Τρίτη, Ιουλίου 30, 2013

FaSt fOrWaRd AnD rEwInD

Καθώς μπαίνουμε στον μεγάλο μήνα η έντονη αποφορά μιας αστείρευτης ζέστης με ναρκώνει. Πάνω που προσπαθούσα να επανασυστηθώ στον εαυτό μου. Με κλειδώνει, πάνω που πίστευα ότι ήμουνα διαμπερής. Μεγάλες συγκρούσεις ανασυνθέτουν την γεωγραφία των φυσικών μου οργάνων. Μικρά ατυχήματα, σπασμένες πόρτες, πνιχτά μουγκρητά τις μικρές ώρες κάποιου Σαββάτου. Χρειάζεσαι χρόνο για να επανασυστηθείς στον εαυτό σου. Χρειάζεσαι μοναξιά και αποστασιοποίηση. Χρειάζεσαι ιώδιο, αλάτι και μια μεγάλη παρέα που αναδομείται κάθε βράδυ. Χρειάζεσαι την κόλαση των άστρων και τα πρωινά τους εγκαύματα. Χρειάζεσαι μια μεγάλη ανοιχτωσιά για να ζωγραφίσεις τις γραμμές της ζωής σου από την αρχή, μα πιο πολύ χρειάζεσαι εσένα. Θυμάμαι κάποτε μου είχες πει πως για νάρθουν τα πάνω, κάτω, πρέπει να είσαι παρών. Και γω κάθε Αύγουστο είμαι εδώ. Ολόκληρη. Ποτίζω τα λουλούδια στην βεράντα και περπατώ ξυπόλητη στα νερά. Συνομιλώντας με τα άνθη γίνεσαι σοφός. Τρώω φρούτα ζουμερά κάτω από το φεγγάρι και λερώνω τις φανέλες μου. Μια αστρική εκτυφλωτική συνουσία του σύμπαντος συντελείται. Ας μη καταργήσουμε και τα μάτια μας.
Η αρχή μιας επανάληψης καραδοκεί  μέρα μεσημέρι και  με αναγκάζει να γίνομαι καθημερινή, στους ίδιους γνώριμους και ασήμαντους ρυθμούς. Η θάλασσα μέσα μου κουνάει τις μικρές βαρκούλες που έχω δέσει. Ακούω το κύμα στα αυτιά μου. Η Σχοινούσα μού υπόσχεται νέο ραντεβού στα τέλη του μήνα καθώς το φεγγάρι θα βάζει όλα τα κουράγια του να γίνει αυγουστιάτικο. Και όλα λιώνουν κάτω από τον ήλιο μιας μεγάλης ανισσοροπίας, όταν ξάφνου μια φωνή τόσο γνώριμη με απουσία 20 χρόνων χαϊδεύει την σιωπή του δωματίου μου. Το τηλέφωνο γίνεται πάλι αναλογικό, κινητά δεν υπάρχουν, ούτε μετρό, ούτε κρίση, ούτε υπολογιστές, ούτε facebook.Υπάρχει μόνο ένα αγόρι και ένα κορίτσι 23 χρόνων και μια μεγάλη αγάπη που δεν  έσβησε ποτέ. Δίπλα στα άσχημα σαν ένας χάρτης από θάλασσα και βουνά, που κανείς άλλος δεν τον έχει παρά μόνο εμείς. Ξαπλωμένη ύπτια και μέσα από τηλεφωνικά παράσιτα ακόμα τον αναγνωρίζω, σχεδόν τον αγαπώ όπως τότε. Τόσα πρόσωπα φορέσαμε, τόσες εκδοχές και ακόμα οι ίδιοι.  Θα μου πεις η ψυχή του ανθρώπου δεν αλλάζει. Μονάχα η ζωή του.

….κι εσύ να επιμένεις ότι σου χάρισα τον κόσμο όλο!

Πέμπτη, Ιουλίου 04, 2013

ΔιΑκΟπΕυΟνΤαΣ..


