Σάββατο, Δεκεμβρίου 31, 2011

***2012*** WhO cArEs ?

Καμία φορά , ιδίως τα Σάββατα, τρέχουν τα μάτια μου νοσταλγία. Έξω από το παράθυρο το φεγγάρι βάζει όλα τα κουράγια του για να γίνει ολόγιομο. Το δέντρο στολισμένο σαν σχιζοφρενής πύργος έλεγχου αναβοσβήνει στα σκοτάδια του σαλονιού και του ύπνου μου. Είχα καιρό να γράψω γιατί χάζευα τις ανοιξιάτικες ανταύγειες του Δεκέμβρη κάτω από τα παπλώματα. Πάνω στους λόφους, κάτω από τα δέντρα που αρνούνται να ρίξουν τα φύλλα τους, μέσα από νυχτερινά πλάνα. Χάζευα τον ουρανό με τα σύννεφα, χωρίς τα σύννεφα, την βροχή πάνω στα ρούχα μου, πάνω στα τζάμια των αυτοκινήτων. Χάζευα τα πουλιά που όλο έφευγαν ποιος ξέρει για πού. Μια μεγάλη αφηρημάδα ήμουν τον τελευταίο καιρό και που μυαλό για γράψιμο. Έστω αυτές τις λίγες αράδες του μήνα.
Τώρα όμως που φεύγει αυτός ο χρόνος είπα να γράψω κάτι. Κάτι ολοστρόγγυλο και γυαλιστερό σαν ασπίδα. Κάτι που θα με προστατέψει, πριν μπει ο καινούργιος με τα σπαθιά και τις φωτιές και τα ξεκάνει όλα. Και έτσι την ώρα που έφευγε η Λουκία για το τελευταίο ταξίδι της, πήρα τα κιάλια από τα χέρια των άστρων και ξαναβρήκα αυτούς που έχασα. Έπειτα έφτιαξα πρόχειρες γέφυρες στο χάος και επικοινώνησα με τους μεγάλους θυμούς μου. Και έγινε η μέρα υπέρλαμπρη με μουσικές χορευτικές. Το σώμα στη διαπασών. Κανένας γδούπος, κανένα κλάμα ούτε κανένας οδυρμός δεν ακούγεται. Το σώμα στη διαπασών. Έτσι του πρέπει λες. Μα ότι κι αν εσύ μου λες εγώ βλέπω τον κόσμο φοβισμένο -σαν μικρό παιδί που κλείνει τ' αυτιά του όταν αστράφτει, για να μην ακούει τις βροντές. Βλέπω μια ραγδαία επιδείνωση που σαν επιθετικός ιός μας καταβάλει και χάνουμε την τόλμη του να ζήσουμε από το σημείο Α στο σημείο Β.
Χτες ονειρεύτηκα τον ουρανό μιας πόλης κατακόκκινο με λίγο πορτοκαλί. Έσκαγε σαν έκρηξη το χρώμα αυτό μέσα από κάτι μαζεμένα μολυβί σύννεφα. Και έπειτα έπεφταν αστραπές και κεραυνοί. Ήμασταν μέσα σε ένα μικρό μαύρο αυτοκίνητο χαμένοι σε κάτι στενά. Στενά μιας πόλης που δεν έχω ποτέ μου βρεθεί. Θύμιζε λίγο san chiminiano. Ο ουρανός συνέχιζε να ερεθίζεται και ένας κόκκινος Ήλιος υποσχέθηκε μαζί με την γκριζάδα των σύννεφων μια καταιγίδα που ποτέ δεν ήρθε. Αντίθετα κεραυνοί πέφτανε παντού ολόγυρα μας. Μέχρι που κάποιος μας χτύπησε και το σώμα μου γέμισε φως και πόνο και το στόμα μου μια γεύση ηλεκτρισμένης σκουριάς. Ξύπνησα και ανέπνεα αργά. Πονούσε η μέση μου και το μόνο που σκέφτηκα ήταν πόσο τυχερή είμαι που ζω έτσι στα όνειρα. Άφθαρτη, ατρόμητη και τόσο οικεία. Και πάντα όταν σηκώνομαι από το κρεβάτι μετά από κάτι τέτοια όνειρα, προσπαθώ να μην ξεχάσω. Προσπαθώ να μην συγχωρήσω. Αυτή τη φορά αρνούμαι συνειδητά να αφήσω χώρο για εξωτερικούς εισβολείς συναισθήματος. Η μοναξιά αν δεν έχει τίμημα, δεν αξίζει σαν συνθήκη δημιουργίας. Πάω να ανακαινίσω χωρίς φασαρία λοιπόν τον κόσμο. Εσύ από δίπλα. Δυο τρία σταθερά σημεία, ακλόνητα, στην σκέψη μου και καμιά δεκαριά ιαματικοί άνθρωποι με σώμα κι λέξεις να στηρίζουν τα δοκάρια μου.

Έκανα εγώ ένα βήμα. Κάνε εσύ το επόμενο. Και ας μπαίνει με πύον και αίμα το 2012.Τώρα που ξεμάτωσαν οι ψυχές μας who cares?

Σάββατο, Νοεμβρίου 19, 2011

ΓιΑ λΙγΟ

Για λίγο θα είναι. Θα κλείσω την πόρτα μου και θα αφήσω το χάος απ΄έξω. Ατάιστο. Να κλιμακώνεται νιαουρίζοντας. Θα κρύψω κάτω από μια πέτρα την καρδιά μου για να παραμείνει άσπιλη κι έτσι να μην μπορεί κανείς να την ξεπουλήσει. Θα σφραγίσω τις λέξεις μου για να μην μπορεί κανείς να τις κοπιάρει. Θα αλλάξω. Θα γυρίσω την πλάτη σε αυτό που ψάχνει να με βρει. Για λίγο θα είναι. Τα κύτταρα μου δονούνται από την μυρωδιά του μελτεμιού. Αργεί ακόμα, ξέρω. Ακόμα κι έτσι είναι κάπου εδώ μέσα μου. Θα διαβάζω πολύ. Θα ακούω μουσική με ακουστικά και ίσως λίγο ράδιο τα πρωινά και τα μοναχικά βράδια που θα λείπεις. Θα σβήσω τα φώτα και θα αφήσω μόνο αυτό μέσα μου να καίει. Ίσως κρατήσω κι έναν φακό κεφαλής για να βλέπω τα χείλια σου την ώρα που τα φιλάω. Αργά τη νύχτα. Κι έπειτα θα μετράω τις ελιές στο δέρμα σου και θα φτιάχνω νέους αστερισμούς. Θα τους βαφτίζω με ότι όνομα μου κατεβαίνει. Ξανά και ξανά. Κάθε βράδυ. Μέχρι να με βαρεθεί έτσι το άσθμα μου και να με παρατήσει. Λέω να χαθώ από τους ανθρώπους. Έζησα πολύ μέσα τους και δεν μου πάνε τελικά. Γεμάτοι τσουκνίδες και γκρέμνια. Θα τους αγνοήσω. Για λίγο θα είναι. Θα κάνω βόλτες μόνο μαζί σου. Στο κέντρο. Σε ένα προάστιο μίζερο η μή. Στο σαλόνι του σπιτιού μου. Μαζί σου. Θα γυρνάμε ο ένας γύρω από τον άλλο μέχρι να γίνουμε ένα. Θα καίμε το μέλλον μας στην φωτιά και θα την γιγαντώνουμε φτύνοντας μέσα της όλο το φαρμάκι του κόσμου. Για λίγο θα είναι. Θα κρατάει ο έρωτας μέχρι να ντυθείς. Να βάζεις την ζώνη σου στο τζιν και το σακάκι σου πρόχειρα. Μέχρι τόσο μου το επιτρέπω. Γιατί μετά θα ζητήσω να με πάρεις μαζί σου. Και αυτό απαγορεύεται.
Γλυκές νύχτες. Αρχίζω και αγαπάω τον χειμώνα. Κάνω πράγματα μέσα του. Ταξιδεύω οριζόντια και κάθετα. Με κάθε μέσο. Με κάθε τίμημα. Κατεδαφίζω ότι ξεπέρασα και οικοδομώ νέους θόλους που θα με στεγάσουν. Προσωρινά. Πίνω κρασί, μεγαλώνω την τέχνη μου ευλαβικά και κάνω έτσι την ζωή πιο υποφερτή. Αναπαύομαι κάτω από σκιές εφήβων και περιμένω να έρθεις να μου φέρεις λεμόνια φρέσκα από την λεμονιά σου με φύλλα σε σχήμα καρδιάς. Τα τραβάω φωτογραφίες και γράφω ποιήματα από κάτω τους. Παρηγορούμαι. Ότι με τρώει είναι σαν φαγούρα που αγνοώ. Η πάλη μου συνεχίζεται. Ίσως χωρίς νικητή. Σίγουρα όμως με επιζόντα. Θα στρέψω αλλού το βλέμμα ξανά. Μακριά πολύ. Θα το ξενιτέψω μαζί με μένα. Για λίγο θα είναι.
Μέχρι να βελτιωθεί ο κόσμος.

