Χειμώνας ήρθε. Φρεσκολουσμένος με τζακόξυλο και φλούδες πορτοκαλιού.
Κάθομαι σε εμβρυακή στάση δίπλα στο αναμμένο τζάκι και ξεφλουδίζω ξανά και ξανά τις ημέρες που γέννησα. Κρεμάω στις άκρες των δαχτύλων μου πέντε μωβ μπαλόνια και ένα νέο χάρτη γεμάτο ποτάμια. Μοιάζω με ένα μικρό κουβάρι από αφηρημένες πολύχρωμες κλωστές. Λίγο πριν βάλω τα κλάματα για όλα εκείνα που λιποτάχτησαν από μένα πέφτει μια άσπλαχνη βροχή, θυμάμαι, και στον ουρανό μια γαλαζορόζ τρύπα ανοίγει σαν ανθός από τον τρελό βοριά.
Όταν ξεμυτίζω φοράω ξανά εκείνο το κόκκινο πλεκτό φόρεμα και μοιάζω με πληγή χριστουγεννιάτικη. Μοιάζω με παρανοϊκό ουρανό που σκότωσε τον ήλιο στα καλά καθούμενα.
-Είσαι σαν ξωτικό που έκανε βουτιά στην καρδιά του Δεκέμβρη.
-Είμαι μια κόκκινη πληγή, ειδικά όταν έχει φεγγάρι και φέγγουν οι νύχτες σαν ξεχασμένοι προβολείς.
-Όχι σου λέω. Μοιάζεις με εκείνο το κόκκινο αερόστατο που θέλω να βρω για να έρθω μέχρι εσένα .Θα σε φουσκώνω με ανάσες να με ταξιδεύεις στον κόσμο.
Έβαλε κρύο μπόλικο, σαν να γύρισε κάποιος απότομα τον διακόπτη στην ψύξη.
Στο κρύο λειτουργεί καλύτερα η καρδιά. Ζεσταίνονται οι ψυχρές αρτηρίες. Και το μυαλό. Σκοτώνει ότι άσχημο αναπτύσσει η μνήμη.
Οικογενειακά τραπέζια. Κάθε χρόνο και πιο λίγοι. Κόσμοι που όλο και παλιώνουν αφήνοντας μέσα σου βαθιές ρωγμές. Η μαμά και ο μπαμπάς που μαζί με τον κόσμο αυτό φέρουν στην αναστροφή των χεριών τους τις κηλίδες όλων των ετών που καψαλίστηκαν. Το ίδιο δέντρο κάθε χρόνο, σαν κακοαναστημένο τομάρι,λαμπυρίζει μια ρετουσαρισμένη παλιούρα. Θλιβερά είναι τα Χριστούγεννα. Ποτέ ακριβώς δεν κατάλαβα το χαρμόσυνο μήνυμα τους.
-Μα γεννήθηκε ο Χριστός.
-Ναι, αλλά ξέρεις πια, πριν ακόμη γεννηθεί, τον τρόπο που θα πεθάνει και είναι τόσο απάνθρωπο να γιορτάζεις την γέννηση ενός θύματος. Ενός μάγου που ποτέ δεν κατάλαβε πραγματικά σε ποιους απευθυνόταν. Δεν με αγγίζει πια σου λέω αυτή η ιστορία. Την μπούχτισα. Καλύτερα να κοιτάω την ανατολή που βουλιάζει κάθε μέρα στους ομφαλούς των συννέφων. Έλα, άσε με.
