Άλλαξα τα
λερωμένα από την μοναξιά σεντόνια. Πενήντα δύο μέρες καραντίνας. Τριάντα εννέα
βαθμούς, τελειώματα Μαΐου. Ζύμωσα τα μπιφτέκια και βγήκα στο πίσω μπαλκόνι να
απλώσω τα ελάχιστα ρούχα μου. Στην ταράτσα της απέναντι πολυκατοικίας ένα
ζευγάρι φοιτητών πίνει κρασί κοιτώντας την θέα. Τους παρατηρώ νωχελικά και
δήθεν αδιάφορα, καθώς στα χέρια μου ανοιγοκλείνω ένα ξύλινο μανταλάκι. Η κοπέλα
καπνίζοντας γέρνει το κεφάλι της στον ώμο του αγοριού και εκείνο της χαϊδεύει
απαλά τον λαιμό. Απλώνω την τελευταία μαξιλαροθήκη με έναν ηλεκτρισμένο
πορτοκαλί πόνο, στο μέρος της καρδιάς. Εκείνη λες και το νιώθει σηκώνεται τελείως
ξαφνικά και ανάβει δυο, τρία κεριά ρεσό που βρίσκονται σε ένα ξύλινο τραπέζι, μοιράζοντας
στον νεαρό που την χαζεύει χαμόγελα και αυτοπεποίθηση. Σουρουπώνει. Οι Μπλε ώρες.
Ανοιγοκλείνω το μανταλάκι αναποφάσιστα. Ακούω το γέλιο της κελαριστό, σίγουρο.
Είναι ευτυχισμένη. Τώρα χαζεύει την θέα της θάλασσας. Η Σαλαμίνα με τις
καμπύλες της και η Αίγινα κάτω αριστερά ξεφυσάνε γαλαζωπή αχλή. Σκοτεινιάζει
όλο και πιο βαθειά. Τώρα και οι δυο ίσα που αχνοφαίνονται. Κοιτάνε προς την
ίδια κατεύθυνση. Αυτό είναι αγάπη. Ότι λαχταρώ οι άλλοι το έχουν.
Στο youtube χαζεύω υπνωτισμένη ένα παλιό βιντεοκλίπ,
ούτε που ξέρω πως το βρήκα. Ένας ψηλός τραγουδιστής, σχεδόν φάλτσος, τραγουδά
πάνω σε ένα πεζούλι. Από πίσω του φαίνεται το Αιγαίο. Στα επόμενα πλάνα βρίσκεται
ξαπλωμένος σε μια αιώρα σε έναν κήπο. Μια κοπέλα ποτίζει κάτι ακαθόριστα δέντρα.
Υπάρχει ένας αέρας που ανοίγει λίγο το πουκάμισο του, εκεί στο μέρος του της κοιλιάς.
Μοιάζει με δυτικός. Το σπίτι έχει πλάκα Καρύστου και χτιστούς καναπέδες. Όλα
λευκά και απέριττα. Κάποτε βραδιάζει και αυτός ακόμα τραγουδά το ίδιο φάλτσα.
Χαμογελά και γέρνει πίσω το κεφάλι του ανοίγοντας διάπλατα τα χέρια του σα να αγκαλιάζει
έναν αόρατο άνθρωπο. Από πάνω του ο γαλαξίας μεταμορφώνει την σπείρα του. Το
μάτι μου μένει καρφωμένο εκεί στο δικό του εκεί κι έπειτα στο δικό μου εδώ, αυτό
το αμείλικτο εδώ. Ότι λαχταρώ οι άλλοι το έχουν.
Ερχόμαστε στον
κόσμο κλαίγοντας, μη ξέροντας γιατί. Εγώ ακόμα κλαίω μη ξέροντας γιατί.
Ορμονικές διαταραχές, κοντεύεις τα πενήντα, σύνελθε. Οι εβδομάδες έχουν κάτι
μηχανιστικό - με παρηγορούν. Βάζουν κάποιου είδους πειθαρχία στην κατά τα άλλα
αλλοπρόσαλλη φύση μου. Σε φαντάζομαι δίπλα μου να αναπνέεις. Υπάρχει άνθρωπος
χωρίς προσδοκίες; Πρέπει να αφηνόμαστε και να μην περιμένουμε, να μην απαιτούμε,
να μην θέλουμε τίποτα από κανέναν; Πρέπει να περνούν οι μέρες μας με λόγια μηδενικής επίδρασης, ανάλαφρης και
στιγμιαίας φόρτισης, χωρίς day after; Ποιός μπορεί απλώς να περιφέρεται; Τα
ηλιοβασιλέματα που κοιτώ από το παράθυρο του Σαλονιού μου μαζί με εκείνο το
ζευγάρι φοιτητών μπορούν να είναι μεγαλειώδη, ίσως γιατί όλα τα ηλιοβασιλέματα
ανεξαιρέτως είναι μεγαλειώδη, έχουν αυτή τη δυνατότητα, δεν έχουν άλλη επιλογή.
Ο χρόνος τέλειωσε. Για άλλη μια φορά δεν
απάντησα σε όλες τις ερωτήσεις που μου έκανες, κι αν απάντησα σε κάποιες, απάντησα λάθος. Όπως σε όλα μέχρι
τώρα. Το μόνο που με ενδιέφερε και ακόμα με ενδιαφέρει, είναι το παιχνίδι εκεί
έξω, στα πεζοδρόμια που μετέπειτα έγιναν bar και οι φίλοι μου- ό,τι πιο εξωτικό έχεις γνωρίσει,
Σ αυτή την ζωή θα
νιώθω μονίμως αδιάβαστη και ότι λαχταρώ οι άλλοι πάντα θα το έχουν.