τοπικά εδέσματα μέχρι να μπερδέψω όλες τις θέες του κόσμου σε μια, όλες τις τέχνες και όλα τα χρώματα εκσφενδονίζοντας τα στις πανοραμικές ταράτσες της γης. Και η βροχή δυναμώνει και το φως χάνεται και τότε μόνο τότε σκέφτομαι τα μαλλιά σου και μπαίνει πάλι μέσα μου το φως. Και έτσι μέσα από διαδρομές γεμάτες γοτθικούς άμβωνες και κόκκινο κρασί με βρίσκει νύχτα μελιχρή να στέκομαι μεθυσμένη σε μια γέφυρα. Κάποιο τραγούδι από μακριά κάνει την ψυχή μου να μοιάζει με έγχορδο όργανο. Στην επιστροφή ο οδηγός του λευκού ταξί ακούει δυνατά Smiths του χαμογελάω κουνώντας ρυθμικά τα πόδια μου. Κι έπειτα ξεκινά μια ξεχαρβαλωμένη βροχή που τα κάνει όλα θολά και μίζερα, όλα δικά μας.
Ανασαίνει η νύχτα την υγρασία της καθώς τα φώτα παλεύουν να κρατήσουν την θέρμη τους και οι βρεγμένες λεβάντες το άρωμα τους. Περάνε οι μέρες μαζί με την βροχή από πάνω μας κι όταν κάποτε ανοίγει ο ουρανός και βγαίνουν εκείνα τα αναγεννησιακά παχιά σύννεφα αρχίζω και ξεφυσάω από χαρά παρατηρώντας για ώρα την αλλαγή των μορφών τους. Και χάνονται οι νύχτες πίσω από μπουμπουνητά και ξεκινάν έπειτα τα όνειρα μέσα από το ροκάνισμα εκείνου του σαρακιού που τρώει το ξύλινο δοκάρι που στηρίζει την σκέπη από πάνω μας.
Και να μαι εδώ ξανά χωρίς βροχή χωρίς Τοσκάνη μόνο με εκείνο το βλέμμα, το ίδιο εκείνο βλέμμα που έχουν τα αγάλματα, καθώς μοιάζουν να αναπολούν αυτόν που τα έφτιαξε. Δε νομίζω ότι γυρνάω ποτέ πίσω από κανένα ταξίδι. Όχι όπως έφυγα τουλάχιστον.
Κυριακή, Ιουνίου 13, 2010
aB- nOrMa- L
Έξω φως ημέρας και σκουπίδια σε κάδους. Βάζω τα γυαλιά μου την ώρα που μια κοπέλα κατάξανθη κοντοστέκεται απέναντι μου. Την κοιτάω ανέκφραστη. Στα ποδιά της λάμπουνε βραχιόλια, στα μαγουλά της δάκρυα, στο στήθος της ιδρώτας. Φτιαγμένη λες από γάλα και μέλι. Με ρωτάει αν θέλω τσάι η καφέ. Χαμογελάω και της λέω πως θέλω μια μικροσκοπική σελήνη να χωράει ίσα ίσα στην παλάμη μου. Με ακολουθεί μέχρι που μπαίνω στο αυτοκίνητο μου. Αυτά ακριβώς που θέλουμε να κρατήσουμε μας διαφεύγουν με αδυσώπητη βεβαιότητα.
Ηρώδειο. Ουρανός οινοπνευματί. Ούτε ένα σύννεφο αραχνοΰφαντο από πάνω. Στο γεμάτο κογχύλι του θεάτρου άνθρωποι με κακώσεις ψυχών. Και καθώς η Νόρμα φτιάχνει όρκους και προσευχές μπροστά μας τσιρίζοντας σχεδόν για αγάπη σε σκέφτομαι ψευτοπληγωμένο, ψευτοανίκανο, ψευτοχαμογελαστό. Βάζω το χέρι μου στον ώμο σου και χωρίς να μου μιλάς συμπίπτουν οι χαμηλοί μας ψίθυροι. Την ώρα που η Νόρμα ανεβαίνει στην πυρά, θυμάμαι την πρώτη και τελευταία φορά που σε ερωτεύτηκα. Κράτησε ένα ολόκληρο λεπτό νομίζω. Ήταν Αύγουστος κι όλοι οι δρόμοι οδηγούσαν κάπου. Έξω από το μετρό με περίμενες φορώντας μαύρα. Και μετά το κενό. Στην επιστροφή μου χάιδεψες τα μαλλιά με ένα τρόπο που (μάλλον έτυχε) δεν το είχε κάνει κανείς. Εκείνη την στιγμή σε επικύρωσα. Σαν εκείνα τα παγωμένα μηχανήματα εισιτηρίων. Ακίνητα καταπίνουν αυτό που τους δίνεις κι έπειτα με μια τεράστια δαγκωνιά το ακυρώνουν. Έτσι και γω μετά που κατέβασες το χέρι και το έβαλες στην τσέπη σου. Αυτή ήταν η πρώτη και η τελευταία μου φορά μαζί σου. Και η Νόρμα καίγεται και η αυλαία κλείνει.
Επιστρέφω περασμένα μεσάνυχτα με ένα σπασμένο χαμόγελο. Η πόλη κοιμάται. Απόλυτη ησυχία. Έχουν σωπάσει ακόμα και τα σκυλιά στις μακρινές γειτονιές. Κανένα αλύχτισμα. Ένας πόνος στην κοιλιά κοντά στον αφαλό με μουδιάζει. Αντέχω όλους του πόνους, εμπρόσθιους και οπίσθιους άλλα μου την σπάει όταν κλείνει η φωνή μου από τα ξενύχτια. Αυτό δεν αντέχω. Την βραχνάδα και το μπάσο της φωνής μου. Βγαίνω στο μπαλκόνι με ένα ποτήρι παγωμένο νερό. Στο απέναντι δωμάτιο ένας άντρας ντυμένος γυναίκα κάθεται σε ένα ντιβάνι με έναν ανεμιστήρα δίπλα του. Ο τοίχος πίσω του είναι καλυμμένος με μια λουλουδάτη ταπετσαρία. Στέκει έτσι για ώρες ακούγοντας Στραβίνσκι. Τον κοιτάω σχεδόν βουρκωμένη.
Η δυστυχία επινοείται.
