Τετάρτη, Φεβρουαρίου 27, 2008

ΜιA φOρA ήTαN....


Μια φορά ήταν ο ουρανός
Κι έναν καιρό η θάλασσα
Μια φορά ήταν
Ο ουρανός
Κι έναν καιρό η θάλασσα.
Ήταν η θάλασσα και ο ουρανός.
Μια φορά κι έναν καιρό.

Μια φορά και έναν καιρό ο ουρανός τύλιξε τη θάλασσα και εκείνη γαλήνεψε και έγινε ο μεγαλύτερος καθρέφτης του κόσμου.

Πάνω της αυτός ανέπνεε αλμύρα.
Κάτω του αυτή έπαιρνε από το χρώμα του.

Κάθε ξημέρωμα θα στάζω πάνω σου μισοδαγκωμένες αλμυρές σταγόνες που χωράνε μέσα τους όλη την άβυσσο του βυθού σου και όλο το χάος του ουρανού μου.


Μια φορά ερωτεύτηκαν κι έναν καιρό, κοντά στο δείλι θα ήταν θαρρώ, ο ουρανός άφησε από τα σπλάχνα του έναν μεγάλο πορτοκαλί δίσκο.

Έμοιαζε με ψυχή που το έσκασε από την μοναξιά του πιο σμαραγδένιου μου γαλαξία και έτρεξε να χωθεί στην καρδιά σου που έμοιαζε με εκείνη την ανατολή που μπροστά μου ξημέρωνε και πίσω μου νύχτωνε. Ας είναι πορτοκαλί η νύχτα μου απόψε.

Γλίστρησε αυτός στο αλμυρό υπογάστριο της θάλασσας και το άλλο πρωί εκείνη του χάρισε έναν άλλο δίσκο που έμοιαζε πολύ στα χρώματα με τον δικό του. Τον φόρεσε τότε, κορώνα από χρυσάφι στο κεφάλι του, ο ουρανός και αποφάσισε πως ήρθε ο καιρός που μια φορά αυτός και εκείνη θα το κάνανε για πάντα αυτό.

Μια φορά και έναν καιρό.

Έρωτας ήταν. Είχε ήχους. Χρώματα είχε. Σχήματα πολλά. Μυρωδιές πρωτόγνωρες και μικρές κραυγές που θύμιζαν κραυγές γλάρων.

Ήχους αθόρυβων εκρήξεων. Χρώματα ουράνια τόξα που μαζεύω από κάθε άκρη μου και πλέκω κασκόλ να το μπερδέψεις στο λαιμό σου. Σχήματα αλλόκοτα, σκαλισμένα στο σχήμα σου που κάθε μέρα βουλιάζω πιο πολύ μέσα του. Μυρωδιές που τις παίρνει ο άνεμος και χώνονται μέσα στα ρουθούνια μου καθώς η νύχτα μου έρχεται και η αφηρημένη σελήνη περπατάει χαμογελαστή στις γειτονιές μου και σέρνει πίσω της το πιο λευκό μου μυστικό. Κραυγές που θύμιζαν κραυγές δικές σου την ώρα που απλωνόμουν πάνω σου και σ έβαφα στις αποχρώσεις μου.

Κάθε δείλι έσταζε μέσα της κομμάτι από την ψυχή του κάθε χάραμα φύσαγε αυτή πνοή από τον μέσα της βυθό. Και όλο γεννιόντουσαν αστέρια πάνω του και αστερίες μέσα της. Και όλο πύκνωναν σαν αποσιωπητικά τα σύννεφα και οι μαύρες συστάδες από τα φύκια.

Ηλιόλουστα ραγισμένα αστέρια που πέφτουν αθόρυβα πάνω σου και βουτάνε στα μαύρα σου νερά ψάχνοντας για τα χρωματιστά κομμάτια σου που δίνουν άλλη όψη στα ηλιοβασιλέματα και στις ανατολές μου.

