Κυριακή, Αυγούστου 31, 2008

LeS fEuIlLeS mOrTeS


Από κάπου μακριά βρέχει. Που θα θάψουμε φέτος το άψυχο σώμα του καλοκαιριού; Έκανα έναν πρόχειρο λάκκο στην μεγάλη ζαρντινιέρα της βεράντας μου. Ίσως εκεί.
Η γάτα μου μπλέκεται στα πόδια μου συνέχεια. Την διακατέχει μια μικρή αμηχανία εν όψη βροχής. Γατί του Απρίλη...τι περιμένεις; Αυτές τις μέρες ζύμωσα το πρώτο μου ελιόψωμο. Με βοήθησες και συ. Υπάρχεις στο σχήμα των ελιών μου και κάθε φορά που πάω να δαγκώσω μια μπουκιά σε αναγνωρίζω.
Το πρώτο μου κρύωμα έσκασε φέτος μύτη από πολύ νωρίς .Τα πρώτα μου δέκατα και οι μεγάλες αϋπνίες. Κατέβηκα στο υπόγειο και έψαξα να βρω το ανοσοποιητικό μου σύστημα κάτω από τα τυλιγμένα περσικά χαλιά και το χριστουγεννιάτικο δέντρο του περσινού χειμώνα, αλλά δεν βρήκα τίποτα. Έτσι έμεινα άρρωστη να ξεϊδρώνω και να κοιμάμαι σκόρπια, όπως τα χρησιμοποιημένα μου χαρτομάντιλα .Και μην έχοντας τι άλλο να κάνω σε αυτές τις εμπύρετες αϋπνίες μου, φόρεσα το παλιό εφηβικό μου σκάφανδρο και βούτηξα στην αποπνικτική μου ενδοχώρα. Έκοψα με λυπημένες κινήσεις κάτι θεριεμένα αγριόχορτα που μεγάλωναν μαζί με τα θέλω μου και πέταξα κάτι ξεχασμένα κομμάτια κολλάζ μαζί με τα πρώτα νεκρά φύλλα που βρήκα. Έκανα μια αργή αποπαρασίτωση σε κάθε γωνιά που λιμνάζαν παλιότερα ανικανοποίητα Σεπτεμβριανά βράδια και σήκωσα έναν ακόμα πυρετό 38.2 για να τα κάψω.

Δουλεύω πολύ εν όψη του νέου προγράμματος του σταθμού. Έχω δέσει τα μάτια μου, το μυαλό και την καρδιά μου σε εκείνο το μαύρο πληκτρολόγιο και όλο τρέχω πάνω του, μοντάροντας εκπλήξεις και νέα κομμάτια. Έχω απονευρώσει τους πιο μεγαλοδύναμους νευρώνες μου και δεν υπάρχω πουθενά αλλού.
Όπως κάθε χρόνο.
Σήμερα σηκώθηκα με κρεσέντα βήχα και με ένα κεφάλι θαρρείς από φρέσκο, υγρό, τσιμέντο. Έβρασα λίγο τσάι του βουνού και τηλεφώνησα πως μου είναι αδύνατον να πάω στην δουλειά.
Έβαλα στο cd Juliette Greco και «Les feuilles mortes», όπως κάνω κάθε φορά που με παίρνει από την μύτη η πρώτη μυρωδιά του φθινοπώρου. Συνέχισα μεVivaldi και «Violin Concerto in A minor» και τελείωσα αναπολώντας τις μεγάλες προσδοκίες μου με Chopin- No.2 in E flat major.
Σε λίγο πλησιάζουν τα γενέθλια μου. Παίρνω το τουφέκι και τους ρίχνω. Πάρτα κάτω.
Να και οι νύχτες πρεμιέρας πιο κει. Πάρτες κάτω και αυτές και κοίτα παραπέρα πάλι εκείνο το τιτάνιο έγκαυμα που βγαίνει από τα σωθικά μου κάθε τόσο θέλοντας να κάψει την ζωή μου σα να ήταν από σελιλόιντ. Το τουφεκίζω και αυτό .Όλα. Να μην με πλησιάσει τίποτα. Όλα. Μέχρι να ξαπλώσουν ακίνητα κάτω από τα πόδια μου και να μπορώ εγώ αυτή την φορά να περάσω από πάνω τους.

Υπάρχει μέσα μου ένας μεγάλος παρασιτικός φόβος. Ένας μεγάλος παρασιτικός φόβος.
Κανείς και τίποτα. Δεν θέλω μιλιά. Μου αρκεί η αλλαγή του σκηνικού μέσα κι έξω μου. Μου αρκεί που στις Μένητες της Άνδρου φέτος έπεσε στις απλωμένες γάμπες μου ένα πλατανόφυλλο σε σχήμα καρδιάς. Μου αρκεί που η κουρτίνα πήρε να κουνιέται λυγερόκορμα ξανά και που στις χούφτες μου κρατάω ακόμα τα ίχνη από τα πρώτα άστρα του σύμπαντος.
Μου αρκεί.

Κυριακή, Αυγούστου 17, 2008

ΠαΝσΕλΗνΟς Σαν...


