Υπάρχει μια ύαινα που κατοικεί σε ένα λόφο μακριά που κάποτε έβλεπα από αυτόν την θέα της θάλασσας. Τρέφεται και πολλαπλασιάζεται με τα αποφάγια μου και κάθε τόσο ιδρώνει το βλογιοκομμένο δέρμα της με μια υπέρμετρη προσπάθεια αγάπης .Μια ύαινα από έναν και μόνο εξημερωμένη, γεμάτη πένθη, διωγμούς, και χαράδρες πόνου μέσα της. Μια ύαινα που όπως όλα τα αρπαχτικά παρακολουθούσε την ζωή μου καιρό πριν την κάνει δικιά της .Μια ύαινα που θα λυπάμαι για πάντα, γεμάτη σκουπίδια.
Υπάρχει κι ένας πρίγκιπας πιο χαμένος και πιο μικρός από μένα. Ζει κοντά στους λόφους των σκουπιδιών σε ένα μικρό άλσος και δεν ξέρει αν μπορεί ακόμα να αγαπήσει. Αυτός με το βλέμμα που αφήνει εγκαύματα δεν ξέρει αν μπορεί ακόμα να αγαπήσει. Και κάθε τόσο ρίχνει στα βράχια την γοητευτική του ύπαρξη μόνο και μόνο για να την νιώσει και να την πάρει πίσω ξανά. Κάποιοι τον λένε χαριτωμένα «πολύ τραυματία». Τον αγαπάω γιατί μας αρέσουν οι ίδιοι ουρανοί και κυνηγάμε τις ίδιες θάλασσες. Αιχμηροί και οι δύο.
Υπάρχει και η πόλη μου. Μια πόλη που πετάει τα έντερα της μέσα σε κόκκινες και μπλε σακούλες σκουπιδιών, που αρωματίζεται με χημικά και χορεύει άγριους πολεμικούς χορούς κάτω από το ιλαρό φως των δρόμων. Αφήνοντας το ουρλιαχτό της ανάμεσα σε μακριές διμοιρίες . Παθαίνοντας μονόχρωμες αρρυθμίες γεμάτες καπνούς και ιαχές. Η πόλη με τους λόφους των σκουπιδιών και το κατεστραμμένο κέντρο αναστενάζει από τα ποδοβολητά των μικρών αγοριών που την βεβηλώνουν και γίνεται σκούρο μπλε. Σχεδόν μαύρο. Βυθίζεται σε ένα χυλό που ούτε με θάλασσα δεν κατάφερε να μοιάσει. Και πέρα από το να προσεύχομαι για αυτήν το μόνο που μπορώ να κάνω είναι να γεννάω μέσα μου μικρές πολύχρωμες εκρήξεις ελπίδας για να την συντηρώ. Κυρίως μέσα μου. Εκεί πρέπει να έχω τα σχέδια για να την ανοικοδομήσω μετά. Όταν θα έρθει η ώρα.
Τελευταία με όλα αυτά μελαγχολώ περισσότερο. Ξυπνάω νωρίς με μια δυσφορία στο στήθος και τραβώ τις κουρτίνες να δω αν ξημέρωσε. Στην δύση του ορίζοντα η Αίγινα και ο Πειραιάς έχουν ακόμα σκοτάδι. Κάνω μικρές ανακουφιστικές βόλτες στο σαλόνι απαλά για να μην ξυπνήσω τον μικρό πρίγκιπα. Σαπουνίζω τα χέρια μου με σαπούνι λεβάντας και χαϊδεύω απαλά την κοιμισμένη μου γάτα. Σκέφτομαι να ψήσω καφέ αλλά συνεχίζω και κόβω βόλτες σαν άυλη κράμπα στις μύτες των ποδιών. Και όταν αυτός με ακούει και ξυπνάει, τότε τρέχω με δύναμη στην αγκαλιά του κάτω από το πρώτο φως της αυγής και του ψιθυρίζω, «όταν πλησιάζει το φως η ανατολή το μαθαίνει πιο γρήγορα από τη δύση».
Ξημέρωσε. Τι ωραίος ουρανός!