Δευτέρα, Ιουνίου 28, 2010
ΠεΡιΔιΑβΑίΝοΝτΑς
Μπαίνω σε αεροπλάνα, κατεβαίνω από τρένα, κοιτάω έξω από τζάμια λεωφορείων τις καστροπολιτείες πάνω στους λόφους. Ανασαίνω με δυσκολία στους υπόγειους συρμούς και φλερτάρω τον εκεί ουρανό πίσω από τζαμαρίες αλλόκοτων ξενοδοχείων. Ονόματα πόλεων σαν γλυκά με παράξενα φρούτα αιωρούνται από πάνω μας. Αμπελώνες σε πεζούλες, παρεκκλήσια με μπαρόκ πίνακες,νωπογραφίες, η Αγία Αικατερίνη της Σιένας, μεσαιωνικοί πύργοι με άπλετη θεά, πινακοθήκες με ατέλειωτες ουρές και βροχή γεμάτη παράπονο που αφανίζει το περίγραμμα μου. Η Τοσκάνη χαζεύει τα βρεγμένα μου παπούτσια και γω απλώνω επιφωνήματα θαυμασμού πίσω από τον σβέρκο της. Βρέχει ξανά και μόνο. Το βράδυ ψύχρα στις κεντρικές πλατείες των χωριών και το φεγγάρι σκαρφαλώνει με σκάλα ξύλινη, παλιά, στις στέγες των μεγάλων ναών. Κρυώνω μα πιο πολύ κρυώνω μέσα μου που ξέχασα πώς να σε θέλω και θυμώνω με μένα καθώς με πιάνω που αρχίζω κι ερωτεύομαι ξανά τον Δαυίδ του Μιχαήλ Άγγελου, περισσότερο από σένα. Και ανοίγω την ομπρέλα διαρκώς για να μην βραχώ , και με πόζες σεμνές και αφηρημένες φωτογραφίζομαι κάτω από φώτα μοναχικά και ξεχασμένα έχοντας μέσα μου ένα μικρό αποφάγι μεσαίωνα. Και συνεχίζω να ταξιδεύω με όλα τα μέσα και να φυτεύω εικόνες πέρα από μένα μαζί με νέους βολβούς λέξεων. Να γεύομαι κρασιά και τοπικά εδέσματα μέχρι να μπερδέψω όλες τις θέες του κόσμου σε μια, όλες τις τέχνες και όλα τα χρώματα εκσφενδονίζοντας τα στις πανοραμικές ταράτσες της γης. Και η βροχή δυναμώνει και το φως χάνεται και τότε μόνο τότε σκέφτομαι τα μαλλιά σου και μπαίνει πάλι μέσα μου το φως. Και έτσι μέσα από διαδρομές γεμάτες γοτθικούς άμβωνες και κόκκινο κρασί με βρίσκει νύχτα μελιχρή να στέκομαι μεθυσμένη σε μια γέφυρα. Κάποιο τραγούδι από μακριά κάνει την ψυχή μου να μοιάζει με έγχορδο όργανο. Στην επιστροφή ο οδηγός του λευκού ταξί ακούει δυνατά Smiths του χαμογελάω κουνώντας ρυθμικά τα πόδια μου. Κι έπειτα ξεκινά μια ξεχαρβαλωμένη βροχή που τα κάνει όλα θολά και μίζερα, όλα δικά μας.
Ανασαίνει η νύχτα την υγρασία της καθώς τα φώτα παλεύουν να κρατήσουν την θέρμη τους και οι βρεγμένες λεβάντες το άρωμα τους. Περάνε οι μέρες μαζί με την βροχή από πάνω μας κι όταν κάποτε ανοίγει ο ουρανός και βγαίνουν εκείνα τα αναγεννησιακά παχιά σύννεφα αρχίζω και ξεφυσάω από χαρά παρατηρώντας για ώρα την αλλαγή των μορφών τους. Και χάνονται οι νύχτες πίσω από μπουμπουνητά και ξεκινάν έπειτα τα όνειρα μέσα από το ροκάνισμα εκείνου του σαρακιού που τρώει το ξύλινο δοκάρι που στηρίζει την σκέπη από πάνω μας.
Και να μαι εδώ ξανά χωρίς βροχή χωρίς Τοσκάνη μόνο με εκείνο το βλέμμα, το ίδιο εκείνο βλέμμα που έχουν τα αγάλματα, καθώς μοιάζουν να αναπολούν αυτόν που τα έφτιαξε. Δε νομίζω ότι γυρνάω ποτέ πίσω από κανένα ταξίδι. Όχι όπως έφυγα τουλάχιστον.
Κυριακή, Ιουνίου 13, 2010
aB- nOrMa- L
Έξω φως ημέρας και σκουπίδια σε κάδους. Βάζω τα γυαλιά μου την ώρα που μια κοπέλα κατάξανθη κοντοστέκεται απέναντι μου. Την κοιτάω ανέκφραστη. Στα ποδιά της λάμπουνε βραχιόλια, στα μαγουλά της δάκρυα, στο στήθος της ιδρώτας. Φτιαγμένη λες από γάλα και μέλι. Με ρωτάει αν θέλω τσάι η καφέ. Χαμογελάω και της λέω πως θέλω μια μικροσκοπική σελήνη να χωράει ίσα ίσα στην παλάμη μου. Με ακολουθεί μέχρι που μπαίνω στο αυτοκίνητο μου. Αυτά ακριβώς που θέλουμε να κρατήσουμε μας διαφεύγουν με αδυσώπητη βεβαιότητα.