Και όλο γεννιόντουσαν θαύματα πάνω του μια φορά και μέσα της έναν καιρό.
Κι έτσι και γω αποφάσισα λίγο πριν σε γνωρίσω, γατί πάντα ήξερα πως θα έρθεις να με βρεις,να σε αγαπήσω όπως ο ουρανός την θάλασσα.

Όπως η θάλασσα τα κρυφά της ναυάγια.

Δευτέρα, Φεβρουαρίου 25, 2008

Σελ. 123



Η αξιότιμη Μαρκησία του Ο. Και ο Εξωπραγματικός barouak με προσκάλεσαν στο μπλογκοπαίχνιδο που συνοψίζεται στο "Σελίδα 123, του κοντινότερου σε σας αυτή τη στιγμή βιβλίου, πρόταση έκτη, έβδομη και όγδοη".



«Έκανα έναν όρκο: αν εμείς οι θνητοί δεν μπορούμε να γίνουμε καλύτεροι από τους θεούς, τότε ας κρατάμε τουλάχιστον τις υποσχέσεις μας»

Τομ Ρόμπινς
«Το άρωμα του ονείρου»
Εκδόσεις Αίολος.




marko - Me:Moir-archive πιάστε δουλειά.

Δευτέρα, Φεβρουαρίου 18, 2008

ΠεΙρΑμα 48


Καλησπέρα φίλες και φίλοι. Γέρασαν τα μαλλιά μου 20 πόντους. Κανείς δεν μου είπε τίποτα για αυτό όμως. Σιωπή εκεί έξω. Παχύρρευστη σιωπή. Από αυτές που κρύβουν όλο το νόημα του κόσμου συμπυκνωμένο. Χάιδεψε μου τα μαλλιά να αρχίσει να κυκλοφορεί ξανά το αίμα στα δάχτυλά σου. Βάλε λίγο κονιάκ και κάτσε στην φωτιά μου. Καίει αργά το κατάρτι που δέθηκε ο Οδυσσέας. Ξύλο άχρηστο πια και τι να το έκανα. Μπλόκαρα με τόσο λευκό. Δεν ήξερα πως να το ξοδέψω. Ξήλωσα σαν πουλόβερ την λευκή ομηρία της φύσης και πάλεψα ελεύθερη στα μπράτσα του λευκού χειμώνα. Εσύ τολμάς ρε; Τολμάς;
Γέλια έξω. Κάποιοι πατάνε το χιόνι.
Ακούω μια παλιά κασέτα με μασημένες εξομολογήσεις. Χειμώνας του 86 τότε. Ερωτευμένη με τον Β. Για μια δεκαετία. Άτολμη η τότε καρδιά. Φραγμένες αρτηρίες από δικό μου χιόνι. Αλλιώτικο. Χειμώνας 86. Και τότε χιόνιζε όπως χτες. Μόνο που γλίστραγα πιο εύκολα τότε. Κατέβαινα να φάω το χιόνι τότε. Το πάταγα και δεν πονούσαν τα πλευρά μου. Φόραγα σκούφο και κόκκινες χοντρές μπότες. Μου άρεσε πολύ εκείνος τότε. Στο ίδιο θρανίο. Καλός μαθητής. Ο πρώτος του σχολείου. Σαν τον Απόλλωνα στην όψη, γεμάτος ξέφτια πια. Ότι δεν μπόρεσα ποτέ μου να του πω το έγραψα σε εκείνη την κασέτα. Ερωτευμένη από τότε. Κάποιες φορές χωρίς αιτία. Με θαύμαζα τότε γιατί είχα στον κρόταφο την σημασία των ωρών χωρίς κόστος. Με θαύμαζα για το παιδί που υπήρξα κι ας είχα την κόλαση γύρω από τον μικρό μου αφαλό. Δεν είχαν σκάσει μύτη ακόμα τα απόνερα της ζωής που δανείστηκα μετά. Έπειτα ήρθαν οι Κύκλωπες πίνοντας μπαρούτι μαζί με τους Λαιστρυγόνες που με άφησαν αργότερα μισή. Χειμώνας και τότε ίσως λίγο πιο κιτρινισμένος. Θαύμαζα την άχνα μου πιστεύοντας ότι κάπνιζα αρειμανίως, όπως ο πατέρας μου. Τότε. Τότε που βιαζόμουνα να κλειδώσω όλες τις πληροφορίες που είχα συλλέξει για την μισή μου ζωή και να τρέξω σε εκείνο εκεί το ματωμένο βέλος.
Ξανά τα γέλια από έξω. Το χιόνι σκορπάει μαζί με μένα κάτω από το ηλεκτρισμένο φως του δρόμου. Νευρικά γέλια από μέσα. Γέρασαν μονομιάς όλες οι πληγές του κόσμου. Τώρα το μέλλον είναι αληθινά μέλλον. Και ο Αντιφάτης( ο Βασιλιάς των Λαισρτυγόνων) στέκει εμπρός μου πιο πεινασμένος από ποτέ. Του έταξα όλες τις λέξεις μου σε σούπα κονσομέ.
Έλα Άννα στάματα να γίνεσαι μελό. Τι κι αν δεν είναι όμορφη η ζωή για όλον τον κόσμο;