Κυριακή, Νοεμβρίου 06, 2011

ΔαΝεΙαΚή ΣύΜβΑσΗ

Δεν ξέρεις τι να σκεφτείς. Μέσα σου κουνιέται η θάλασσα. Μια θάλασσα χωρίς βυθό. Με ομφάλιο λώρο μονάχα. O θόρυβος της διάλυσης οξύς. Κατεδαφίζονται όλα σε slow motion ενώ ο πλανήτης τρέχει με 1000. Πράγματα σπάνε γύρω σου, υπακούουν πιο πολύ από ποτέ στο νόμο της βαρύτητας και σου ξεφεύγουν μέσα από τα χέρια. Πέφτουν και σπάνε. Υπάρχει σίγουρα κάτι μαύρο σαν μακρύ σύννεφο εκεί έξω .Ένας ενεργειακός μπαμπούλας που γλείφει τους ιδρωμένους σβέρκους μας. Υπάρχω και γω υπάρχεις και συ που παλεύοντας πια προσπαθούμε να ακούσουμε τις λέξεις που ταξιδεύουν από τα χείλη μας, αργά και αυτές σαν σμήνη τραυματισμένων πουλιών που όλο χάνουν έδαφος. Αντιστέκομαι ταξιδεύοντας το νου, τα ακροδάχτυλα, το σώμα και την σκέψη μου. Υπάρχω σε μια διαρκή κίνηση, αέναη, μέσα σε τόνους σκόνης που δεν τολμούν να με ακουμπήσουν. Ακόμα. Ακόμα αντιστέκομαι ζώντας με δύναμη. Δίπλα σου. Αντιστέκομαι μαζί με σένα διακλαδώνοντας το είναι μου στο δικό σου. Πολλαπλασιάζοντας κύτταρα, κάνοντας εκτρώσεις, μεγαλώνοντας το άσπρο των φτερών μου. Τα φτερά θα είναι πάντα στους ώμους μας χωρίς να τους βαραίνουν. Αλλάζω κόσμους. Μπαίνω με την πλάτη όλο και πιο βαθιά στις αρχές του περασμένου αιώνα. Διαβάζω κάθε βράδυ κάτω από το φως των πεθαμένων αστεριών την διάπλαση των παίδων και ξαναπλάθω την ληγμένη ηθική μου. Κοντοστέκομαι στους πολέμους και τρέχω με φόρα στη δεκαετία του 60. Αλλάζω χρώμα μαλλιών και ματιών. Αλλάζω φωνή. Αλλάζω βλέμμα, το παλιώνω. Ανοίγω το κελάρι των παλαιών δεκαετιών και κατοικώ εκεί μέσα πια. Διαβάζω λογοτεχνία της γενιάς του 30, ακόμα και εφηβική λογοτεχνία. Βλέπω ταινίες του 40, του 50, του 60. Ακούω τις ομιλίες του Μπάροουζ και του Λόρενς Φερλινγκέτι. Χαζεύω τα βιβλία του βιβλιοπωλείου city lights και ζω σε σάλες γεμάτες οικογενειακά τραπεζώματα χωρίς απώλειες. Γεμάτες αφέλεια και ανθρώπινη ευαισθησία. Γεμάτες από μυρωδιές χαρτιού και νερομπογιάς. Κάποιος μαγειρεύει χοίρινο με σέλινο. Ανοίγω στη διαπασών το παράθυρο να μπει στο δέρμα η μυρωδιά.
Νυχτώνει αλλιώς πια. Με πιο πολύ νύχτα. Πιο πηχτή. Μέσα και έξω. Νυχτώνει αλλιώς και το φεγγάρι βάζει όλα του τα κουράγια για να μοιάζει όπως και πριν. Και γω όλα μου τα κουράγια για να τρέξω σε ένα κόσμο που διαλύεται βασανιστικά αργά. Σχεδόν δυσκοίλια. Κάποιες φορές προτιμώ μια έκρηξη μπροστά στα μούτρα μου κάποιες άλλες προτιμώ να ζω μαζί σου στο πουθενά.
Με χώρα η χωρίς θα πάρω ένα αεροπλάνο για το φεστιβάλ και φέτος. Ταξιδεύω την ημέρα της σύναξης των αρχιστρατήγων Μιχαήλ και Γαβριήλ και των λοιπών αγίων ασωμάτων και ουρανίων Ταγμάτων. Θα έρθουν μαζί μου στο φεστιβάλ σαν κοσμικά μπιχλιμπίδια χωρίς θόρυβο. Θα ανεβώ στο mute κι εύχομαι, αν καταστραφεί η χώρα, η είδηση της να με βρει σε μια αίθουσα να λαγοκοιμάμαι, ενώ οι βαλκάνιοι πρωταγωνιστές της ταινίας θα κάνουν έρωτα.

Παρασκευή, Οκτωβρίου 21, 2011

ΞηΜεΡώΝεΙ σΤοΥσ ΛόΦοΥς ΤωΝ σΚοΥπΙδΙώΝ


Υπάρχει μια ύαινα που κατοικεί σε ένα λόφο μακριά που κάποτε έβλεπα από αυτόν την θέα της θάλασσας. Τρέφεται και πολλαπλασιάζεται με τα αποφάγια μου και κάθε τόσο ιδρώνει το βλογιοκομμένο δέρμα της με μια υπέρμετρη προσπάθεια αγάπης .Μια ύαινα από έναν και μόνο εξημερωμένη, γεμάτη πένθη, διωγμούς, και χαράδρες πόνου μέσα της. Μια ύαινα που όπως όλα τα αρπαχτικά παρακολουθούσε την ζωή μου καιρό πριν την κάνει δικιά της .Μια ύαινα που θα λυπάμαι για πάντα, γεμάτη σκουπίδια.
Υπάρχει κι ένας πρίγκιπας πιο χαμένος και πιο μικρός από μένα. Ζει κοντά στους λόφους των σκουπιδιών σε ένα μικρό άλσος και δεν ξέρει αν μπορεί ακόμα να αγαπήσει. Αυτός με το βλέμμα που αφήνει εγκαύματα δεν ξέρει αν μπορεί ακόμα να αγαπήσει. Και κάθε τόσο ρίχνει στα βράχια την γοητευτική του ύπαρξη μόνο και μόνο για να την νιώσει και να την πάρει πίσω ξανά. Κάποιοι τον λένε χαριτωμένα «πολύ τραυματία». Τον αγαπάω γιατί μας αρέσουν οι ίδιοι ουρανοί και κυνηγάμε τις ίδιες θάλασσες. Αιχμηροί και οι δύο.

Υπάρχει και η πόλη μου. Μια πόλη που πετάει τα έντερα της μέσα σε κόκκινες και μπλε σακούλες σκουπιδιών, που αρωματίζεται με χημικά και χορεύει άγριους πολεμικούς χορούς κάτω από το ιλαρό φως των δρόμων. Αφήνοντας το ουρλιαχτό της ανάμεσα σε μακριές διμοιρίες . Παθαίνοντας μονόχρωμες αρρυθμίες γεμάτες καπνούς και ιαχές. Η πόλη με τους λόφους των σκουπιδιών και το κατεστραμμένο κέντρο αναστενάζει από τα ποδοβολητά των μικρών αγοριών που την βεβηλώνουν και γίνεται σκούρο μπλε. Σχεδόν μαύρο. Βυθίζεται σε ένα χυλό που ούτε με θάλασσα δεν κατάφερε να μοιάσει. Και πέρα από το να προσεύχομαι για αυτήν το μόνο που μπορώ να κάνω είναι να γεννάω μέσα μου μικρές πολύχρωμες εκρήξεις ελπίδας για να την συντηρώ. Κυρίως μέσα μου. Εκεί πρέπει να έχω τα σχέδια για να την ανοικοδομήσω μετά. Όταν θα έρθει η ώρα.
Τελευταία με όλα αυτά μελαγχολώ περισσότερο. Ξυπνάω νωρίς με μια δυσφορία στο στήθος και τραβώ τις κουρτίνες να δω αν ξημέρωσε. Στην δύση του ορίζοντα η Αίγινα και ο Πειραιάς έχουν ακόμα σκοτάδι. Κάνω μικρές ανακουφιστικές βόλτες στο σαλόνι απαλά για να μην ξυπνήσω τον μικρό πρίγκιπα. Σαπουνίζω τα χέρια μου με σαπούνι λεβάντας και χαϊδεύω απαλά την κοιμισμένη μου γάτα. Σκέφτομαι να ψήσω καφέ αλλά συνεχίζω και κόβω βόλτες σαν άυλη κράμπα στις μύτες των ποδιών. Και όταν αυτός με ακούει και ξυπνάει, τότε τρέχω με δύναμη στην αγκαλιά του κάτω από το πρώτο φως της αυγής και του ψιθυρίζω, «όταν πλησιάζει το φως η ανατολή το μαθαίνει πιο γρήγορα από τη δύση».

Ξημέρωσε. Τι ωραίος ουρανός!

Παρασκευή, Οκτωβρίου 14, 2011

ViNtAgE wAlLpApErS

«Ετοιμαστείτε για ένα retro ταξίδι πάνω και πίσω από τις κρυφές διαδρομές που φιλοξενούν οι “παλιακές” μου ταπετσαρίες Επειδή ο πλανήτης τρέχει με χίλια και τα γεγονότα μας καταβυθίζουν είπα να μας βάλω όλους σε μια παρένθεση χρονολογική και αισθητική μήπως και τα μάτια μας γεμίσουν χρώματα και συνθετικές μνήμες ξανά. Μήπως έτσι λίγο, να τόσο δα, καταφέρω να μας ταξιδέψω χωρίς εισιτήρια και ακριβές διαμονές σε έναν κόσμο γοητευτικό που δεν υπάρχει πια».
Α.Δ


Εγκαίνια έκθεσης: Δευτέρα, 17Οκτωβρίου στις 9:00
Λήξη έκθεσης: Σάββατο 05 Νοεμβρίου


Bartesera Κολοκοτρώνη 25
(στοά Πραξιτέλους)
Τ.Κ. 10552, Αθήνα
Τ: 2103229805
e-mail: bartesera@gmail.com



Σάββατο, Οκτωβρίου 01, 2011

ΚαΛέΝτΟυλΑ

Μικρές δεκαοχτούρες ακλουθούν τις χαμηλές ταχύτητες του αυτοκινήτου μου καθώς διασχίζω τα στενά της γειτονιάς μου στις 5 το πρωί. Έβαλε κρύο. Σχεδόν μπουφάν, σχεδόν κλειστά παράθυρα, σχεδόν κουβέρτα στoν ύπνο. Σχεδόν Φθινόπωρο και βάλε. Κοιμάμαι λίγο και ξυπνάω από το σκαρφάλωμα της γάτας στο κρεβάτι τα ξημερώματα. Ανοίγω την τηλεόραση για να μπει το γαλαζωπό φως στην κάμαρα. Το γκρι τρίχωμα της γάτας γίνεται σκούρο μπλε και τα λευκά τσαλακωμένα σεντόνια σαν κυματιστή επιφάνεια εξωτικής θάλασσας. Έπειτα ανοίγω το παράθυρο προσπαθώντας να αναπνεύσω δυνατά, βάζω το σεντόνι σαν ριχτό παλτό στους ώμους και ανοίγω το ημερολόγιο μου. Πάει καιρός που έχω να γράψω κάτι για μένα. Κάτι για σένα. Κάτι γενικώς. Κάθομαι και γράφω και ένας τεράστιος κύκλος κλείνει και γίνεται μια μικρή τριχωτή μαύρη τελεία. Ξεμπέρδεψα και με το παρελθόν μου μια και καλή. Άνοιξα ένα νέο κεφάλαιο ολόφρεσκο και πάω παρακάτω με την φρεσκάδα του. Ψήνω καφέ και διαβάζω αγαπημένα θεατρικά κείμενα. Το μεσημέρι ανταμώνω με τον φίλο μου στο φαρμακείο. Χρειάζεται σιρόπι για τον βήχα. Δίπλα μας μια κοντόχοντρη τρομαχτική κοπέλα με σγουρά πατικωμένα μαλλιά ζητάει Καλέντουλα. Δεν έχουμε, της λέει η φαρμακοποιός, πρέπει να πάτε σε ομοιοπαθητικά. Κρίμα απαντάει εκείνη και κάνει ένα βήμα πίσω. Και ήταν το τυχερό φυτό του μήνα. Κοιτάω τον φίλο μου έτοιμη να σκάσω στα γέλια. Το ξέρεις ,μου απαντάει εκείνος, πως τα άνθη της Καλέντουλα όταν μουσκέψουν σε λάδι δίνουν αλοιφή θεραπευτική των πληγών. Τον κοιτάω σοβαρή λέγοντας του πως εγώ ρίχνω μόνο οινόπνευμα στις δικές μου.
Αλλάζω τα έπιπλα στο σαλόνι. Τα μετακινώ 17 φορές. Χιλιάδες συνδυασμοί. Καταλήγω στον πιο περίεργο. Σε αυτόν τον συνδυασμό που θα συγκρατήσει έμενα μέσα του ετούτο τον σκληρό χειμώνα που θα ρθει. Ηλεκτρική, σφουγγάρισμα και η γάτα στα πόδια μου. Φυσάει τρελά έξω. Δεν θα σε ψάξω σήμερα. Θα σε φέρει ο αέρας από δω. Κι ας λείπω εγώ..
Ώρα 9 κάπου στο κέντρο. Οι ταξιτζήδες έχουν απεργία. Μια περίεργη ησυχία καταβροχθίζει τα τύμπανα των αυτιών μου. Νιώθω να είμαι μέσα σε νερό. Απέναντι μου μια όμορφη κοπέλα με ξανθά μαλλιά μου μιλάει για τέχνη. Πίνω λευκό κρασί. Δεν την παρακολουθώ. Παρατηρώ την πράσινη κοντή ζακέτα της και τις κινήσεις που κάνουν οι ώμοι της όταν μιλάει. Μιλάει αργά και βραχνά. Από πίσω της ένα μικρό αστέρι που έπεσε από τον ουρανό αργοσβήνει αβοήθητο. Πιο πίσω μια μαύρη θάλασσα καταπίνει το καλοκαίρι με βουλιμία. Η κοπέλα συνεχίζει να μιλάει ανυποψίαστη. Ψάχνω ένα τρόπο να της πω, χωρίς να την τρομάξω, για το αστέρι που αργοσβήνει πίσω της.
Η νύχτα τελειώνει. Επιστρέφω πάλι ξημερώματα και ψάχνω την ανάπαυση κάτω από τον ίσκιο του κορμιού σου. Δύο σώματα σε ένα μεγάλο θαυμαστικό χωρίς τελεία. Το πρώτο φως της ημέρας μπαίνει με θράσος από τις τρύπες της γρίλιας. Έξω ο κόσμος να θυμάστε καταστρέφεται. Και συνεχίζω να παράγω νέους κόσμους, γεωγραφίες, λέξεις, συνταγές και όνειρα και συνεχίζω να παραμένω ένα χλωμό πλάσμα, αδύνατο και σιωπηλό το οποίο μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας βιώνω το τέλος όσων ήξερα με τρόπο διαφορετικό. Και με μια απόκοσμη αξιοπρέπεια. Πάνω από όλα. Αυτή είναι η δικιά μου Καλέντουλα.

