Κυριακή, Αυγούστου 28, 2022

FaThEr FoOtAgE

 


Σαν σήμερα θα είχες γενέθλια, θα σε έπαιρνα τηλέφωνο, θα λέγαμε τα βασικά, κυρίως υγεία να έχουμε και θα κλείναμε με εσένα να λες «πες μου 5 αριθμούς να παίξω στο Τζόκερ»

Σαν σήμερα σε μια άλλη εκδοχή ζωής θα ήσουνα στον Πόρο, στο εξοχικό της αδερφής σου και θα κολυμπούσες με τα αφρόψαρα, θα έκανες τα σιωπηλά εκείνα μακροβούτια που μου έφερναν ταχυκαρδία κάθε καλοκαίρι μικρή που σε έβλεπα να τα κάνεις μην και σε χάσω. Μην και εξαφανιστείς σε βάθη άγνωστα χωρίς επιστροφή. Και τι ανακούφιση κάθε φορά που σε έβλεπα να βγαίνεις στην επιφάνεια τινάζοντας το νερό από τα μαλλιά σου. Ακόμα περιμένω να βγεις, στέκομαι στην άκρη της θάλασσας, και περιμένω να βγεις. Δεν μπορώ να πιστέψω ότι σε εκείνο το τελευταίο μακροβούτι σου χάθηκες για πάντα. Ακόμα περιμένω, όπως τότε.

Πριν 4 μέρες ένας φίλος μου έστειλε ψηφιοποιημένα κάποια παλιά βίντεο από το μακρινό καλοκαίρι του 89.Τοτε που παραθερίζαμε στην Τζια. Δεν ήξερα αν ήμουν έτοιμη να σε δω, 2 χρόνια μετά την τελευταία άπνοια. Πάτησα όμως το play μην μπορώντας να αντισταθώ στην εικόνα σου. Ένας γάντζος σα να ακούμπησε το πάνω τοίχωμα της παλιωμένης  μου καρδιάς. Πόσο πίσω πήγα, ήσουν σχεδόν στην ηλικία που είμαι τώρα. Αμέριμνος, τα μαλλιά σου είχαν ήδη γκριζάρει σε αντίθεση με τα δικά μου. Ήσουν στην παραλία του Οτζια, έπαιζες ρακέτες όπως πάντα σε τετράδες. Όλοι νέοι, αγέρωχοι, αθάνατοι. Όλοι σούπερ ήρωες στα παιδικά μας μάτια. Και μεις ακόμα πιο νέοι μέσα στο πύον της νιότης, καθισμένοι στην παραλία οκλαδόν, χωρίς γυαλιά ηλίου με λευκές μπλούζες, βαρεμένοι από εκείνο το θα ζούμε για πάντα.

28 Αυγούστου 2022. Έχεις γενέθλια μα δεν είσαι πουθενά να σου ευχηθώ. Το μόνο που έμεινε είναι εκείνοι οι 5 αριθμοί που θα σου έλεγα να παίξεις  στο Τζόκερ και η παλιά βιντεοταινία με μας στην παραλία του οτζια. Προσπαθώ να αγγίξω την άμμο της μέσα από την οθόνη, εσύ δεν μου δίνεις σημασία συνεχίζεις να παίζεις ρακέτες με την Φαίη που φορά εκείνο το φραουλί μαγιό και χαμογελά κάθε τόσο. Κι όμως σχεδόν τα κατάφερα. Είμαι κοντά στο κύμα η άμμος ζεστή και μαλακή, τα κατάφερα. Γράφω πάνω της ένα μεγάλο ατσούμπαλο χρόνια πολλά. Κανείς δεν με βλέπει κι όμως είμαι εκεί με όλους στο καλοκαίρι του 1989. Για λίγο σου φεύγει η ρακέτα και σταματάς. Πετάς τα γυαλιά και το καπέλο σου και κάνεις ένα θεαματικό μακροβούτι από κείνα που πάντα με τρόμαζαν και δεν ξαναβγαίνεις. Εγώ όμως σου έγραψα στην άμμο χρόνια πολλά και περιμένω. Ίσως όταν βγεις εγώ να λείπω αλλά θα το δεις γραμμένο και χωρίς να μπορείς να καταλάβεις και να εξηγήσεις θα χαμογελάσεις.  Και θα χαμογελάσω και γω, θα σκεφτώ 5 αριθμούς να πάω να παίξω και θα συνεχίσω να ζω σε εκείνο το για πάντα που κακά τα ψέματα εσύ μου έμαθες πως δεν υπάρχει πια.