Ηρώδειο. Ουρανός οινοπνευματί. Ούτε ένα σύννεφο αραχνοΰφαντο από πάνω. Στο γεμάτο κογχύλι του θεάτρου άνθρωποι με κακώσεις ψυχών. Και καθώς η Νόρμα φτιάχνει όρκους και προσευχές μπροστά μας τσιρίζοντας σχεδόν για αγάπη σε σκέφτομαι ψευτοπληγωμένο, ψευτοανίκανο, ψευτοχαμογελαστό. Βάζω το χέρι μου στον ώμο σου και χωρίς να μου μιλάς συμπίπτουν οι χαμηλοί μας ψίθυροι. Την ώρα που η Νόρμα ανεβαίνει στην πυρά, θυμάμαι την πρώτη και τελευταία φορά που σε ερωτεύτηκα. Κράτησε ένα ολόκληρο λεπτό νομίζω. Ήταν Αύγουστος κι όλοι οι δρόμοι οδηγούσαν κάπου. Έξω από το μετρό με περίμενες φορώντας μαύρα. Και μετά το κενό. Στην επιστροφή μου χάιδεψες τα μαλλιά με ένα τρόπο που (μάλλον έτυχε) δεν το είχε κάνει κανείς. Εκείνη την στιγμή σε επικύρωσα. Σαν εκείνα τα παγωμένα μηχανήματα εισιτηρίων. Ακίνητα καταπίνουν αυτό που τους δίνεις κι έπειτα με μια τεράστια δαγκωνιά το ακυρώνουν. Έτσι και γω μετά που κατέβασες το χέρι και το έβαλες στην τσέπη σου. Αυτή ήταν η πρώτη και η τελευταία μου φορά μαζί σου. Και η Νόρμα καίγεται και η αυλαία κλείνει.
Επιστρέφω περασμένα μεσάνυχτα με ένα σπασμένο χαμόγελο. Η πόλη κοιμάται. Απόλυτη ησυχία. Έχουν σωπάσει ακόμα και τα σκυλιά στις μακρινές γειτονιές. Κανένα αλύχτισμα. Ένας πόνος στην κοιλιά κοντά στον αφαλό με μουδιάζει. Αντέχω όλους του πόνους, εμπρόσθιους και οπίσθιους άλλα μου την σπάει όταν κλείνει η φωνή μου από τα ξενύχτια. Αυτό δεν αντέχω. Την βραχνάδα και το μπάσο της φωνής μου. Βγαίνω στο μπαλκόνι με ένα ποτήρι παγωμένο νερό. Στο απέναντι δωμάτιο ένας άντρας ντυμένος γυναίκα κάθεται σε ένα ντιβάνι με έναν ανεμιστήρα δίπλα του. Ο τοίχος πίσω του είναι καλυμμένος με μια λουλουδάτη ταπετσαρία. Στέκει έτσι για ώρες ακούγοντας Στραβίνσκι. Τον κοιτάω σχεδόν βουρκωμένη.
Η δυστυχία επινοείται.
Κυριακή, Ιουνίου 06, 2010
ψΕυΔεΣ κΑτΑσΚεΥαΣμα
Τα βράδια μου είναι γεμάτα από μακρόσυρτα πλάνα σε έρημους διαδρόμους, κοντινά σε πόμολα και σε σπειροειδής σκάλες. Τα βράδια μου ξεπλένονται από την βοή της ανάδρασης του digital video και από επαναλαμβανόμενα color correction. Μεσάνυχτα παρά πέντε, μεσάνυχτα παρά δέκα. Ένα ψευδές γήρας με κατακλύζει κι έπειτα το βάζω στα πόδια.
Μέσα από μακροσκελείς παρέες και προσοδοφόρα αντρικά βλέμματα ονειρεύομαι καστανόξανθες αμμουδιές και χωράφια γεμάτα στάχυα. Ύστερα μέσα σε μια ξένη αγκαλιά διανυκτερεύω σε ένα δωμάτιο ξενοδοχείου και σαστίζω με μένα. Ακολουθεί η πρωινή ομίχλη και το τριανταφυλλί της αυγής. Μια τεμαχισμένη συνείδηση δικιά μου. Μια σοκολάτα μισοτελειωμένη στο δικό του κομοδίνο μου θυμίζουν τελικά ότι στον κόσμο συμβαίνουν πιο σημαντικά πράγματα. Παίρνω το πιο κίτρινο ταξί της ζωής μου και επιστρέφω στο δικό μου δωμάτιο. Μοναξιά. Ο πραγματικός ήρωας διασκεδάζει μόνος του.
Μετά τα τελευταία γεγονότα, κάθε φορά που ξεκινάει το δελτίο ειδήσεων βάζω δυνατά την casta diva και πατάω το mute της τηλεόρασης. Τα στόματα των υπαίτιων ανοιγοκλείνουν χωρίς λόγια, χωρίς καμιά αξία. Και με την Μαρία Κάλλας στην διαπασών μοιάζουν να τραγουδάνε αυτή την υπέροχη άρια, όλοι όσοι μας εξαπάτησαν, όλοι όσοι σαπίζουν από την δυσωδία τους, όλοι όσοι εκλέξαμε για να μας αφανίσουν, παρελαύνουν κάτω από την υπέροχη αυτή φωνή, σαν ήρωες έτοιμοι για κάθαρση. Δραματική σοπράνο όσο καμιά. Δραματική εποχή όσο καμία. Ας είμαστε αληθινοί ο ένας με τον άλλο γιατί δεν υπάρχει ούτε βοήθεια, ούτε φως, ούτε συμπάθεια. Ας είμαστε αληθινοί. Βρισκόμαστε τυφλοί σε σκοτεινιασμένο κάμπο όπου στρατιές χτυπιούνται τη νύχτα.
Όσα έχουν απομείνει με στοιχειώνουν. Όλες αυτές οι εικόνες εξακολουθούν να συγκεντρώνονται για να δημιουργήσουν κάτι που δεν ήταν αρχικά ο προορισμός τους. Βρίσκονται ακόμα σε κίνηση. Το υλικό παραμένει ανολοκλήρωτο. Δεν πιστεύω τίποτα και κανέναν . Όλα είναι κατασκευασμένα. Δεν με αφορούν. Δεν θέλω να μπω στο παιχνίδι τους. Σαν βράχος πυκνώνω μέσα μου και αφήνω όλα τα άλλα απ’ έξω να πέσουν πάνω μου με φόρα. Δεν με αφορά τίποτα, όλα είναι ψευδή κατασκευάσματα.
Ευτυχώς κάποτε καταλαβαίνεις πως δεν έχεις άλλη επιλογή πια από το να είσαι ο εαυτός σου.
Παρασκευή, Μαΐου 21, 2010
PaSt BeRliN
Στις χώρες που ταξιδεύεις δεν σε συνδέει καμία μνήμη. Για αυτό σου αρέσουν. Δεν καταδιώκεσαι από καμιά απεγνωσμένη γνώση, όπως στην πόλη σου. Δεν υπάρχει κανένα προσωπικό φίλτρο σε όλα όσα μπαίνεις για να δεις. Τα πάντα είναι καινούργια. Τα ταξίδια αλλάζουν το βλέμμα μου. Αλλάζουν ακόμα και το ηχόχρωμα της φωνής μου. Βερολίνο. Άλλος ένας προορισμός που άφησα πίσω μαζί με τις τουρκικές συνοικίες, την εικοσάλεπτη πεζοπορία από το σταθμό ως το σπίτι, τις περίεργες ζυμώσεις των τεχνών στο tacheles, το πορτοκαλί μου ποδήλατο και το bar Luzia στην Οranienstrasse.
