Ο Ιούνιος με χαϊδεύει παντού. Μου δίνει θάλασσες βαθυκύανες και ουρανούς με άπειρους ζαλισμένους πλανήτες για να κοιτάω ασταμάτητα. Με ποτίζει με αστρικά οινοπνεύματα και ύπνους γεμάτους υγρασία και μικρά ζωύφια στους τοίχους. Τις νύχτες το φιδάκι για τα κουνούπια ξεψυχάει σε φρεσκοβαμμένες αυλές και μείς μαστουρώνουμε γεμίζοντας αντισώματα. Μια σκέψη είσαι που όσο αναπνέω μεγαλώνει. Μοιάζεις με ένα λευκό μπαλόνι που ακουμπάει τα τοιχώματα μου. Αναστάτωση. Είχα καιρό να νοιώσω το τσιμπούρι του έρωτα και συ, σαν πεταλίδα καρφωμένη στον πιο σκοτεινό μου βράχο, δεν λες να ξεκολλήσεις με τίποτα. Ο νους μου πλάθει ιστορίες μαζί σου. Ολόκληρο το κίνημα του υπερρεαλισμού με προσκυνά. Κατά βάθος ξέρω ότι όλο αυτό με μας είναι μια μεγάλη παρεξήγηση. Όταν αποφασίσω να πάρω το βλέμμα μου από πάνω του θα γκρεμιστεί. Και ο ήχος που θα αφήσει θα είναι η μεγαλύτερη ηδονή. Ακόμα μεγαλύτερη και από την ηδονή του κόλπου μου.
Χαμηλώνει ο ήλιος και μωβίζει τα σημάδια μου. Όλα είναι εδώ, ακόμα και όσα δεν θέλω. Μακρόσυρτες ώρες εργασίες ,λίγες ώρες ύπνου, κολασμένα φιλιά, παρατεταμένα σαββατοκύριακα πεταμένα στο πάτωμα σαν χρησιμοποιημένα προφυλακτικά, εγκαίνια ξεθεωτικών εκθέσεων, πολύβουα πάρτι, ξενύχτια που ταριχεύουν το βλέμμα μου στο άπειρο και σκόνη νυκτός ανακατεμένη με αλμύρα και άδοξο έρωτα .Όλα είναι εδώ εκτός από αυτά που θέλουν να είναι. Η φωνή σου παραμορφώνει τους μυς του προσώπου μου και σκληραίνει τις γωνίες μου. Νομίζω ότι μασάω κομμάτια από βράχια όταν σε συναντώ και σου μιλάω. Νομίζω ότι χάνω όλη τη δύναμη μου και γίνομαι ένα κομμάτι από πλαστικό πατημένο στην ακρογωνιά του δρόμου. Ο έρωτας είναι μια νοηματική ασθένεια για αυτό και θα τον αφαιρέσω από μένα. Το πήρα απόφαση και πάει. Σε μια βδομάδα θα χω φτύσει, κατουρήσει, δακρύσει το μικρόβιο του έρωτα. Μια οδυνηρή αιμοκάθαρση θαρρείς, που θα με κάνει να μοιάζω και πάλι με ανακαινισμένη πρόσοψη νεοκλασικού. Μέχρι κάποιος να με κολλήσει ξανά. Σύντομα ξανά.
Μεγαλώνει η νύχτα μέσα μου κάθε φορά που παραδέχομαι την ήτα μου αλλά το επόμενο πρωί ξανακερδίζω όλα τα χαμένα μου εδάφη. Ο κόσμος κατεδαφίζεται μαζί με μένα. Το κράτος διαλύεται μέσα από ανασχηματισμούς και επεισόδια στο γέρικο Σύνταγμα .Οι «αγανακτισμένοι» παλιώνουν σαν φορεμένα λευκά μακό, γεμάτα μπίχλα και γω χορεύω εκείνο το παλιό βαλς λίγο πριν βρεθώ με όλους σας στον πάτο. Το παραδέχομαι δεν με νοιάζουν και τόσα πια. Κοιτάω μόνο τα γενναιόδωρα ντεκολτέ των αποτρελαμένων γυναικών και τα γυμνασμένα οπίσθια των αγοριών που στριμώχνονται μαζί με τα δικά μου στο μετρό. Δεν με νοιάζει τίποτα πέρα από μένα και το καλοκαίρι μου. Είμαι έτοιμη να κάνω τα πάντα για να το έχω και φέτος δικό μου. Υπάρχει ένα φωτάκι μέσα μου που όλο μεγαλώνει και με χτυπάει στην καρδιά. Αλλά δεν με νοιάζει ούτε αυτό. Θέλω επιτέλους να κατεδαφιστούν όλα και να με πλακώσουν μια και έξω .Αλλά πριν, λίγο πριν, θέλω να ζήσω αυτό το κομμάτι του καλοκαιριού που έμεινε, όσο πιο δυνατά μπορώ. Και μπορώ ακόμα κι αν παρανοήσω από την εξακολουθητική μου αφαίρεση.
Τίποτα πιο φυσιολογικό από την παράνοια.