Παρασκευή, Αυγούστου 12, 2022

sUmMeR FoOtAgE (AuGuSt)*

 



Έξω όλα είναι σχεδόν μωβ. Ο ήλιος σκυμμένος στα βάθη ενός ορίζοντα πάει να συναντήσει τους νεκρούς μας. Χρυσές άπνοιες φωτός ακούμπησε τους ωμούς, τα βλέφαρα και τα μαλλιά μου. Είμαι στην ταράτσα του Jumbo με μια γρανίτα Mojito στο χέρι και βλέπω τη θάλασσα να απομακρύνεται συνεχώς από κοντά μου. Ακουμπάω στο ζεστό καπό του κόκκινου Clio, καθώς ένας αέρας που μοιάζει με μελτέμι μπερδεύει τα μαλλιά μου. Τρίχες με γεύση mojito. Μυρωδιά καμένου λαδιού και μηχανής αυτοκινήτου.

«Η θάλασσα», μονολογώ, η θάλασσα με άφησε μόνη μου εδώ να την αποχαιρετώ κάθε μέρα κάνοντας πράγματα που μοιάζουν ανούσια καθώς αυτή απομακρύνεται. Σακούλες τεράστιες στα πόδια μου ριγμένες καταγής, έτοιμες να ξεράσουν όλα όσα γέμισα μέσα τους, γλείφουν τις πληγές της Αχιλλείου φτέρνας μου, όσο εγώ γλείφω εκείνη την παιδική γρανίτα νοσταλγικά σαν να γλείφω καλοκαίρια ολόγιομα κρεμασμένα σε μυτερούς κρατήρες Αυγουστιάτικων αρχαίων πανσελήνων στο νησί της ροζαλγίας.

Είμαι στην ταράτσα του jumbo, αραγμένη στο καπό του κόκκινου Clio και περιμένω κάτι να συμβεί, κάποιος να φωνάξει το όνομά μου, κάτι γνώριμο να ακουμπήσει τα μαλλιά μου, μια φωνή, έναν ήχο, μια αθάνατη μυρωδιά που κατάφερε να μπει μαζί με κείνο το καθάριο άχρονο φως από τις ρωγμές των σφαλιστών παραθύρων της πίσω μου ζωής, που όλο και φαρδαίνει.

Τα πρώτα αστέρια βγήκαν βήχοντας πάνω από το ιδρωμένο σβέρκο μου.Κάποτε τις νύχτες έπειτα από μακρόσυρτους μεσημεριανούς ύπνους γεμάτους αμμοβολή νόμιζα ότι μασούσα αστεροσκόνη και την κατάπινα για να ενισχύσω το ανοσοποιητικό μου. Ευτυχώς δεν έκανα πέτρα στα νεφρά, αλλά ούτε και το ανοσοποιητικό μου ενισχύθηκε.Ίσα ίσα που χάλασε το σμάλτο των δοντιών μου και τις νύχτες φωσφόριζε και δεν με άφηνε να κοιμηθώ.

Περιμένω τη δύση του ηλίου μαζί με τη δύση της δικιάς μου ζωής και σκέφτομαι τα πάρτι που με περιμένουν καθώς θα χάνεται η λάμψη από το δέρμα μου. Θα είναι πάρτι μαμούθ μέχρι κάποιος να έρθει να μας πάρει σηκωτούς ή αναίσθητους.