Ηρώδειο. Ουρανός οινοπνευματί. Ούτε ένα σύννεφο αραχνοΰφαντο από πάνω. Στο γεμάτο κογχύλι του θεάτρου άνθρωποι με κακώσεις ψυχών. Και καθώς η Νόρμα φτιάχνει όρκους και προσευχές μπροστά μας τσιρίζοντας σχεδόν για αγάπη σε σκέφτομαι ψευτοπληγωμένο, ψευτοανίκανο, ψευτοχαμογελαστό. Βάζω το χέρι μου στον ώμο σου και χωρίς να μου μιλάς συμπίπτουν οι χαμηλοί μας ψίθυροι. Την ώρα που η Νόρμα ανεβαίνει στην πυρά, θυμάμαι την πρώτη και τελευταία φορά που σε ερωτεύτηκα. Κράτησε ένα ολόκληρο λεπτό νομίζω. Ήταν Αύγουστος κι όλοι οι δρόμοι οδηγούσαν κάπου. Έξω από το μετρό με περίμενες φορώντας μαύρα. Και μετά το κενό. Στην επιστροφή μου χάιδεψες τα μαλλιά με ένα τρόπο που (μάλλον έτυχε) δεν το είχε κάνει κανείς. Εκείνη την στιγμή σε επικύρωσα. Σαν εκείνα τα παγωμένα μηχανήματα εισιτηρίων. Ακίνητα καταπίνουν αυτό που τους δίνεις κι έπειτα με μια τεράστια δαγκωνιά το ακυρώνουν. Έτσι και γω μετά που κατέβασες το χέρι και το έβαλες στην τσέπη σου. Αυτή ήταν η πρώτη και η τελευταία μου φορά μαζί σου. Και η Νόρμα καίγεται και η αυλαία κλείνει.
Επιστρέφω περασμένα μεσάνυχτα με ένα σπασμένο χαμόγελο. Η πόλη κοιμάται. Απόλυτη ησυχία. Έχουν σωπάσει ακόμα και τα σκυλιά στις μακρινές γειτονιές. Κανένα αλύχτισμα. Ένας πόνος στην κοιλιά κοντά στον αφαλό με μουδιάζει. Αντέχω όλους του πόνους, εμπρόσθιους και οπίσθιους άλλα μου την σπάει όταν κλείνει η φωνή μου από τα ξενύχτια. Αυτό δεν αντέχω. Την βραχνάδα και το μπάσο της φωνής μου. Βγαίνω στο μπαλκόνι με ένα ποτήρι παγωμένο νερό. Στο απέναντι δωμάτιο ένας άντρας ντυμένος γυναίκα κάθεται σε ένα ντιβάνι με έναν ανεμιστήρα δίπλα του. Ο τοίχος πίσω του είναι καλυμμένος με μια λουλουδάτη ταπετσαρία. Στέκει έτσι για ώρες ακούγοντας Στραβίνσκι. Τον κοιτάω σχεδόν βουρκωμένη.
Η δυστυχία επινοείται.
Ηρώδειο. Ουρανός οινοπνευματί. Ούτε ένα σύννεφο αραχνοΰφαντο από πάνω. Στο γεμάτο κογχύλι του θεάτρου άνθρωποι με κακώσεις ψυχών. Και καθώς η Νόρμα φτιάχνει όρκους και προσευχές μπροστά μας τσιρίζοντας σχεδόν για αγάπη σε σκέφτομαι ψευτοπληγωμένο, ψευτοανίκανο, ψευτοχαμογελαστό. Βάζω το χέρι μου στον ώμο σου και χωρίς να μου μιλάς συμπίπτουν οι χαμηλοί μας ψίθυροι. Την ώρα που η Νόρμα ανεβαίνει στην πυρά, θυμάμαι την πρώτη και τελευταία φορά που σε ερωτεύτηκα. Κράτησε ένα ολόκληρο λεπτό νομίζω. Ήταν Αύγουστος κι όλοι οι δρόμοι οδηγούσαν κάπου. Έξω από το μετρό με περίμενες φορώντας μαύρα. Και μετά το κενό. Στην επιστροφή μου χάιδεψες τα μαλλιά με ένα τρόπο που (μάλλον έτυχε) δεν το είχε κάνει κανείς. Εκείνη την στιγμή σε επικύρωσα. Σαν εκείνα τα παγωμένα μηχανήματα εισιτηρίων. Ακίνητα καταπίνουν αυτό που τους δίνεις κι έπειτα με μια τεράστια δαγκωνιά το ακυρώνουν. Έτσι και γω μετά που κατέβασες το χέρι και το έβαλες στην τσέπη σου. Αυτή ήταν η πρώτη και η τελευταία μου φορά μαζί σου. Και η Νόρμα καίγεται και η αυλαία κλείνει.