Τι να έγινε άραγε εκείνο το αστέρι που ψυχορραγούσε πίσω από την πλάτη της;

Παρασκευή, Σεπτεμβρίου 23, 2011

ΚάΤω αΠό τΑ σΥνΝεΦα

Τα μάτια σου είναι πράσινα. Ακολουθούν τα σύννεφα. Από πίσω μας η χώρα καταρρέει σε αργή κίνηση. Δεν θέλω να μου κρατήσεις το χέρι, ούτε να μου χαϊδέψεις τα μαλλιά. Θέλω μόνο να κοιτάμε τα σύννεφα περπατώντας ο ένας δίπλα στον άλλο. Το έδαφος υποχωρεί λίγα χιλιοστά κάτω από τα πόδια μου κι ένα πορτοκαλοκίτρινο ωστικό κύμα ετοιμάζεται να σκάσει πίσω μου. Αλλά έλα ας συνεχίσουμε να κάνουμε όνειρα. Αυτά δεν θα μας επιβάλουν ποτέ κανένα τέλος επιτηδεύματος. Δεν θα μας βλάψουν ποτέ. Με αυτά πια μπορούμε να βρεθούμε σε νέες γεωγραφίες, να μιλήσουμε καινούργιες γλώσσες να ερωτευτούμε εξωπραγματικά πρόσωπα και λάγνα σώματα χωρίς λεκέδες κακομοιριάς, να πάρουμε σπίτια, αυτοκίνητα, να φάμε πλουσιοπάροχα, να αγαπηθούμε, να γεννήσουμε παιδιά και όχι τέρατα, να ζήσουμε μια ζωή σε μικρά κομμάτια κι έπειτα μιαν άλλη και να την ξεχάσουμε χωρίς πόνο. Έλα ας κάνουμε όνειρα τώρα που η χώρα ανατινάζεται και η θλίψη έβαλε το πανέμορφο μωβ της φόρεμα και σουλατσάρει. Έλα τώρα που ακόμα μπορούμε και παράγουμε ανεξέλεγκτα όνειρα μέσα από το βλέμμα του άλλου, μέσα από μια σουρεαλιστική οπτική και μια παραμυθένια προσέγγιση που θα ξαφνιάσει όλα τα μίζερα και σκοτεινά πλάσματα που κρατούν τους σταυρούς στο χέρι .Σκοτεινά σαν εκείνες τις γωνίες της ντουλάπας μου. Ας προκαλέσουμε το σάστισμα έτσι για να ξεχαστεί λίγο το φαρμάκι του κόσμου και ας φαρδύνουμε τα ρούχα μας για να αναπνέουμε καλύτερα. Ας γίνουμε πάλι φυσικοί χωρίς πολλά αξεσουάρ και φτιασίδια, όπως είναι τα παιδιά. Ας κρατήσουμε μόνο τα απαραίτητα και τους απαραίτητους. Οι άλλοι μπορούν να πάνε στο καλό, η στο διάολο εξαρτάται που χωράνε. Ας πληρώσουμε με ανεξέλεγκτη παράγωγη ονείρων τα χρέη μας και ας κάνουμε ένα κλικ πιο αριστερά στην χαριτωμένη τρέλα. Εκείνη των παραμυθάδων που βλέπουν και διηγούνται πράγματα που δεν υπάρχουν ,αλλά όταν τους ακούς θα έπαιρνες και συ όρκο πως κάπου τα πήρε το μάτι σου.
Αγκαλιαζόμαστε κάτω από τα σύννεφα που αφήνουν εκείνα τα αναγεννησιακά ξέφωτα γαλάζιου. Σου ψιθυρίζω ερωτόλογα. Στο λευκό αδύνατο μάγουλο σου γένια 3 ημερών. Είσαι τόσο νέος που θέλω να σε αφήσω τρέχοντας, όμως τα μάτια σου είναι πράσινα και είναι τόσο παρήγορο αυτό μέσα στο μαύρο σκοτάδι των δικών μου που αρχίζω και κλαίω στον ώμο σου.
-Τι έχεις; με ρωτάς .Ο κόσμος έχει αρχίσει και κατεδαφίζεται κανονικά. Σκόνη παντού.
-Ζούμε όπως ακριβώς ονειρευόμαστε, μόνοι, σου λέω, και ξαφνικά ο ουρανός από πάνω μας γίνεται σκέτη κόλαση.

Δευτέρα, Αυγούστου 29, 2011

ΑϊΡίΝ

Συντομεύει την φυγή του ο Αύγουστος και το καλύτερο φεγγάρι σε υποχώρηση αγκυλώνει ακόμα το βλέμμα. Ακόμα τα άστρα, εκεί ψηλά, ακόμα οι ματιές που κατοικούν στο άπειρο και τα ζουμιά από ντομάτα ακόμα αφήνουν νέες στάμπες στο λευκό φανελάκι μου. Όλα υποχωρούν, εκτός από την θάλασσα. Όλα υποχωρούν εκτός από σένα και μένα που επιμένω να σε αγαπώ με τις πιο αισιόδοξες προβλέψεις. Για πότε ήρθες κι έφυγες ούτε που το κατάλαβα. Μεταξύ λευκού κρασιού και τελευταίας σελίδας από το βιβλίο που διάβαζα, ήρθες με μια μεγάλη αγκαλιά και κοιμήθηκες δίπλα μου. Κι όλα τα βλέμματα που πίστευα ότι ξεχάστηκαν γύρισαν με μιας πίσω. Ήρθες κι έπειτα έφυγες όπως η μολυβιά στην παλάμη που καθαρίζεται και λιγοστεύει καθώς το σαπούνι και το νερό πέφτουν πάνω της.
Με την σκέψη ακόμα σε σένα και στο ζεστό σου σώμα και μετά από καιρό άνοιξα διστακτικά την τηλεόραση και ευχήθηκα να πέσω πάνω σε κάτι καλό. Και τότε άκουσα: Φονικό πέρασμα του Αϊρίν, συναγερμός στη Νέα Υόρκη. Τουλάχιστον 10 νεκροί είναι ο τραγικός απολογισμός από το πέρασμα του τυφώνα Αϊρίν από τις πολιτείες της Φλόριντα, της Βόρειας Καρολίνα, της Βιρτζίνια και του Μαίρυλαντ. Ο τυφώνας αναμένεται να «χτυπήσει» τη Νέα Υόρκη νωρίς το πρωί της Κυριακής (νωρίς το απόγευμα ώρα Ελλάδος), κινείται με ταχύτητα ανέμου από 80 έως 100 μίλια ανά ώρα, απέχει 189 μίλια από την μητρόπολη των ΗΠΑ και παραμένει στην κατηγορία 1 της κλίμακας. Το CNN έσπερνε τον τρόμο και τον πανικό σε άπταιστα αγγλικά και γω με ένα πιάτο μπριάμ στην κατάφυτη βεράντα μου έστεκα μπροστά στο θαύμα Αϊρίν και έτσι με μιας το ερωτεύτηκα. Και ακόμα εσύ δεν έκλεισες καλά καλά την πόρτα. Ναι, ήτανε κάτι πολύ καλό τελικά. Το ίδιο εκείνο βράδυ ονειρεύτηκα πως ήμουν μέσα του μετέωρη και αίολη εντελώς, χωρίς άκρα σαν μεταλλαγμένο χερουβίμ. Γύρω μου τα μικρά αποκόμματα ενός διαλυμένου κόσμου να μοιάζουν με σπόρους από σφεντάμι στον δρόμο για την εκκλησία. (Η Σ. ακόμα προσπαθεί να τους πιάσει καθώς πέφτουν). Μπερδεμένα πράγματα γεμισμένα με μια γαλαζωπή αίγλη. Όλα είναι στο mute.Όλα τρέχουν με 100 μίλια την ώρα. Και τότε ξαφνικά μέσα στον τυφώνα που ερωτεύτηκα μπαίνει εκείνη η κοντόχοντρη γυναίκα με τα σγουρά μαλλιά και το βλογιοκομμένο πρόσωπο φορώντας εκείνα τα ρούχα κλόουν και τα ηλίθια γυαλιά, στάζοντας βλέννα και λίπος. Η απαίσια παρουσία της με ξυπνάει. Η ώρα είναι 6 το πρωί και ο Αϊρίν κατευθύνεται πια βόρεια της ανατολικής ακτής και το επίκεντρό του εντοπίζεται νότια-νοτιοδυτικά της Νέας Υόρκης. Πίνω λίγο νερό και ξανακοιμάμαι στο άλλο μαξιλάρι.
Κι έτσι κυνικά αποχαιρετώ τον μήνα Αύγουστο, του σωτήριου έτους 2011. Διαβάζοντας ξανά και ξανά τα ίδια βιβλία κι ένα ξώφαλτσο sms που λέει, «η πόλη σήμερα γεμάτη στάχτες από τις διπλανές περιοχές που καίγονται. Θλιβερό. Μόλις έκοψα φρέσκα σύκα. Αλήθεια σ αρέσουν;» Αλήθεια, δεν ξέρω αν μου αρέσει κάτι πια. Μόνο οι καταστροφές. Και μεταξύ πυρκαγιών, σειρήνων της πυροσβεστικής κι εκείνου του τεράστιου μαγικού τυφώνα πλησιάζω τα 39α γενέθλια μου. Μέχρι τότε όμως ο τυφώνας Αϊρίν θα έχει εξασθενήσει.