Έπειτα ο «λευκός θόρυβος» από το αλουμινένιο τερματικό της μαγνητοταινίας.
Όλα είναι ένα πείραμα. Από την γραφή, την ζωή, το θάνατο, τα ταξίδια πάνω στις θάλασσες. Όλα είναι ένα πείραμα. Εδώ ο χειμώνας κρατάει 48 ώρες. Πείραμα και αυτό! Σκορπάω τώρα. Σκορπάω την αλήθεια μου στο κεφάλι του κόσμου.
Πείραμα. Το καράβι των Φαιάκων μπάρκαρε στα στενά της Αργυρούπολης.
Μα πως; Με τόσο χιόνι;
Πείραμα και αυτό. Δεν ψάχνω κόλακες. Δήμιους ψάχνω.

Τετάρτη, Φεβρουαρίου 13, 2008

ΑνΤιΣτΑθΕίΤε

Μαρία, Μαρία, Μαρία,
Άσε με νάμπω Μαρία,
Δε μπορώ έξω στους δρόμους.
Μαρία το βλέπεις -
που ανάμεσα στα δόντια μου κρατάω
- πάλι -
το μπαγιάτικο ψωμάκι
απ' το χτεσινό σου χάδι.

Μαρία. Άνοιξε. Πονάω.

Βλέπεις -
μες στα μάτια μου μπήχτηκαν
οι καρφίτσες των γυναικείων καπέλων.

Μαρία,
Φοβάμαι μην ξεχάσω τ' όνομά σου,
όπως φοβάται μην ξεχάσει ο ποιητής
μια λέξη που γεννήθηκε
στις ωδίνες της νύχτας
μιά λέξη μεγάλη σαν το Θεό.

Δε θέλεις Μαρία; Δε θέλεις;

Λοιπόν θα ξαναπάρω πάλι
σκυφτός και σκοτεινός την καρδιά μου
ποτισμένη με δάκρυ
για να την κουβαλήσω
σαν το σκυλί που κουβαλάει
στην τρύπα του
το πόδι του που τούκοψε το τραίνο.

^*^*^*^*^*^*^*^*^*^*^*^*^*^*^*^*^*^

Παραμερίστε.
Δε θα μου φράξετε το δρόμο.

Κοιτάχτε -
αποκεφάλισαν ξανά τ' αστέρια -
ματωμένος ουρανός σα σφαγείο.
Εϊ, εσύ ! Ουρανέ !
Βγάλ' το καπέλο σου.
Εγώ περνάω.


Ησυχία !
Κοιμάται η οικουμένη
ακουμπώντας το τεράστιο αυτί της
πάνω στο χέρι της το ολόστικτο
απ' τα τσιμπούρια των άστρων.


Στον ουρανό, σα Μαρσεγιέζα κόκκινη,
σφαδάζει ψοφώντας η δύση.
Όλα πια είναι μιά τρέλλα.