Και τώρα πάλι στο δικό μου Μάη που μοιάζει με ψυχρό δειλινό. Στα δικά μου τα λάθη και στο νέο cd της Μόνικας που γυρνά σαν κάδος πλυντηρίου μέσα στα αυτιά μου. Ξανά και ξανά. Η μέρα ψήλωσε κι άλλο και το θερινό ηλιοστάσιο αρχίζει και φαίνεται. Και με μάτια μαβιά κοιτάω στο άπειρο και βλέπω μια σχεδία που επιπλέει και ύστερα λυπάμαι που τα κάναμε θάλασσα νομίζοντας πως έτσι θα σώζαμε τον κόσμο.
Και αποφασίζω ακαριαία να νοσταλγήσω την πιο μακριά τρίχα από την κόμη της Βερενίκης, τις πιο γαλάζιες και σιροπιαστές θάλασσες, τον πιο κίτρινο και καυτό ήλιο, την πιο σιμιγδαλένια άμμο. Και νοσταλγώ εμένα μέσα από εκείνο το παλιό δικό σου σχήμα. Νοσταλγώ την μνήμη. Την ελληνική, δική μου, μνήμη της μυρτιάς του ιωδίου του κόκκινου χώματος και της πικροδάφνης. Και έπειτα καθώς μένει μόνο το φεγγάρι στο κέντρο της νύχτας και αρχίζει να γεμίζει ξανά, ένα μικρό σκίρτημα μέσα μου, μου θυμίζει τον λόγο που μπορώ ακόμα να σε κοιτάω για λίγο και να σε ερωτεύομαι. Η νοσταλγία του έρωτα ενσκήπτει όταν συναντάμε τυχαία ένα πρόσωπο που υπόσχεται πολλά αλλά η συγκυρία όρισε να μην το γνωρίσουμε έγκαιρα.
Δεν έχω τίποτα δικό μου πια. Ακόμα και το μέρος που ζω μόλις γυρίσεις εξαφανίζεται. Είναι ένας γέρικος και αναποφάσιστος αντικατοπτρισμός. Δεν υπάρχει μέρα μα ούτε και νύχτα. Είναι μια μεγάλη θολούρα που δεν αξίζει τίποτα. Κι αν κάτι εδώ τελειώνει, ας τελειώσει.
Η ζωή έχει νόημα μόνο όταν παλεύεις.
Και τώρα πάλι στο δικό μου Μάη που μοιάζει με ψυχρό δειλινό. Στα δικά μου τα λάθη και στο νέο cd της Μόνικας που γυρνά σαν κάδος πλυντηρίου μέσα στα αυτιά μου. Ξανά και ξανά. Η μέρα ψήλωσε κι άλλο και το θερινό ηλιοστάσιο αρχίζει και φαίνεται. Και με μάτια μαβιά κοιτάω στο άπειρο και βλέπω μια σχεδία που επιπλέει και ύστερα λυπάμαι που τα κάναμε θάλασσα νομίζοντας πως έτσι θα σώζαμε τον κόσμο.
Και αποφασίζω ακαριαία να νοσταλγήσω την πιο μακριά τρίχα από την κόμη της Βερενίκης, τις πιο γαλάζιες και σιροπιαστές θάλασσες, τον πιο κίτρινο και καυτό ήλιο, την πιο σιμιγδαλένια άμμο. Και νοσταλγώ εμένα μέσα από εκείνο το παλιό δικό σου σχήμα. Νοσταλγώ την μνήμη. Την ελληνική, δική μου, μνήμη της μυρτιάς του ιωδίου του κόκκινου χώματος και της πικροδάφνης. Και έπειτα καθώς μένει μόνο το φεγγάρι στο κέντρο της νύχτας και αρχίζει να γεμίζει ξανά, ένα μικρό σκίρτημα μέσα μου, μου θυμίζει τον λόγο που μπορώ ακόμα να σε κοιτάω για λίγο και να σε ερωτεύομαι. Η νοσταλγία του έρωτα ενσκήπτει όταν συναντάμε τυχαία ένα πρόσωπο που υπόσχεται πολλά αλλά η συγκυρία όρισε να μην το γνωρίσουμε έγκαιρα.
Δεν έχω τίποτα δικό μου πια. Ακόμα και το μέρος που ζω μόλις γυρίσεις εξαφανίζεται. Είναι ένας γέρικος και αναποφάσιστος αντικατοπτρισμός. Δεν υπάρχει μέρα μα ούτε και νύχτα. Είναι μια μεγάλη θολούρα που δεν αξίζει τίποτα. Κι αν κάτι εδώ τελειώνει, ας τελειώσει.
Η ζωή έχει νόημα μόνο όταν παλεύεις.
Κυριακή, Μαΐου 02, 2010
ΜαΥρΙζΩ
Μαυρίζω. Είμαι σκοτεινή σαν το μελάνι. Με τρομάζει το μέλλον κι έτσι πρέπει. Μοιάζει σα να εκτίω μια ποινή. Σα να στενεύει κι άλλο κάτι, που δεν με χώραγε έτσι κι αλλιώς, από την αρχή. Τα λόγια δεν έχουν νόημα πια. Μοιάζουν με τσόφλια από ηλιόσπορο, πεταμένα σε διάφανα μπολ. Μόνο τα χρώματα έχουν αξία πάνω μας τώρα. Και γω μαυρίζω όλο. Βαθύτερα όλο. Μέχρι που ο Μάης μου χώνει το δικό του μπουκέτο. Εδώ ακριβώς. Κάτω από το δεξί ρουθούνι και όλα γεμίζουν με φως.
Λίγα πράγματα. Λιτά. Αυτό θέλω. Αυτό μου έμεινε να θέλω. Και το θέλω πιο πολύ. Κάθε υπερβολή φαλτσάρει αυτό τον καιρό. Όπου κι αν κοιτάξω κενότητα. Κενές γενιές που μέσα τους χωράνε τα πάντα. Αδιάφορες γενιές. Τις παρατηρώ ιλαρά και σαστίζω. Κι έπειτα κρυφοκοιτώ κι εμάς. Εμάς τους ανθρώπους των μητροπόλεων που έχουμε ξεχάσει να κοιτιόμαστε στα μάτια. Περνάω από δίπλα τους ξυστά και τους φωνάζω μέσα από την κοιλιά μου. «Μην έχετε προσδοκία από κανέναν. Παλέψτε με ότι έχετε». Αλλά τίποτα αυτοί. Το στέμμα μόνο να αλλάζει κεφάλια. Τι χρεωκοπία απίστευτη του δυτικού κόσμου είναι αυτή!