Το τέλειο κοκτέιλ. Αυταπάτες σε σιέλ αποχρώσεις, σύγχυση με λίγα φύλλα μέντας πατημένα, και μπόλικες δόσεις φόβου που παγώνει σαν νιφάδα σε απίστευτα σχέδια.
Σκούρα η θάλασσα με το διάδημα της αγίας πανσελήνου και από ψηλά ο κόλπος ένα πιάτο μαύρη σούπα.
Μαζί και χώρια από όλα και από όλους. Απολαμβάνω το μαγικό κοκτέιλ που μου αφήνει τρύπες παντού. Μπάζει ξαφνικά, όταν το νοιώθω να συμβαίνει ακριβώς από πάνω μου. Παρατάω το ποτό στη μέση και καρφώνω το βλέμμα μου μεσουρανίς. Ένα πρόσωπο λιπαρό γεμάτο φως και από πάνω του ένα μαύρο βέλο.
Το κινητό κουρνιάζει στο χέρι μου. Σου στέλνω ένα μήνυμα.

-Κοίτα την έκλειψη, σου γράφω, σχεδόν προστακτικά
-Σαν φαγωμένος λιόσπορος, μου απαντάς.
-Σαν νύχι με γαλλικό μανικιούρ,παίρνω σειρά εγώ
-Σαν βλεφαρίδα κολλημένη σε ντεκολτέ.
-Σαν πρόσωπο σταχτί, κουρασμένου εργάτη με φωσφοριζέ τσουλούφι.
-Σαν μπλάνκο σε κοσμικό λάθος.
-Σαν μεσοφόρια αγγέλων πετάμενα στην ράχη ενός καναπέ.
-Σαν μισοτελειωμένη πρόταση.
-Σαν ένα κομμάτι τρέλας που φωσφορίζει αμέριμνο στις καμένες καμπύλες της λογικής
-Σαν σκουριά σε δαχτυλίδι αρραβώνων.
-Σαν κοιλιά φάλαινας δολοφόνου που έχει αφήσει αφάγωτο μόνο ένα κομμάτι ανταρκτικής.
-Σαν μια παρένθεση που δεν κλείνει .Σαν εισιτήριο με ανοιχτή επιστροφή.
-Σαν μισοτελειωμένο χάδι λευκού χεριού πάνω σε πρόσωπο νέγρας.
-Σαν αποτύπωμα από χείλια στο στόμιο ενός μπουκαλιού.
-Σαν περίεργο βουλοκέρι στη πιο μυστική ουράνια επιστολή.
-Σαν ισορροπία στο σύμπαν που παραπατάει.
-Σαν κομμάτι από χωράφι χλωμού σίτου που σώθηκε από την πυρκαγιά του πιο απόκοσμου αστεριού
-Σαν μισόκλειστο παντζούρι το μεσημέρι.
-Σαν τον ήχο από το στρίγκλισμα των φρένων ενός ανοιχτού αμαξιού, που μας μοιάζει.
-Αυτοκίνητου που τρέχει μόνο του στη νύχτα.
-Στη νύχτα που θα μου μείνει αξέχαστη με όλο αυτό.

Έπειτα νύχτωσε κι άλλο. Βάθυνε η ουλή. Τραβήχτηκαν κι άλλο μέσα μου τα ράμματα που έχω. Γλίστρησε η μαύρη μουντζούρα από το λιπαρό πρόσωπο της πανσελήνου και η φωσφοριζέ περισπωμένη έγινε ολόκληρη τελεία. Και το φως με μαστίγωνε τόσο, που δεν άντεχα να κάτσω λεπτό παραπάνω.
Έφτασα σπίτι ξυπόλυτη, τρέχοντας, μέσα από πλαγιές και σκίνα. Πήρα το σαμπουάν και λούστηκα με το φως της. Γέμισα με την φωτεινή της πίσσα όλες τις τρύπες που έχασκαν. Πάτησα κι άλλο μέσα τις ουλές μέχρι που χάθηκαν και ξάπλωσα μέσα στις σαπουνάδες αναπνέοντας όσο πιο βαθιά μπορούσα.
Είναι πολύ όμορφο να μαγεύεσαι κάποιες φορές.

Πέμπτη, Αυγούστου 07, 2008

ΦέΤοΣ τΟν ΑύΓοΥσΤο


Ούτε τον εαυτό μου δεν ενοχλώ αυτές τις μέρες. Υπάρχω διακριτικά. Υπολειτουργώ όπως ο ανεμιστήρας σου. Δύο τρία τηλέφωνα από φίλους. Όλα με τον ήχο του κύματος να σκάει κάπου στο βάθος. Άδειασε η πόλη μου. Σαν κάποιος να έβαλε μια τεράστια ηλεκτρική σκούπα και να μάζεψε τα χοντρά. Αναπνέω καλύτερα τώρα. Ακούω καλύτερα τους ήχους και μοιάζουν όλα τόσο μαγικά, σα να έσκασαν από κάποιο επεισόδιο του twilight zone.Μου αρέσει να ζω έτσι, στοιχειωμένα.


