Πρωί
Σαββάτου, οι αραιές νεφώσεις πυκνώνουν και η σκόνη δίνει το παρόν από πάνω μας.
Μάρτης μήνας και μια από τα ίδια. Λαιμός που γδέρνει και φτάνει η ενόχληση μέχρι
την καρδιά, βήχας, χαρτομάντιλα στο κομοδίνο, δυσκολία στην κατάποση, στην ανάγνωση,
στην επικοινωνία, στο παρακάτω. Ένας μυς στέκει τεντωμένος πίσω στην ωμοπλάτη,
στην θέση που κάποτε ήταν τα φτερά και με τραβά. Με τραβά με τόση δύναμη που είμαι
σίγουρη πως θα με ξηλώσει. Και σκέφτομαι: Επιτέλους.
Δεν
υπάρχει πρωινό που να μην έχω σηκωθεί με κάποιο πόνο. Δεν υπάρχει πρωινό που να
μην έχω σκεφτεί πως ο δικός μου κόσμος όπως τον θυμάμαι, βγαίνοντας από τις φυλλωσιές
του στην μεγάλη λεωφόρο, δεν υπάρχει πουθενά, οι δικοί μου πρόγονοι λιώνουν σαν
καραμέλα σε τελευταίο στάδιο ευχαρίστησης στον ουρανίσκο. Γίνονται όλο και πιο λίγοι,
όλο και πιο λιγοστοί, όλο και πιο μακρινοί. Κοντεύουν άστρα. Και μένω εγώ, που ακόμα
αναρωτιέμαι αν αξίζει αυτή η ζωή. Αυτό το απόβρασμα που λεκιάζει συνεχώς, ότι πιο
καθαρό φύλαξα στην φόδρα της ψυχής μου. Ξέρετε τι είναι ψυχή ε;
Αττική οδός. Τούνελ με ανοιχτά στόματα με καταπίνουν καθημερινά. Ο εκφωνητής
στο δελτίο καιρού λέει κάτι για λασποβροχές και νοτιάδες έως και 9 Μποφώρ. Και;
Εγώ, φίλε μου καλέ που εκφωνείς ότι σου λένε, στον ύπνο μου βλέπω συχνά το ίδιο
όνειρο. Είμαι σπίτι μου, στο μεγάλο σαλόνι, είναι μέρα και έξω υπάρχουν δύο
μεγάλοι ανεμοστρόβιλοι όπως αυτοί που βλέπουμε στις Αμερικάνικες ταινίες.
Έρχονται από την μεριά της Αίγινας κυκλικά και φτάνουν στην πόλη. Πέφτουν σπίτια,
δέντρα, σκόνη παντού. Η θάλασσα πετάγεται μέχρι την περιοχή μου και όλα τα τζάμια
σπάνε στο σαλόνι. Και γω είμαι κάτω από μια ροτόντα και ουρλιάζω. Στο σπίτι δεν
έχω όμως καμία ροτόντα. Ίσως είναι καιρός να πάρω, για να μπω εκείνη την στιγμή
από κάτω να ουρλιάζω.
Περασμένες δυο. Περασμένες ζωές. Σε ένα δωμάτιο
με μια κόκκινη λάμπα κάπου μακριά από αυτή την χώρα ένα αγόρι ανασαίνει. Ξαπλωμένο
ανάσκελα στηρίζει όλη του την ύπαρξη σε εκείνη την φαρδιά τετράγωνη πλάτη που
δεν θα μπορέσω να ακουμπήσω ποτέ. Γατί το κόκκινο χρώμα του δωματίου του
μοιάζει με αίμα και το αίμα δηλώνει συγγένεια και η συγγένεια δεν έχει έρωτες
στα κενά της πεδία. Όλη μας η ζωή μια απαγόρευση. Η εναλλακτική μας ένα ρίσκο.
Και κάπως έτσι, στα σκοτεινά, με μια μάσκα οξυγόνου, λίγο
σκόνη στα παπούτσια και την μυρωδιά των λεμονανθών στη διαπασών πάμε στους τελευταίους
χαιρετισμούς χωρίς κανείς να μας δίνει σημασία. Και μετά η βουβή Παρασκευή, και μετά
εσύ και γω σε ένα αυτοκίνητο και μια εκδρομή, και όλος αυτός ο κόσμος που ζει μέσα
από μας, δίπλα σε μας, μακριά από μας. Πάμε γενικώς και όπου βγει. Έτσι κι αλλιώς
η διαδρομή όλο και μικραίνει μπροστά
μου. Ας το κάνουμε σύντομο αλλά ας το κάνουμε να αξίζει.