Η ζωή με τραβάει βιαστικά και με βάζει αντικριστά με έναν άντρα που φοράει μια μαύρη μπλούζα και μιλάει για μένα κι ένα κορίτσι με ωραίο χαμόγελο, στην ηλικία μου που τον ακούει και συμφωνεί. Καθισμένοι έξω από το Aliarman σχεδόν ξημέρωμα γελάμε κάνοντας γκριμάτσες στα αυτοσχέδια πρόσωπα μας. Οι σερβιτόροι σκουπίζουν στωικά και οι τελευταίες παρέες διαλύονται, όπως η μπογιά στο νερό. Ο ουρανός χαμηλώνει, και τα άστρα σαν αφίσες με ξεθυμασμένη κόλλα από σελοτέιπ, ξεκρεμιούνται μπροστά μας. Πελώρια και τόσο φωτεινά που είναι να απορείς. Χαράζει πίσω από τον Υμηττό και μοιάζει σα να γεννάει η γη μια τεράστια πανσέληνο. Παραπατάμε από τα ποτά και από το βάρος της νυχτερινής υγρασίας πάνω μας. Όλα όσα κάνουμε, τόσο δικά μας. Καληνυχτίζουμε τον άντρα με την μαύρη μπλούζα και το γοητευτικό χαμόγελο. Παραπατάει και αυτός από ένα δικό του βάρος που μοιάζει με εκείνο του πνιγμένου πόθου.
Χαράζει με περισσότερη δύναμη όταν με πας σπίτι με εκείνο το μικρό μικρό αυτοκίνητο που έχεις και γυρνάς. Και νοιώθω μαζί σου πάλι όπως τότε που τα κάναμε όλα κρυφά. Περικυκλωμένες από νύχτα, άστρα και ένα πρόσεχες ξημέρωμα μελανιασμένο, γεμάτο πιπίλες στο λαιμό.
Καμιά φορά ξέρεις τι σκέφτομαι; Δεν το θέλω, αλλά ώρες, ώρες χαλάει ο νους μου.
Αξίζει αυτή η ζωή ;
Τρίτη, Απριλίου 20, 2010
ΜεΙδΙώ
Στον καταπράσινο λοφίσκο ενός πάρκου, δίπλα στο μέγαρο μουσικής ,ένα ζευγάρι καθισμένο ανακούρκουδα κοιτάζει το ηλιοβασίλεμα. Έχουν ξαπλωμένα κάτω τα ποδήλατα τους. Από μακριά μοιάζουν με αγάλματα αιώνων πριν. Μα έτσι κι ο έρωτας μοιάζει.
Στα φανάρια οι Πακιστανοί μου προσφέρουν ζέρμπερες. Αν μύριζαν όμορφα θα τις αγόραζα. Η μέρα είναι πιο μεγάλη πια, κι έτσι όταν επιστρέφω από την δουλειά, μπορώ και γεμίζω το στέρνο μου με λίγο ακόμα χρόνο και φως. Στο cd player του αυτοκίνητου μου τα «Ημερολόγια» της Λένας. Μου αρέσει να την ακούω κάθε τέτοια εποχή. Όπως κάθε άνοιξη μου αρέσει να κυκλοφορώ λαχανιασμένη στο κέντρο της πόλης πριν σουρουπώσει και να μυρίζω με δύναμη, τα ανθισμένα οπωροφόρα της. Έχει ανοιξιάτικο κρύο και τα φύλλα τρέμουν μαζί με τα μέσα μου κενά. Υπάρχουν και πολύ λυπητερά σημεία, το ξέρω, αλλά αντί να τα κατεδαφίσω τα εισπνέω κι αυτά. Όπως εκείνο το σημείο με την παλιά βρώμικη καφέ κουβέρτα κάποιου άστεγου, στο εγκαταλελειμμένο καφέ Diana στην Ασκληπιού. Προσπερνάω τους κόκκους που είχαμε κάτσει τελευταία φορά και μια παράφορη θλίψη εξαφανίζει το στομάχι μου από την σωματική μου γεωγραφία. Και όσο πιο ψηλά στα Εξάρχεια ανεβαίνω τόσο μυρίζει εκείνος ο παρασιτικός φόβος που άφησες. Ευτυχώς τα άστρα ανάβουν πιο γρήγορα από τις λάμπες του δρόμου.
Σε ονειρεύομαι που και που. Βλέπω το αυτοκίνητο σου στο δρόμο αραγμένο. Θυμάμαι τις κινήσεις των μαλλιών σου, τα μάτια σου και πολλά από τα λάθη μου. Λίγες ευαίσθητες στιγμές μου μαζί σου, το φως που καίει στο σαλόνι σου τα βράδια. Αν κάποιο Σαββατοκύριακο με ήλιο πάρεις τηλέφωνο να πάμε στην παραλία για καφέ δεν θα αρνηθώ. Το νοιώθω συχνά αυτό, σαν όνειρο. Εμείς, ο ήλιος και ένας ήσυχος καφές σαν το απέραντο τέλος του κόσμου.
Δεν την ανοίγω ποτέ την τηλεόραση, αλλά τον τελευταίο καιρό απολαμβάνω το νέφος που προκάλεσε αυτή η γηραιά ηφαιστειακή στάχτη. Τι λαμπερή καταστροφή. Κάνω πρόχειρα δουλειές του σπιτιού με το βλέμμα μου καρφωμένο μέσα της. Ακούω στις ειδήσεις για τους σημαντικούς περιορισμούς που προκαλούνται στην εναέρια κυκλοφορία από το νέφος ηφαιστειακής στάχτης που έχει καλύψει μεγάλο μέρος της Ευρώπης και μειδιώ. Λατρεύω την δύναμη της φύσης. Έτσι μπράβο, λέω δυνατά, και η καρδιά μου φουσκώνει από οργή. Για να μην ξεχνάμε πόσο μηδαμινοί είμαστε απέναντι της. Στο διάολο οι όποιες αεροπορικές και τα όποια ραντεβού μας. Στο διάολο όλα. Και μεις μαζί.
Καμία συντέλεια ποτέ δεν ήρθε. Καμιά δεν πρόκειται να’ ρθει. Ζούμε λίγο για αυτό και δεν παθαίνουμε ποτέ τίποτα.
Δευτέρα, Απριλίου 12, 2010
ΞαΝθΟσ ΑπΡίΛης
Ανθίζει ο χρόνος στις ρωγμές μας. Φωτογραφίζομαι με νέες ρυτίδες και σημάδια. Δεν πετάω τίποτα. Κοιτάω μπροστά. Το πίσω δεν είναι στην δικαιοδοσία μου. Ανοίγω τους χάρτες και σημειώνω διαδρομές που δεν έχω πάει. Πράσινες μικρές φλεβίτσες τυλίγονται γύρω από τον λαιμό μου καθώς μαθαίνω να συλλαβίζω ονόματα νέων πόλεων και ποταμών. Οι βαλίτσες μου σαν πιστά σκυλιά με ακολουθούν και τα αεροδρόμια ξαφνικά μου φαίνονται σαν οικείες κυψέλες. Αλλάζω κράτη και νομίσματα .Γνωρίζω νέους ανθρώπους που μου μοιάζουν, ερωτεύομαι ξανά και εύχομαι να κυλούσαν πιο αργά οι ώρες, σαν νερά ενός βαρύθυμου ποταμού. Το φως διατυμπανίζει την ζωή και με καίει χωρίς προηγούμενο. Στον καθρέφτη του Απρίλη προβάρω τα πρώτα μακό και απογειώνεται έτσι η διάθεση.