Επιστρέφω περασμένα μεσάνυχτα με ένα σπασμένο χαμόγελο. Η πόλη κοιμάται. Απόλυτη ησυχία. Έχουν σωπάσει ακόμα και τα σκυλιά στις μακρινές γειτονιές. Κανένα αλύχτισμα. Ένας πόνος στην κοιλιά κοντά στον αφαλό με μουδιάζει. Αντέχω όλους του πόνους, εμπρόσθιους και οπίσθιους άλλα μου την σπάει όταν κλείνει η φωνή μου από τα ξενύχτια. Αυτό δεν αντέχω. Την βραχνάδα και το μπάσο της φωνής μου. Βγαίνω στο μπαλκόνι με ένα ποτήρι παγωμένο νερό. Στο απέναντι δωμάτιο ένας άντρας ντυμένος γυναίκα κάθεται σε ένα ντιβάνι με έναν ανεμιστήρα δίπλα του. Ο τοίχος πίσω του είναι καλυμμένος με μια λουλουδάτη ταπετσαρία. Στέκει έτσι για ώρες ακούγοντας Στραβίνσκι. Τον κοιτάω σχεδόν βουρκωμένη.
Η δυστυχία επινοείται.
Κυριακή, Ιουνίου 06, 2010
ψΕυΔεΣ κΑτΑσΚεΥαΣμα
Τα βράδια μου είναι γεμάτα από μακρόσυρτα πλάνα σε έρημους διαδρόμους, κοντινά σε πόμολα και σε σπειροειδής σκάλες. Τα βράδια μου ξεπλένονται από την βοή της ανάδρασης του digital video και από επαναλαμβανόμενα color correction. Μεσάνυχτα παρά πέντε, μεσάνυχτα παρά δέκα. Ένα ψευδές γήρας με κατακλύζει κι έπειτα το βάζω στα πόδια.
Μέσα από μακροσκελείς παρέες και προσοδοφόρα αντρικά βλέμματα ονειρεύομαι καστανόξανθες αμμουδιές και χωράφια γεμάτα στάχυα. Ύστερα μέσα σε μια ξένη αγκαλιά διανυκτερεύω σε ένα δωμάτιο ξενοδοχείου και σαστίζω με μένα. Ακολουθεί η πρωινή ομίχλη και το τριανταφυλλί της αυγής. Μια τεμαχισμένη συνείδηση δικιά μου. Μια σοκολάτα μισοτελειωμένη στο δικό του κομοδίνο μου θυμίζουν τελικά ότι στον κόσμο συμβαίνουν πιο σημαντικά πράγματα. Παίρνω το πιο κίτρινο ταξί της ζωής μου και επιστρέφω στο δικό μου δωμάτιο. Μοναξιά. Ο πραγματικός ήρωας διασκεδάζει μόνος του.
Μετά τα τελευταία γεγονότα, κάθε φορά που ξεκινάει το δελτίο ειδήσεων βάζω δυνατά την casta diva και πατάω το mute της τηλεόρασης. Τα στόματα των υπαίτιων ανοιγοκλείνουν χωρίς λόγια, χωρίς καμιά αξία. Και με την Μαρία Κάλλας στην διαπασών μοιάζουν να τραγουδάνε αυτή την υπέροχη άρια, όλοι όσοι μας εξαπάτησαν, όλοι όσοι σαπίζουν από την δυσωδία τους, όλοι όσοι εκλέξαμε για να μας αφανίσουν, παρελαύνουν κάτω από την υπέροχη αυτή φωνή, σαν ήρωες έτοιμοι για κάθαρση. Δραματική σοπράνο όσο καμιά. Δραματική εποχή όσο καμία. Ας είμαστε αληθινοί ο ένας με τον άλλο γιατί δεν υπάρχει ούτε βοήθεια, ούτε φως, ούτε συμπάθεια. Ας είμαστε αληθινοί. Βρισκόμαστε τυφλοί σε σκοτεινιασμένο κάμπο όπου στρατιές χτυπιούνται τη νύχτα.
Όσα έχουν απομείνει με στοιχειώνουν. Όλες αυτές οι εικόνες εξακολουθούν να συγκεντρώνονται για να δημιουργήσουν κάτι που δεν ήταν αρχικά ο προορισμός τους. Βρίσκονται ακόμα σε κίνηση. Το υλικό παραμένει ανολοκλήρωτο. Δεν πιστεύω τίποτα και κανέναν . Όλα είναι κατασκευασμένα. Δεν με αφορούν. Δεν θέλω να μπω στο παιχνίδι τους. Σαν βράχος πυκνώνω μέσα μου και αφήνω όλα τα άλλα απ’ έξω να πέσουν πάνω μου με φόρα. Δεν με αφορά τίποτα, όλα είναι ψευδή κατασκευάσματα.
Ευτυχώς κάποτε καταλαβαίνεις πως δεν έχεις άλλη επιλογή πια από το να είσαι ο εαυτός σου.
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)