Έξω αρχές
καλοκαιριού. Ιούνης πατημένος σαν λεμόνι στην άσφαλτο , μα το άρωμα του ακόμα
κρατά. Κυκλοφορώ στο σπίτι γυμνή με μια πουά πετσέτα κουζίνας για αυτοσχέδια
φούστα. Τα παράθυρα μονίμως μισάνοιχτα και από τις χαραμάδες τους παρακολουθώ τον κόσμο να
λιώνει. Στο διαμέρισμα επικρατεί μια
διακριτική ανακατωσούρα. Σα να ζούσε κι άλλος μαζί μου και ξαφνικά να έφυγε.
Στο μικρό ατελιέ, εκεί που κάποτε ήταν το δωμάτιο των ξένων, ξεφυτρώνουν μπογιές, πινέλα, πινάκες μισοτελειωμένοι και
κρεμασμένοι στα πόμολα της ντουλάπας, ανοιχτά κουτιά με βερνίκι, ξύλα κοπής με
ζωγραφιές, κουμπαράδες κεραμικοί με ασημένιες φουντίτσες, μαζί με απλήρωτους
λογαριασμούς, κοινόχρηστα και ποτήρια καφέ από προηγούμενα πρωινά. Αναρχία
παντού. Που και που φυσάει. Κι έτσι κάπως με αυτό το γλυκό καλοκαιρινό αεράκι
που σκάει από διαφορετικά σύμπαντα θαρρείς, θυμάμαι πως κάποτε υπήρξα νέα σε
αυτό το σπίτι, χωρίς όλα αυτά, μόνο με την νιότη μου και την αυθάδεια που μου
φορούσε τα καλοκαίρια αντί για αυτήν την πουά πετσέτα κουζίνας. Ούτε να κλάψω
δεν μπορώ. Οι κοίτες των ματιών μου
έχουν γεμίσει με μικρά χαλάζια. Μπορεί να φταίει που τα βράδια χαζεύω τον
ουρανό για ώρες αμίλητη. Μπορεί όλη αυτή η αστερόσκονη εκεί πάνω να μου έκανε την ζημιά.
Μεγαλώνω στο σελοφάν
μιας γαλαζωπής μοναξιάς χωρίς να χρωστάω σε κανένα. Ούτε σε συγγενή, ούτε σε
φίλο. Ότι έδωσα, έδωσα κι ήταν πολύ. Δεν υπάρχουν άλλα αποθεματικά για αυτούς
πια, παρά μόνο για μένα. Η φλόγα της γαλαζωπής μοναξιάς κοστίζει πολύ για να με
συντηρεί ακέραια και αυτοί όλοι εκεί έξω δεν θα καταλάβουν ποτέ. Τα βράδια κοιμάμαι
χωρίς ενοχές . Κοιμάμαι εύκολα. Κι έτσι εύκολα ξυπνώ και συνεχίζω, χωρίς
δεσμούς, χωρίς μακροπρόθεσμες εικόνες, χωρίς φροντίδα, χωρίς χάδια, χωρίς ελπίδες, χωρίς συνοδοιπόρους, χωρίς πολλά,
πολλά. Με λίγα λόγια, συνεχίζω αυτόφωτη και γεμάτη εγκαύματα αλλά συνεχίζω.
Ιούνης και τα μέρη
που φουντάρω τις νύχτες μου είναι μαγευτικά,
σχεδόν εξωπραγματικά, σαν σκηνή από ταινία του Βέντερς. Τα φτερά του έρωτα χωρίς
τον έρωτα πια. Όλοι είναι ψεύτικοι, προσποιούνται κάτι που δεν καταλαβαίνω
ποτέ με τι μοιάζει. Άγευστοι και ωχροί από τις καταχρήσεις, ανούσιοι και μισότρελοι.
Μόνο τα ποτά είναι καθαρά πια. Για αυτό πίνω αρκετά. Στον μακροσκελή γυρισμό μου το μπαλκόνι ανάβει τους χαμηλούς φωτισμούς
του και τα τεράστια κυανοπράσινα φυτά
μου ανασαίνουν με ανακούφιση που επέστρεψα. Ανάβω το φιδάκι για τα κουνούπια
και πάω αναίμακτα πίσω σε εκείνα τα αρχαία
χρόνια που λιμνάζουν μέσα μου τον πιο ωραίο βυσσινί βούρκο. Και είναι όλοι πάλι
εκεί. Η μαμά, ο μπαμπάς, οι γιαγιάδες και οι παππούδες, οι φίλοι των φίλων τους, οι
παιδικοί μου φίλοι, ο αφρός στα μάτια από το Johnson’s, στο αυτοσχέδιο ντους της αυλής μετά
το μπάνιο, τα γεμιστά στο χτιστό τραπέζι, τα μαγιό απλωμένα, κάποια κογχύλια μαζί με ροζ καύκαλα αχινών χωμένα σε ψάθινα καπέλα, πετσέτες με αλμύρα απλωμένες κόβουν τον ήλιο στην μέση
σαν φρούτο. Η Αλεξία, η Άννα, η Μύρινα ο κυρ Σπύρος, ο Δημήτρης της Γαρυφαλλιάς,
ο Πέτρος και ο Παύλος και γω. Είμαι και γω όπως ήμουν αληθινά. Γυμνή με μια αυτοσχέδια
πετσέτα κουζίνας για φούστα γύρω στα 7, με μαλλιά ξανθά και βλέμμα θυμωμένο από
τότε. Ναι είμαι και εγώ και βγάζω σαν αόρατη
ρουκέτα εκείνο το παιδικό γέλιο,μπορώ ακόμα
να το κάνω και σήμερα, όταν κάποιες φορές για ένα απόσπασμα νιώθω ευτυχισμένη. Ιούνιος
και ούτε που ξέρω τι θα μας βρει. Αλλά έχω την αλήθεια μου, εμένα ακέραιη ακόμα, το γαλαζωπό σελοφάν, τα καθαρά ποτά, τις
νύχτες του Βέντερς, τα φτερά μου, τις ημέρες του Γκοντάρ και πάντα εκείνο εκεί
τον βυσσινί βούρκο να με περιμένει. Αλλά που να καταλάβετε εσείς.