Και κάπως έτσι αφήνω κι αυτό το καλοκαίρι να απορροφηθει.Σύμφωνα με το μοντέλο της φυσικής, είμαστε όλοι κατασκευασμένοι από στοιχειώδη σωματίδια χωρίς πρόσθετα συστατικά. Ως τέτοια σύνθετα συστήματα, δεν έχουμε απόλυτη ελευθερία, επειδή όλα τα σωματίδια και οι αλληλεπιδράσεις μας ακολουθούν τους νόμους της φυσικής.Το θέμα είναι όμως άλλο. Το θέμα είναι η θάλασσα και έτσι λυπημένη καθώς με είδε και με τελειωμένη την παιδική μου γρανίτα και χωρίς καλοκαίρι για καταφυγή, γεμάτη πεσμένες σακούλες και ζωές στα πόδια μου, φούσκωσε τα βάθη της και μου έστειλε με τον βραδινό φλοίσβο ένα αργόσυρτο "Σ αγαπώ" .

Η νύχτα είχε ήδη σχηματιστεί και γω ασάλευτη στο καπό ένιωθα και πάλι το σμάλτο των δοντιών μου να φωσφορίζει.

Φυσικά και μ αγαπά, σκέφτηκα, όπως όλα τα κρυφά της ναυάγιας, το ξέρω καλά αυτό γιατί μου επιτρέπει να την χωράω μέσα μου χωρίς να έχω καμιά υποψία πνιγμού.

Το άπειρο αποθηκευμένο μέσα μου βαθιά. Άπειρο μέσα μου.


Τετάρτη, Ιουλίου 06, 2022

sUmMeR FoOtAgE

 

Κάθομαι σε ένα πελώριο κρεβάτι που μοιάζει με κοχύλι. Στερεώνω τα πόδια μου στην άκρη του σε ένα σωρό από βιβλία που θέλω να διαβάσω, αλλά ένας πονοκέφαλος στην διαπασών και μια ισχνή αδιαθεσία που με βάζει σε ρόλο ηρωίδας από κάποιο ποίημα της Μαρίας Πολυδουρη δεν με αφήνει να σηκωθώ. Ανά τακτά χρονικά διαστήματα βήχω φθισικά και κρατώντας ένα μαντήλι στο λευκό μου χέρι σκέφτομαι τον χρόνο που τρέχει, τα περίεργα φυσικά φαινόμενα που σε κάνουν να αναρωτιέσαι ένα απροσδιόριστο για πόσο ακόμα, και την καλοσύνη των ξένων που με στήριζαν πάντα περισσότερο από τους συγγενείς. Ο covid με έψαχνε για μέρες θαρρώ. Με είχε βάλει στο πυρωμένο εκείνο μάτι του, καθώς διέσχιζα τα θαλασσιά  και ιδρωμένα δωμάτια σε εκείνη την έκθεση στο μέγαρο Ησαΐα, φορώντας μια μάσκα γεμάτη δροσοσταλίδες ιδρώτα και σκεπτόμενη μια pink lemonade.Με περίμενε στην ουρά του κυλικείου καθώς ζητούσα  ένα παγωμένο μπουκαλάκι νερό και με βρήκε την επόμενη κάτω από τα κόκκινα φώτα μιας πελώριας συναυλίας στον πλανήτη εφηβεία. Και να μαι τώρα χωρίς θάλασσα και ήλιο στο κρεβάτι κοχύλι, με μια στοίβα βιβλία και φάρμακα. Ένα μίξερ ακούγεται από κάπου μακριά. Μπερδεύω τον χρόνο. Σε ένα άλλο δωμάτιο, πιο παλιά, πίσω στον χρόνο, πάλι εγώ ξάπλα κι έφηβη. Καλοκαίρι στο δέρμα. Νιώθω δυνατή με αυτή την αδυναμία αφοσίωσης σε μια ζωή που δεν κατανοώ. Ο μπαμπάς παίζει ΠΡΟΠΟ στο μπαλκόνι. Φοράει ένα μπλε μαγιό που το χρώμα του έχει σπάσει από το αλάτι και τα πολλά πλυσίματα, η μαμά χτυπάει με πιρούνι σε βαθύ πιάτο τα αυγά για τις αυγόφετες, ο αδερφός μου μιλάει στο τηλέφωνο. Από το παλιό Bang & Olufsen ακούγεται η Χαρούλα Αλεξίου. Όλοι εμείς ακόμα εκεί με την γοητεία των ρωμαλέων σωμάτων, στεκόμαστε χωρίς θυσίες νερένιοι και χωμάτινοι. Όλα σε μια τάξη, όλα προβλέψιμα. Το αύριο, το μεθαύριο και μεις βαρεμένοι στην ιδέα του για πάντα. «Σε 10 λεπτά τρώμε», η φωνή της μαμάς. Με ένα χασμουρητό και μια λίμνη ιδρώτα έφυγα από αυτή την πλήξη και βρέθηκα στην τωρινή στοιχειωμένη ηρεμία του σπιτιού, προσπαθώντας να αποκαταστήσω την ζωή που λείπει με γνώριμους ήχους και φωνές που δεν ξανάκουσα ποτέ.