Αναβάπτιση.
Μπαίνω με ένα νέο φως στα καθημερινά. Από τα ανοιχτά παράθυρα έρχεται το άρωμα της λεμονιάς και το μωβ των λουλουδιών. Άνοιξη. Κατεβάζω το κεφάλι και κοιτάω τα γόνατα μου. Χτυπημένα σαν μικρού αγοριού. Χάνω τα σύννεφα κερδίζω τα άστρα καθώς σουρουπώνει. Μια απέραντη νύχτα χαϊδεύεται στα χέρια μου. Κι έπειτα ησυχία παχιά και ευγενική. Σαν κουρτίνα τούλινη, παλιά ,που φυλάει το σιδερένιο κρεβάτι από τα κουνούπια του καλοκαιριού. Κοντεύει και αυτό.
Χτυπάει το τηλέφωνο. Εσύ είσαι μέσα.
-Τα άσπρα πιόνια κάνουν την πρώτη κίνηση.
-Κερδίζει ο πιο ψύχραιμος και αυτός δεν είμαι εγώ. Ίσως γιατί έχω τα μαύρα.
Ο κόσμος ψάχνει να κατανοήσει παρακολουθώντας τα γεγονότα και αγνοώντας τι γίνεται στην ψυχή κάποιου. Οποιαδήποτε άλλη ενέργεια που θα διαταράξει την ισορροπία μας καταδικάζεται. Η λογική μας είναι στενά εγωκεντρική.
Είμαστε μια σκανδάλη και μας λείπει το δάχτυλο. Χρόνια πολλά.
Αναβάπτιση.
Μπαίνω με ένα νέο φως στα καθημερινά. Από τα ανοιχτά παράθυρα έρχεται το άρωμα της λεμονιάς και το μωβ των λουλουδιών. Άνοιξη. Κατεβάζω το κεφάλι και κοιτάω τα γόνατα μου. Χτυπημένα σαν μικρού αγοριού. Χάνω τα σύννεφα κερδίζω τα άστρα καθώς σουρουπώνει. Μια απέραντη νύχτα χαϊδεύεται στα χέρια μου. Κι έπειτα ησυχία παχιά και ευγενική. Σαν κουρτίνα τούλινη, παλιά ,που φυλάει το σιδερένιο κρεβάτι από τα κουνούπια του καλοκαιριού. Κοντεύει και αυτό.
Χτυπάει το τηλέφωνο. Εσύ είσαι μέσα.
-Τα άσπρα πιόνια κάνουν την πρώτη κίνηση.
-Κερδίζει ο πιο ψύχραιμος και αυτός δεν είμαι εγώ. Ίσως γιατί έχω τα μαύρα.
Ο κόσμος ψάχνει να κατανοήσει παρακολουθώντας τα γεγονότα και αγνοώντας τι γίνεται στην ψυχή κάποιου. Οποιαδήποτε άλλη ενέργεια που θα διαταράξει την ισορροπία μας καταδικάζεται. Η λογική μας είναι στενά εγωκεντρική.
Είμαστε μια σκανδάλη και μας λείπει το δάχτυλο. Χρόνια πολλά.
Πέμπτη, Μαρτίου 25, 2010
LiKe a BoY
Νύχτα νύχτα πάω σταθερά παντού. Παράξενα bar γεμίζουν την ψυχή μου whiskey, νεκρώνουν το μυαλό μου με άκυρες παραισθήσεις. Άδεια βλέμματα καρφώνονται μέσα μου, άγαρμποι ρυθμοί αναγουλιάζουν το είναι μου. Δεν έχω ιδέα τι συμβαίνει γύρω μου. Τα χέρια μου παραληρούν και τα πόδια μου φίδια που σέρνονται σε ποτάμια Σαββατιάτικης ζούγκλας. Έχω ευκαιρίες να φύγω από αυτόν τον χώρο. Με ένα μπουκάλι στο χέρι. Έχω το δικαίωμα να σέρνω το σώμα μου παντού. Ο ουρανός μπαγιατεύει κάθε νύχτα από πάνω μου και γω αφήνω τα άστρα να μασιούνται στα δόντια μου, κι έπειτα ρίχνω το σώμα μου με κρότο στο δικό σου.
Μου λες πως μοιάζω σαν αγόρι. Σου απαντάω χαρωπά πως οι άγγελοι δεν έχουν φύλλο.
Πλησιάζει το Πάσχα. Οι επιστροφές μου από την δουλειά εμπεριέχουν και ηλιοβασιλέματα πια. Μεγαλώνει η μέρα και μέσα μου κάτι μικρές πεταλουδίτσες ακουμπάμε το στομάχι μου .Κάθε φορά που σε σκέφτομαι. Κάθε. Μικρές αϋπνίες. Αναστάτωση. Η άνοιξη μπήκε από κάθε μικρή και μεγάλη χαραμάδα. Όλα στην θέση τους και η εκδίκηση του αθώου αρνιού στα περιθώρια της γενικότερης αναμονής. Μπήκε σχεδόν ο Απρίλης ξανθός και αφηρημένος. Και η καρδιά μου σφίγγεται τούτο το παράδοξο βράδυ.
Κι έπειτα έπεται η μεγάλη εβδομάδα. Κάθε τέτοια εποχή η Ρίτα Χειγουορθ χωρίζει τον ανατολίτη πρίγκιπα Αλί Χαν και επιστρέφει για να παίξει την Σαλώμη στην αγκαλιά του Στιούαρτ Γκρειντζερ, ενώ αφήνει εποχή ο χορός των εφτά πέπλων. Μια φλεγματική σκοτσέζα η Ντέμπορα Κερ είναι η χριστιανή Λυγία και ο Ρόμπερτ Τειλορ, ο χιλίαρχος Μάρκος Βινίκιος, το ερωτευμένο ζευγάρι του Κβο Βάντις. Βιβλικά στριπτίζ και χιλιοιδωμένες ταινίες. Μυρίζει άνοιξη έξω. Τα οπορωφόρα του κέντρου με μετεωρίζουν.
Περιμένω την νύχτα για να αμαρτήσω.
Περιμένω τη νύχτα για να αποπλανήσω την ύπαρξη μου σε παράξενα δωμάτια χωρίς τέλος. Και εκεί κατά το ξημέρωμα κι ενώ τα πρώτα λεωφορεία θα σέρνουν τους τριγμούς τους στην λεωφόρο εγώ θα σκέφτομαι εσένα μέσα από την δαφνοσκεπή μελαγχολία του ευαγγελισμού και της μεγάλης εβδομάδας.
