Δευτέρα, Αυγούστου 29, 2011

ΑϊΡίΝ

Συντομεύει την φυγή του ο Αύγουστος και το καλύτερο φεγγάρι σε υποχώρηση αγκυλώνει ακόμα το βλέμμα. Ακόμα τα άστρα, εκεί ψηλά, ακόμα οι ματιές που κατοικούν στο άπειρο και τα ζουμιά από ντομάτα ακόμα αφήνουν νέες στάμπες στο λευκό φανελάκι μου. Όλα υποχωρούν, εκτός από την θάλασσα. Όλα υποχωρούν εκτός από σένα και μένα που επιμένω να σε αγαπώ με τις πιο αισιόδοξες προβλέψεις. Για πότε ήρθες κι έφυγες ούτε που το κατάλαβα. Μεταξύ λευκού κρασιού και τελευταίας σελίδας από το βιβλίο που διάβαζα, ήρθες με μια μεγάλη αγκαλιά και κοιμήθηκες δίπλα μου. Κι όλα τα βλέμματα που πίστευα ότι ξεχάστηκαν γύρισαν με μιας πίσω. Ήρθες κι έπειτα έφυγες όπως η μολυβιά στην παλάμη που καθαρίζεται και λιγοστεύει καθώς το σαπούνι και το νερό πέφτουν πάνω της.
Με την σκέψη ακόμα σε σένα και στο ζεστό σου σώμα και μετά από καιρό άνοιξα διστακτικά την τηλεόραση και ευχήθηκα να πέσω πάνω σε κάτι καλό. Και τότε άκουσα: Φονικό πέρασμα του Αϊρίν, συναγερμός στη Νέα Υόρκη. Τουλάχιστον 10 νεκροί είναι ο τραγικός απολογισμός από το πέρασμα του τυφώνα Αϊρίν από τις πολιτείες της Φλόριντα, της Βόρειας Καρολίνα, της Βιρτζίνια και του Μαίρυλαντ. Ο τυφώνας αναμένεται να «χτυπήσει» τη Νέα Υόρκη νωρίς το πρωί της Κυριακής (νωρίς το απόγευμα ώρα Ελλάδος), κινείται με ταχύτητα ανέμου από 80 έως 100 μίλια ανά ώρα, απέχει 189 μίλια από την μητρόπολη των ΗΠΑ και παραμένει στην κατηγορία 1 της κλίμακας. Το CNN έσπερνε τον τρόμο και τον πανικό σε άπταιστα αγγλικά και γω με ένα πιάτο μπριάμ στην κατάφυτη βεράντα μου έστεκα μπροστά στο θαύμα Αϊρίν και έτσι με μιας το ερωτεύτηκα. Και ακόμα εσύ δεν έκλεισες καλά καλά την πόρτα. Ναι, ήτανε κάτι πολύ καλό τελικά. Το ίδιο εκείνο βράδυ ονειρεύτηκα πως ήμουν μέσα του μετέωρη και αίολη εντελώς, χωρίς άκρα σαν μεταλλαγμένο χερουβίμ. Γύρω μου τα μικρά αποκόμματα ενός διαλυμένου κόσμου να μοιάζουν με σπόρους από σφεντάμι στον δρόμο για την εκκλησία. (Η Σ. ακόμα προσπαθεί να τους πιάσει καθώς πέφτουν). Μπερδεμένα πράγματα γεμισμένα με μια γαλαζωπή αίγλη. Όλα είναι στο mute.Όλα τρέχουν με 100 μίλια την ώρα. Και τότε ξαφνικά μέσα στον τυφώνα που ερωτεύτηκα μπαίνει εκείνη η κοντόχοντρη γυναίκα με τα σγουρά μαλλιά και το βλογιοκομμένο πρόσωπο φορώντας εκείνα τα ρούχα κλόουν και τα ηλίθια γυαλιά, στάζοντας βλέννα και λίπος. Η απαίσια παρουσία της με ξυπνάει. Η ώρα είναι 6 το πρωί και ο Αϊρίν κατευθύνεται πια βόρεια της ανατολικής ακτής και το επίκεντρό του εντοπίζεται νότια-νοτιοδυτικά της Νέας Υόρκης. Πίνω λίγο νερό και ξανακοιμάμαι στο άλλο μαξιλάρι.
Κι έτσι κυνικά αποχαιρετώ τον μήνα Αύγουστο, του σωτήριου έτους 2011. Διαβάζοντας ξανά και ξανά τα ίδια βιβλία κι ένα ξώφαλτσο sms που λέει, «η πόλη σήμερα γεμάτη στάχτες από τις διπλανές περιοχές που καίγονται. Θλιβερό. Μόλις έκοψα φρέσκα σύκα. Αλήθεια σ αρέσουν;» Αλήθεια, δεν ξέρω αν μου αρέσει κάτι πια. Μόνο οι καταστροφές. Και μεταξύ πυρκαγιών, σειρήνων της πυροσβεστικής κι εκείνου του τεράστιου μαγικού τυφώνα πλησιάζω τα 39α γενέθλια μου. Μέχρι τότε όμως ο τυφώνας Αϊρίν θα έχει εξασθενήσει.

Κρίμα.