Πηχτή, παχύρρευστη μοναξιά. Μια παράξενη εκεχειρία αρχίζει. Λες να χιονίσει κι εδώ;Οι δρόμοι έξω, σαν αιχμές από δόρατα. Το κεφάλι μου έχει άστρα και το στέρνο μου την πιο άγρια θάλασσα. Το καλύτερο κοκτέιλ θα βγει αν με κουνήσουν πάνω κάτω. Λαμποκοπάω από πόνο. Στραφταλίζω από απόγνωση συνοδεύοντας τον ρυθμό της μιζέριας των γιορτινών ημερών. Λες να χιονίσει;
Πονάω πολύ για όλα όσα έγιναν και για όλα όσα θα γίνουν. Έχουμε δρόμο μακρύ ακόμα. Πονάω που έφυγες όπως γλιστράει ένα νόμισμα μέσα στις χαραμάδες του υπονόμου. Πονάω για κάθε μοναδικό άνθρωπο που κανείς δεν πρόκειται ποτέ να καταλάβει. Για τον Αι Βασίλη που αλήθεια δεν υπάρχει. Για όλα τα δώρα που ήθελα και δεν φάνηκαν ποτέ σε καμιά κάλτσα. Πονάω καθώς βγαίνει ο πλανήτης του ήλιου πάνω μου κάθε πρωί και υποφέρω κάθε βράδυ που αφηρημένα η σελήνη ξεχνάει να φανεί ολόκληρη. Πονάω ναι, αλλά όπως λες και συ δεν έχει ακόμα γεννηθεί ο πόνος που θα με καθηλώσει.
Άγρια συναρπαστικό να είναι το νέο έτος γαμώτο.
Παρασκευή, Δεκεμβρίου 26, 2008
Τετάρτη, Δεκεμβρίου 10, 2008
ΥπΑρΧεΙ αΛήΘεΙα;
Αλήθεια είμαστε ακόμα άνθρωποι; Μήπως έχει γίνει μια σιωπηλή μετάβαση σε κάτι άλλο;
Αλήθεια είναι οργή όλο αυτό και όχι το θράσος του κατεστραμμένου δουλοπάροικου;
Αλήθεια γίναν όλα αυτά για τον Αλέξη; Ποιος τα ζήτησε;
Μήπως πάλι μας κάνουν να κοιτάξουμε αλλού, μέχρι το Βατοπέδι να βάλει τα εσώρουχα του, να ντυθεί και να φύγει;
Και τότε με τον Ζαχόπουλο πάλι φωτιές είχαμε για να ξεχάσουμε. Μόνο που τότε, όταν κάψανε την γη τους στην Ηλεία, κάνεις δεν σηκώθηκε να διαμαρτυρηθεί έτσι. Κανείς δεν τόλμησε να κάψει το κέντρο. Εκεί θα ταίριαζε καλύτερα αυτό.
Αλήθεια είναι ότι οι βανδαλισμοί γίνονται από μισθοφόρους της αστυνομίας και όχι από παιδιά; 30.0000 το χτύπημα.
Ανοχή και ανέχεια. Τα media έχουν τσάμπα πρόγραμμα και το γιορτάζουν. Σούπερ show. Καμιά ακριβή παραγωγή δεν θα είχε το ίδιο στραφταλιζέ αποτέλεσμα.
Κάτι έπεσε με δύναμη πάνω μας και άλλαξε τους πόλους μας. Μετακίνησε τον άξονα μας και αποπροσανατολιστήκαμε. Αλλού κοιτάμε. Υπάρχει μια παρερμηνεία σε όλο αυτό. Άλλο είναι το πρόβλημα και έχει αρχίσει και σκάει το πύον του πια.
Παιδιά που φοράνε φούτερ με κουκούλες. Με φοβίζουν. Παραπέμπουν σε ύφος και στιλάκι Κου Κλουξ Κλαν. Μπερδεύτηκαν οι εποχές, οι διατάξεις, οι παρατάξεις τα χρώματα. Μπερδεύτηκε ο άνθρωπος με τα θεριά. Χάθηκε ο νότος και ο βοράς και στα σακιά της νύχτας δεν υπάρχει τίποτε άλλο, παρά μόνο αποφάγια τρέλας και λαμπερές μολότοφ. Σαν κάποιος να το έφτυσε όλο αυτό από τον παλιότερο ουρανοξύστη της ιστορίας του κόσμου.