Την γυροφέρνω. Ζητάω να βρεθώ μέσα της ξανά και ξανά. Στα γαλάζια με ντύνει. Τα Σαββατοκύριακα σκοτώνω τα τοξικά κομμάτια μου στα βάθη της.
Ο ήλιος με έκαψε ένα από αυτά, άλλα δεν το έβαλα στα πόδια αυτή την φορά.
Φόρεσα γαλήνια το καπέλο μου και τα γυαλιά μου, ενώ το έγκαυμα εξαπλωνόταν με θάρρος προς τα μέσα μου.
Είσαι ο πιο καθαρός ουρανός που κοίταξα ποτέ.


Μέρα τέταρτη του Αυγούστου. Παρατηρώ τους ανθρώπους. Δεν ξέρουν να αγαπούν. Δαγκώνουν αντί να φιλάνε και χαστουκίζουν αντί να χαϊδέψουν. Ίσως γιατί ξέρουν πόσο εύκολο είναι να χαλάσει η αγάπη.
Γίνεται ξαφνικά ακατόρθωτη.Ανεφάρμοστη.Μάταια. Οπότε την αποφεύγουν και ψάχνουν παρηγοριά, απομονωμένοι κάτω από τα μικρά πορτατίφ τους, στον φόβο και την απαισιοδοξία που είναι πάντα μα πάντα διαθέσιμα.

Πήραμε την μικρή Μιλού και την κατεβάσαμε στον κήπο. Πρώτη της φορά. Ναι, σαν χαμένος κομήτης. Την κοίταζα μέσα στα τρομαγμένα της μάτια και ρουφούσα όλες τις διαστολές της. Ακόμα προσπαθεί να μοιάσει με γάτα. Της έδειξα τα δέντρα που έστεκαν ζαλισμένα από την μεσημεριανή κάψα και της γνώρισα την «σφαίρα» την μικρή χελώνα. Ποτίσαμε την λεμονιά και τον εφηβικό κορμό του ευκάλυπτου, αφού ήπιαμε μονορούφι τον παγωμένο χυμό που έκανε το ποτήρι να ιδρώνει πάνω σε ένα σπασμένο ξύλινο τραπέζι. Κάπου στα αριστερά της ροδιάς.


Μπλε ώρες. Θερινός στο Θησείο. Μπλε ώρες. Σκέφτομαι να το σκάσω από όλα. Μπλε ώρες. Που χάθηκαν όσα με καταδίωκαν; Μπλε ώρες. Να προχωρήσω μπροστά ή να τρέξω πίσω; Μπλε ώρες. Περιμένω τα νέα των αλλαγών από μέρα σε μέρα. Από μπλε σε μπλε. Λες αν συναντηθούμε ποτέ; Λες να θάψουμε στα ερείπια του Κεραμικού εκείνο το ανάπηρο μισό μας;


Φυσάει τα μεσημέρια. Και τα απογεύματα που όλο κάπου πάω φυσάει τρελά. Μου σηκώνει την φούστα ψηλά. Μου μπερδεύει τα μαλλιά και τις άπλυτες σκέψεις μου. Μου φέρνει έναν ηλεκτρισμένο πονοκέφαλο και μια θαμπάδα στο βλέμμα.
Αλλαγές στο σπίτι. Νέο τραπέζι στην κουζίνα. Νέες καρέκλες επίσης. Μοιάζουν με αυτές που είχε η Λώρα στο «Μικρό σπίτι στο λιβάδι». Καναπές αριστερά. Τα Βιβλία για το θέατρο στο τρίτο ράφι. Η λογοτεχνία του τριάντα στο δεύτερο. Βρήκα και ένα πατημένο κοχυλάκι μέσα σε κάποιο από αυτά.
Το βράδυ γεμιστά με φέτα στο μπαλκόνι κι έπειτα, για επιδόρπιο, την υγρασία των άστρων.


Σε είδα στον ύπνο μου. Ήσουνα πάλι αγριεμένη και φόραγες εκείνη την μωβ πλεκτή ζακέτα. Με ρώτησες αν είμαι καλά. Είμαι λίγο καλύτερα. Φταίνε όλοι αυτοί οι άγγελοι που στοιβάζουν την νερένια αύρα τους κάτω από τις πόρτες και τα παράθυρα μου λίγο πριν κλείσω με γδούπο τα βλέφαρα. Με φροντίζουν τα βράδια και τα πρωινά, μου χτενίζουν τις στραβές μου πτυχώσεις.
Μην ανησυχείς.

Ξέρεις κάτι όμως;
Μου λείπει ο πλανήτης μου και οι μυρωδιές του την νύχτα. Μου λείπει το λαμπατέρ που έσπασα και εκείνο το γεράνι που ξερίζωσες επειδή είχε σαπίσει.
Και κάποιες φορές λείπω και γω από μένα .Μου φέρνεις λίγο την μωβ ζακέτα σου; Έχει πάνω της δύο- τρία κομμάτια μου από την μέρα που μου μίσεψες.
Θέλω να τα μυρίσω.