Κυριακή, Αυγούστου 07, 2011

ΜεΓάΛη ΠαΡέΝθΕσΗ

Γύρισα από την μεγάλη παρένθεση των διακοπών χωρίς να φέρω τίποτα πίσω. Έθαψα στην άμμο των Κυθήρων την ζοφερή τρέλλα των ημερών κι έχωσα βαθιά στις σχισμάδες των βράχων το πολύχρωμο τσίρκο των ιδεών, που ακροβατούσε μέχρι τότε με χάρη, σε σχοινί από φτηνό νάιλον. Δεν έφερα τίποτα πίσω. Για να μην αφαιρούμαι. Ήθελα να υπάρχω με ακεραιότητα στον Αύγουστο που τόσο αγαπώ. Και έτσι, τώρα το μόνο που κάνω είναι να κοιτάω τον ουρανό μέρα και νύχτα χωρίς αλμύρα στα βλέφαρα. Να περιμένω να σε δω και να σε ακούσω. Να ποτίζω τα φυτά των φίλων που έφυγαν, και αυτοί με την σειρά τους, και να φυτεύω κουκούτσια από βερίκοκα στις γλάστρες μου. Ξεσκονίζω παλιά κουτιά με βότσαλα αλλοτινών καλοκαιριών και βλέπω φωτογραφίες παιδικών διακοπών που βρίσκομαι θολή και σέπια κάτω από το φτερωτό αλογάκι της Μόμπιλ και το κοχύλι της Shell με την μητέρα μου μαυρισμένη και νέα να κοιτάει ένα χάρτη και τον πατέρα μου να μου χαμογελάει όρθιος έξω από ένα παλιό ασημένιο Chrysler-Simca. Το απομεσήμερο κατεβάζω τα στόρια και απολαμβάνω το βουητό των εντόμων και την εντιμότητα των αιμοβόρων κουνουπιών. Μαθαίνω από παλιά μου ημερολόγια πόσο καλά ευτυχισμένη υπήρξα και τότε και συλλαβίζω σε χρόνο αόριστο όλα τα ληγμένα καλοκαίρια μου. Έτσι για πλάκα. Τρώω δροσερά φρούτα και ντομάτες ωμές με λίγο αλάτι. Αναζητώ ερωτικά ημιτόνια στις άγουρες ώρες του απογεύματος και συμπιέζω όλη την μοναξιά που ρέει σε νέα mp3. Ταξινομώ παλιά βιβλία με στάμπες από φαγητό και αντηλιακό πάνω τους, δοκιμάζω την υγρασία του τσιμέντου στα γυμνά μου πέλματα και προσπαθώ να ακούσω την φασαρία του νερού της βρύσης στο νεροχύτη της κουζίνας. Από τα ανοιχτά παράθυρα της έρημης πια γειτονιάς γυναίκες μαγειρεύουν με την τηλεόραση ανοιχτή να παίζει δράματα Τούρκικης υστερίας. Και έτσι ξαφνικά σε όλη αυτή την ραστώνη παίρνω και πάλι γράμματα δικά σου. Με κανονικές σφραγίδες ταχυδρομείου κυματιστές που παραπέμπουν σε θάλασσα και γραμματόσημα που απεικονίζουν έναν ελληνικό παραδοσιακό χορό. Τα διαβάζω ξανά και ξανά και δεν ξέρω αν θέλω να σου γράψω η να σου τηλεφωνήσω για να στα πω. Έχουν όλα φοβερά στενέψει και ο χρόνος που ήθελα να έχω δεν υπάρχει πια, ούτε ακόμα και μέσα στον Αύγουστο. Στον Αύγουστο που κάποτε όλα τραβάγανε μπροστά αργά και σχεδόν σβηστά. Ειδυλλιακά θα έλεγα. Μαζί με το ζεστό καλοκαίρι του «Λεωφορείου ο Πόθος» και την γεωγραφία του ιδρώτα στο χακί μπλουζάκι του Μarlon Βrando. Και από την άλλη το απαιτητικό του θέρους απουσιολόγιο και η μελαγχολία της ωρίμανσης, ιδίως της ξαφνικής.

Σε ονειρεύτηκα ξανά όπως κάθε καλοκαίρι από το τελευταίο εκείνο που μου άφησες το χέρι για πάντα. Είχες κατάλευκη επιδερμίδα και τα μαλλιά σου ήταν καστανά με λίγα γκρι στους κροτάφους. Έτρωγες μόνη σε ένα τραπέζι τεράστιο, μοναστηριακό, και δίπλα σου ανέπνεε ένας βασιλικός. «Είσαι τόσο λευκή», σου είπα. Μου απάντησες γαλήνια πως εδώ έχει οξυγόνο και αναπνέεις επιτέλους, για αυτό. Σκέφτηκα την φθαρμένη μάσκα οξυγόνου σου και τις τελευταίες εισπνοές που πετάξαμε μαζί με δικά σου άλλα πράγματα και νομίζω ότι δάκρυσα στον ύπνο μου μέσα. Πόσα πολλά, που πέθαναν για πάντα από γύρω μου και από μέσα μου, μου λείπουν και πόση μοναξιά έχει εισχωρήσει σε όλα τα κενά που αφήνω ακάλυπτα να λάμπουν. Και κάπως έτσι κυλάει στο αυλάκι του και αυτός ο μήνας. Και ξέρω πως η ζωή κάθε μέρα έχει και από μια έκπληξη. Και ξέρω κι άλλα που δεν θα τα πω γιατί έξω φυσάει μεσημεριάτικος άνεμος με άρωμα πικροδάφνης και δεν με νοιάζει τίποτα πια.