Μπάτσοι μισότρελοι που σκοτώνουν για να νιώσουν καλύτερα. Παιδιά που μένουν Ψυχικό και κατεβαίνουν βόλτα στα Εξάρχεια για να βρίσουν. Λες και ο κόσμος ήταν όπως τους έλεγαν παλιά. Παρέες που πάνε στα τυφλά σε άλλες παρέες και αυτές με την σειρά τους χάνονται στα βάθη των αιώνων σαν μισότρελα φρικιά. Και η σελήνη από πάνω να δείχνει πάντα και μόνο τη μια της πλευρά.
Αλήθεια ήταν, «ένα μεμονωμένο περιστατικό»; Αν ναι,τότε γιατί δεν βάλανε πίσω στην θέση της την αστυνομία να κάνει την δουλειά της; Αν είναι υγιέστατη καθ όλα τα άλλα γιατί την αποσύρανε;
Τι αλήθεια συμβαίνει στο ανθρώπινο είδος και ακούει όλα αυτά με μια ξεχειλωμένη ανέχεια και μια ματαιότητα που όλο αγοράζει καινούργια ρούχα;
Καμένα κέντρα, καμένες ψυχές, καμένα μυαλά. Που είναι ο στόχος πια;
Ξέρει ο άνθρωπος τι κάνει ή απλά του έλειψε η φωτιά και η μεγάλη του χωριού πανήγυρη;
Γιατί είμαστε τόσο ανεκτικοί σε όλο αυτό; Μήπως γιατί αυτό το κυβερνητικό πλιάτσικο υπάρχει από την δεκαετία του 50; Μήπως γιατί κάθε μια κυβέρνηση που αναλαμβάνει παίρνει, με τον ίδιο τρόπο που κάνανε πλιάτσικο αυτά τα παιδιά, κάτι από την προηγούμενη;
Μήπως γιατί μας αρέσει να βλέπουμε στην τηλεόραση αυτά που μοιάζουν με ταινίες και χωράνε μόνο στις ζωές των άλλων, χαμογελώντας ιλαρά και λέγοντας, «ευτυχώς εμείς δεν πάθαμε τίποτα»;
Γιατί δεν μαζευόμαστε όλοι εμείς, έξω από το Μαξίμου να φωνάξουμε: Άλλος!
Αφού μια είναι η αλήθεια. Δεν υπάρχει κυβέρνηση. Και δεν υπάρχει καιρό τώρα.
Ας πάμε ειρηνικά μέχρι εκεί να τους πούμε ότι το ξέρουμε, όπως θα έλεγε κανείς στο παλιό το χρόνο, ότι ήρθε η ώρα να φύγει πια. Για τα καλά.
Αλήθεια είναι οργή όλο αυτό και όχι το θράσος του κατεστραμμένου δουλοπάροικου;
Αλήθεια γίναν όλα αυτά για τον Αλέξη; Ποιος τα ζήτησε;
Μήπως πάλι μας κάνουν να κοιτάξουμε αλλού, μέχρι το Βατοπέδι να βάλει τα εσώρουχα του, να ντυθεί και να φύγει;
Και τότε με τον Ζαχόπουλο πάλι φωτιές είχαμε για να ξεχάσουμε. Μόνο που τότε, όταν κάψανε την γη τους στην Ηλεία, κάνεις δεν σηκώθηκε να διαμαρτυρηθεί έτσι. Κανείς δεν τόλμησε να κάψει το κέντρο. Εκεί θα ταίριαζε καλύτερα αυτό.
Αλήθεια είναι ότι οι βανδαλισμοί γίνονται από μισθοφόρους της αστυνομίας και όχι από παιδιά; 30.0000 το χτύπημα.
Ανοχή και ανέχεια. Τα media έχουν τσάμπα πρόγραμμα και το γιορτάζουν. Σούπερ show. Καμιά ακριβή παραγωγή δεν θα είχε το ίδιο στραφταλιζέ αποτέλεσμα.
Κάτι έπεσε με δύναμη πάνω μας και άλλαξε τους πόλους μας. Μετακίνησε τον άξονα μας και αποπροσανατολιστήκαμε. Αλλού κοιτάμε. Υπάρχει μια παρερμηνεία σε όλο αυτό. Άλλο είναι το πρόβλημα και έχει αρχίσει και σκάει το πύον του πια.