Λίγο πριν τα μεσάνυχτα κι ακούω το σύμπαν να διαστέλλεται. Φυσάει τρελά έξω. Υπάρχει μια αίσθηση συντέλειας. Δεν διαπιστώνεται, υπονοείται. Η τηλεόραση ξέμεινε από καλές παρέες. Ψάχνω να βρω ανθρώπους να μιλάνε
για ποίηση με πάθος, για πολιτική, για λογοτεχνία. Βαρέθηκα τους ήρωες με τα μεγαλόστομα λόγια. Ψάχνω κάτι που απαρνήθηκα από ανοησία σε όλη μου την ζωή. Τα αδιέξοδα της νύχτας και οι προσδοκίες της μέρας που θα σκάσει μύτη όπου να ναι. Χάσαμε την ρουτίνα μας, καιρός να βρούμε τον εαυτό μας. Ο αέρας δυναμώνει μαζί με τον βήχα. Μπαίνουν μέσα με φούρια τρελή, ξεραμένα φύλα, κάτι παλιές μάσκες από εκείνα τα πάρτι του 80 στο Κουκάκι, σκόνη και χώματα, νεκρά άνθη βουκαμβίλιας, το πρώτο κουτί του Τ4, σοβάδες ασβέστη από τα σοκάκια των νησιών που ψηλώσαμε, παλιά χαρτιά από ξυλάκι παγωτό. Προσπαθώ με το πόδι να τα βγάλω πάλι έξω, όμως ο αέρας δυναμώνει, μοιάζει θυμωμένος, και στέλνει μέσα κι άλλα. Κι άλλη σκόνη, κάτι ζωγραφιές μου από το δημοτικό, το μαγιό του μπαμπά, εκείνο το μπλε που ξέβαψε από τα πολλά πλυσίματα, το βυσσινί στρώμα θαλάσσης που φουσκώναμε το 78 όλοι μαζί στον Πόρο, ξεφούσκωτο και τρυπημένο πια, φέρνει μέσα παλιά γράμματα από νεκρές φιλίες, το σελφ τεστ που βγήκε θετικό, την βέρα μου, που στο καλό την είχα θάψει, και την παλιά σκηνή που στήναμε στο φαράγγι του Ενιπέα και πολύ χώμα, τόσο που νομίζω ότι θα θαφτώ.

Ο καθρέφτης του μπάνιου είναι θολός. Μόλις έκανα το 7ο ντους. Ο βήχας έχει σταματήσει, το ίδιο και τα δέκατα. Λίγο μπούκωμα μόνο και μια μεγαλύτερη προσπάθεια για αναπνοή. Πλησιάζει η μέρα που χάθηκες μαζί με ένα κομμάτι μου. Πέρασαν 2 χρόνια θέλοντας και μη. Κι όπως έλεγες ο καθένας χτίζει ότι πιστεύει. Δεν έχτισα τίποτα από την μέρα που έφυγες για να  μην έχεις αγωνία ότι δεν θα το δεις , το αντίθετο έκανα που λες. Τα γκρέμισα σχεδόν όλα, δεν υπάρχει τίποτα πια. Ούτε καν εγώ όπως με θυμάσαι, αλλά αυτή είναι μια άλλη κουβέντα μπαμπά.