Άνοιξα την πόρτα και δεν ήσουν εδώ.
Τρίτη, Μαρτίου 16, 2010
ΠλΗσΙαΣμΑ
Τρώω τα νύχια μου. Τρώω τον χρόνο. Η απόδειξη του ότι ο χρόνος υπάρχει είναι η καταστροφή των κυττάρων μας .Έτσι τον καταλαβαίνουμε. Αλλιώς όλα είναι μια λούπα.
Αναζητώ μέσα από ξεχασμένες εικόνες και ακούσματα τον παλιό εκείνο κόσμο που χάθηκε ανεπιστρεπτί. Ψάχνω μέσα σε παλιές κασετίνες μήπως και βρω ένα κόμματι από την παμπάλαια ελευθερία που είχε ο πατέρας μου 6 δεκαετίες πριν, όπου μπορούσες άφοβα να πας παντού με ωτοστόπ ή να πάρεις το αεροπλάνο και να χαθείς στα πέρατα της γης έτσι απλά. Αναπολώ τον παλιό κόσμο αλλά δεν μπορώ να επιστρέψω σε αυτόν. Τώρα το μέλλον είναι αληθινά μέλλον.
Μου αρέσουν τα ξεβολέματα και οι διαμαρτυρίες. Μου αρέσει να αλλάζουν όλα για το καλύτερο χωρίς κανείς να ξέρει ποιο είναι το καλύτερο. Μου αρέσει να ωριμάζει ένας λαός στο γρήγορο με το έτσι θέλω. Μου αρέσει να βλέπω τα θρεφτάρια του Δημοσίου βίου να ουρλιάζουν σαν κακομαθημένα παιδιά επειδή κανείς δεν τους κάνει το χατίρι. Μα πιο πολύ μου αρέσουν οι άνθρωποι που έχουν ένα μυστικό στο μυαλό τους που τους κάνει δυνατούς και ερωτεύσιμους, γεμάτους μυστήριο.
Κάθε βράδυ ξεβάφω όλα τα συναισθήματα που χάραξε η μέρα πάνω μου. Τα νέα μέτρα, η κομισιόν, ο επίτροπος 'Ολι Ρεν, η κρίση, οι ενδεχόμενες απεργίες, οι τιμές της βενζίνης και όλα αυτά που θα περάσουν από πάνω μας είτε γράψει κανείς για αυτά είτε δεν γράψει. Κάθε βράδυ κάνω μια στροφή πάνω στα τακούνια μου. Το πάτωμα τρίζει. Ύστερα αφαιρώ τα ρούχα μου. Αφήνω μόνο το μακό στο σώμα μου και κοιμάμαι βαριά. Δεν υπάρχω. Η σιωπή του δωματίου τραβάει τα κόκκαλα των δαχτύλων της. Την αντιπαθώ. Μπαίνω σε μια παρένθεση βαθυσκαφή κι ελπίζω στη νέα μέρα.
Κάποιες φορές όταν έρχεσαι δίπλα μου, πριν ξημερώσει , μια μυρωδιά αλευριού, ζεστού αλευριού ανεβαίνει από τον δρόμο και μπαίνει από το μισάνοιχτο παράθυρο του δωματίου. Κάτω από τα αδύναμα φώτα του δρόμου πέφτει ένα κίτρινο ημίφως. Χαζεύω τους ώμους σου. Είναι κάτασπροι. Τη νύχτα οι άνθρωποι είναι στιγμές που δεν έχουν αίμα. Ίσως επειδή κοιμούνται. Αλλά ποιον νοιάζει αυτό;
Πρόσεξες πως σήμερα ακουστήκαν καινούργια πουλιά; Πρόσεξες την βραχνάδα στην φωνή μου; Μπορεί και να έκλαιγα όσο εσύ μιλούσες. Θα θελα κι άλλα να σου πω, αλλά υπάρχουν πράγματα που δεν μοιράζονται. Που ο άλλος δεν θα τα νοιώσει ποτέ.
Κυριακή, Φεβρουαρίου 28, 2010
sTiLlNeSs Of ThE mInD
Στον ύπνο μου ονειρεύτηκα πως είμαστε και πάλι δύο. Ότι δεν έφυγες ποτέ από δω. Ούτε από μέσα μου. Και ότι το κενό μεταξύ συρμού και αποβάθρας εξανεμίστηκε. Κι έπειτα ξύπνησα με μια αβάσταχτη θλίψη, γιατί ούτε είσαι πια εδώ, ούτε θα αντικατασταθείς ποτέ από κανέναν.
Αφρικάνικη σκόνη, νύχτες με jazz ακούσματα και βαριά ποτά νερωμένα με δάκρυα.
Σε ψάχνω παντού λες και ζεις εδώ. Ακόμα να καταλάβω πως είσαι ένα ψέμα που προσπαθεί να πει αλήθειες.
Χαλασμένα φανάρια. Το πρώτο μας ραντεβού δίπλα σε μια σήραγγα όμβριων υδάτων. Σκληρό ραντεβού. Και γω, μου είπες μετά, ο πιο σκληρός άνθρωπος που γνώρισες ποτέ.
Μίλα μου. Μίλα μου τουλάχιστον .Είμαι μέσα σε σκοτάδια για μήνες τώρα. Δεν πρέπει να πω τίποτα, δεν πρέπει να κάνω τίποτα. Δεν ξέρω καν σε τι χρησιμεύω.
Απότομες νεροποντές χωρίς ήχο. Νέα φωσφοριζέ χλόη. Μυρωδιές μελιού και κρίνου. Η άνοιξη έτρεξε κατά πάνω μας και μας μάτωσε τα ρουθούνια. Θα θελα και γω να περπατήσουμε απόψε παρέα την πόλη, αλλά η βάρδια μου τελειώνει αργά και το μυαλό μου γεμάτο εκδορές θα ψάχνει εντατικά μαλακά μαξιλάρια.
Στο μουσείο Μπενάκη αγκαλιάζω με τιτάνια λαχτάρα ένα φίλο που είχα χρόνια να δω. Βλέπουμε ξανά την έκθεση του Τσαρούχη. Κι όσο παρατηρώ τον "έρωτα με τις ψηλές κάλτσες και τα δίχρωμα παπούτσια", τόσο καταλαβαίνω πως μέσα μας έχουμε τον συνωστισμό όλων αυτών που μας άφησαν, αλλά είναι ακόμα εδώ.
Σαββατόβραδο δίπλα στην θάλασσα. Λιμανάκια βουλιαγμένης. Το φεγγάρι βαρύ και σχεδόν ολόγιομο με καταριέται. Παρκάρω το αμάξι σε μια ερημική παραλία και σκέφτομαι την συγκλονιστική ερμηνεία του Colin Firth στην τελευταία ταινία του Τομ Φορντ. Δεν αντέχουν όλοι με όλα. Με πιάνει εκείνος ο μεγάλος παρασιτικός φόβος, τον θυμάσαι; Φυσάει δυνατά και το κύμα ακούγεται θυμωμένο. Σε κάτι μικρούς αμμόλοφους αποφασίζω να κατουρήσω. Κανείς δεν με βλέπει. Μόνο η θάλασσα και ίσως κι ο νεκρός γκόμενος του George Falconer.