Παιδιά που φοράνε φούτερ με κουκούλες. Με φοβίζουν. Παραπέμπουν σε ύφος και στιλάκι Κου Κλουξ Κλαν. Μπερδεύτηκαν οι εποχές, οι διατάξεις, οι παρατάξεις τα χρώματα. Μπερδεύτηκε ο άνθρωπος με τα θεριά. Χάθηκε ο νότος και ο βοράς και στα σακιά της νύχτας δεν υπάρχει τίποτε άλλο, παρά μόνο αποφάγια τρέλας και λαμπερές μολότοφ. Σαν κάποιος να το έφτυσε όλο αυτό από τον παλιότερο ουρανοξύστη της ιστορίας του κόσμου.
Μπάτσοι μισότρελοι που σκοτώνουν για να νιώσουν καλύτερα. Παιδιά που μένουν Ψυχικό και κατεβαίνουν βόλτα στα Εξάρχεια για να βρίσουν. Λες και ο κόσμος ήταν όπως τους έλεγαν παλιά. Παρέες που πάνε στα τυφλά σε άλλες παρέες και αυτές με την σειρά τους χάνονται στα βάθη των αιώνων σαν μισότρελα φρικιά. Και η σελήνη από πάνω να δείχνει πάντα και μόνο τη μια της πλευρά.
Αλήθεια ήταν, «ένα μεμονωμένο περιστατικό»; Αν ναι,τότε γιατί δεν βάλανε πίσω στην θέση της την αστυνομία να κάνει την δουλειά της; Αν είναι υγιέστατη καθ όλα τα άλλα γιατί την αποσύρανε;
Τι αλήθεια συμβαίνει στο ανθρώπινο είδος και ακούει όλα αυτά με μια ξεχειλωμένη ανέχεια και μια ματαιότητα που όλο αγοράζει καινούργια ρούχα;
Καμένα κέντρα, καμένες ψυχές, καμένα μυαλά. Που είναι ο στόχος πια;
Ξέρει ο άνθρωπος τι κάνει ή απλά του έλειψε η φωτιά και η μεγάλη του χωριού πανήγυρη;
Γιατί είμαστε τόσο ανεκτικοί σε όλο αυτό; Μήπως γιατί αυτό το κυβερνητικό πλιάτσικο υπάρχει από την δεκαετία του 50; Μήπως γιατί κάθε μια κυβέρνηση που αναλαμβάνει παίρνει, με τον ίδιο τρόπο που κάνανε πλιάτσικο αυτά τα παιδιά, κάτι από την προηγούμενη;
Μήπως γιατί μας αρέσει να βλέπουμε στην τηλεόραση αυτά που μοιάζουν με ταινίες και χωράνε μόνο στις ζωές των άλλων, χαμογελώντας ιλαρά και λέγοντας, «ευτυχώς εμείς δεν πάθαμε τίποτα»;
Γιατί δεν μαζευόμαστε όλοι εμείς, έξω από το Μαξίμου να φωνάξουμε: Άλλος!
Αφού μια είναι η αλήθεια. Δεν υπάρχει κυβέρνηση. Και δεν υπάρχει καιρό τώρα.
Ας πάμε ειρηνικά μέχρι εκεί να τους πούμε ότι το ξέρουμε, όπως θα έλεγε κανείς στο παλιό το χρόνο, ότι ήρθε η ώρα να φύγει πια. Για τα καλά.
Δευτέρα, Δεκεμβρίου 01, 2008
ΣαΝ αΙμΑ πΟυ ΠήΖεΙ
Ξαπλώνουμε σε μια εμπριμέ κουβέρτα, κάτω στο ξύλινο πάτωμα. Δίπλα μας η νύχτα και πέρα από κει μια συναχωμένη σελήνη. Ηλιόσποροι ανοιγμένοι στην μέση, σαν πτώματα χάρτινων εντόμων. Κόκκινο κρασί σαν πηγμένο αίμα.