Κρίμα.

Κυριακή, Αυγούστου 07, 2011

ΜεΓάΛη ΠαΡέΝθΕσΗ

Γύρισα από την μεγάλη παρένθεση των διακοπών χωρίς να φέρω τίποτα πίσω. Έθαψα στην άμμο των Κυθήρων την ζοφερή τρέλλα των ημερών κι έχωσα βαθιά στις σχισμάδες των βράχων το πολύχρωμο τσίρκο των ιδεών, που ακροβατούσε μέχρι τότε με χάρη, σε σχοινί από φτηνό νάιλον. Δεν έφερα τίποτα πίσω. Για να μην αφαιρούμαι. Ήθελα να υπάρχω με ακεραιότητα στον Αύγουστο που τόσο αγαπώ. Και έτσι, τώρα το μόνο που κάνω είναι να κοιτάω τον ουρανό μέρα και νύχτα χωρίς αλμύρα στα βλέφαρα. Να περιμένω να σε δω και να σε ακούσω. Να ποτίζω τα φυτά των φίλων που έφυγαν, και αυτοί με την σειρά τους, και να φυτεύω κουκούτσια από βερίκοκα στις γλάστρες μου. Ξεσκονίζω παλιά κουτιά με βότσαλα αλλοτινών καλοκαιριών και βλέπω φωτογραφίες παιδικών διακοπών που βρίσκομαι θολή και σέπια κάτω από το φτερωτό αλογάκι της Μόμπιλ και το κοχύλι της Shell με την μητέρα μου μαυρισμένη και νέα να κοιτάει ένα χάρτη και τον πατέρα μου να μου χαμογελάει όρθιος έξω από ένα παλιό ασημένιο Chrysler-Simca. Το απομεσήμερο κατεβάζω τα στόρια και απολαμβάνω το βουητό των εντόμων και την εντιμότητα των αιμοβόρων κουνουπιών. Μαθαίνω από παλιά μου ημερολόγια πόσο καλά ευτυχισμένη υπήρξα και τότε και συλλαβίζω σε χρόνο αόριστο όλα τα ληγμένα καλοκαίρια μου. Έτσι για πλάκα. Τρώω δροσερά φρούτα και ντομάτες ωμές με λίγο αλάτι. Αναζητώ ερωτικά ημιτόνια στις άγουρες ώρες του απογεύματος και συμπιέζω όλη την μοναξιά που ρέει σε νέα mp3. Ταξινομώ παλιά βιβλία με στάμπες από φαγητό και αντηλιακό πάνω τους, δοκιμάζω την υγρασία του τσιμέντου στα γυμνά μου πέλματα και προσπαθώ να ακούσω την φασαρία του νερού της βρύσης στο νεροχύτη της κουζίνας. Από τα ανοιχτά παράθυρα της έρημης πια γειτονιάς γυναίκες μαγειρεύουν με την τηλεόραση ανοιχτή να παίζει δράματα Τούρκικης υστερίας. Και έτσι ξαφνικά σε όλη αυτή την ραστώνη παίρνω και πάλι γράμματα δικά σου. Με κανονικές σφραγίδες ταχυδρομείου κυματιστές που παραπέμπουν σε θάλασσα και γραμματόσημα που απεικονίζουν έναν ελληνικό παραδοσιακό χορό. Τα διαβάζω ξανά και ξανά και δεν ξέρω αν θέλω να σου γράψω η να σου τηλεφωνήσω για να στα πω. Έχουν όλα φοβερά στενέψει και ο χρόνος που ήθελα να έχω δεν υπάρχει πια, ούτε ακόμα και μέσα στον Αύγουστο. Στον Αύγουστο που κάποτε όλα τραβάγανε μπροστά αργά και σχεδόν σβηστά. Ειδυλλιακά θα έλεγα. Μαζί με το ζεστό καλοκαίρι του «Λεωφορείου ο Πόθος» και την γεωγραφία του ιδρώτα στο χακί μπλουζάκι του Μarlon Βrando. Και από την άλλη το απαιτητικό του θέρους απουσιολόγιο και η μελαγχολία της ωρίμανσης, ιδίως της ξαφνικής.

Σε ονειρεύτηκα ξανά όπως κάθε καλοκαίρι από το τελευταίο εκείνο που μου άφησες το χέρι για πάντα. Είχες κατάλευκη επιδερμίδα και τα μαλλιά σου ήταν καστανά με λίγα γκρι στους κροτάφους. Έτρωγες μόνη σε ένα τραπέζι τεράστιο, μοναστηριακό, και δίπλα σου ανέπνεε ένας βασιλικός. «Είσαι τόσο λευκή», σου είπα. Μου απάντησες γαλήνια πως εδώ έχει οξυγόνο και αναπνέεις επιτέλους, για αυτό. Σκέφτηκα την φθαρμένη μάσκα οξυγόνου σου και τις τελευταίες εισπνοές που πετάξαμε μαζί με δικά σου άλλα πράγματα και νομίζω ότι δάκρυσα στον ύπνο μου μέσα. Πόσα πολλά, που πέθαναν για πάντα από γύρω μου και από μέσα μου, μου λείπουν και πόση μοναξιά έχει εισχωρήσει σε όλα τα κενά που αφήνω ακάλυπτα να λάμπουν. Και κάπως έτσι κυλάει στο αυλάκι του και αυτός ο μήνας. Και ξέρω πως η ζωή κάθε μέρα έχει και από μια έκπληξη. Και ξέρω κι άλλα που δεν θα τα πω γιατί έξω φυσάει μεσημεριάτικος άνεμος με άρωμα πικροδάφνης και δεν με νοιάζει τίποτα πια.

Τετάρτη, Ιουλίου 13, 2011

ΜιΚρΗ ΔιΑκΟπΗ

Αλλάζω σχήμα από την ζέστη. Με τόσο φως και τόση δύναμη λευκού χάνω σταδιακά το περίγραμμα μου. Μια σκυθρωπή ραθυμία, μια ψυχρή αδιαφορία για όλα κι ένα τιτάνιο ψυχικό χασμουρητό με γρατσουνάει. Φυσάει έξω ο Ιούλιος και συλλαβίζω την λέξη καλοκαίρι μέχρι να γεμίσει κοχύλια το στόμα μου και θαλασσόκρινα η χούφτα μου. Ετοιμάζω σκηνή και αιώρα, φουσκωτά στρώματα και πλαστικά ποτήρια. Φακούς κεφαλής και μαξιλάρια με περσινές στάμπες αλμύρας πάνω τους .Βιδώνω τις νύχτες καλά τα άστρα, όλο και πιο βαθιά για να μην χάσω ούτε ένα, μέχρι να ουρλιάξει από πόνο ο ουρανός. Ξεκινάω για το όνειρο θερινής νυκτός μέσα στην πιο μεγάλη μέρα μου. Κλωτσάω τον ήλιο με δύναμη μέχρι να πέσει κάτω λιπόθυμος και να βασιλέψει. Και καθώς ματώνει ο κόσμος εγώ βάζω πρώτα τα γέλια και μετά τα κλάματα γιατί πάλι δεν κατάφερα να σε χωρέσω πουθενά. Ούτε να γιατρέψω τις κακώσεις τις ψυχής σου. Θα είσαι πάντα άλλο ένα λάθος, ενεστώτος χρόνου, που στέγασα μέσα μου για λίγο. Μικρές απουσίες ενοχλητικές σαν σκνίπες αποσυντονίζουν τις σκέψεις μου και η ζέστη της μέρας και της νύχτας μετά, λυγίζει όλα τα βλέμματα που κοίταζαν ευθεία μπροστά μου. Βαλίτσες φουσκώνουν σαν ετοιμόγεννες γυναίκες. Ρούχα και είδη πρώτης ανάγκης στοιβάζονται μαζί με ευχές για καλό καλοκαίρι. Ψάχνω κάτι που ποτέ δεν μπορώ να βρω γιατί δεν θυμάμαι αν το είχα ποτέ και μετά το έχασα ή αν το έχασα και βρήκα κάτι άλλο μετά που με έχασε αυτό. Κι έτσι πάντα ξεκινάω το ταξίδι μου. Με μνήμη μηδέν και πολύχρωμα φωτάκια στο μυαλό μου. Τα πολύχρωμα φώτα έχουν θεραπευτικές ιδιότητες, όπως η ασπιρίνη. Κάποτε πιστεύαμε πως μόνο η σιωπή μπορεί να αλλάξει τον κόσμο .Τώρα εγώ είμαι σίγουρη.

Δεν με νοιάζουν και πολλά πια. Βαρέθηκα το κάψιμο και το ξόδεμα πάνω στα βράχια των άλλων. Βαρέθηκα τα σωστά και τα λάθη. Βαρέθηκα τις λέξεις και τους μισούς ανθρώπους. Δεν είναι για μένα αυτά. Εγώ θέλω μόνο τα πολλά, δοσμένα με την δύναμη ενός χαστουκιού. Θέλω ξαφνικά να είμαι μέσα σε αυτό το καλοκαίρι, ανεξίτηλη. Τεράστια και καυτή σαν πύρινο ομοίωμα ζωής καθισμένο σε μια βαλίτσα κάτω από έναν υποθηκευμένο ουρανό και τίποτα δικό μου πια. Αυτό θέλω να είμαι.

Φεύγω λοιπόν ξανά και όλο. Πάω να φτύσω κουκούτσια στα άστρα μπας και τους αλλάξω το περίγραμμα. Να κατεδαφίσω το στερέωμα και να φτιάξω ένα νέο μόνο για μένα .Για το κομμάτι που μου αντιστοιχεί στο βλέμμα. Είπες κάποτε πως θες ένα ακρογιάλι, μια ψάθα, ένα καλάμι να ψαρεύεις και το κορμί μου ηλιοκαμένο για να φιλάς τις νύχτες κάτω από τα άστρα. Μόνο αυτό. Εγώ θέλω τα πάντα. Μόνο για μένα. Και αυτή την φορά λέω ότι σκέφτομαι να το πράξω κατευθείαν. Αλλιώς θα αναγκαστώ να αποφασίσω ξανά.


Καληνύχτα και καλό καλοκαίρι. Πάω να ευνουχίσω το φως πριν με διαλύσει.