Μπήκε ο Ιούλιος. Κοιμήθηκα ανήσυχα για δύο ώρες. Σηκώθηκα στις πεντέμισι και άνοιξα τα παραθυρόφυλλα της κρεβατοκάμαρας μου. Το αχνό φως του όμορφου καλοκαιρινού πρωινού  γέμιζε τον ουρανό  και τα σπουργίτια είχαν αρχίσει να φλυαρούν. Οι μέρες μου είναι τόσο ευχάριστες όσο κι ένα ποτήρι σόδας ξεχασμένο στον ήλιο για μέρες. Για αυτό θα φύγω. Θα διακόψω και αυτό τον Ιούλιο από αυτή την ξεθυμασμένη γεύση της σόδας. Ράθυμα ετοιμάζω την βαλίτσα μου. Ταχτοποιώ τα βιβλία που θα πάρω μαζί. Τα πάντα ελάχιστα αυτό το καλοκαίρι. Ελάχιστα και απαραίτητα. Απομακρύνομαι από την άσφαλτο και τον κιτρινοπράσινο πολιτισμό του βενζινάδικου. Πάω κοντά στους  χωματένιους δρόμους, τους διάστικτους από περιττώματα γαϊδουριών και κατσίκας. Πάω να συναντήσω τους στυφούς καρπούς της αγριαχλαδιάς με εκείνη την πανάρχαια γεύση τους και το τρυφερό βλαστάρι του γαϊδουράγκαθου που σε λίγο θα ξεραθεί όπως προβλέπει ο νόμος του Ιούλιου. Παραπλανημένες πεταλούδες στις πετούγιες και μέλισσες στην βρύση της βεράντας. Σπασμένη γη και ανελέητο φως. Το άρωμα της πίσσας των ασάλευτων δρόμων. Και η άψη της αιώνιας θάλασσας. Φεύγω έτσι καθημερινά και λίγο απρόσμενα μα φαντάζομαι ότι είναι σα να πηγαίνεις για ύπνο μετά από μια εξαντλητική μέρα, κι ύστερα να ξυπνάς και να βρίσκεσαι στο καλοκαίρι με την μυρωδιά από τα στάχυα να μπαίνει  απ’ το παράθυρο. Μόνος με το σώμα σου έτσι απλά. Συντροφιά με ξινισμένα σταφύλια ή ένα πιάτο φακές με θαλασσόνερο και τη μελαγχολία που ανακύπτει από τα ποιήματα των ποιητών με την κακή υγεία. Τραβώντας, κάθε τόσο, από το σουτιέν το μηδέν και το άπειρο, περπατώντας ξυπόλυτος με αλάτι στα τσίνορα και στάχυα στα μαλλιά.

Βαραίνουν οι μέρες, ξαλαφρώνει η κλεψύδρα της αντοχής. Ονειροπολώ πως βρίσκομαι ήδη ξαπλωμένη σε μια παραλία εφηβικών αμμοχάλικων και στοιχηματίζω πως θα είμαι για πάντα έτσι. Ένα παιδί  ανάσκελα απέναντι στον ώριμο ήλιο του μεσημεριού του ’83 δίπλα στην λαδοπράσινη θάλασσα του Οτζιά. Παντού φυσικοί ήχοι κυμάτων και τσιρίδες μαμάδων με πλούσιους κιρσούς στις γάμπες. Η γιαγιά ζει και ετοιμάζει στην κουζίνα μεσημεριανό. Μυρωδιές από πιπεριά, μελιτζάνα και λευκό σεντονάκι. Τα παντζούρια καρφωμένα μαζί με μένα σε εκείνη εκεί την πανάρχαια παραλία. Και όλοι ακόμα εκεί, να σουλατσάρουν αμέριμνοι κάτω από τον ήλιο του 83.

Ιούλιος 2013. Η βαλίτσα έτοιμη κλειστή. Αδίκως ξοδεύω χρόνο ψάχνοντας σημάδια.Οι καλύτεροι ανάμεσα μας έχουν χαθεί ήδη χωρίς να αφήσουν ίχνη.