ΣΥΓΝΕΦΟ ΜΕ ΠΑΝΤΕΛΟΝΙΑ- Βλαντιμίρ Μαγιακόφσκι
( Α π ο σ π ά σ μ α τ α )
Μετάφραση:Γιάννης Ρίτσος.



Η Mantalena Parianos με προσκάλεσε σε αυτό το μπλογκοπαίχνιδο που λέει πως αν θέλω και δεν βαριέμαι μπορώ να γράψω ένα αγαπημένο μου ποίημα που αντιστέκεται στην κακογουστιά και την βλακεία των καιρών .


Σάββατο, Φεβρουαρίου 09, 2008

νΗπΕνΘέΣ

Ο Φλεβάρης μένει πια μαζί μου. Από τότε που έφτασε στην πόλη μου περνάει όλες τις μέρες του μαζί μου. Με κερνάει κρασί με μποράντζα κάθε βράδυ και μου λέει για τα χρώματα του πένθους. Οι ψυχές κρεμασμένες στις άκρες των μαλλιών του, τον διορθώνουν αν κάνει κάποιο λάθος. Έξω ο αέρας λυσσομανάει. Έχει πάρει όλη μου την ζωή και την έχει ανακατέψει μαζί με τα χώματα της ζαρντινιέρας. Γεύση αμμοθύελλας στο στόμα. Τα ποτήρια και τα πιάτα με τα υπολείμματα της χτεσινής νύχτας περιμένουν στο νεροχύτη. Ξύπνησα με μια ανησυχία σήμερα. Σα να γεννήθηκα έτσι ξαφνικά μαζί με τον κόσμο μου στην πλάτη σαν χοντρό και βαρύ σακίδιο.
Γεύση οδοντόκρεμας. Παγωμένα χέρια. Δεύτερος καφές.Αναγνωση.Αέρας.Αέρας.Με δύναμη. Μου λείπεις. Τίποτε δεν είναι όπως πριν. Φύσα κι άλλο .Πάρτα όλα μαζί σου. Δεν με νοιάζει που. Πάρτα. Αρκεί να χαθούν για πάντα. Μεσολάβησαν τόσα πένθη,τόση ζωή,αλλά δεν πειράζει πια, μια και ακόμα νοιώθω την σελήνη να φουσκώνει τις ρίζες των μαλλιών μου κάθε φορά που σηκώνει το κεφάλι της για να με δει.
Δεν πειράζει πια. Έχω πυξίδα τώρα και έναν προορισμό που με έχει επιλέξει από πριν.
Έχω το Φλεβάρη στο μέρος που κοιμάμαι και τα φορέματα των πολύχρωμων νυχτών στην ξύλινη ντουλάπα μου. Έχω το νου μου σαν τύχει και ξυπνήσω ιδρωμένη .Έχω τα πάντα σε ένα ποτήρι με νερό δίπλα στο κομοδίνο και ένα γκαζάκι μωβ που καίω τα όνειρά μου. Έχω ακόμα, την πιο βαριά επένδυση στην φόδρα της ζωής μου και ένα κασκόλ με όλα τα χρώματα του κόσμου που αγνοούμε τυλιγμένο γύρω από τον λαιμό μου. Ντύνομαι ζεστά και λίγο πριν χαράξει κατεβαίνω στα έγκατα μου. Ποτίζω τα λουλούδια στο Φιλοξενείο της ψυχής μου,φυτεύω βολβούς και πιάνω την κουβέντα μαζί τους. Με ρώτησες κάποτε πως μοιάζει. Το Φιλοξενείο της ψυχής μου μοιάζει με τεράστια μπαμπούσκα.