Πριν βάλω την ασπροκόκκινη πλεξούδα του Μάρτη στον δεξί καρπό θα θελα να σου πω πως η αγάπη είναι για κράσεις γερές. Καραμπινάτες. Γιατί κανείς δεν θέλει να αγαπήσει, όλοι θέλουν να αγαπηθούν.
Τρίτη, Φεβρουαρίου 09, 2010
ΌπΩς ΌλΟι ΞέΡοΥμΕ
Ξημέρωμα Δευτέρας. Μυρίζουν πρωινό τα μαλλιά μου. Ύπνο και παιδική κρέμα. Τα πιάνω ψηλά με ένα λαστιχάκι. Έτσι ξεκινά η μέρα μου κι με ένα χαπάκι μισό. Τα ρούχα μου ζεστά. Με τους μηρούς σαν ανοιχτό ψαλίδι κοιτάζω έξω από το δωμάτιο την μέρα. Ντύνομαι χοντρά και βγαίνω έξω. Λατρεύω τον ουρανό που γίνεται υγρός και λουφάζει μέσα σε νερόλακκους στη μέση της ασφάλτου. Και τότε αρχίζει ξαφνικά να βρέχει ξανά και συ αναρωτιέσαι από πού έρχονται οι ψιχάλες αυτές. Από τον πάνω ουρανό ή από την αντανάκλαση του μέσα στους τεράστιους νερόλακκους; Κι έπειτα έρχεσαι κι όλες οι λέξεις είναι ένα ψέμα. Θα αρκούσε να κοιταζόμαστε. Στο βλέμμα σου στάζουν όλες οι διαδρομές πριν από μένα. Υψοφοβικές διαδρομές. Αετοράχες. Μετέωρα γεφύρια και κάθετοι βράχοι, μολυσμένοι ουρανοί χωρίς γαλάζια ξέφωτα και κάπου εκεί, στην μέση του πουθενά, σπαρμένοι οικισμοί. Μου χαμογελάς όπως πάντα. Μου χαμογελάς με εκείνο το ίδιο χαμόγελο που ξεφτίζει στις ασπρόμαυρες φωτογραφίες σου. Σε κοιτάω βαθύτατα και σκέφτομαι πως μοιάζεις με έργο τέχνης, και όπως όλοι ξέρουμε η τέχνη αναζητά την μαγεία. Δεν μπορεί τις μπροσούρες.
Τρίτη βράδυ. Σε ένα μακρύ διάδρομο τακούνια πιέζουν αδιάκοπα το πάτωμα. Υπάρχουν ήχοι που μας ξεπερνούν. Ήχοι βγαλμένοι από αντικείμενα που επαναστατούν. Όπως ένα πόμολο που πέφτει γιατί κουράστηκε να στέκεται σε εκείνη εκεί την πόρτα, ένα τακούνι που σπάει ξαφνικά γιατί δεν αντέχει πια όλο αυτό το βάρος.
Έγνοιες έχω, ναι, πάνω από τρεις. Έχω πολλές. Έχουν κατοικήσει όλες την αριστερή ρυτίδα δίπλα στο στόμα μου. Αναπόφευκτο. Στο σχόλασμα θα σου πω τα ονόματα που έχω δώσει στα δάχτυλά μου. Κι η νύχτα σκοντάφτει πάνω μου και φεγγίζει το φεγγάρι ,μισό, στις ρίζες των μαλλιών μου. Και πάλι εσύ πίσω μου να φωσφορίζεις από την χλομάδα. Και πάλι εγώ μπρος σου να μην μιλώ καθόλου για μένα. Και το να μην μιλάει κανείς για τον εαυτό του, όπως όλοι ξέρουμε, είναι μια μορφή εκλεπτυσμένης υποκρισίας.
Τετάρτη Απόγευμα.
Η βροχή μας αναζητά. Τρέχει με δύναμη ξοπίσω μας και μας υγραίνει τον ακάλυπτο αυχένα. Χωνόμαστε σε ένα λιλιπούτειο καφέ. Σταυρώνεις τα χέρια σου. Το αδιάβροχο σου γλιστρά στα πόδια σου. Στην αριστερή γάμπα έχει φύγει ένας πόντος στην κάλτσα, το μικροσκοπικό αυλάκι του πάλλεται μέσα στο φως. Κι εγώ καθισμένη στην άκρη μιας τυχαίας καρέκλας σε παρατηρώ και μου φαίνεσαι τόσο αδύναμη, μέσα κι έξω. Μα όπως όλοι ξέρουμε οι αδύναμοι δεν είναι πάντα ένας αδύναμος ρόλος. Κάποιες φορές η αστάθεια τους είναι παγίδα.
Αύριο βράδυ, βαλμένη κάπου στο ακαθόριστο. Εντελώς ορατή μουλιάζω ολόκληρη από αυτά που βλέπω. Καταπίνω το σάλιο μου και με πιάνει κάτι σαν πυρετός.
-Κι όλα αυτά που ήμουν έτοιμος να σου δώσω;
-Εγώ είμαι μια κλέφτρα αγαπητέ, δεν μου αρέσουν τα δώρα που πέφτουν από τα χέρια!
Τετάρτη, Ιανουαρίου 20, 2010
ΜπΛε ΓεΝάΡηΣ
Κάνει κρύο στην πόλη σου. Όλα παγωμένα. Μπλε Γενάρης εδώ και το δέρμα μου τελείως τεντωμένο τεμαχίζει κάθε μυ που πάει να συσπαστεί καθώς σε αντικρίζω. Κουτσοπίνουμε αχνιστό τσάι, μασουλάμε βουτήματα και σοκολατάκια. Συζητάμε και τουρτουρίζουμε. Σε ερωτεύομαι βαθιά. Μέχρι τις μέσα μου ουλές. Τόσο βαθιά. Μου φιλάς τα χέρια. Το χνώτο σου πάνω τους μυρίζει κάρδαμο και μέλι.
Το βράδυ σε υποφωτισμένα καφενεία μεθάμε με ρώσικα λικέρ ή κονιάκ με χιλιάδες άστρα.