Σάββατο, Ιουνίου 18, 2011

DeMo DiAry


Ο Ιούνιος με χαϊδεύει παντού. Μου δίνει θάλασσες βαθυκύανες και ουρανούς με άπειρους ζαλισμένους πλανήτες για να κοιτάω ασταμάτητα. Με ποτίζει με αστρικά οινοπνεύματα και ύπνους γεμάτους υγρασία και μικρά ζωύφια στους τοίχους. Τις νύχτες το φιδάκι για τα κουνούπια ξεψυχάει σε φρεσκοβαμμένες αυλές και μείς μαστουρώνουμε γεμίζοντας αντισώματα. Μια σκέψη είσαι που όσο αναπνέω μεγαλώνει. Μοιάζεις με ένα λευκό μπαλόνι που ακουμπάει τα τοιχώματα μου. Αναστάτωση. Είχα καιρό να νοιώσω το τσιμπούρι του έρωτα και συ, σαν πεταλίδα καρφωμένη στον πιο σκοτεινό μου βράχο, δεν λες να ξεκολλήσεις με τίποτα. Ο νους μου πλάθει ιστορίες μαζί σου. Ολόκληρο το κίνημα του υπερρεαλισμού με προσκυνά. Κατά βάθος ξέρω ότι όλο αυτό με μας είναι μια μεγάλη παρεξήγηση. Όταν αποφασίσω να πάρω το βλέμμα μου από πάνω του θα γκρεμιστεί. Και ο ήχος που θα αφήσει θα είναι η μεγαλύτερη ηδονή. Ακόμα μεγαλύτερη και από την ηδονή του κόλπου μου.
Χαμηλώνει ο ήλιος και μωβίζει τα σημάδια μου. Όλα είναι εδώ, ακόμα και όσα δεν θέλω. Μακρόσυρτες ώρες εργασίες ,λίγες ώρες ύπνου, κολασμένα φιλιά, παρατεταμένα σαββατοκύριακα πεταμένα στο πάτωμα σαν χρησιμοποιημένα προφυλακτικά, εγκαίνια ξεθεωτικών εκθέσεων, πολύβουα πάρτι, ξενύχτια που ταριχεύουν το βλέμμα μου στο άπειρο και σκόνη νυκτός ανακατεμένη με αλμύρα και άδοξο έρωτα .Όλα είναι εδώ εκτός από αυτά που θέλουν να είναι. Η φωνή σου παραμορφώνει τους μυς του προσώπου μου και σκληραίνει τις γωνίες μου. Νομίζω ότι μασάω κομμάτια από βράχια όταν σε συναντώ και σου μιλάω. Νομίζω ότι χάνω όλη τη δύναμη μου και γίνομαι ένα κομμάτι από πλαστικό πατημένο στην ακρογωνιά του δρόμου. Ο έρωτας είναι μια νοηματική ασθένεια για αυτό και θα τον αφαιρέσω από μένα. Το πήρα απόφαση και πάει. Σε μια βδομάδα θα χω φτύσει, κατουρήσει, δακρύσει το μικρόβιο του έρωτα. Μια οδυνηρή αιμοκάθαρση θαρρείς, που θα με κάνει να μοιάζω και πάλι με ανακαινισμένη πρόσοψη νεοκλασικού. Μέχρι κάποιος να με κολλήσει ξανά. Σύντομα ξανά.

Μεγαλώνει η νύχτα μέσα μου κάθε φορά που παραδέχομαι την ήτα μου αλλά το επόμενο πρωί ξανακερδίζω όλα τα χαμένα μου εδάφη. Ο κόσμος κατεδαφίζεται μαζί με μένα. Το κράτος διαλύεται μέσα από ανασχηματισμούς και επεισόδια στο γέρικο Σύνταγμα .Οι «αγανακτισμένοι» παλιώνουν σαν φορεμένα λευκά μακό, γεμάτα μπίχλα και γω χορεύω εκείνο το παλιό βαλς λίγο πριν βρεθώ με όλους σας στον πάτο. Το παραδέχομαι δεν με νοιάζουν και τόσα πια. Κοιτάω μόνο τα γενναιόδωρα ντεκολτέ των αποτρελαμένων γυναικών και τα γυμνασμένα οπίσθια των αγοριών που στριμώχνονται μαζί με τα δικά μου στο μετρό. Δεν με νοιάζει τίποτα πέρα από μένα και το καλοκαίρι μου. Είμαι έτοιμη να κάνω τα πάντα για να το έχω και φέτος δικό μου. Υπάρχει ένα φωτάκι μέσα μου που όλο μεγαλώνει και με χτυπάει στην καρδιά. Αλλά δεν με νοιάζει ούτε αυτό. Θέλω επιτέλους να κατεδαφιστούν όλα και να με πλακώσουν μια και έξω .Αλλά πριν, λίγο πριν, θέλω να ζήσω αυτό το κομμάτι του καλοκαιριού που έμεινε, όσο πιο δυνατά μπορώ. Και μπορώ ακόμα κι αν παρανοήσω από την εξακολουθητική μου αφαίρεση.

Τίποτα πιο φυσιολογικό από την παράνοια.

Δευτέρα, Ιουνίου 06, 2011

ΥπΑρΧω ΚάΠοΥ οΛόΚλΗρΗ

Φέτα λεμονιού το μισό φεγγάρι στο ποτό σου καθώς εγώ κλειδώνω το ποδήλατο μου και βγάζω την άμμο από τα παπούτσια μου. Υπάρχεις κάπου ολόκληρος και μισός από αμφιβολίες. Όχι, δεν σε αφορώ πια. Είμαι μόνο ένα κατασκεύασμα μνήμης και παράλογης επιθυμίας .Ξέχασες να μεγαλώσεις μα κι εγώ ούτε που θυμάμαι πως έμοιαζα όταν ήμουνα μεγάλη πια. Υπάρχω κάπου ολόκληρη, όπως και συ .Σε μια σκέψη, σε μια άηχη λέξη, σε ένα στόμα μαλακό που το φιλάς σα να φιλάς μαξιλάρι, σε ένα σπαστό μαύρο ποδήλατο κάτω από έναν ήλιο που μεσουρανεί και αραιώνει το γαλάζιο του ουρανού με αίμα. Υπάρχω κάπου ολόκληρη, όπως και συ, αλλά δεν θυμάμαι να σου πω και δεν έχει και σημασία πια. Σημασία έχει πως γεννάω ανώδυνα τέχνη και την μεγαλώνω, όπως κανείς μεγαλώνει ένα παιδί. Σημασία έχει πως τα βράδια που αφήνω πίσω μου, μυρίζουν μοχίτο και καυσαέριο κέντρου. Οι ποδηλατάδες φαρδαίνουν και τα διαλλείματα ξεκινούν με μπόλικο αλάτι σε καλά ψημένο καλαμπόκι στον Άλιμο. Σε παίρνω τηλέφωνο να σου χαρίσω δυο στιγμές δικές μου και συνεχίζω να πολεμάω μέσα στην κλειστή αγκαλιά του Ιούνη και να κερδίσω χάνοντας τον ύπνο μου. Και καθώς σου λέω τα νέα μου η Αίγινα απέναντι ανάβει στα μάτια μου τα φώτα της .Όμως ούτε αυτό τελικά δεν έχει σημασία.
Σημασία έχουν οι πορείες και οι Μεγαλειώδεις συγκεντρώσεις διαμαρτυρίας των «αγανακτισμένων» πολιτών στο Σύνταγμα .Το μαλλί της γριάς και τα σουβλάκια που πουλάνε σε αυτό το βαρετό πανηγύρι. Οι παρέες κάποιων άγνωστων και άχρωμων παιδιών που κάθονται στο κέντρο του δρόμου τραγουδώντας μπούρδες και γελώντας με το οτιδήποτε. Σημασία έχει να κάνεις το καθήκον σου επειδή δεν κοιμάσαι όρθιος κι ας μην ξέρεις για τι πραγματικά είσαι εκεί. Να αγοράζεις μπαλόνια και να φλερτάρεις με την ψηλή που ήρθε με το 12ποντο τακούνι να διαμαρτυρηθεί. Σημασία έχει να υπάρχεις σαν πολίτης που αγανακτεί επειδή στην ουσία ξεβολεύτηκε και θυμήθηκε αργά να αποκτήσει πολιτική συνείδηση, ενώ τόσα χρόνια χειροκροτούσε τη χώρα που βυθιζόταν σαν υποβρύχιο βανίλιας. Σημασία έχει να προλάβεις έστω και στο παρά πέντε να διαμαρτυρηθείς, για τον εκκωφαντικό πάταγο που θα ακουστεί καθώς το κράτος αρχίζει και καταρρέει, με ένα κουτάκι μπύρας στο χέρι καπνίζοντας στριφτά και συζητώντας για το τέλος του καπιταλισμού τρώγοντας hot dog. Αυτό έχει σημασία. Παραπατάω αφηρημένη λερώνοντας τα παπούτσια κάποιων. Όλο αυτό μου θυμίζει εκείνη την γνώριμη ηλεκτρισμένη αναμονή λίγη πριν το ξεκίνημα της συναυλίας. Θα βγει άραγε και δω να τραγουδήσει κανείς;
Ψάχνω να βρω την σημασία του να υπάρχω κάπου ολόκληρη. Και η σκέψη συνεχίζει να σκορπίζει δίπλα στην θάλασσα και να φτάνει στον μεγάλο εορτασμό του νησιού. Μικρή από δω η Φολέγανδρος μα πως μεγαλώνει έτσι τα μάτια μου κάθε φορά που συλλαβίζω το όνομα της. Και ξαφνικά ανοίγουν αυτόματα οι πύλες του φωτός και σκάνε από κει σαν κύματα μπαγιάτικης γρανίτας όλοι αυτοί που παράτησα μέσα του χωρίς να τους σώσω. Γιατί δεν είχε ποτέ για μένα σημασία να τους σώσω. Ίσως γιατί πιο πολύ από όλα πόθησα να σώσω το καλοκαίρι μέσα μου και αργότερα μέσα στους άλλους. Για μένα αυτό έχει μόνο σημασία. Σε αυτό υπάρχω ολόκληρη.

Παρασκευή, Ιουνίου 03, 2011

NuDe MoOd ΣτΟ kEy-BaR

Επειδή εσείς μου το ζητήσατε κατέβασα και στην Αθήνα την έκθεση που αγαπήθηκε στην Θεσσαλονίκη.

Nude Μood λοιπον...με Γυμνή διάθεση στην παραλία του apo-key bar,Πραξιτέλους 37, από Πέμπτη 9 Ιουνίου.

Σε κοινή θέα...και στην διάθεση σας για όλο το καλοκαίρι!