Αμυγδαλιές στα γκρι πεζοδρόμια .Διαδρομές με σύννεφα. Βουνά με κεραίες καρφωμένες στην ράχη τους. Ατυχήματα στους δρόμους. Κίνηση. Πάντα κίνηση. Αέρας. Αέρας. Φλεβάρης παντού .Ηλίθιες ειδήσεις. Ηλίθιος κόσμος. Αδιάφορα όλα όσα πλασάρουν. Τα φτύνω. Απαξιώ. Εγώ σαφώς θα ζω στον κόσμο μου και δεν θα γράφω ποτέ για αυτά που θέλουν. Γιατί αυτά που θέλουν μου είναι τόσο αδιάφορα. Όπως όλοι όσοι τα γράφουν. Ήδη έχουν ξεχαστεί .Μαζί με την κοιλιά της μάνας τους .Καλύτερα με τις μάσκες σας παιδιά. Περιμένω ακόμα να με ανακαλύψετε, αλλά φοβάμαι πως όταν το πάρετε απόφαση θα είναι ήδη αργά. Για σας μιλάω. Ναι, για εσάς.

Προχτές κράτησα για πρώτη φορά το πορτοκαλί. Μου άρεσε. Αποφάσισα να χρωματίσω με αυτό τα χέρια μου και όλες τις ώρες που περνάω μακριά σου.
Είχα καιρό που λες να βάλω μποράντζα στο κρασί μου. Από πέρυσι που ζούσαμε πάλι μαζί. Η Μποράντζα, πρέπει να ήταν το «Νηπενθές», που, όπως λέει ο Όμηρος, έδωσαν μέσα σε κρασί να πιει η ωραία Ελένη, για να ξεχάσει τα πάντα. Εγώ δεν θυμάμαι έτσι κι αλλιώς .Όταν το μούσκευαν στο νερό ξεδίψαγε όποιον το έπινε και όταν το έβαζαν στο κρασί έδιωχνε τη μελαγχολία κι έφερνε χαρά. Οι επιταφιακοί άνεμοι χτυπάν τα τοιχώματα του νου μου. Ξέρω για μένα όλα όσα δεν ξέρεις εσύ.
Είμαι αποδεκτή σε μένα, κι ας μην είναι τίποτα όπως πριν.
Και αυτό μου φτάνει πια.