Με κοιτάς χωρίς τελείες. Μόνο παραγράφους αλλάζεις. Σκεπαζόμαστε με την κουβέρτα. Πλησιάζω με την πλάτη στο στέρνο σου και νοιώθω πως αυτό το έκανα από πάντα.
-Θα με πάρεις αγκαλιά να κοιμηθώ;
Αναρωτιέμαι αν άκουσα καλά την δικιά μου φωνή να το λέει. Χιλιάδες φωνές εκεί έξω κι όμως καμιά σαν την δική σου.
-Θα σε πάρω και σου υπόσχομαι πως αύριο θα φυσήξουμε στο πουθενά δεκάδες ολοστρόγγυλους πλανήτες.
Μοιάζεις με αίμα που από υγρό γίνεται στέρεο και πήζει όλο και πιο πολύ.
Ένα μπέρδεμα και μια κίτρινη ξεψυχισμένη θλίψη κάθεται πάνω στο δεξί σου κρόταφο.
Κι όμως χτες κοντά στο ξημέρωμα την ώρα που χαμήλωσαν τα αστέρια, είχα την αίσθηση ότι ήσουνα μαζί μου. Και με διόρθωσες στο μέτρημα φιλώντας μου τα χέρια.
Θα ορκιζόμουνα ότι ήσουν εσύ. Είχες το ίδιο παραγεμισμένο σακίδιο που είδα να έχει κάποτε στην πλάτη της η αγάπη.
-Θα μείνεις ή θα φύγεις;
-Θα μείνω. Ξέρεις γιατί με θες;
-Γιατί είσαι εσύ.
Έβαλες ύστερα διστακτικά πολύ το αυτί σου στην κοιλία μου και μάζεψες όλους τους θορύβους μου. Με φίλησες όπως φιλάει ο ήλιος την σελήνη στο χάσιμο και έψαξες να με βρεις μέσα από τα πορφυρά μονοπάτια του σώματος μου. Βουβό κλάμα στην περιφέρεια του λαιμού σου. Τα αυτιά μου γέμισαν ξεψυχισμένες ανάσες σου και χιλιάδες μυστικά φερμένα από τα έγκατα των ιστών σου. Τα τσίνορα σου έχουν γεύση βανίλιας και τα φρύδια σου γεύση αμμωνίας. Κάλυψε με για λίγο και γω ύστερα θα καταπιώ το μυστικό σου όσο μεγάλο κι αν είναι.
Κι έπειτα εκείνο το τόσο χαρακτηριστικό άρωμα που αφήνει ο έρωτας όταν ξεθυμαίνει και μια πλανόδια θλίψη με ρόδες να σκάει στρακαστρούκες στα βάθη του μυαλού μου.
Ήρθες για τρεις νύχτες και μου έδωσες όλα όσα είχα κάποτε ζητήσει. Ακόμα και την σειρά των άστρων που επιθύμησα έξω από το παράθυρο μου. Γέμισες το δωμάτιο με πράσινο φως πυγολαμπίδων. Μου άφησες στο ταβάνι να κοιτάω τον κύκλο μιας κοσμική τρέλας και μέσα του έναν άλλο πιο μικρό κύκλο που έμοιαζε λες σαν κομήτης που καταπίνει την ουρά του. Έφυγες ύστερα και με άφησες με έναν ύπνο που ακροβατεί πάνω μου, έναν πυρετό που μου είπε το όνομα του αλλά το ξέχασα αμέσως, ένα μυαλό που δεν συντονίζεται με αυτό το σύμπαν κ έναν πόνο στους μυς που μοιάζει με άγαρμπη αγάπη.
-Μου αρέσει ο τρόπος που σμίγουν τα μάτια σου.
-Και μένα ο τρόπος που η σιωπή γυαλίζει τα δόντια σου.
Ξημέρωσε για τα καλά. Ακόμη μυρίζω εσύ.
Ακόμα να γυρίσω σε μένα. Περιμένω εκείνη την ιερή αναλαμπή που φέρνει πίσω τα χαμένα αντικείμενα. Μαζί και σένα.
Μήνα καλό.
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)