Κυριακή, Μαΐου 15, 2011

ΑοΡιΣτΙα


Κάθε πρωί που ανοίγω τα μάτια μου τα πουλιά κελαϊδάνε και ο ήλιος καυτός σέρνεται στην κρύα πλάτη του ουρανού σκαρφαλώνοντας.Κάθε πρωί που ανοίγω τα μάτια μου ο κόσμος όπως τον θυμάμαι είναι ακόμα εκεί. Κάθε πρωί το υπέδαφος συνεχώς υποχωρεί κάτω απο τα πόδια μου.Δεν αντιδρώ,όσο φοβισμένη κι αν είμαι. Αλλάζω πόδια κι ελαττώνω το σχήμα μου μέχρι να δω οτι πάλι με αντέχει.Με κρατάει γερά.Οι ηλικίες των κοριστιών έξω στους δρόμους όλο και μικραίνουν και τα αγόρια δέν έχουν φύλο πια.Σε κάθε ραντεβού μου πάω λίγο νωρίτερα μόνο και μόνο για να παρατηρώ τον κόσμο που γυρνάει μαζί με την γη.Εξετάζω τους ανθρώπους και τα νέα είδη που όλο προκύπτουν, κρατώντας σημειώσεις.Στις παρέες που ξεβράζομαι τον τελευταίο καιρό, οι άνθρωποι μιλάνε συνεχώς με τα μάτια γυρισμένα σε ένα δικό τους νότο.Κανείς δεν κοιτάει τα μάτια του άλλου.Σα να μην υπήρχαν ποτέ πάνω στο πρόσωπο.Κανείς δεν ακούει, όλοι μόνο μιλάνε σε μια γλώσσα που δεν καταλαβαίνω με πολλά ρημαγμένα «εγώ» που σαπίζουν μαζί με τα δόντια.Και ο Μάης αφαιρεί τα ρούχα μου σιγά σιγά και μακραίνει βίαια τα μαλλιά μου, χωρίς στολισμούς.Μου τραβάει την ψυχή σαν σφεντόνα και με βάζει να βλέπω αποσπάσματα φόνων στα δελτία ειδήσεων, ξυλοδαρμούς, βιασμούς, κλω­τσιές ξανθών εθνικιστών σε γεννητικά όργανα μεταναστών και νοσοκομεία που φιλοξενουν ανθρώπους με κρίσιμα 48ωρα.Και συνεχίζω να βάζω τον ήχο στο mute και αφήνω το «Nightlite» των Bonobo να πάιζει μέχρι να βραδιάσει εντελώς και να κλείσω το κουμπί της τηλεόρασης και το κουμπί του κόσμου, ανοίγοντας όλα τα παράθυρα του σπιτιού και της ψηχής για να μπει το ερωτικό ρεφρέν του Γκιώνη.Σαν λούπα ξεχασμένης συγχορδίας μιας εποχής γεμάτης σέπια.

Περνάνε οι μέρες του Μάη σαν στιγμές μεθυσμένες, σαν θέα ζαλισμένη έπειτα από πολύ ξύλο. Αποφεύγω το κάποτε πρωτεϊνούχο κέντρο που μεγάλωσα και ακουμπάω τα άκρα μου στα νότια προάστια.Με ένα σπαστό ποδήλατο για παραλλαγή, τσουλάω σαν τον ήλιο, σκαρφαλώνοντας στην πλάτη της ζωής, στην επιφάνεια της γης,στην γωνία της κύρτωσης του λεπτού άξονά της.Τρέχω μπαγιατεύοντας τις νωπές μου σκέψεις με μπόλικο οξυγόνο και ιώδιο.Τρέχω με πρόχειρα αυτοσχέδια φορέματα και με τα μαλλιά πιασμένα ψηλά σφυρίζω έναν παλιό σκοπό.Έναν σκοπό που με κρατάει σφιχτά δεμένη με εκείνον τον παλιό κόσμο που έζησα αλλάζοντας μορφές και σχήματα.Ξανά και ξανά.Και καθώς καταπίνω τα χρόνια μου σαν χάπια για κάθε χρήση

περιμένοντας τους βαρβάρους στο κέντρο της πόλης, απομακρύνομαι όλο και περισσότερο από τα γεγονότα.Τα απογυμνώνω από κάθε λεπτομέρεια κι έτσι η περίσταση αποκτάει μια αοριστία που καλυτερεύει την εικόνα.

Ο κόσμος είναι το καλύτερο μέρος για να γεννηθεί κανείς.


Δευτέρα, Μαΐου 02, 2011

ΠεΣ μΟυ ΠόΤε

Μαγιάτικο πρωινό γεμάτο βλέννες φωτός και σκόνη μπαγιάτικου ουρανού. Ξυπνάω και κοιμάμαι με τα υπολείμματα του περσινού καλοκαιριού κρυμμένα κάτω από τα νύχια μου. Στόλισα τα μαλλιά μου με μικρά ανθάκια σήμερα και γέμισα τα βάζα με ροζέ ορχιδέες. Η Άνοιξη ξενυχτάει μαζί μου μέσα σε υποφωτισμένα σαλόνια, κατασκότεινα bar, και γαλάζια μάτια. Ξενυχτάει γύρω από μακροσκελείς παρέες με ρούχα ελαφριά και ποτά διάφανα σαν ποταμίσια ρυάκια, που τα παγάκια λιώνουν μέσα τους σαν διορίες που λήγουν. Οι γάμπες και τα χέρια μου είναι λευκά σαν φρεσκοπλυμένα σεντόνια κάτω από τον Ήλιο. Τα μάτια μου πρησμένα και κόκκινα, ερεθισμένα από έρωτες κοφτερούς που με κάνουν να τους παρατηρώ ματώνοντας. Είμαι αλλιώς πια, τελείως διαφορετική. Μοιάζω με λάθος αποτέλεσμα εξίσωσης γεμάτης από αιχμηρά χ και ψ που σκαλώνουν σαν μικρές πευκοβελόνες στα μαλλιά μου μπερδεύοντας τα συνεχώς .Περιμένω μια αλλαγή, ένα λάθος πάτημα, enter καταλάθος 2 φορές η space καμία. Περιμένω μια νύχτα καταλάθος μεγαλύτερη από την κανονική και ύστερα την επόμενη μέρα να ανατέλλει τσιρίζοντας με μελάτα φωνήεντα και να διώχνει τα σύννεφα. Σ’ αγάπησα, μα τώρα αγαπάω άλλον. Κατοίκησα πάνω σου τόσα χρόνια και μπήκα όσο βαθύτερα μπορούσα μέσα σου χωρίς να ανάψω ούτε ένα φως. Τώρα δεν θυμάμαι καν τα τετραγωνικά σου. Μένω αλλού πια. Με μια βαλίτσα στο χέρι αφήνω παντόφλες και πυτζάμες φρεσκοπλυμένες σε σπίτια που δεν θα ξαναδώ δεύτερη φορά. Πλέω σε ένα χυλό αδράνειας και απάθειας και για αυτό φταίει αυτή η σκρόφα η Άνοιξη. Ταλαντούχα αμαρτωλή γεμάτη δόξα και τρέλα και γω μέσα της ένας παλιός κομπάρσος με τα ίδια ρούχα που ακόμα να πληρωθεί. Ακούω cd με κομμάτια γεμάτα μελαχρινή μελαγχολία και εύχομαι να βούλιαζε κάτι. Από την απέναντι θέα μέχρι εκείνη εκεί την πολιτεία στο χάρτη. Κι έπειτα ένα μικρό πετραδάκι πέφτει πάνω στο παρ μπριζ και με ξυπνάει από όλα. Και τότε το μόνο που υπάρχει είναι μια ξύστρα, ντέφια και κρουστά και αργές εικόνες σα να βγήκαν μέσα από μεθύσι ,και κελαηδίσματα πουλιών και παράλληλα σύμπαντα. Κόσμοι έρχονται και μπλέκονται. Ο πόνος για αυτό που δεν πραγματοποιήθηκε. Η απουσία κι έπειτα η παρουσία και το μεταφυσικό στοιχείο του ερώτα. Όλα εδώ βαλμένα με λάθος σειρά. Και στο τέλος πάντα να φεύγω με κινηματογραφικό βλέμμα. Και συ να κοιτάς, όπως όλοι, γοητευμένος. Το βλέμμα μου είναι ένα μυστικό για ένα μυστικό. Όσο περισσότερα λέει τόσο πιο λίγα ξέρεις .Και απομακρύνομαι μέχρι να ζιπαριστώ σε μια μαύρη γυαλιστερή τελεία μαζί με τα 265 κόκκαλα μου. Δεν περιμένω τίποτα. Ο Μάης μου αρκεί για τώρα.

Παρ όλα αυτά πες μου πότε.

Πέμπτη, Απριλίου 14, 2011

ΕαΡιΝά αΠοΣπΑσΜτΑ

Στο ταχυδρομείο δύο μεγάλες κυρίες με λευκά ψάθινα καπέλα συζητάνε χαμηλόφωνα. Μυρίζουν κλεισούρα και ξινισμένη λεβάντα. Μυτερά περλέ νύχια και καφέ ροζιασμένα χέρια. Η μια βγάζει ένα μικρό τηλεφωνικό κατάλογο και κάτι ψάχνει. Πόσο καιρό έχω να δω και έπειτα να διαβάσω τηλεφωνικό κατάλογο; Πόσο καιρό έχω να πλησιάσω τόσο κοντά ηλικιωμένη κυρία. Από τότε που η γιαγιά μου, μου έδεσε τον τελευταίο Μάρτη στο καρπό. Πάνε έτη φωτός πίσω. Από τότε.

Απριλιάτικη δύση. Συγκλονιστική. Γεμάτη με στεφάνια από σύννεφα και λυκόφως. Γεμάτη ξεβαμμένο ροζ και νοσταλγία. Γεμάτη άδεια χέρια, χωρίς άνθη και πύρινα μαλλιά φρεσκολουσμένα με άρωμα μήλου. Σκιές μωβ και πορτοκαλί στην λευκή ντουλάπα. Κάθε φορά που κινούμαι στο δωμάτιο η σκιά μου μουτζουρώνει όλες τις γύρω επιφάνειες. Επεκτείνομαι μαζί με το φως. Κι έπειτα το μπουκώνω μέσα μου. Στην δικιά μου άβυσσο που κανείς ποτέ δεν θα φτάσει.

Στο δρόμο όλα γκρι με μωβ άνθια και όλα φλου. Μυρίζει η πασχαλιά, η γαζία και η νεραντζιά και με πιάνει μια απροσδιόριστη λύσσα. Και στην ωμοπλάτη, στο σημείο των παλιών φτερών κάτι αρχίζει και κουνιέται. Μια μνήμη αρχαία σκαλίζει τα ψηλά γαλάζια του ουρανού. Χωρίς βοηθητική σκάλα.

Σε ένα μικρό στενό 4 σταματημένοι μοτοσυκλετιστές της αστυνομίας κοιτάνε τις προσφορές του διαφημιστικού καταλόγου από το Praktiker. Πολλή δουλειά, μουρμουρίζω κοιτώντας το κάθισμα του συνοδηγού για ξεκάρφωμα. Παρατηρώ τις γαλάζιες σειρήνες που μοιάζουν με μαγικά ραβδιά και προσποιούμαι τον ήχο τους. Τρέχω και πατάω φρένο απότομα ξανά και ξανά κι έτσι γαργαλιούνται τα μέσα μου και καταφέρνω επιτέλους να γελάσω αληθινά.

Στον καθρέφτη του μπάνιου με δυνατό φωτισμό ψάχνω να βρω στα μαλλιά μου την παρουσία λευκών ηλεκτρισμένων τριχών. Τίποτα ακόμα. Τριάντα εννιά κοντεύω και κάθε καλοκαίρι ακόμα ξανθαίνω σαν πεντάχρονο.