Ένα ζευγάρι που θυμίζει εμάς χορεύει στην άκρη του δρόμου βαλς. Βαριά παλτά λερώνουν τις άκρες τους σε χιονισμένα πεζοδρόμια, το λικέρ χύνεται πάνω μου ύποπτα, τα μυτερά στήθη μιας σερβιτόρας περάνε επιδεικτικά από τα μάτια μου και η βροχή ακόμα μέσα στο μυαλό μου, από προχθές, σιγανή και επίμονη μουρμουρίζει να τρέξω να σε βρω. Και η νύχτα όλο και χώνει τις καρφίτσες της στο δέρμα μου. Σε αναζητώ παρόλο που σε έχω εδώ. Σκαρφαλώνω πάνω σου και σημειώνω ότι βλέπω. Τα μαλλιά σου έχουν γκριζάρει πολύ από την τελευταία φορά. Τα δικά μου έχουν απλά μακρύνει. Το σπίτι σου με τα φώτα αναμμένα κάθε βράδυ, σαν καράβι, μας πάει εκεί που όλα είναι ανέγγιχτα, και μείς με βία τα σπιλώνουμε και τα κάνουμε δικά μας μέσα από συγκρούσεις σωμάτων και μικροσκοπικών ήχων. Είμαι το μαγικό σου γλυκό που όσο το τρως πληθαίνει. Κοιμάμαι και ξυπνάω μαζί σου γιατί σε θεωρώ σπουδαίο πέρα από διάσημο. Σε βάζω και σε βγάζω από μέσα μου με την ίδια ευκολία που θα είχα και σε ένα άλλο δωμάτιο, πιο δικό μου. Προτιμώ όμως αυτό το δωμάτιο, όπου κανείς άλλος μαζί σου, εδώ, δεν είχε ολοκληρώσει τον ύπνο του. Νοιώθω συνεπαρμένη. Αυτό το συναίσθημα είχα να το αισθανθώ από τότε που ήμουν μικρή και με έντυναν Ελλάδα στο σχολείο.
Στο απέναντι μπαλκόνι ξημερώματα Κυριακής μια κοπέλα καπνίζει ένα τσιγάρο αμφιβόλου ποιότητας και τραγουδάει. Είναι τυλιγμένη με το πάπλωμα της. Μοιάζει με γιγάντιο κουκούλι. Την παρατηρώ με μια θαμπή μελαγχολία και σκέπτομαι πως συγκατοικούμε πάντα με αυτούς που μας ξεσηκώνουν, που μας δίνουν προοπτική που μας κουράζουν και μας χαλαρώνουν ταυτόχρονα .Που η έλλειψη τους μας κάνει να βγαίνουμε στην ζητιανιά. Αποτελούν έναν «τρόπο» και όχι έναν «τόπο» κατοίκησης και αυτό με εξιτάρει ακόμα πιο πολύ.
Επιστρέφω σαν μεγάλο «αχ» στην πόλη μου. Στιλπνός ουρανός και τα σύννεφα σαν δαχτυλίδια καπνού από κάποιο περαστικό τσιγάρο. Η ακρόπολη σαν άγια τράπεζα των αιώνων και ο γλυκός μου γερασμένος Υμηττός παρατηρεί με τα κιάλια το κρυμμένο θαυμαστικό των ματιών μου και τα καράβια που χάνονται στο βάθος του Σουνίου.
Η ζωή μας, από την γέννηση ως το θάνατο, είναι γεμάτη συγκρούσεις και μεις σε όλη αυτή την πορεία ζούμε προσπαθώντας να τις αποφύγουμε και αυτό γεννάει ακόμα περισσότερες.
Παρασκευή, Ιανουαρίου 08, 2010
CoMmE cEcI
Αλλόκοτος καιρός. Ψευδαίσθηση ενός αποδυναμωμένου καλοκαιριού. Θα ήθελα να ζήσω ανατολικά. Επιθύμησα τις εποχές.
Τις πρώτες μέρες του χρόνου, ανηφόρισα στα ορεινά σημεία της Πελοποννήσου να φτάσω τον χειμώνα. Να τον ξυπνήσω γιατί μου έλειψε, αν και ποτέ δεν τον χώνεψα. Μαίναλο. Ζήρια. Δάση με έλατα. Ομίχλη και πεζοπορία με κεφάλι σκυφτό. Ο νέος χρόνος με τράβηξε κοντά του απότομα. Με έχωσε μέσα σε μια φύση πιο πράσινη από όσο θα έπρεπε. Δροσοσταλίδες για κρέμα ημέρας. Το πρόσωπο μου μυρίζει νωπό χώμα. Κάτω από ένα απομεινάρι βελανιδιάς άφησα το φωτοστέφανο του πανικού και την μικρή αλυσίδα της ουτοπίας του εφήμερου που είχα κρεμασμένη στον λαιμό. Ιαματικά φυτά για τροφή. Ψευδαισθήσεις όλα. Τα βράδια δίπλα στην φωτιά καίμε τις ιστορίες που δεν μας χώρεσαν. Και κάποτε όταν το βλέμμα μας ανταμώνει τον Κορινθιακό κόλπο σου ψιθυρίζω με άφθονο κρασί στο αίμα πως βλέπω τον χάρτη του ουρανού να αλλάζει. Ξημερώνει αργά και από την πλατεία της Δημητσάνας οι κορυφές των βουνών πετάγονται άξαφνα μπροστά μας όπως τα χέρια των καλών μαθητών στην τάξη.
Στους λόφους της πόλης μια μαστουρωμένη άνοιξη παραμιλά.
Νυχτώνει και κατεβαίνω ήσυχα μέσα στο βραδινό αεράκι σε μέρη παρακμιακά. Θυμάμαι τα πάντα. Ακόμα και αυτό που υπήρχε πριν από μας.
Μαζί σε όλα, ουρλιάζουμε τις λέξεις γνέφοντας στους σερβιτόρους να μας γεμίζουν τα ποτήρια μόλις αδειάζουν, και σκέφτομαι πως το τέλος δεν θα έρθει γιατί είναι ήδη εδώ. Αεροπλάνα με ανυποψίαστους επιβάτες πετάνε πάνω από το κεφάλι μας καθώς η πόλη γίνεται όλο και πιο άσχημη και οι συναντήσεις μας μου αφήνουν στα σπλάχνα την έντονη επιθυμία να εξομολογηθώ. Έχω ακόμα το άρωμα σου στη σάρκα μου. Κατεστραμμένη σάρκα, ερείπια στα βάθη μου, που μέσα τους ανθίζουν χορτάρια. Οι άνθρωποι καταστρέφουν τα πάντα. Έτσι πάει μπροστά ο κόσμος.
Λυκαυγές μιας νέας δεκαετίας και εγώ με μια χλωμή σελήνη γλείφω ότι με στοίχειωσε. Πίσω μου γραμμές γυμνοσάλιαγκα παίρνουν σχήματα πελώριων κύκλων. Άνθρωποι περνούν δίπλα μου, απέναντι μου, με προσπερνάμε μέσα από τα αυτοκίνητα τους. Άνθρωποι που δεν θα μάθουν ποτέ τίποτα για μένα. Η μέρα δεν είναι παρά μια σύντομη ανάπαυλα ανάμεσα σε δυο νύχτες. Μου μένουν ακόμα πολλά να κάνω.
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)