Κάθε πρωί που ανοίγω τα μάτια μου τα πουλιά κελαϊδάνε και ο ήλιος καυτός σέρνεται στην κρύα πλάτη του ουρανού σκαρφαλώνοντας.Κάθε πρωί που ανοίγω τα μάτια μου ο κόσμος όπως τον θυμάμαι είναι ακόμα εκεί. Κάθε πρωί το υπέδαφος συνεχώς υποχωρεί κάτω απο τα πόδια μου.Δεν αντιδρώ,όσο φοβισμένη κι αν είμαι. Αλλάζω πόδια κι ελαττώνω το σχήμα μου μέχρι να δω οτι πάλι με αντέχει.Με κρατάει γερά.Οι ηλικίες των κοριστιών έξω στους δρόμους όλο και μικραίνουν και τα αγόρια δέν έχουν φύλο πια.Σε κάθε ραντεβού μου πάω λίγο νωρίτερα μόνο και μόνο για να παρατηρώ τον κόσμο που γυρνάει μαζί με την γη.Εξετάζω τους ανθρώπους και τα νέα είδη που όλο προκύπτουν, κρατώντας σημειώσεις.Στις παρέες που ξεβράζομαι τον τελευταίο καιρό, οι άνθρωποι μιλάνε συνεχώς με τα μάτια γυρισμένα σε ένα δικό τους νότο.Κανείς δεν κοιτάει τα μάτια του άλλου.Σα να μην υπήρχαν ποτέ πάνω στο πρόσωπο.Κανείς δεν ακούει, όλοι μόνο μιλάνε σε μια γλώσσα που δεν καταλαβαίνω με πολλά ρημαγμένα «εγώ» που σαπίζουν μαζί με τα δόντια.Και ο Μάης αφαιρεί τα ρούχα μου σιγά σιγά και μακραίνει βίαια τα μαλλιά μου, χωρίς στολισμούς.Μου τραβάει την ψυχή σαν σφεντόνα και με βάζει να βλέπω αποσπάσματα φόνων στα δελτία ειδήσεων, ξυλοδαρμούς, βιασμούς, κλωτσιές ξανθών εθνικιστών σε γεννητικά όργανα μεταναστών και νοσοκομεία που φιλοξενουν ανθρώπους με κρίσιμα 48ωρα.Και συνεχίζω να βάζω τον ήχο στο mute και αφήνω το «Nightlite» των Bonobo να πάιζει μέχρι να βραδιάσει εντελώς και να κλείσω το κουμπί της τηλεόρασης και το κουμπί του κόσμου, ανοίγοντας όλα τα παράθυρα του σπιτιού και της ψηχής για να μπει το ερωτικό ρεφρέν του Γκιώνη.Σαν λούπα ξεχασμένης συγχορδίας μιας εποχής γεμάτης σέπια.
Περνάνε οι μέρες του Μάη σαν στιγμές μεθυσμένες, σαν θέα ζαλισμένη έπειτα από πολύ ξύλο. Αποφεύγω το κάποτε πρωτεϊνούχο κέντρο που μεγάλωσα και ακουμπάω τα άκρα μου στα νότια προάστια.Με ένα σπαστό ποδήλατο για παραλλαγή, τσουλάω σαν τον ήλιο, σκαρφαλώνοντας στην πλάτη της ζωής, στην επιφάνεια της γης,στην γωνία της κύρτωσης του λεπτού άξονά της.Τρέχω μπαγιατεύοντας τις νωπές μου σκέψεις με μπόλικο οξυγόνο και ιώδιο.Τρέχω με πρόχειρα αυτοσχέδια φορέματα και με τα μαλλιά πιασμένα ψηλά σφυρίζω έναν παλιό σκοπό.Έναν σκοπό που με κρατάει σφιχτά δεμένη με εκείνον τον παλιό κόσμο που έζησα αλλάζοντας μορφές και σχήματα.Ξανά και ξανά.Και καθώς καταπίνω τα χρόνια μου σαν χάπια για κάθε χρήση
περιμένοντας τους βαρβάρους στο κέντρο της πόλης, απομακρύνομαι όλο και περισσότερο από τα γεγονότα.Τα απογυμνώνω από κάθε λεπτομέρεια κι έτσι η περίσταση αποκτάει μια αοριστία που καλυτερεύει την εικόνα.
Ο κόσμος είναι το καλύτερο μέρος για να γεννηθεί κανείς.