Κυριακή, Φεβρουαρίου 03, 2008

FeBrUa


Ήρθε ξημερώματα Πέμπτης με ένα ψιλόβροχο. Δοκίμασα μια σταγόνα. Μικρή σαν κεφάλι καρφίτσας. Είχε γεύση παγωμένων άστρων. Είμαι βαθύτατα ερωτευμένη με τον μήνα αυτόν. Είμαι ένδον του χρόνια τώρα. Από παιδί θυμάμαι που τον περίμενα μέσα από τα παλιά αναγνωστικά και τις λαογραφικές κατατοπίσεις των δασκάλων. Από παιδί θυμάμαι την μητέρα μου να μιλάει για αυτόν ντυμένη Γερμανίδα χορεύτρια μεσοπολεμικού καμπαρέ και τον πάτερα μου γεμάτο χρυσόσκονη στα μάγουλα, ντυμένο Άραβα. Πατσουλί και ξεραμένα γέλια σε όλο το σπίτι. Σάλες γεμάτες μασκαρεμένο κόσμο,κομφετί κολλημένο στα χείλια και μαλλιά σερπαντινέ. Και γω να κρυφοκοιτάω μέσα από τις μικρές χαραμάδες που άφηναν οι πόρτες. Σιωπηλή και τόσο εκστασιασμένη με όλο αυτό που σχεδόν ξεχνούσα πως έπρεπε ήδη να κοιμάμαι. Ύστερα ερχόταν ο Φλεβάρης κουτσαίνοντας στο δωμάτιο μου, όπως και τώρα, και νότιζε το πάτωμα με υγρασία. Με άφηνε να ψάχνω τα εβένινα μαλλιά του και μου έλεγε ιστορίες από τα χρόνια που οι Ρωμαίοι τον άφησαν μισό. Είκοσι οχτώ χρόνια μετά ο Φλεβάρης ακόμα παλεύει κάθε βράδυ στα σεντόνια μου. Είναι νέος με εβένινα σγουρά μαλλιά που μοιάζουν πάντοτε βρεγμένα. Από τις άκρες τους κρέμονται μικρές ψυχές που ζουν μέσα σε μπλε σκούρα Ψυχοσάββατα.
Ο Φλεβάρης έχει κίτρινα μάτια που θυμίζουν κεχριμπάρι. Μου είπε πως γεννήθηκε μέσα σε μια δροσοσταλίδα ρετσινιού. Οι φλέβες του φουσκωμένες και μωβ έχουν μέσα τους τον τελευταίο χτύπο της καρδιάς του χειμώνα και μπόλικο βρεγμένο χώμα. Έχουν φουσκωμένα ποτάμια και γεννητούρια βολβών. Είκοσι βήματα της άνοιξης κι έναν προάγγελο αυτής. Το βλέμμα του γεμάτο φως καλοκαιριού και τα μαλλιά του αμείλικτο χειμώνα. Παλεύω και γω στα σεντόνια μαζί του. Παλεύω να χωθώ στην χαραμάδα της απόκοσμης αγκαλιάς του και τον παρακαλάω να με ξαναγεννήσει για να καταφέρω και φέτος να χαϊδέψω τα μαλλιά της Άνοιξης. Το πρωί με βάζει να μυρίζω τον αέρα και να του λέω τα συστατικά του. Με ακινητοποιεί κάτω από τον ήλιο του, που μοιάζει με απόσπασμα καλοκαιριού, και μου καίει τα χέρια με αυτό το κίτρινο φως που όλο δυναμώνει. Με πηγαίνει βόλτες στα μαγαζιά με τα αποκριάτικα και μου λέει την ιστορία της κάθε στολής. Ρίχνει στα μαλλιά μου σερπαντίνες και αλείφει τα πόδια μου με κομφετί. Γελάει αυτός. Γελάω και γω. Τα μεσημέρια τραβιόμαστε ανατολικά και σμίγουμε κάτω από αμυγδαλιές γεμάτες άνθη.
Μου αφήνει σημάδια παγωνιάς πάνω μου και ζωγραφίζει με χένα χελιδόνια στην σπονδυλική μου στήλη. Μου μιλάει για τις ψυχές που γνώρισε και γω έπειτα του λέω για τις δικές μου. Ανταλλάζουμε βλέμματα γεμάτα πορτοκαλί ηλεκτρισμό. Καταπίνουμε βολβούς και ρίζες τριανταφυλλιάς μαζί με λιωμένο χιόνι. Μεθυσμένοι σχεδόν, ξαπλώνουμε πάνω στις λίγες μέρες του, αφήνοντας τα πόδια μας να κρέμονται απ έξω. Τη νύχτα, λίγο πριν κλείσω τα μάτια μου να κοιμηθώ, ακούω τα νερά του. Τρέχουν με μανία μέσα στις φλέβες του και υγραίνουν τα τοιχώματα μου.

Το καθαριστήριο της γειτονίας μου λέγεται, «Καθαριστήριον ο Φλεβάρης». Εκεί, ο περίεργος κύριος Μύρτος και η γυναίκα του, η Ανθή που είναι και μοδίστρα, αναλαμβάνουν κάθε χρόνο τον καθαρισμό του μανδύα της Άνοιξης. Οι φήμες λένε πως εποπτεύουν και πολλούς από τους καθαρμούς των ψυχών κάθε Σάββατο.
Περνάω και ρίχνω που και που κλεφτές ματιές, αφήνοντας παντελόνια για κόντυμα και μπουφάν με χαλασμένα φερμουάρ για φτιάξιμο.

Σήμερα το πρωί ο Φλεβάρης με φίλησε με εκείνο το γνώριμο ρυθμό στην γλώσσα του. Μου χτένισε τα μαλλιά και με τράβηξε στα σκοτάδια του. Εκεί, ξάφνου, άναψε ένα φως που έδειξε την πρώτη ανθισμένη αμυγδαλιά. Αυτήν που έχω στον κηπάκο της ψυχής μου.