Τα μεσημέρια που είναι το φως ζεστό φοράω ένα ροζ δερμάτινο για να νομίζω ότι άνθισα και περπατάω με μικρά γρήγορα βήματα κοιτώντας πάντα τους σχηματισμούς που παράγουν τα σύννεφα. Χάνω το δρόμο όμως πέφτοντας πάντα πάνω σε λάθους ανθρώπους χωρίς να ζητήσω συγγνώμη και αυτοί με ερωτεύονται μια και έξω. Κι έπειτα έρχεται σαν ταμπλέτα χαράς εκείνο το τεράστιο Σαββατοκύριακο και το παίρνω μαζί με το σπαστό μου ποδήλατο και κάνουμε βόλτες στα παράλια της Αττικής. Και καθώς η παρέα μεγαλώνει η βόλτα ξεχειλώνει και μας πάει σε κρυφούς κολπίσκους με ζεστά νερά και καφέ άμμο. Σε χοντρά αλμυρίκια που από κάτω ξαποσταίνουμε συζητώντας λες και γραφούμε βιβλία. Και στο μυαλό μου σήπεται ένα παλιός θλιμμένος κόσμος και καταρρέει μαζί με παλιά, δικά μου αποσπάσματα.

Άνοιξη και σούρουπο σαν μωβ συκώτι. Χαμηλά ντεσιμπέλ χωρίς εκρήξεις. Διηγήσεις βελούδινες χωρίς πόνο. Από το δέρμα μου πετάγονται κάτι μικρά πράσινα φυλλαράκια. Τελευταίοι χαιρετισμοί και στην στροφή το πορτοκαλί δέρμα της μεγάλης εβδομάδας. Φως αβάσταχτο. Κοντομάνικα και τα χέρια μου να μπερδεύονται με τα δικά σου καθώς τα σύννεφα συνεχίζουν να βράζουν σαν γάλα πίσω από τις κορυφές των λόφων και οι μέρες ξεσκίζουν τα σωθικά των πάντων φυτεύοντας νέα κείμενα.

Υποθέτω πως δεν θα έχουμε άλλη ευκαιρία να βρεθούμε με την μορφή που είμαστε ετούτη την Άνοιξη ποτέ ξανά.

Δευτέρα, Μαρτίου 21, 2011

σEλHνIαΚό ΠεΡίΓεΙο


Με τράβηξε από τα μαλλιά και με κάθισε στο ξύλινο γραφείο του σαλονιού. Μου έβαλε το πιστόλι στον κρόταφο και μου είπε να γράψω. Η φωνή της ήταν βραχνή σα να είχε καταπιεί 10 βρεγμένα καλώδια γεμάτα βραχυκύκλωμα. Ήταν τεράστια αυτή την φορά και το φως της μου έκαιγε την παλίρροια των κροτάφων μου. Δεν έχω τίποτα να πω όλο αυτό τον καιρό και αν έχω χάνεται μέσα από το άνοιγμα και το κλείσιμο της εξώπορτας μου κάθε πρωί. Έγινε κι άλλο ασημένια και ένα κομμάτι υδράργυρου έπεσε στην λεύκη μου κόλα. Άρχισα να σκέφτομαι το κουβάρι των πραγμάτων που έκρυβα πίσω από τις κόκκινες αρτηρίες μου και κάτω από τα φρεσκοκομμένα νύχια μου. Το πιστόλι της πίεσε περισσότερο τον κρόταφο μου. Είχε κατέβει κι άλλο πιο κοντά αυτή τη φορά και μου το είχε πει ότι θα γινόταν εχθρική αν δεν έγραφα έστω και μια λέξη. Ξεκίνησα αργά να γράφω.

Είναι Μάρτης και στο χέρι μου φορώ εκείνη την ασπροκόκκινη πλεξούδα ενώ μέσα μου ακόμα το μαύρο φως του χειμώνα γδέρνει τα τοιχώματα της μοριακής μου δομής. Η νύχτα μικραίνει συνεχώς και τις τελευταίες μέρες ξυπνάω νωρίς από το κελαΐδισμα του αηδονιού. Ετοιμάζω ένα ταξίδι στον Βορρά κι ένα καθρέφτισμα του εαυτού μου στον Δούναβη. Στην πλατεία Συντάγματος ωστόσο νέα παιδιά μοιράζουν τσάμπα αγκαλιές σε οποίον θέλει και κάπου εκεί στην Ιαπωνία νέα τέρατα ετοιμάζονται να βγουν, όσο οι πόροι του χώματος στραγγίζουν τα θαλασσινά νερά από το τσουνάμι. Και συνεχίζω να παρατηρώ ρουφώντας σούπες Knorr τα βράδια τον κόσμο που αλλάζει δομές και τα μεταφυσικά φαινόμενα των πόλεων, που μας αφομοιώνουν. Περπατώ ακόμα κάνοντας ζικ ζακ πάντα μπλε και αφηρημένη έχοντας μια νέα σελήνη στο μυαλό. Αποχαιρετώ με ένα μεγάλο παιδικό χαμόγελο αγαπημένες μορφές με πράσινα μάτια και λυγισμένες βλεφαρίδες που φεύγουν στα ξένα για μια νέα ζωή και μέσα μου κλαίω γοερά. Κηδεύω τα τελειώματα και ξεσκονίζω τα μικρά και στενά ξέφωτα που μου άφησε ο ελεύθερος χρόνος για να μπω. Κι ύστερα γράφω λέξεις.500, 456, 380, 200.Λέξεις που ζυγίζω, γυαλίζω, ζουμπάω, αλλάζω το σχήμα και τα σύμφωνα τους. Λέξεις σαν μαλακά τσουρέκια που βουτάει κανείς στο γάλα. Λέξεις σαν φρεσκοκομμένα ανοιξιάτικα λουλούδια. Λέξεις δικές μου γυρισμένες ανάποδα. Μάρτης λοιπόν και η νύχτα μυρίζει αλλιώς πια. Κάποιες φόρες η Άνοιξη σουλατσάρει μουρμουρίζοντας Edith. Κάποιες άλλες σφίγγω και άλλο το κασκόλ γύρω από τον λαιμό και κουμπώνω μέχρι πάνω το παλτό μου. Σκέφτομαι όλες τις αφίξεις και τις αναχωρήσεις που θα έρθουν να με βρουν και τεντώνω την σπονδυλική μου στήλη. Σκέφτομαι εκείνον και εκείνη. Σκέφτομαι αυτό και το άλλο λουσμένα με εκείνες τις ανοιξιάτικες μυρωδιές κάποιων ολοστρόγγυλων βραδινών βημάτων, στο σχόλασμα, από την πύλη εξόδου μέχρι το αμάξι. Μέχρι εκεί σ αγαπώ κι μετά ξεχνώ γιατί. Και δες που δεν άντεξα πολύ κι έκανα καινούργιους φίλους. Απέκτησα μια ολοκαίνουργια νονά με μάτια αστρικά κι αυτόφωτα, ένα γαλαζοπράσινο αγόρι να λαμπιρίζει τις νύχτες που θα λείπει αυτή από κει ψηλά και 2- 3 υπεραστικά τηλεφωνήματα αργά τη νύχτα. Νέα αυτά, λαμποκοπάνε μέσα μου. Ξέχασα το παλιό που κουβαλούσα και κοιμήθηκα χωρίς το φως ανοιχτό. Τα όνειρα που ξεκίνησα να κατασκευάζω τις νύχτες του Μαρτίου είναι τελείως ασυνάρτητα και αυτό γιατί μέσα από την ασυναρτησία μπορεί να προκύψει κάτι που θα με πάει κι άλλο μπροστά.

Έβγαλε αργά το πιστόλι από τον κρόταφο μου και βγήκε από το παράθυρο, όπως μπήκε. Την κοίταζα να γυαλίζει. Ήταν τεράστια, ήταν στη μικρότερη απόσταση των τελευταίων 18 ετών από τη Γη. Τράβηξα την κουρτίνα και προσπάθησα να αφουγκραστώ το χαμηλό ροχαλητό του νάρκισσου στον κήπο και το σούρσιμο της αγριοβιολέτας που αντάμωσα προχθές στην άμμο του Μαραθώνα. ‘Όλα μέσα μου λαμποκοπούσαν και έρρεαν στην ησυχία. Αντίο Μάρτη. Σε λίγο θα κόψω την πλεξούδα σου απ΄ τον λευκό καρπό μου. Σε λίγο όλα θα μοιάζουν και θα είναι αλλιώς.

Παρασκευή, Φεβρουαρίου 11, 2011

dAyS gO bY


Περνούν οι μέρες σαν τραυματισμένα θαυμαστικά στην άκρη μιας λέξης. Τηρώ την εσωστρέφεια μου και την απομάκρυνση μου από όλα αυτά που κάποτε με ζούσαν. Οι μέρες υπέρλαμπρες τον τελευταίο καιρό με λίγο μόνο ψιλόβροχο στις άκρες τους δημιουργούν μια κινηματογραφική ατμόσφαιρα. Έξι το απόγευμα και ακόμα μέρα. Σχολάω και βλέπω από το αυτοκίνητο τη δύση. Ταξιδεύω νοητά σε κάθε επιστροφή από τη δουλειά στο σπίτι, ή από το σπίτι στη δουλειά. Νύχτα ή μέρα και πάντα καταλήγω σε εκείνο το νησί. Στη βίλα με τα αρχαία ερείπια έχοντας πολλά ζώα τριγύρω μου. Γάτες, σκύλους ,κότες, μικρά ερίφια με κουδουνάκια στο λαιμό. Είναι πάντα καλοκαίρι στο νησί μου και λίγο πριν την δύση. Εγώ ποτίζω τον μικρό μπαξέ μου και η θάλασσα φτύνει αλμύρα στο δέρμα μου. Είμαι πάντα εκεί και οι μέρες περνάνε σαν κάποιος να πάτησε το slow motion.Ένα κλεμμένο ενσταντανέ από το μέλλον σαν αλισάχνη ανεξίτηλη στη θύμηση.
Eject
Γύρισα από το σούπερ μάρκετ και τα χέρια μου μύριζαν απορρυπαντικό και κανέλλα. Σα να μου μύρισε Άνοιξη ξαφνικά και όλοι οι δείκτες μέσα μου κουνήθηκαν απότομα. Νοιώθω χαρούμενη χωρίς λόγο. Όσο περνάνε τα χρόνια αρνούμαι να μιζεριάζω την ζωή μου χωρίς λόγο. Έχει γίνει μέσα μου και μια ιεράρχηση βλέπετε(μετά από πολλές απώλειες) για ποιο λόγο αξίζει τον κόπο να ξοδεύεται η ψυχή και για ποιο λόγο δεν αξίζει. Εξακολουθώ και δίνω μεγάλη σημασία στις ανθρώπινες σχέσεις.Τεράστια. Αλλά δίνω και πολλή μεγάλη σημασία στον τρόπο που πρέπει να ζούμε την καθημερινότητά μας. Αυτή μας σφραγίζει. Αυτή μας κάνει μίζερους ή ευτυχισμένους. Και είναι τόσο εύκολο αυτό να επιτευχτεί. Όμως, όπως όλα τα πράγματα στην φύση του ανθρώπου, όσο πιο εύκολο είναι κάτι τόσο λιγότερη σημασία του δίνεις.
Eject
Περνούν οι μέρες σαν όνειρα που ξέχασες το επόμενο πρωί. Σαν ρούχα φορεμένα που πέταξες στα άπλυτα. Σε είδα το απόγευμα σε ένα συνοικιακό καφέ. Σε βρήκα αλλαγμένη σε όλα. Ακόμα και στο σχήμα σου. Τα μαλλιά σου έπαιρναν φωτιά, κατακόκκινα, κάτω από τον απογευματινό ήλιο και τα μάτια σου τρεμόπαιζαν σαν μακρινά άστρα. Μου μίλησες για την Άνοιξη και για εκείνο το παλιό τραύμα στο μέρος της κοιλιάς. Λίγο πιο ψηλά από τον αφαλό. Ο αφαλός είναι ο άξονας μας. Εκεί έχω όλες τις πυξίδες του κόσμου αυτού και του προηγούμενου που έζησα.
Eject
Βραδινά ποτά σε καινούργιο στέκι. Καπνοί. Ξενύχτια χωρίς νόημα. Φλερτ. Μια βραδιά σεξ για το σεξ. Μια παρέα που γελάει. Πιο εύκολα πιστεύεις τις ιστορίες των ανθρώπων στα bar παρά τις επαληθεύσεις τους.
- Λες να γίνεις καμιά από αυτές τις τρελές που μιλάνε στα κτήρια και φοράνε τα παπούτσια των ξένων, με ρωτάς μέσα από κοκκινόμαυρο σκοτάδι και σπασμένες μουσικές.
-Μπορεί, σου απαντώ, αλλά δεν θα χρειαστεί να ζήσω στο δρόμο, θα πάω στην θάλασσα.
Eject
Φεστιβάλ ψαροκόκαλο. Τεμαχισμένες ταινίες μόλις 10 λεπτών. Ήρθε να με πάρει για να τις δούμε. Το βλέμμα της ήταν σαν να είχε βγει από το δάσος, το δέρμα της λευκό οι κινήσεις της νωχελικές. Στο βάθος μια γάτα.
Eject
Και οι μέρες περνάνε σαν άδεια ταξί με jazz μουσικές. Και συνεχίζω να νοιώθω χαρούμενη και συνεχίζω να δυσπιστώ με αυτούς που κάνουν τους σκεπτόμενους, ιδίως σε ότι αφορά αυτόν τον πλανήτη. Ελάτε ρε παιδιά, καριέρα κάνουνε όλοι.
Eject

Κυριακή, Ιανουαρίου 16, 2011

ΠάΝτΑ κΑλΟκΑίΡι


Αναπνέω, ζω και επικοινωνώ με το ανύπαρκτο. Στα όνειρά μου είναι πάντα καλοκαίρι. Καλογραμμένα λόγια, φούσκες από ανώνυμες τρόμπες που σκάνε στα πραγματικά μας μούτρα. Δίπλα μας πολλοί, μέσα μας κανένας όμως. Έβρεξε μόλις έξω και μύρισε το χώμα. Κάνει κρύο σήμερα. Γράφω σκέψεις και παρατηρήσεις. Ήδη σαν πουλόβερ που ξεχειλώνει η παλιά μου ζωή. Κοντεύει να εξατμιστεί κάτω από τα παλιά μπαλώματα των σεντονιών. Έκοψα ξανά τις άκρες των μαλλιών μου. Να φύγει από κει ότι παλιό σάπισε και με πλήγωνε βουβά. Τι πονάει περισσότερο άραγε το πλήγωνε ή το βουβά;
Σκέφτομαι αργά, σα να μπήκε μέσα στο μυαλό μου μια πορτοκαλί γιγάντια χελώνα. Κι έπειτα αναπολώ την δύση. Μεγάλη πληγή για τον ουρανό η δύση, άλλα την αποζητώ καθώς αυτή αυτοκαταστρέφεται μπροστά μου κάθε μέρα. Ίσως για αυτή την φωτιά στον ουρανό αξίζει να ξεπεράσω μερικά αδιέξοδα.
-Πως μοιάζει το σ αγαπώ σου;
-Μοιάζει με ανατολή που πνίγεται στους λιμνώδεις ομφαλούς του κόσμου.

Βράδυ αργά, πάντα με τις άσπρες μου σελίδες μπροστά, αθώα απειλητικές και κάπου εκεί στην κεντρική λεωφόρο οι τρέχουσες αγωνίες μιας Αθήνας που λογικά πρέπει τώρα να αλλάζει κανάλια. Βράδυ αργά και ο αέρας έξω μοιάζει να μισεί τα φυτά και την βεράντα μου. Μέσα από τα ξετρελαμένα κλαδιά της πικροδάφνης μόνο ο Υμηττός φαίνεται ακούνητος. Τραβάω με δύναμη τις κουρτίνες και χάνομαι στις άπειρες προστατευτικές γωνίες του σπιτιού μου. Στην τρυφερότητα του οικείου χώρου. Σβήνω τα καλοριφέρ και ρίχνω στα πόδια μου μια καρό εγγλέζικη κουβέρτα. Μέσα στο μυαλό μου είναι πάντα καλοκαίρι. Και η επόμενη μέρα είναι μια μέρα που με περιμένει στην στάση ενός παλιού λεωφορείου με έναν ήλιο μεγάλο και κίτρινο. Μια εβδομάδα ακόμα ο χειμώνας και γω αναπαύομαι πάνω σε θάλασσες που αφρίζουν και σκέψεις ζεστές για μακρινά ατελείωτα ταξίδια. Λευκά σύννεφα και πλατιά ξέφωτα του μπλε. Ο ουρανός ήταν πολύ ωραίος σήμερα. Η μέρα μεγαλώνει και οι ώρες του απογεύματος μοιάζουν με γάτες που τεντώνονται στην αντηλιά. Περνά η ζωή και μείς στην ίδια οδό μένουμε ακόμα και παλεύουμε. Γιατί έτσι πρέπει επιτέλους και γιατί τίποτα δεν μας χαρίζεται, ούτε με τόσο καλοκαίρι μέσα μας. Ούτε η τέχνη ούτε η αφύπνιση.

Και τελικά καλύτερα να με διαλύσει η πραγματική ζωή παρά η μη.

Τετάρτη, Ιανουαρίου 05, 2011

ΠρΩτΕσ ΜεΡεΣ εΙκΟσΙ δΕκΑ

Με την κάπα της εσωστρέφειας και με ένα κομματάκι λύπης στο στόμα προχωράω πάνω στις ολοκαίνουργιες μέρες αφήνοντας πατημασιές. Το σπαστό μου ποδήλατο με ταξιδεύει σε παραθαλάσσια μέρη γεμάτα πεθαμένα φύκια και σκουριασμένη αλισάχνη. Αφήνω ροδιές με ιώδιο πάνω σε χαλασμένα πεζοδρόμια και η ματιά μου φωτογραφίζει αδιάκοπα νέα μέρη που τα προβάρω μόνο στα όνειρα μου, εκεί κοντά στις πρώτες πρωινές ώρες. Ο ήλιος χαμηλώνει απότομα σαν να έπεσε σε βαθιά λακκούβα και γω σκέφτομαι ακόμα τις λέξεις σου. Γιατί οι λέξεις σου με άρπαξαν από αυτό που ήμουνα κάποτε. Αυτές με ξερίζωσαν από το παλιό μου χώμα και με μεταφύτευσαν στο άπειρο. Στο άπειρο που πάντα μου έμοιαζε με στραβό χαμογελαστό στόμα. Και πάμε παρακάτω. Εκεί που ένα νέο αγόρι περπάτησε δίπλα μου για μια νύχτα. Εκεί που η ισορροπία του ύψους μου έχασε ξανά. Και γω κατάλαβα τότε πως δεν ήταν αγόρι αλλά μια προέκταση δική μου, από πάντα εκεί. Μια προέκταση αέρινη με κόκκινες αντανακλάσεις στον κρόταφο και με κάτι μάτια που έμοιαζαν με μάτια σκύλου. Πιστά και γεμάτα σοφία .Εκείνο το αγόρι με έφερε στο τελείωμα του χρόνου κι έπειτα εγώ συνέχισα με βήμα πιο αργό και μαλλιά μπερδεμένα από λύπη και αέρα να στέλνω μηνύματα γεμάτα καψαλισμένες ευχές .Για το νέο έτος. Για το ανυπόφορα αγουροξυπνημένο νέο έτος.
Και πάω αργά όλο και πιο πέρα, χωρίς να στρίβω πουθενά, χωρίς να κοιτάζω πίσω. Με μάτια στραμμένα προς τα μέσα, και τα ηχεία του μυαλού σε σιγή, κάνω προσθαφαιρέσεις ανθρώπων και ανοίγω νέα κουτάκια για να χωρέσω εκεί ότι σάπιο, ότι ψεύτικο και ακατανόητα αηδιαστικό με γέρασε. Το ταχτοποιώ πρόχειρα μόνο και μόνο για να το καταχωρήσω, αργότερα που θα επανέλθω, σε λέξεις και σε μελλοντικά ποστ που θα με βοηθήσουν να πυκνώσω, να καταλάβω τι μου συμβαίνει για να μπορέσω να πάω κι άλλο παρακάτω. Ίσως το αποτέλεσμα να μην αρέσει σε αυτούς αλλά θα αρέσει σε μένα.

Σε περιμένω στο αεροδρόμιο ξανά. Οι φλέβες στα χέρια σου πετάγονται και τα μάτια σου στέκουν εκεί ερωτευμένα να κοιτάνε. Σε κοιτάω σχεδόν αδιάφορη, όμως η αλήθεια είναι ότι ομόρφυνες πολύ από την τελευταία φορά που σε είδα. Σου τραβάω την βαλίτσα από τα χέρια σκεπτόμενη πως το ωραίο μπορεί να είναι η αρχή του αποτρόπαιου. Φιλιόμαστε. Και σε αφήνω λίγο να γευτείς το μικρό κομματάκι λύπης που έχω στο στόμα. Ξέρεις ισχύει αυτό. Μετά από κάποιες αποτυχημένες σχέσεις συνεχίζουμε να ζούμε με μια λύπη που δεν φεύγει ποτέ, παρά μεγαλώνει και προστίθεται μαζί μας. Κι έπειτα ο Υμηττός και από κάτω οι τεμπέλικη γη της Κάντζας και από πάνω μας το πιο ακριβό δώρο που μας δίνεται. Ο ουράνιος θόλος. Τα χέρια σου και τα κοντοκουρεμένα σου μαλλιά που χρυσίζουν. Τα αδύνατα άκρα μου και τα πρησμένα μου χείλη.

Το ωραίο είναι η αρχή του αποτρόπαιου και η πύκνωση αυτή δεν σταματά ποτέ.